Simple Minds: "Live In The City Of Light"

14/05/2017

Κατηγορία: Live Favorites

7203

11 Μαΐου του 1987. Από τις 7 το πρωί, οι ουρές του κόσμου στο “Virgin Megastore” της Γλασκώβης έφταναν τα δύο οικοδομικά τετράγωνα. Το καινούριο άλμπουμ των Simple Minds είχε ανακοινωθεί ότι θα ήταν ένα διπλό live, επιστέγασμα δύο χρόνων από περιοδείες.

 

Ανάμεσα στους αδημονούντες fans, ένας μακρυμάλλης ντυμένος με μαύρη καπαρντίνα, φαρδιά γαλλική τραγιάσκα, μακρύ κασκόλ και μαύρα στρογγυλά γυαλιά. Περίμενε εκεί, χωμένος στην ουρά, πίσω από μια παρέα νεαρών αγοριών και κοριτσιών, όλα κάτω από τα είκοσί τους. Τους άκουγε να ανταλλάσσουν πειράγματα και ενθουσιώδη σχόλια. Είχαν δει, έλεγαν, τους Minds αρκετές φορές από το ξεκίνημά τους και περίμεναν την επόμενη εμφάνισή τους στην hometown, που προεξοφλούσαν ότι θα ήταν «θριαμβευτική». Δεν θα ήταν πια, έλεγαν, «οι U2 απ’ τη Γλασκώβη». Αυτή τη φορά θα τους «είχαν μάθει σε ολόκληρο τον κόσμο». Μετά από περίπου μισή ώρα, πριν ακόμη το κατάστημα ανοίξει, ο μακρυμάλλης βγήκε από την πυκνή ουρά κι έφυγε.
Ήταν ο 28χρονος
Jim Kerr.



«Ήμουν κάπως προστατευμένος, για να μην με αναγνωρίζουν. Πραγματικά, κανείς δεν με κατάλαβε, ούτε μου μίλησε καν. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν το εντονώτερο συναίσθημα που είχα νιώσει σχετικά με το συγκρότημα από το ’77 που ξεκινήσαμε. Να είμαι ανάμεσα στο κοινό μας, που περίμενε να αποκτήσει τον καινούριο μας δίσκο, χωρίς κανένας τους να με αναγνωρίσει. Πιστεύω ότι έχουμε καταφέρει κάτι πολύ σημαντικό και το έχουμε καταφέρει μόνο με τη μουσική μας, όχι επειδή αρέσουμε στα κοριτσάκια στο δρόμο».
H αίσθηση του Kerr, διατυπωμένη σε μια από τις δεκάδες συνεντεύξεις της εποχής της κυκλοφορίας, ήταν όσο πιο κοντά γινόταν στην πραγματικότητα. Το διπλό εκείνο live, ηχογραφημένο σχεδόν ολόκληρο στο Παρίσι στις 12 και 13 Αυγούστου του ’86, ήταν η καθοριστική σύνοψη της πρώτης δεκαετίας ύπαρξης των Simple Minds. Είχαν ξεκινήσει από clean cut αίθουσες κολλεγίων του Tyne, βάφοντας βλέφαρα, στεκόμενοι αμυντικά ακίνητοι πάνω στη σκηνή για να εκπορεύσουν τις μπλαζέ Μπόουϊκές τους ονειρώξεις προς ένα δυσκίνητο επαρχιακό κοινό. Κατέληξαν όμως να δαμάζουν το JFK της Philadelphia στην πιο μεγάλη, την πιο φωτεινή μεσημβρία της βιομηχανίας του ροκ ν΄ ρολ που τιτλοφορήθηκε Live Aid”.



Το “Live In The City Of Light” κυκλοφόρησε την ίδια εβδομάδα με το “Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me” των The Cure και στις 6 Ιουνίου του ’87 έφθασε στην κορυφή των άλμπουμ (οι The Cure σταμάτησαν μόλις πέντε θέσεις παρακάτω) όπου και παρέμεινε για δύο εβδομάδες.
Μπορεί να περιείχε κομμάτια κυρίως από τα τρία πιο πρόσφατα άλμπουμ τους (“New Gold Dream 81, 82, 83, 84”, “Sparkle In The Rain” και “Once Upon ATime”), αναδείκνυε όμως με μοναδική καθαρότητα τα δύο στοιχεία που τους είχαν ανεβάσει πάνω από την ομιχλώδη στοιβάδα του αποκαλούμενου “new wave”.
Πρώτον, είχαν τραγούδια ατμοσφαιρικά, στα οποία όμως κυριαρχούσαν πραγματικά συναισθήματα. Δεύτερον, ήταν μια μπάντα που στα live είχε το χάρισμα να μοιράζεται και να μεταδίδει τα συναισθήματα αυτά στο κοινό. Διπλωμένο σ’ ένα λιτό μαύρο εξώφυλλο με ανάγλυφη την ιδιότροπη χρυσοτυπία του ονόματός τους κι από κάτω το συμβολικό οικόσημο μιας καρδιάς που προστατεύεται (ή παραδίδεται από χέρι σε χέρι), το άλμπουμ συνδυάζει απολαυστικές εκτελέσεις από τα πιο γνωστά singles τους (“Don’t You [Forget About Me]”, “Sanctify Yourself”, “Someone, Somewhere In Summertime” με τη μυσταγωγία κάποιων tracks αγαπημένων από τη βάση των οπαδών τους, όπως τα Big Sleep”, “Book Of Brilliant Things” και “East Of Easter”, τελειώνοντας στην τέταρτη πλευρά με το εξόχως ξεσηκωτικό medley “Love Song – Sun City – Dance To The Music”, ενώνοντας έτσι τον μαζικό ακτιβισμό της μετα-Live Aid εποχής με το Woodstock.


Η πρώτη έκδοση του βινυλίου περιείχε ένα 16σέλιδο «βιβλίο» με εκπληκτικές 12x12 φωτογραφίες της μπάντας, από την Ευρωπαϊκή περιοδεία του καλοκαιριού του ‘86. Ο Kerr κι ο McNeil σ’ ένα αχανές ηλιοτρόπιο. Ο McNeil μπροστά από βιομηχανικούς σωλήνες που σκιάζουν αναρριχώμενη βλάστηση. Ο Burchill να ελέγχει ανύποπτος τη διασταύρωση από δύο πλίθινα σοκάκια, σε συνοικία της παλιάς πόλης της Λυών. Η Robin Clark των Chic (είχε ενταχθεί στην περιοδεία του ‘85/’86 για να δώσει μια ευρυγώνεια soul διάσταση στα δεύτερα φωνητικά) σαν τοιχογραφία μέσα από παράθυρα κτιρίων στην Τοσκάνη, κάτι αιώνες παλιών. Τα μέλη της μπάντας επί το έργον, πάνω στη σκηνή, ο καθένας απορροφημένος σε μια προσωπική μέθεξη.
Αποκορύφωμα το
gatefold σαλόνι, με τον κόσμο να έχει γεμίσει αναπτήρες τον αέρα μιας πλατείας του Λοκάρνο και τα μικροσκοπικά μπαλκόνια των τριγύρω κτιρίων να φαίνεται ότι φιλοξενούν στριμωγμένα κεφάλια, όλα στραμμένα προς τη φωταγωγημένη σκηνή. Ένα γκρουπ της εποχής του, να δηλώνει παρόν μέσα στα ίδια τα ζωντανά αρχιτεκτονικά σημεία μιας γηραιάς ηπείρου, διεκδικώντας έτσι τη θέση της στη μουσική κληρονομιά της Ευρώπης.
Ο 34χρονος Bob Clearmountain (ο άνθρωπος που, μεταξύ άλλων είχε μιξάρει το “Tattoo You” των Stones και το “Born In The U.S.A.”) έχει καταφέρει να συλλάβει ιδανικά την ζέση της ζωντανής εμφάνισης των Simple Minds. O McNeil βάζει τον καμβά με τα πλούσια κήμπορντς, σαν τον σκηνογράφο μιας διαρκώς μεταλλασσόμενης κινηματογραφικής υπερπαραγωγής. O Mel Gaynor, στιβαρός μετρονόμος χωρίς να διεκδικεί αδικαιολόγητα την προσοχή, σε άρρηκτη αλληλουχία με τον John Giblin, τον μπασίστα με τους σηκωμένους γιακάδες, που με ελευθέρια αυτοπεποίθηση κόβει δρόμο ανάμεσα σε φανκ και πανκ μονοπάτια. Ο βαρυκόκκαλος Burchill με την λευκή Byrdland ανά χείρας, να χρωματίζει χωρίς να επιδεικνύεται, η επιτομή του νεοκυματικού κιθαρίστα με σοβαρή τεχνική και νοημοσύνη στο παίξιμό του. Μπροστά απ’ όλους, ένας απελευθερωμένος Kerr, να ανεμίζει το βατοφέρον πανωφόρι με απόλυτο έλεγχο, να οδηγεί και τελικά να παρασύρει το κοινό με τη φωνή ενός γήϊνου Στάρμαν, που έχει μάθει να μην ξεχνά την καταγωγή του.


 «Όταν περπατάς στην ερημωμένη πια Γλασκώβη, όπου όλα έχουν καταστραφεί από τη μόλυνση του περιβάλλοντος και βλέπεις τη φύση να προσπαθεί μόνη της να επαναφέρει τη ζωή, καθαρίζοντας τα βουρκόνερα του ποταμού και ξαναφέρνοντας πίσω, μετά από χρόνια, κοπάδια από σολωμούς, αυτό είναι κάτι συγκλονιστικό. Αν κάτσεις εκεί και παρατηρήσεις καλά, σου φέρνει δάκρυα στα μάτια. Έτσι προέκυψε το “Waterfrontκαι αυτή τη σκηνή θα θυμίζει για πάντα σε μένα».
Οι Simple Minds του ’87 είχαν κερδίσει το δικαίωμα να λένε ότι το είχαν αποδείξει πλέον σε όλους. Δεν ήταν μια επιτηδευμένη μπάντα, μια μπάντα που η μόδα κολάκευε τις πραγματικές της ικανότητες. Μπορεί το καλοκαίρι του ’85 να έγιναν παγκόσμια γνωστοί από κείνο το κομμάτι του Keith Forsey που αρνήθηκαν να τραγουδήσουν ο Billy Idol κι ο Bryan Ferry, εκείνο που σημάδεψε το θρυλικό teen movie του Hughes για μια ομάδα εφήβων που περνούν το Σαββατοκύριακο έγκλειστοι στο σχολείο (“Breakfast Club”, με Judd Nelson, Molly Ringwald και Emilio Estevez), αλλά το σώμα του υλικού τους ήταν ειλικρινές, πολύτροπο και μουσικά ουσιώδες.  Σα να υπήρξε μάλιστα και ενδεικτικό για την αποτύπωση μιας εξέλιξης: αυτής των τραγουδοποιών της μετα-πανκ εποχής, που μετατοπίστηκαν από τον ψυχρό, συνθετικό ήχο στο νοήμον mainstream και από κει στις ρίζες της folk. 
«Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά τα όνειρά μου για το μέλλον δεν περιστρέφονται γύρω από την επιτυχία μου ως τραγουδιστή. Περιλαμβάνουν κάτι πολύ ευρύτερο, διεθνές. Θέλω να δω αγάπη και ειρήνη στον κόσμο. Την απελευθέρωση ανθρώπων που βρίσκονται στη φυλακή για τις πολιτικές τους ιδέες. Το να βγει από τη φυλακή ο Νέλσον Μαντέλα και να σταματήσουν να υπάρχουν οι ρατσιστικές ιδέες που κυριαρχούν σε διάφορα μέρη του κόσμου μας. Οι στίχοι μου είναι πολιτικοί, αλλά φτιαγμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να τραβά την προσοχή των νέων ανθρώπων και να τους κάνει να σκέφτονται. Ελπίζω να το καταφέρνω».
Αυτά έλεγε ο Kerr, το Μάϊο του ’87 και η μουσική ιστορία έγραψε κατόπιν τα εξής: Τον Ιούνιο του ’88 οι Simple Minds ήταν οι πρώτοι που μπήκαν στη λίστα των καλλιτεχνών που προσφέρθηκαν να συμμετέχουν στη συναυλία υπέρ του Mandela, ενώ το καλοκαίρι του 1989 βρίσκονταν πάλι στο No 1 της Βρετανίας, αυτή τη φορά με ένα folk τραγούδι διαμαρτυρίας, το “Belfast Child”.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου



 

// Old Time Rock

// Live Favorites