Judas Priest: "Firepower"

26/03/2018

Κατηγορία: Κριτικές

4812

Στην εποχή του internet, η αποθεωτική κριτική μιας «νέας» κυκλοφορίας καταξιωμένου ονόματος, ιδίως στο χώρο του metal, έχει γίνει μια εξαιρετικά κουραστική συνθήκη, πολύ περισσότερο κουραστική και προβλέψιμη από τότε που ο συντάκτης του εντύπου έπρεπε να χωρέσει σε ασφυκτικά μικρό χώρο την ουσία του ακροάματος και να ενδείξει από πάνω και γνώμη.

 

Σήμερα, οι μυαλοπώλες βιάζονται να αποθεώσουν, προτάσσοντας καυλογκαζιές «πρωτιάς» (εγώ τον άκουσα πρώτος και ξέρω και είναι «θεϊκό») με διπλό σκοπό: από τη μια να γίνουν δημοφιλείς στους φίλους τους και από την άλλη σκεπασμένοι με την προβιά της «μεταλλοσύνης» να αποτάξουν, με χιλιομασημένα τσιτάτα κλειστού αριθμού που χωράνε σε μισή σελίδα λεξικού τσέπης, κάθε υποψία κανονικής κριτικής. Πετάνε και το ρήμα από γάμμα μέσα, έτσι για τη "βρωμιά', και τέρμα.
Από άποψη εποχικότητας, το πρόβλημα θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: Οι δίσκοι «παραδοσιακού» metal σήμερα φτιάχνονται κατά κανόνα από μουσικούς που έχουν ξεπεράσει τα 55, με αντικειμενικά ξοδεμένες αντοχές και ιδέες (αλλά αντιστρόφως ανάλογες στουντιακές βοήθειες) και απευθύνονται σε κοινό με ψηφιακό αυτί με αντίληψη mp4, η πλειοψηφία των οποίων όταν ήταν στα 17 τους θεωρούσαν πρώτο όνομα κάτι γερμανικής κοπής διπλομποτάδικες δευτεράντζες.


Με όλα τα παραπάνω έχει ν’ αναμετρηθεί οποιοσδήποτε επιδιώκει να υποδεχθεί το 18 άλμπουμ των Priest όπως του πρέπει. Το βάρος πέφτει περισσότερο σε όσους θυμούνται και έζησαν σε πρώτο χρόνο το τί ήταν οι Priest σε πρώτο χρόνο. Περισσότερο όσους απέκτησαν, λ.χ., το British Steel” όταν το “heavy metal ήταν ένα ανέκδοτο και οι οπαδοί του περίπου εξοβελιστέοι από την «κανονική» ζωή και λιγώτερο όσους συνάντησαν λόγω ηλικίας ως Βίβλο τους το Painkiller”, πάνω στην εποχή που το metal είχε αναγκάσει παγκοσμίως τους επικριτές του να αποδεχθούν ότι ο λαός του είναι πολύς και είναι παντού. Η νέα κυκλοφορία, σε κάθε περίπτωση, δεν αφορά τη διεθνή μουσική σκηνή, όπως –έλεγε ότι- δεν την αφορούσε κάθε φορά που έβγαινε καινούριος δίσκος Priest, τα τελευταία 40 χρόνια. Αφορά τη φυλή του heavy metal, με τους σημερινούς φυλάρχους, τους σφετεριστές, τους οιωνοσκόπους, τους στρατιώτες, τους κατά φαντασίαν αφοσιωμένους και τους αποστάτες της.
Παρά το ότι ακούω, παρακολουθώ και παθιάζομαι πια με πολλή και διάφορη μουσική, δεν κρύβω ότι εξακολουθώ να ανήκω σ’ αυτή τη φυλή – (αντιτιθέμενος, όπως πάντα, από τότε που το «τελευταίο» τους ήταν το “Defenders Of The Faith”, σε ημιμαθή κολλήματα και μονομανίες). Ίσως και γι’ αυτό το λόγο, το καθαρά μουσικό περιεχόμενο του άλμπουμ μου προκαλεί ψυχοσωματικές αντιδράσεις τέτοιες που δεν επιτρέπουν στον εγκέφαλο να διατυπώσει μισερή κριτική.
Η αλήθεια όμως είναι η εξής: Η κυκλοφορία έρχεται λίγο καιρό μετά την πολύ δυσάρεστη ανακοίνωση ότι ο Glenn Tipton, ο κιθαρίστας – συνώνυμο του παροξυσμικού σόλο, 70 ετών και κάτι μηνών αυτή τη στιγμή, πάσχει από τη νόσο του Πάρκινσον – κάτι που προφανώς είναι γνωστό σε κλειστό κύκλο νωρίτερα – και δεν θα συμμετάσχει στην επερχόμενη περιοδεία.
Αυτό μεταβάλλει αυτόματα το άλμπουμ σε μια τελευταία υπογραφή, καθώς χωρίς K.K. και Tipton δύσκολα θα υπάρξει πλέον δισκογραφική παραγωγή με τους ανθρώπους που γνωρίζαμε ως Priest. Θα ήταν τουλάχιστον κρίσιμο αν για την τουρνέ επανερχόταν ο K.K. – εξέφρασε μάλιστα δημόσια την απορία γιατί δεν τον κάλεσαν έστω γι’ αυτό, δηλώνοντας διαθέσιμος – όμως φαίνεται λεφτά και πολλά άλλα που δεν ξέρουμε εμποδίζουν αυτό που στους φανς φαίνεται επιθυμητό και ευκταίο. Πάντως, ο Tipton, αποδεικνύοντας ότι είναι ένας πραγματικός ήρωας της μουσικής που μας έχει στιγματίσει, δήλωσε ότι σκοπεύει, παρά την ασθένειά του, να ακολουθήσει το γκρουπ, κάνοντας σποραδικές εμφανίσεις ακόμη και τώρα πάνω στη σκηνή. Όπως στο encore του Newark, στις 20 Μαρτίου.

Η δημοσιοποίηση, πάντως, της ασθένειάς του δεν μπορεί παρά να επηρεάσει το τί κανείς ακούει το άλμπουμ. Το όνομα Tom Allom στην παραγωγή (μαζί με τον Andy Sneap) η αλήθεια ότι επιφέρει έναν πιο αναγνωρίσιμο, συμπαγή σε συχνότητες, ήχο. Είναι ο άνθρωπος που ευθύνεται για την μυθική περίοδο 1979 – 1989, τελεία και παύλα. Με τη ρυθμική βάση να ηχογραφείται πλέον ως μια μηχανή (θα ήθελα να με πείσει κάποιος ότι αναγνωρίζει ίχνη προσωπικότητας, χαρακτήρα, στο παίξιμο των Hill και Travis), το πρώτο πράγμα που τραβά την προσοχή είναι οι κιθάρες. Κι αυτές πυκνογραμμένες, άκαμπτες, αλλά αυτή τη φορά, με πολύ κόπο ακούγονται οι οξείες γωνίες και τα εκτροχιασμένα σόλο του Tipton. Είναι υπερβολικά «καθαρές» και το interplay μεταξύ των δύο κιθαριστών είναι αισθητά μειωμένο. H τρομερή φωνή του Rob Halford είναι πλέον το κυρίαρχο στοιχείο που προσδίδει ταυτότητα, που σε πείθει ότι αυτό που ακούς είναι Priest και όχι κάτι άλλο. Προπονημένη, εντυπωσιακή, δουλεμένη στα μελωδικά σημεία. Δεν σ’ αφήνει να λαθέψεις στο ποιοί είναι αυτοί που ακούς.
Το άλμπουμ, όπως όλα τους, με τις ακροάσεις μπαίνει στο αίμα (κάποιο μείον οι απολύτως τετριμμένοι τίτλοι που δεν αφήνουν το μάτι να προϊδεαστεί θετικά πριν καν ακούσει). Πολύ γρήγορα, όπως φαίνεται από τα ανακλαστικά της
heavy metal διεθνώς. Στις 20 Μαρτίου, το άλμπουμ έφθασε στο Νο 5 του Billboard, η υψηλώτερη θέση από άποψη αριθμών σε ολόκληρη την καρριέρα τους στην Αμερική.
Η αποτίμηση του “Firepower” από όποιους θεωρούν τους Priest μέρος του μουσικόφιλου dna τους - και εν τέλει της ζωής τους- δεν μπορεί παρά να γίνει σε τρεις άξονες.
Πρώτος: ποιά από τα κομμάτια του θα έμπαιναν σε all time best of των Priest ; Απάντηση : “Guardians/Rising From The Ruins” (ρίγη κυριεύουν την τριχοφυία) “Never The Heroes”, “Spectre” (το νέο μικρό “Sinner”), ενώ κοντά φτάνουν το Lightning Strike, No Surrender- αν και οι διαφορές στην ποιότητα είναι γενικά μικρές.

Δεύτερος: σε σχέση με τα άλλα άλμπουμ της επανένωσης, ποιά η θέση του: Έχει τον πιο αναγνωρίσιμο ’80s Priest ήχο και τις στιγμές του, που ανεβάζουν το σύνολο. Υπολείπεται σε τραχύτητα από το προηγούμενο, κερδάει σε Priestness το δεινοσαυρικά υπερσκότεινο “Nostradamus”, πιθανόν χάνει από το “Angel Of Retribution” στο ότι τα λιγώτερο ξεχωριστά album tracks του υπολείπονται των “Deal With The Devil”, “Demonizer”, “Wheels Of Fire”, “Hellrider” (τα οποία ας θυμηθούμε ότι περιμέναμε τότε να τα ακούσουμε με τρελλή προσμονή).


Τρίτος και πλέον δύσκολος: Πόσο μέλος της φυλής σε (ξανα)κάνει να νιώθεις; 30 χρόνια πριν, το “Ram It Down” ήρθε οργισμένο μετά το “Turbo” και με το πρώτο του κιόλας κομμάτι, μας πέταξε στα μούτρα ένα λυσσασμένο σόλο σε 12 τμήματα, όπου K.K. και Tipton οδηγούν σε παράκρουση, έτσι για να στρώσουν οι αμφισβητίες. Σήμερα, μετά από δεκαετίες αφοσίωσης και 4 χρόνια χωρίς νέο υλικό, οποιοσδήποτε βαπτισμένος στο metal οργανισμός ψέλνει ωσανά και μόνο με το που ακούει κοφτό ριφ, τη φωνή του Halford να υπερίπταται, με ιστορίες διεκδίκησης, θάρρους και αλύγιστης επιμονής και τα σόλο – όποιος και να τα παίζει – να ξεχύνονται πυρακτωμένα. Και αυτό νομίζω είναι που θα μείνει, στο μέλλον, τελικά.


Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites