Mad Max: "35"

11/09/2018

Κατηγορία: Κριτικές

2739

Οι γερμανοί Mad Max γεννήθηκαν στo Mύνστερ της Βεστφαλίας (συγγνώμη για τα γερμανικά) στις αρχές του ’80, τότε που αρκετά συγκροτήματα στη Δυτική Γερμανία είδαν ότι αφού τα κατάφεραν οι Scorpions, ο δρόμος ήταν να παίξουν αγγλόφωνο heavy rock στα πρότυπα των μεγάλων γκρουπ των ‘70s, ώστε να διεκδικήσουν ότι περισσότερο μπορούσαν σε διεθνές επίπεδο.

 

Μέσα σε 6 χρόνια (’82-’88) κυκλοφόρησαν 4 δίσκους μονοκόμματου, τετριμμένου metal στο στυλ των Priest/Saxon. Mελωδικό, σποραδικά αμερικανίζον, χωρίς ιδιαίτερες ιδέες και με εξώφυλλα στα οποία, είτε τα πρόσωπά τους έδειχναν, είτε κάποιο από κείνα τα fantasy σκαριφήματα της εποχής, επισφράγιζαν την κατάταξή τους στη β΄ κατηγορία του ευρωπαϊκού heavy metal.  
To ’88 διέλυσαν και επανασυνδέθηκαν το 2000, για να συνεχίσουν με μια σειρά από αντίστοιχης ποιότητας meat & potatoes κυκλοφορίες. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι η «χρυσή μετριότητα» του γερμανικού metal των ‘80s. Όμως, σε ολόκληρη τη δεύτερη παρουσία τους μέχρι και σήμερα η παραγωγή τους είναι φανερά καλύτερη, τα live τους ψυχωμένα και η εμφάνισή τους πλέον απαλλαγμένη από την υποχρέωση να «δείχνουν ανταγωνιστικά ωραίοι» προς τους αμερικάνους pop metal ήρωες του ’80,  υποχρέωση που κατέληγε σε τραγελαφικά αποτελέσματα.
 Στους μουσικούς που αποτελούν τους Mad Max, τον Michael Voss (φωνητικά/κιθάρα), τον Jürgen Breforth (κιθάρα), τον Axel Kruse (τύμπανα) και τον Thomas “Hutch” Bauer (μπάσο), θα πρέπει να αναγνωριστεί τουλάχιστον ότι επί 35 δισκογραφικά έτη βασίζονται στην όποια αξία της μουσικής τους.
 
«Ποτέ δεν φτιάχνουμε ένα άλμπουμ επειδή μας το ζητάει η εταιρία ή επειδή είναι, όπως λέγεται η κατάλληλη στιγμή για να κερδίσουμε περισσότερη προσοχή», λέει ο Jürgen Breforth. «Για μας το κρίσιμο ερώτημα είναι αν έχουμε αρετές μουσικές ιδέες που να μας αρέσουν αρκετά ώστε να συγκαταλεγούν σε έναν καινούριο δίσκο; Μόνον αν και οι τέσσερίς μας συμφωνούμε, τότε ξεκινάμε τη δουλειά»
Και, ως γνωστόν, σήμερα δεν είναι όπως τα ‘80s. Πολλά άριστα στούντιο υπάρχουν, πολλοί επαγγελματίες μπορούν να δώσουν αποτέλεσμα που κάποτε έπρεπε να χρυσοπληρωθεί στους γκουρού της κονσόλας.
Το “35”  ηχογραφήιθηκε στα Kidroom Studios του Greven, τα τύμπανα στα drums στα Empire Studios του Bensheim κοντά στη Frankfurt και το mastering έγινε στα CS της Bratislava από τον Christoph “Doc” Stickel που έχει τελευταία ασχοληθεί με τους πολυσυλλεκτικούς δίσκους του Michael Schenker.
Ο ήχος του «35» είναι κρυστάλλινος, κατασταλαγμένος, με τις ρυτίδες στη φωνή του Voss να προσθέτουν ειλικρίνεια και πιστότητα, πράγματα που στα 25 και όντας Γερμανός μέταλ μουσικός στη δεκαετία του ’80 δε θα μπορούσε να αποπνέει. Τα τραγούδια παραμένουν στέρεα, αξιοπρεπή, βοηθούνται ν’ αναδείξουν τον εαυτό τους από την επανάληψη.
Ανάμεσα στα 10, ξεχωρίζει ένα με την πρώτη φορά : Το single Beat Of The Heart’. Θυμίζει ένα από τα πιο γνωστά τους κομμάτια, το ‘Night Of Passion’. Ο Breforth λέει: «Και τα δύο κομμάτια στην ουσία μιλάνε για τον χτύπο της καρδιάς, τον παλμό της ζωής». Οι Mad Max με το κομμάτι αυτό πραγματοποίησαν μια πολύχρονη επιθυμία τους, να φτιάξουν ένα βίντεο κλιπ που να αποτελεί οπτικοποιημένη προέκταση ενός τραγουδιού τους, με τρόπο που να μπορεί να σταθεί σαν μια μικρού μήκους ταινία αξιώσεων.
Ο σπόνσοράς τους, Hubert Teichmann, ιδιοκτήτης μεταξύ πολλών άλλων επιχειρήσεων και μιας ιδιωτικής γραμμής τραίνου “Staudenbahn” κοντά στο Augsburg, συνηθίζει να βοηθά με χορηγίες καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες. Χάρις σ’ αυτόν γυρίστηκε το κλιπ στο Βερολίνο με σκηνοθέτη και σεναριογράφο τον Oliver Bethke και κανονικούς ηθοποιούς, μεταξύ των οποίων δεσπόζει η παρουσία του πρωταγωνιστή Vinzenz Kiefer (με δεύτερο ρόλο στο εκπληκτικό “The Baader Meinhof Complex” του 2008). Ένα θέμα μεταφερμένο από τα «Φτερά του Έρωτα» του Βέντερς, που με την μαυρόασπρη φωτογραφία ανεβάζει το απλής δομής hard rock κομμάτι στην κατηγορία του αξιομνημόνευτου.
Το υπόλοιπο υλικό, δεν κρύβει εκπλήξεις, μόνο καλά ηχογραφημένο hard rock με heavy εξάρσεις, όπως οι Mad Max έκαναν πάντα στην καρριέρα τους. Το ‘Rocky Road’ είναι μια κλασσική power μπαλάντα για τα πάνω και τα κάτω της πολύπαθης ζωής κάθε ροκ μπάντας, που είναι πολλά, ιδίως όταν αυτή αυτή έχιε καταφέρει να κλείσει 35 χρόνια ζωής, με ωραία κιθαριστική κορύφωση.
Το γκαζωμένο ‘Snowdance’ έχει καλοβαλμένη μελωδία σε πρώτα και δεύτερα, το ‘False Freedom’ είναι ογκώδες mid tempo με το κάπως αόριστης στόχευσης κοινωνικο-πολιτικό σχόλιο, ενώ τα ‘D.A.M.N.’ (συντομογραφία για το “Devil´s After Me Now”) “Thirty 5” και “Already Gone” θυμίζουν άλλες Δυναμό Δρέσδης και Ουνιόν Βερολίνου του γερμανικού heavy των ‘80s όπως, λ.χ. οι Victory, ή οι Killer. Αξιόπιστο ριφ, καλούτσικο ρεφραίν που κάτι θυμίζει αλλά όχι ακριβώς, καλή κιθάρα, καθαρή παραγωγή, μέχρι εκεί.
Προς επισφράγιση των επιρροών που δεν μπορούσαν ποτέ να ακουμπήσουν, σαν bonus track διασκευάζουν το ‘Paris Is Burning’ των Dokken, με τον Breforth μάλιστα να δηλώνει ότι «ο ίδιος ο Don Dokken άκουσε τη δική μας εκτέλεση και την ενέκρινε». 
Είμαι για λόγους αρχής υπέρ των παπουδοειδών, ειδικά όταν παίζουν με ιδεαλισμό μέσα στη μετριότητά τους. For whom it may concern.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites