Running Wild: "Rapid Foray"

24/09/2016

Κατηγορία: Κριτικές

3705

Για τρία χρόνια, μεταξύ ’87 και ’90 γέμισαν το πιάτο των μεταλλάδων με καλοψημένο, κλασσικό heavy metal με μια «πειρατική» σως στο σερβίρισμα. Μιλάμε για το τελευταίο ξέσπασμα μιας πολυπαραγωγικής εποχής, όπου εκ των υστέρων, όλα, από τους Poison και τους Wrathchild μέχρι τους D.R.I. και τους Forbodden είχαν κάποια αξία.

 

Το Under Jolly Roger” έβγαλε τους Running Wild στην επιφάνεια, το Port Royal με το έπος “Conquistadores τους καθιέρωσε και το “Death Or Gloryτους ανήγαγε σε πρώτο όνομα στο τότε Ευρωπαϊκό μέταλ.
Ήταν πιο γερμανοί κι απ’ το πέδιλο με κάλτσα (πόσο καλόγουστος να είναι ένας τύπος που αυτοαν
aγορεύεται “Rock N’ Rolf”;), όμως έχοντας άριστο γραφείο τύπου και προβολή (οι γερμανικές φίρμες ήταν τότε στα πάνω τους) έδειχναν ένα διεθνοποιημένο σχήμα που μπορεί να μην ήταν συνθετικά τίποτε φοβερό, αλλά ήταν συμπαγές και κρατούσε το μέταλ όσο περίκλειστο και συγχρόνως όσο ανοικτό χρειαζόταν.
Η συναυλία τους στο «ΡΟΔΟΝ» στις 18 Φεβρουαρίου 1990 ήταν ένα
event που έσφυζε από ενέργεια (ήταν κι οι RAGE support), από τις καλύτερες συναυλίες της εποχής, με πούλμαν να καταφθάνουν μέχρι κι από Τρίπολη και Βόλο.     
Όμως έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Οι ίδιοι σχεδόν από μόνοι τους ξεσκέπασαν τη γερμανικότητά τους (σ.σ. τους για αναπαραγωγή φόρμουλας χωρίς να νιώθουν τί θέση έχει αυτή στο όποιο μουσικό γίγνεσθαι) με το Blazon Stoneτου ’91, μια εσκεμμένη φωτοτυπία του “Death Or Glory” που φαινόταν όμως σαφώς πιο φτηνή κι ετοιματζίδικη. Το κοινό της βουκολικής Ρηνανίας προσδοκούσε την επόμενη κυκλοφορία τους με ανοιχτές αγκάλες, κι αυτό φάνηκε τους έφτανε. Στην ουσία, μόλις πέρασε η μπογιά τους, έδειξαν ότι εκεί κυρίως απευθύνονταν.
Άλλο αν στα αποπροσανατολισμένα ‘90s εξακολούθησαν να δισκογραφούν και να περιοδεύουν σε τακτική βάση. Ο Rolf o Kasparek, γιατί στην ουσία δικό του ήταν το μαγαζί, απλώς άλλαζε τους κομπάρσους που έβαζε να απίξουν σε κάθε άλμπουμ, προσέθετε ένα ή δύο κάπως καλές αντιγραφές των καλύτερων στιγμών του σε κάθε άλμπουμ, κερδίζοντας έτσι και καινούριους οπαδούς σε χώρες του τρίτου κόσμου του όπως η Ελλάδα, όπου ό,τι πλασσάρει το προεξέχων μυαλοπώλης στον αδαή, αυτό θα του φτιάξει και το κριτήριο.
O Rolf έκανε άλμπουμ με στίχο θεματικό, με προεκτάσεις μεταφυσικά πειρατικές, χρησιμοποίησε ποιτικές παραβολές μέσα από -και καλά- πειρατικούς μύθους, έγραψε κριτικές κατά του καθολικισμού, χρησιμοποίησε ό,τι μπορεί να βρει κανείς σε μια εικονογραφημένη ιστορία του 17ου και 18ου αιώνα για παιδάκια δημοτικού της Καρλσρούης.
Τόσες παραλλαγές σε πειρατικά θέματα (που δεν είναι καν μητρική μυθολογία για κάποιον απ’ το Αμβούργο) θα έκαναν τον Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον τον ίδιο να το γυρίσει σε καντσονέττες.
Στο 16ο τους άλμπουμ χαιρετίζεται από τον «ειδικό ηλεκτρονικό τύπο» ως «επιστροφή στην κλασσική τους περίοδο».
Κατά θλιβερό τρόπο, η κοινοτυπία αυτή είναι εύστοχη.
Ριφ απ΄τη δισκογραφία τους στο μίξερ, μερικά ρεφραίν εμπνεύσεως θά’ λεγες από κερκίδας φανατικών της Μπόχουμ, παλαιομεταλλικά σόλο (που από μόνα τους είναι καλή ψευδαίσθηση), ένα
drum machine ν΄ακούγετaι παγερά αδιάφορο (μεγαλώσαμε πια, αυτά τα καταλαβαίνουμε), επίπεδη παραγωγή κι ένας Rock N’ Rolf” με φανερά λιγώτερη φωνή, να προσπαθεί να μιμηθεί τον angry εαυτό του.
Το “Black Skies, Red Flag πάει να αντιγράψει το “Port Royal”, το “Stick To Your Guns” κάπως πάει να μπολιάσει το groove με λίγο από “Raw Ride, οι ήχοι «γκάϊντας» στο “By The Blood In Your Heart” και το γερμανικό χορωδιακό ρεφραίν πάνε προς “Prisoners Of Our Time”, το “Into The West” είναι ίδιο το “Little Big Horn”, το 11λεπτο “Last Of The Mohicans” έχει μέσα του το παλιώτερο “Treasure Island”. 
Έτσι είναι οι γερμανοί, γνωστά αυτά. Όταν αναλάβουν γραμμή παραγωγής, συνεχίζουν μέχρι τελικής πτώσης, μέχρι να μπει και να τους χωρίσει ο ΟΗΕ σε ανατολικούς και δυτικούς. Κατά την έννοια αυτή, ο Rolf Kasparek είναι και αξιέπαινος.
Τόσο μπορεί, τόσο παίζει και δεν κορόϊδεψε ποτέ κανέναν, ούτε καν με την προφορά του, που 30τόσα χρόνια έχει μείνει το ίδιο ακατέργαστη με καρόδρομο του Γκεζελκίρχεν.
Συγγνώμη για τους πολυπληθείς οπαδούς του
Rolf, αλλά ως προς το vintage του metal, έχουμε κάπως πιο απαιτητικά κριτήρια από τον μέσο θαμώνα του Octoberfest.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites