Burning Heart (about to burst): το παρακινητήριο soundtrack του “Rocky IV”

05/02/2021

Κατηγορία: Art Rock

7275

Μπορεί στο κλείσιμο της συνεδρίας της 16ης Δεκεμβρίου 1985 στη Γουώλ Στρητ ο δείκτης Ντάου Τζόουνς να σημειώνει ιστορικό χαμηλό –μόλις 1.553,10 μονάδες- όμως στις 27 στο Λονδίνο, ο εκδοτικός οίκος Random House δημοσιοποιεί ότι κατέβαλε τρία εκατομμύρια δολάρια για να εξασφαλίσει αποκλειστικά τα δικαιώματα στην αυτοβιογραφία του Ρόναλντ Ρήγκαν, το μεγαλύτερο ποσό που έχει δοθεί ποτέ για δικαιώματα βιβλίου που δεν έχει συγγραφεί ακόμη.

 

Δεν είναι μόνο το προφίλ του ρεπουμπλικάνου Προέδρου –δευτερορολίστα στο Χόλλυγουντ του ’40 και του ’50- που γνωρίζει τρελλές πιένες. Όσον αφορά τον άρτο και τα θεάματα, σε παγκόσμια κλίμακα, ο ασύδοτος, αποθρασυμμένος Ρηγκανισμός, ο απενοχοποιημένος άνεμος κυριαρχίας οβ ωλ θινγκς αμέρικαν, όποτε πιάσει το ανατολικό μπλοκ, το δέρνει ανελέητα.
Στο σινεμά, η αρχή είχε γίνει με το «Tαπς – Η Σάλπιγγα της Ανταρσίας», το έργο με τα επαναστατούντα αμερικανάκια ευέλπιδες που αρπάνε τα όπλα. Το «Ιπτάμενος και Τζέντλεμαν» διέδωσε ότι και ρεμάλι λούζερ να είσαι, άμα φας λάσπη, χώμα και μπινελίκια από μαύρο εκπαιδευτή, με τη στολή εξόδου θα ρίξεις τουλάχιστον μία κυβικών Ντέμπορα Γουίνγκερ. Στο «Από τη Μόσχα στο Σούπερμάρκετ» πειστήκαμε ότι στη Ρωσία «δεν έχουνε να φάνε ρε μαλάκα», γι’ αυτό κι είναι όλοι τους, ακόμη κι οι πρόσφυγες στο δυτικό κόσμο –όπως ο δύσμοιρος Ρόμπιν Ουίμλλιαμς που πρωταγωνιστεί- μέσα στην κατάθλιψη.
Το καλοκαίρι του ’85 είδαμε στην «Κόκκινη Αυγή» μια χούφτα γυμνασιόπαιδα με πρώτο τον Πάτρικ Σουέηζϋ αρπάζουνε τα ούζι και υπερασπίζονται τα πάτρια εδάφη απέναντι στη σοβιετική απόβαση.
Το φθινόπωρο και ο χειμώνας του ’85 μας είχανε φέρει κατά μέτωπο και με το ξαναγράψιμο –όχι ότι ακριβώς ξέραμε πώς είχαμε γραφτεί εξ αρχής, δηλαδή- της ιστορίας του πολέμου του Βιετνάμ.
Ο Τσακ Νόρρις ως Ταγματάρχης Τζέϊμς Μπράντοκ και ο δικός μας ο Σταλλόνε ως Τζώννυ Ράμπο, ο πρώτος με τον «Βετεράνο», ο δεύτερος με το σχεδόν πανομοιότυπο σε σενάριο «Ράμπο 2 : η Αποστολή» κάνανε κατεβασιά στα Βιετνάμ και ξεπατώνανε άμα λάχει και εφτακόσα κεφάλια κιτρινιάρηδων κομπάρσων μέσα σε ενενήντα λεπτά ταινίας –και με θεαματικούς τρόπους, σημειωτέον.
Αμέρικα ούμπερ άλλες, ούτως ειπείν, στα κινηματογραφικό μέτωπο. Ακόμη και στο διασημώτερο ρινγκ.
Αυτό που, με όσα πάνω του διημείφθησαν τα προηγούμενα χρόνια, μας έκανε με σφιγμένα δόντια να σκεφτούμε –τουλάχιστον να σκεφτούμε- μπας και βάζοντας καναν αδερφό να μας κρατάει τα πόδια για να κάνουμε κοιλιακούς ή σηκώνοντας τίποτα βάρη γινότανε ν’ αντιμετωπίσουμε κάπως πιο εύκολα τις πρώτες ώρες της Παρασκευής που είχαμε γυμναστική. Μιλάω για το ρινγκ στο οποίο διέπρεψε ο ακατάβλητος Ρόκυ Μπαλμπόα, από τη Φιλαδέλφια. Όχι την Νέα, της Πενσυλβανίας.
Διαβάζουμε στα περιοδικά ότι το τέταρτο «Ρόκυ», που στην Αμερική έχει βγει στα σινεμά από το Νοέμβριο σαρώνει τα ταμεία, περιμένουμε να ‘ρθει και δω με το ξεκίνημα της νέας χρονιάς. Εννοείται ότι θα το δούμε, μήπως έχει και τίποτα καλύτερο; Αυτό και το «Κοκούν» παίζεται στα σινεμά καθώς έχει μπει για τα καλά ο Ιανουάριος του ‘86. Εντάξει, ακούγεται σαν ανέκδοτο. Έχει αντέξει δύο φορές για δεκαπέντε γύρους στα μπουνίδια του Απόλλο Κρηντ, κερδίζοντάς τον «για ένα δευτερόλεπτο» με νοκ άουτ. Έχει σηκώσει ολόκληρο Χαλκ Χόγκαν και τον έχει αδειάσει σα σακί –έστω για φιλανθρωπικούς λόγους- στους κουστουμαρισμένους που κάθονται στις πρώτες σειρές. Τις έχει φάει μεγαλοπρεπώς από τον Μίστερ Τί, αλλά μετά έχει γίνει φέτες και τον έχει λιανίσει στις μάπες, ξανακερδίζοντας τον τίτλο του «παγκόσμιου πρωταθλητή». Τώρα, λέει, στο τέταρτο μέρος, δέρνει έναν Ρώσο πρωτοπυγμάχο, σκέτο θηρίο. Κι ο Ρόκυ στο πλευρό του Ρήγκαν;
Κι ο παππούς με το φανελλάκι - κατά την διαφήμιση για το θερμοσυσσωρευτή Axes Aerodyn; Τί άλλο θα δούμε;
Tί να δούμε; «Ρόκυ Νο 4 : Η τιτανομαχία».
Τον Απρίλιο του ’85 οι Survivor βρίσκoνται σε περιοδεία με τους REO Speedwagon για το πολυπλατινένιο “Vital Signs” όταν η έρχεται η δεύτερη τηλεφωνική προσφορά από τον Stallone να γράψουν κάτι για το σάουντρακ. H τρομακτική επιτυχία του “Eye Of The Tiger” και ο σύνδεσμος του εκατομμυριούχου ηθοποιού, σκηνοθέτη και παραγωγού με την άγνωστη μπάντα από το Σικάγο που ο ίδιος ανέδειξε, με τον ίδιο τρόπο που στο σενάριό του ο πρωταθλητής βαρέων βαρών Απόλλο Κρηντ δίνει την ευκαιρία σ’ έναν άσημο ερασιτέχνη, ζητά επανάληψη. Μόνο που αυτή τη φορά, το να επαναληφθεί και στο μουσικό επίπεδο μια τέτοια επιτυχία απαιτεί πολλαπλάσιο κόπο, επινοητικότητα και στάθμιση. Ο Jim Peterik διαβάζει το σενάριο της τέταρτης ταινίας Rocky αραχτός δίπλα από την πισίνα του Sheraton στο Las Vegas.



Ο Ρόκυ, ως πρωτοπυγμάχος που έχει αποσυρθεί, θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει έναν Σοβιετικό  πρωταθλητή στη Ρωσία, σε μια αναμέτρηση που για τον ίδιο σημαίνει πολύ περισσότερα απ’ ό,τι ένας ακόμη αγώνας για τον τίτλο. Είναι μια αναμέτρηση με τον εαυτό του (“its you against you), μια αναμέτρηση ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, ανάμεσα στην πατρίδα της ευκαιρίας, γέννημα της οποίας είναι κι ο ίδιος και του ολοκληρωτισμού που εκπροσωπεί η μεγάλη ρωσική αρκούδα, οι κόκκινοι, οι κομμουνιστές της Ε.Σ.Σ.Δ..
Κυρίως, είναι μια αναμέτρηση τιμής για τον Ρόκυ, καθώς ένας Σοβιετικός πυγμάχος - νταμάρι έχει προκαλέσει σε αγώνα επίδειξης τον Απόλλο Κρηντ και τον έχει σκοτώσει μπροστά στο αμερικάνικο κοινό.
Ο Peterik ανακοινώνει στον Frankie Sullivan την πρόταση του Sly. Μετά από τα απαραίτητα τηλεφωνήματα στους μάνατζερ, κατευθύνονται στη φορτωμένη πλήκτρα και κιθάρες σουίτα του Sheraton και πιάνουν να γράφουν οι δυό τους στο πιάνο ένα κομμάτι, έχοντας στο μυαλό τους το στόρυ. Ο Peterik, πιο επιδέξιος με τους στίχους -συνήθως υφίσταται «απλοποίηση» από τον πιο προσγειωμένο Sullivan για τις εξεζητημένες λέξεις που χρησιμοποιεί- αντιμετωπίζει την ευκαιρία σαν πρόκληση.
Δεν έχει ξαναγράψει κάτι με πολιτικό έρεισμα. Ωστόσο, βλέπει εξαρχής ότι στην κινηματογραφική μάχη με γροθιές που καλείται να μελοποιήσει κάθε στίχος πρέπει να απηχεί το προσωπικό και το δημόσιο στοιχείο εξίσου, να είναι ζυγισμένος απόλυτα σωστά. “Two worlds collide, rival nations – it’s a primitive clash, venting years of frustration”.
Το σκαρίφημα που προκύπτει καθώς η μπάντα αλλάζει ξενοδοχεία και support όνομα –παίζουν πλέον με τον Bryan Adams- τους ικανοποιεί, για τον τίτλο ωστόσο είναι κάπως αβέβαιοι. Αρχικά το ονομάζουν “The Unmistakable Fire”, όμως γρήγορα συνειδητοποιούν ότι με νωπό ακόμη το επιτυχημένο άλμπουμ των U2 “Unforgettable Fire”, θ’ ακούγεται σαν παρωδία. Το ρεφραίν ξεκινά με το στίχο “In the human heart – just about to burst”. To brainstorming με τον Frankie Sullivan και τον συνεργάτη τους Robin Lang δεν έχει ακόμη τελειώσει, όταν έρχονται σ’ επαφή με τον ίδιο τον Stallone, στον οποίον έχουν ήδη στείλει ένα demo. «Το ρεφραίν πρέπει να γίνει Burning Heart. Και αυτός να’ναι κι ο τίτλος», αποφασίζει.
Την εναλλακτική την έχουν κι οι ίδιοι σκεφτεί, έτσι την υιοθετούν χωρίς δεύτερη κουβέντα, παρ’ ότι δυό χρόνια πριν μια μπαλάντα με τον ίδιο τίτλο από το Ολλανδικό χαρντ ροκ γκρουπ Vandenberg είχε μπει στο αμερικάνικο top-40.
Με την ολοκλήρωση της περιοδείας, οι Survivor επιστρέφουν στο Σικάγο και ηχογραφούν το τραγούδι. Συναντιούνται με τον Stallone, ακούει την ηχογράφηση. Αυτός πρέπει να δώσει το πράσινο φως για όλα. «Ακόμη νομίζω ότι κάτι του λείπει», αποφαίνεται. Στη στιγμή, ο Peterik προτείνει να προστεθεί ένα εφέ έκρηξης στο ρεφραίν. Καλεί τον παλιό του φίλο από τους Ides Of March, τον Dave Arriano που διαχειρίζεται μια ειδική σειρά από ηχητικά εφέ.
Εκείνος προσθέτει έναν ήχο σαν από ηχογραφημένο στα κόκκινα πιατίνι, που γεμίζει το ακουστικό φάσμα, ακριβώς με το που προφέρει ο Jimi Jamison τη λέξη “heart”. Αυτό είναι. Σφραγισμένο φθόγγο προς φθόγγο από μια εμβατηριακή ερμηνεία, φορτισμένη με πάθος αλλά και με την φωνητική ακρίβεια του Jimi Jameson που την κάνει να φαίνεται φυσική, άκοπη, το “Burning Heart” είναι έτοιμο να χτυπήσει τις σωστές νευρικές απολήξεις του κοινού που θα τρέξει να δει το επόμενο «Ρόκυ».
Θα κυκλοφορήσει σε single αρχές Νοεμβρίου του ’85, μαζί με την ταινία.
Καθώς μπαίνει ο Ιανουάριος του ’86 διαρκώς ανεβαίνει, φτάνοντας μέχρι το Νο 2 των singles στο Hot-100 του Billboard, όπου και θα παραμείνει για δύο σερί εβδομάδες(US#2, 1 & 8/2/86). Το δρόμο προς την κορυφή θα του φράξει ένα single ειδικού σκοπού: Το “That’s What Friends Are For”, μια παλιώτερη σύνθεση του Burt Bacharach στην οποία συμπράττουν τέσσερις μεγάλες φωνές -Dionne Warwick, Gladys Knight, Elton John, Stevie Wonder- θ΄ανακηρυχθεί το κορυφαίο single ολόκληρου του 1986, καθώς στοχεύει με τις εισπράξεις του στη συγκέντρωση χρημάτων για έρευνες σχετικά με το AIDS.
«O φαρισαϊσμός της ποπ και η αντιδραστική προπαγάντα σε όλο της το μεγαλείο», συνοψίζει κατά λέξη ο Θανάσης, ο οποίος, με το καραμπαμπάμ σφυροδρεπανάτο πολιτικό στίγμα των δύο μαθηματικών Γυμνασίου γονιών του, έχει ξεκαθαρίσει ότι «δεν πατάει στο σινεμά να δει τέτοιες μαλακίες» και φρενάρει στη γωνία του «Σινέ ΑΠΟΛΛΩΝΑ», αφήνοντάς μας, τους υπόλοιπους τέσσερις νοματαίους να στηθούμε στην ουρά προς το ταμείο. Ουρά εντυπωσιακά μακριά είν’ η αλήθεια.
Γιατί, ναι, ξέραμε τί θα δούμε και για να πούμε την αλήθεια, δε μας ένοιαζε. Το τί ψηφίζαν οι πατεράδες μας επίσης το ξέραμε και μάλιστα καλά, όμως αφήναμε τα πολιτικά έξω απ’ την παρέα –όσο γινότανε. Κάπως έτσι τό’ βλεπε ο ηλικιακός μέσος όρος της ουράς εκείνης, Σάββατο απόγευμα, 22 Φεβρουαρίου, τρεις βδομάδες πριν την Κυριακή της Απόκριας του ’86.
Ο αντιμερικανισμός που έφερε μαζί της η «Αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ και εγκατέστησε ρηματικά στο δημόσιο διάλογο δεν είχε καμία τύχη με τα Γυμνάσια και τα Λύκεια, με τα παιδιά της «Αλλαγής». Γιατί είχε φροντίσει πρώτα να φουσκώσει τα πορτοφόλια στις τσέπες των πατεράδων μας και μαζί τους την ελπίδα ότι όλα θα βαίνουν από δω και μπρος ανθηρά.
Ακούγαμε αμερικάνικη μουσική, βλέπαμε αμερικάνικες ταινίες, παρακολουθούσαμε αμερικάνικες διαφημίσεις, φοράγαμε αμερικάνικα ρούχα, είχαμε -ίσως και κοντά στους μισούς- δώσει τουλάχιστον μια φορά μέχρι και για το το lower.
Κανείς δε θα μας σταματούσε τη ζωή με αόριστα πράματα σαν την ιδεολογία. Κανείς δε θα μπορούσε να μας σταματήσει τα όνειρα, επειδή είχαν ζωντανά χρώματα. Όπως κανείς δε μπορεί να πείσει το οχτάχρονο ότι πρέπει να μην του αρέσει το παγωτό φράουλα επειδή «δεν είναι φτιαγμενο από πραγματική φράουλα, έχει συντηρητικά».


Αν το πρώτο Ρόκυ ήταν ένας low budget θρίαμβος με μουντή φωτογραφία, το δεύτερο ένα αναπτυγμένο σενάριο πάνω στην αυθεντική ιδέα, που απομακρύνεται από το ρομαντισμό για να δώσει το βάρος στους χαρακτήρες και το τρίο μια νευρώδης ιστορία επιστροφής στις ρίζες από έναν πυγμάχο - μαχητή που «ξαναβρίσκει» το πεινασμένο του ένστικτο για νίκη, το τέταρτο είναι ένα βίντεο κλιπ εκτεταμένο σε κάτι περισσότερο από 88 λεπτά.
Με ρυθμούς γρήγορους και πλοκή που ενώ την μαντεύεις και την περιμένεις, μέχρι να φτάσει στην κορύφωση, σου έχει ήδη προκαλέσει με τη μουσική του επένδυση αλλεπάλληλες μικρές ανατάσεις, που συναγωνίζονται να εξουδετερώνουν τις σεναριακές απιθανότητες -που πολλές, εντάξει, βγάζουν μάτι. Μέχρι το «θριαμβευτικό» φινάλε με τον ματωμένο Stallone στο κέντρο ενός ρινγκ -που υποτίθεται βρίσκεται στη Μόσχα- σκεπασμένον με την αμερικάνικη σημαία και γύρω του ένστολους Σοβιετικούς αξιωματούχους να τον επευφημούν ενώ βγάζει το επικό στην παιδική μονολιθικότητά του λογύδριο, If I can change, and you can change, everybody can change, η μουσική έχει διαρκπως τον πρώτο λόγο.
Αυτή βγάζει με ντισκαλιφιέ τη λογική και υπαγορεύει τί να νιώσεις, παρακολουθώντας την ιστορία να ξετυλίγεται.
Ξεκινά με μια γεύση από “Eye Of The Tiger” στην εισαγωγή, με τα δυό γάντια, ένα αμερικάνικο κι ένα κόκινο με το σφυροδράπανο να συγκρούονται σε μια faux έκρηξη που σε αποπροσανατολίζει. Ποιό από τα δύο γάντια είναι πιο ισχυρό;
Λίγο πιο μετά, έρχεται το ποπ-σόουλ ντουέτο των Kenny Loggins και Gladys Knight (“Double Or Nothing”) που ακούγεται από το ραδιοκασσετόφωνο το ενσωματωμένο στο γελοίο ρομπότ - υπηρέτρια που έχει αγοράσει ο Ρόκυ δώρο στον βρωμύλο κουνιάδο Πώλυ – που να ξέραμε τότε ότι κατασκευάστηκε από προχωρημένη εταιρία ρομποτικής μετά από σύσταση των γιατρών του 6χρονου Seargeoh Stallone για να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει το φάσμα του αυτισμού;
“Living In A America – Got to have a celebration!” αλυχτάει σα Φλωρινιώτης απ’ την Νότια Καρολίνα το αεικίνητο -παρά τα 53 του- γερομπουλντόγκ με την ισιωτική απ’ την κόλαση James Brown, δίπλα στον Ιβάν Ντράγκο –το γιγαντόσωμο θηρίο με τις κρου κατ πλατινέ πρόκες και το βλοσυρό βλέμμα- και τον Απόλλο Κρηντ ντυμένο Kαρνάβαλο/Κάπταιν Αμέρικα, λίγο πριν τη μοιραία μάχη που θα στοιχίσει τη ζωή του. “If he dies, he dies”.
O Ρόκυ έχει πάρει την απόφασή του να ταξιδέψει στη Μόσχα για μια ρεβάνς με τον Ντράγκο. Με τη μασημένη του φωνή τα κάνει πενηνταράκια σε μια Άντριαν που από την κορυφή της σκάλας υποδοχής τον εκλιπαρεί αχτένιστη να μην πάει, γιατί «δε θα νικήσει», αλλά «κι αν ακόμη νικήσει, δε θα φέρει τον Απόλλο πίσω».
“I’ m a fighter – that’s the way i’m made Adrian, that’s what you married, we can’t change what we are”. Κι ενώ από δραματουργική ένταση κοντεύει να γεννήσει το πρώτο νευρικό γέλιο, η μουσική σώζει το στόρυ ξανά. Ο Ρόκυ, με λυμένη τη γραβάτα, βάζει το κλειδί στη μηχανή της λευκής Λαμποργκίνι και κλείνει την πόρτα ακριβώς τη στιγμή που αρχίζουν να χτυπάνε τα φονικά σηκουένσερ του “Now Easy Way Out” του Robert Tepper.
Ξεχύνεται νύχτα στους δρόμους, ανακαλώντας στιγμές της ζωής του, σ’ ένα αναμνησιακό rewind με σκηνές από τις προηγούμενες ταινίες που κάνει την τριχοφυία να εξανίσταται: θυμάται τον κτηνώδη Ντράγκο, τον Aπόλλο να πέφτει νεκρός, αφού τον έχει ξορκίσει να μη ρίξει λευκή πετσέτα (some feelings never die!), την πρώτη του νίκη στο δευτερόλεπτο, τον αδικοχαμένο Μίκυ, τα μπουκέτα του Κλάμπερ Λανγκ, τις αμφιβολίες για τα κότσια του μπροστά στον καθρέφτη, το ντροπαλό του πρώτο ραντεβού με την Άντριαν, την ανάβαση στα μαρμάρινα σκαλοπάτια του μνημείου της Φιλαδέλφεια την αυγή. Και ξανά τον Απόλλο να πέφτει νεκρός και να πεθαίνει από τις κόκκινες γροθιές του εχθρού, που τον περιμένει στη Μόσχα να του κάνει τα μούτρα κιμά. Με το που η Λαμποργκίνι χάνεται στο τούνελ, οδηγείται και το κομμάτι σε fade out και η ταινία σε διάλειμμα.


Ούτε λεπτό δε συμπληρώνεται στο δεύτερο μέρος και σκάει το “Burning Heart”, καθώς το αεροπλάνο που μεταφέρει τον Ρόκυ προσγειώνεται στην απόξενη Ε.Σ.Σ.Δ. -στο πηγμένο στο χιόνι Γουαϊόμινγκ και στον Καναδά έχει γυριστεί η ταινία, θα μάθουμε αργότερα, σιγά μη βλέπαμε στο Ρόκυ και τίποτα πλάνα με τη χλωρίδα του Βόλγα. Για να σκληραγωγηθεί, έχει επιλέξει να προετοιμαστεί για τη ρεβάνς σε μια καλύβα στο πουθενά, έχοντας μαζί του τον κουνιάδο Πώλυ και τον Ντιουκ, τον προπονητή του μακαρίτη Απόλλο. Άγρυπνο το βλέμμα πρακτόρων της ΚαΓκεΜπε. Μοχθηρά βλέμματα, καπέλλα με επένδυση από γούνα αλεπούς, απεριποίητη τριχοφυία -όλοι μούρες επιλεγμένες μία – μία για να προσωποποιούν κακομοιριά, φθόνο, κλειστοφοβία, χαφιεδίλα.


Το ηθικό ανεβάζει κατακόρυφα το πρώτο από τα δύο instrumental του Vince DiCola, του μόλις 28χρονου ιταλοαμερικάνου πληκτρά που έγραφε τραγούδια για τον αδελφό του Stallone, τον Frank. Στο “Training Montage” βλέπουμε το Ρόκυ να ξεπορτίζει από την παγωμένη καλύβα με το πρώτο φως της ημέρας και να ξεκινάει τζόγκινγκ μέσα σε 30 πόντους χιόνι, φορώντας ένα δερμάτινο με επένδυση που θα κάναμε μεγάλες αμαρτίες, για ν’ αποκτήσουμε. Ξεκολλάει άμαξες με άλογα από το χιόνι, πριονίζει κούτσουρα, κουβαλάει αγκονάρια, τραβάει έλκυθρα με τον Πώλυ πάνω τους για βάρος, τσεκουρώνει δέντρα 50 μέτρα ύψος και περιφέρεται με τους βραχίονες σε έκταση δεμένους σ’ ένα κορμό δέντρου δύο μέτρα μακρύ και κάτι τόνους βαρύ, σαν εσταυρωμένος. Όπως έγραψε κι ο Peterik στο στίχο του “Burning Heart”, έχοντας δει μια περίληψη με πλάνα από την ταινία, n the warrior's code, there's no surrender -
Though his body says stop - His spirit cries, never.

Την ίδια ώρα, ο Ιβάν ο Ντράγκο αγκομαχάει στα hi-tech γυμναστήρια της Σοβιετίας, τρώγοντας και τις προβλεπόμενες ενέσσες με το μουρουνέλαιο, υπό το βλέμμα του προπονητή του, ενός σατανιασμένου αδελφού του Καζιμίρ Γκόρσκι.
Δυό – τρία λεπτά αργότερα, κι αφού για τόνωση του ηθικού έχει σκάσει μύτη απρόβλεπτα και η Άντριαν στο χιονισμένο «ρωσικό» τοπίο κι έχουν πέσει οι πρώτες αγκαλιές, έρχεται το δεύτερο κομμάτι με πλάνα από την προπόνηση του Ρόκυ: σχινάκι μέχρι να πέσει κάτω, κοιλιακοί κρεμασμένος ανάποδα, ξυλοκοπτική με τσεκούρι μεσ΄το κρύο για το τζάκι, σήκωμα βράχων με σχοινί και τα τοιαύτα. Ακούγεται ο John Cafferty -σκέτος, χωρίς την Beaver Brown Βand του- με το “Hearts On Fire”. Δευτεροκλασσάτος Springsteen από το Rhode Island με ικανό γρέτζο, που όμως με την ψευδοσυμφωνική βοήθεια του DiCola ανεβάζει το Ρόκυ όχι αυτή τη φορά στο Καπιτώλιο της Φιλαδέλφια, αλλά σε κάτι Ιμαλαϊκόμορφα χιονισμένα κατσάβραχα και τον βάζει να ουρλιάζει στο υπερπέραν «Ντράγκο, δεύρο έξω». Σημάδι ότι έχει φτάσει σε τοπ φόρμα, έτοιμος για όλα στη ρεβάνς και ότι σε λίγα λεπτά να μπαίνουμε στο ψητό. Στα μπουνίδια, δηλαδή.
 

Όταν θα σημάνει η ώρα του ρινγκ, έρχεται η δεύτερη συνθεσαϊζερική συμφωνία του DiCola, το “War”. Μεγαλεπήβολο όσο και τα θέματα του τεράστου Bill Conti των τριών πρώτων Rocky, σε διαπερνάει, σε ρίχνει στα σχοινιά, σε βάζει ν’ αποφεύγεις τις γροθιές του Ντράγκο με υπερένταση και στο φινάλε σ’ ενώνει στην αποθέωση με τον ήρωα, απολήγοντας στην τελικά φανφάρα του Conti, που παίρνει κι ένα credit για την αξεπέραστη και ταυτισμένη με τον Ρόκυ μουσική του, δέκα χρόνια μετά. Είναι το “War”, που θα γίνει τα επόμενα χρόνια στάνταρ μουσική επένδυση σε διαφημίσεις και τρέϊλερ κάθε αθλητικής αναμέτρησης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, από πανελλήνιο ενόργανης μέχρι Μουντιάλ.
Και όχι μόνο χάρις την παροιμιώδη αμετροέπεια και η έλλειψη φαντασίασς των ανθρώπων που διαλέγουν μουσική για την ΕΡΤ. Το “Rocky IV”, η ξεδιάντροπη αυτή «προπαγάντα» πού’λεγε κι ο Θανάσης, με μοχλό τη μουσική του επένδυση θα σαρώσει παγκοσμίως, ιδίως με την εξάπλωση του home video ακόμη και σε χώρες όπως η Βολιβία ή το Πακιστάν. Στην Αμερική θα ξεπεράσει κάθε προηγούμενη ταινία της σειράς «Ρόκυ», κι ας το χλεύαζαν ανελέητα οι κριτικοί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του δυτικού κόσμου από την πρώτη μέρα που βγήκε στις αίθουσες. Τί σκαμπάζουν αυτοί από το πώς η μουσική μπορεί να σου πάρει τα μυαλά όταν είσαι δεκάξι;
Γιατί η μουσική είναι που δένει σ’ αυτό το 88λεπτο βίντεο κλιπ τόσα παράλληλα νήματα exploitation που είναι αδύνατον κάποιο απ’ αυτά να μην πετύχει το στόχο του, το πεινασμένο για σημεολογικά δίπολα νεαρό κοινό της υφηλίου. Αμερική εναντίον Σοβιετικής Ένωσης, στην κορύφωση του ψυχρού πολέμου, διαλεξε πλευρά. Η απόφαση να δώσεις τη μάχη, ακόμη κι αν οι πιθανότητες είναι ξεκάθαρα εναντίον σου (“it's you against you - It's the paradox that drives us on”), απέναντι στο φόβο της συντριπτικής ήττας. Η φυσική, σκληρή, τιμωρητική προπόνηση που ατσαλώνει, απέναντι σ’ αυτήν με τα αναβολικά που φτιάχνει ψεύτικη αίσθηση υπεροχής, όμως όχι νοοτροπία (“he has to stand before me, and look me in the eye, ready to die”).
Η δύναμη της θέλησης απέναντι στην ψυχαναγκαστική πίεση της «επιτακτικής νίκης» - “I must break you λέει ο Ιβάν Ντράγκο στον Ρόκυ, με το έρχοναι πρόσωπο με πρόσωπο πάνω στο ρινγκ, κάνοντας σαφές ότι οι αντοχές του έχουν αρχίσει να φθίνουν πριν καν ρίξει την πρώτη γροθιά.
Η μεγαλοθυμία του νικητή, απέναντι στον ηττημένο, που δεν τον θέλει νεκρό, ούτε ταπεινωμενο, γιατί ο δεύτερος δίνει αξία στη νίκη του πρώτου. Η αλληλεπίδραση ζωντανού κοινού και αθλητή, ο οποίος με την αγωνιστικότητά του, μπορεί να υποχρεώσει το κοινό, όταν μπροστά στα μάτια του τα δίνει όλα, να τον σεβαστεί ακόμη κι όταν τον μισεί. Ο εγωϊσμός του αθλητή απέναντι σε κάθε σύστημα εξουσίας που τον αντιμετωπίζει σαν πιόνι -ο Ντράγκο, όταν για ν’ αποδείξει ότι παίζει πρώτα για τη δική του τιμή, δε διστάζει να βουτήξει από το λαιμό το σατανικό Καζιμίρ Γκόρσκι, που εν ώρα αγώνα τον μειώνει και τον επιτιμά γιατί δεν έχει υπακούσει στη διαταγή «να τσακίσει» τον αντίπαλο. Ακόμη και η αντίστιξη Tάλια Σάϊρ και Μπριγκίττε Νίλσεν φέρνει τον άγουρο αρσενικό θεατή απέναντι στο αδυσώπητο ερώτημα:
Η ψυχρή θεά που με θέλει για ν’ αυγατίζει η δική της μόστρα ή η ασχημούλα που σκιρτάει για πάρτη μου;



Η τροφή για όλα αυτά τα διλήμματα πιο αμερικάνικη κι από τσήζμπεργκερ με καταμελωμένα κρεμμύδια και νερωμένη κοκα-κόλα δώρο με σπαστό καλαμάκι. Και ποιοί ήμασταν εμείς, δηλαδή, το Φεβρουάριο του ’86 για ν’ αντισταθούμε σ’ ένα ολοζώντανο τσήζμπεργκερ, όταν η εναλλακτική ήτανε φυλλάδια με πυκνογραμμένες τις ωφέλημες ιδιότητες του σπανακόρυζου; Εδώ ολόκληρη Αλλαγή και μετά το καπάρωμα της εξουσίας, το πήγαινε λαου – λάου και πισοπατώντας για τις βάσεις. Η διμερής συμφωνία της 15ης Ιουλίου του ’83, την οποία το ΠΑΣΟΚ έσπευσε να υπογράψει για να διαπραγματευτεί με την ησυχία της με τους Αμερικάνους προέβεπε ότι «Η συμφωνία αυτή (…) μπορεί να τερματιστεί μετά πέντε χρόνια με έγγραφη ειδοποίηση οποιουδήποτε των μερών, η οποία (ειδοποίηση) θα πρέπει να δοθεί πέντε μήνες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία θα λάβει χώρα ο τερματισμός (της συμφωνίας)». «Μπορεί να τερματιστεί» λοιπόν, κι όχι «τερματίζεται». 
Όπως και η σχέση μας, δηλαδή, με τα γκροτέσκα σύμβολα της εφηβείας. Μπορεί να τερματιστεί, με προειδοποίηση από την ωρίμανση και τις ευθύνες, ή και χωρίς, απρόθεσμα. Αλλά έλα που δεν τερματίζεται.
 
Υ.Γ. Ι: To soundtrack του “Rocky IV” έφθασε στο Νο 10 του Hot-200 του Billboard το Φεβρουάριο του ’86 (US#10, 22/2/86). Περιέχει κι άλλα δύο κομμάτια, το συνθετικό A.O.R. “The Sweetest Victory” (Τοuch) και ένα ταπεινορομαντικό γαλανομάτικο σόουλ “One Way Street” των Go West –αυτών που είχαν βγάλει την power pop καρεκλιά “We Close Our Eyes” το καλοκαίρι του ’85. Όμως, όπως συνόψισε ο Νίκος, ο Γίγαντας Άνοιξη του ’86 όταν εξέθεσε στην κοινοκτημοσύνη του Α3 την κασσέττα με τη μπλε πλαστική ράχη της Scotti Brothers, «μπροστά στην κομματάρα “No Easy Way Out”, τα υπόλοιπα είναι φλωργιές».
Πράγματι, αυτό ήταν η έκπληξη, το εντελώς καινούριο κομμάτι που μας τραβάει. Τους Survivor τους ξέρουμε, όμως τούτο ‘δω έχει έναν αέρα ακάθεκτο, κι ας ακούγεται «εμπορικό». Λίγους μήνες αργότερα, αφ’ ότου «η κομματάρα» θα κάνει επιτυχία (US#22, 29/3/86), θα δούμε και το βίντεο κλιπ, ένα one man show του Robert Tepper που κι αυτό μας διχάζει : έχει βαρέσει υστερία επειδή δε μπορεί να ξεφύγει από κείνη την υπόγα με το συρματόπλεγμα ή επειδή το wet look του βγήκε σα να τον έχει γλείψει ρινόκερως ;

Υ.Γ.ΙΙ: Tα επόμενα τρία χρόνια, μέχρι να γκρεμιστεί κι επίσημα το τείχος του Βερολίνου και να καταρρεύσει κι επίσημα η Σοβιετική Αρκούδα, οι ταινίες πολιτισμικού ιμπεριαλισμού –συνήθως με soundtrack γκανιάν- έρχονταν απανωτά καταπάνω μας. «Σιδερένιος Αετός» (με Dio, Adrenalin και Helix στο soundtrack), «H Ώρα του Γερακιού», «Βετεράνος 2» και «3», με τον Τσακ Νόρρις, “American Anthem” (με τον προπονητή του Ντράγκο να παίζει τον προπονητή της Janie Jones που σαρώνει στους Ολυμπιακούς Αγώνες στην ενόργανη), το κολοσσιαίο “Top Gun” (με Berlin, Kenny Loggins, Loverboy και τα λοιπά στη μουσική) που έστειλε ένα κάρο ανυποψίαστους κουφιοκέφαλους στη Σχολή Ικάρων τα επόμενα χρόνια, το “Rambo III”, ακόμη και το “Red Scorpion”, με τον … Ιβάν Ντράγκο, κατά κόσμον Ντολφ Λούντγκρεν στο ρόλο ενός Σοβιετικού κομμάντο που στρέφεται στο τέλος κατά των ανωτέρων του και τους αλλάζει τα φώτα.

Παναγιώτης Παπαίωάννου