Eric Clapton: Just One Night (of blues power)

15/03/2020

Κατηγορία: Live Favorites

4725

«Μια περιοδεία στην Ιαπωνία είναι κάτι που πάντοτε αντιμετωπίζω με ανάμικτα συναισθήματα.Το κοινό είναι ανεξαιρέτως γενναιόδωρο και σχεδόν με υπερεκτιμά, αλλά οι παγίδες εξακολουθούν να υπάρχουν:

 

Άσχημη υγεία, η αίσθηση ότι είσαι κάτι σα φρικιό μέσα στην ερμητικά κλειστή κοινωνία για την οποία εκείνοι νιώθουν τόσο περήφανοι. Γενικά όμως ποτέ δεν έχει συμβεί στα μέρη εκείνα να μη λειτουργήσει το πράγμα όμορφα για όλους τους εμπλεκομένους - Πολλές ευχαριστίες στον κο Udo και τους Τats και Τak. Τα λέμε και πάλι σύντομα
Έρικ Κλάπτον, 12 Μαρτίου 1980»
Η χειρόγραφη σημείωση είναι τυπωμένη με άσπρη γραμματοσειρά στο αριστερό φύλλο του gatefold, πάνω σε μαύρο ματ φόντο, προσεκτικά στοιχημένη σε δεκαπέντε αράδες, κάτω από έναν μοντέρνο πίνακα ιάπωνα καλλιτέχνη σε σμίκρυνση, στην οποία διακρίνονται η λεπίδα ενός σπαθί σαμουράϊ, το πρόσωπο μιας άφυλης γκέϊσας σαν όραμα σ’ έναν τυρκουάζ ουρανό κι ένα πτυχώδες αφηρημένο μόρφωμα σαν κάποιου Εγγονόπουλου απ’ την Οζάκα.
Όπου “κος Udo” o θρυλικός Ιάπωνας διοργανωτής συναυλιών -“Tats και Tak” τα πρωτοπαλίκαρά του- ο υπεύθυνος για την επική καλοπέραση κάθε ροκ σταρ που αποβιβάστηκε στο σύμπλεγμα των ιαπωνικών νήσων από τα τέλη του ’60 και μετά.  
Το διπλό live του Eric Clapton κυκλοφόρησε στον πολιτισμένο κόσμο πρώτες μέρες Απριλίου του 1980 και ήρθε ως επισφράγιση μιας δεκάχρονης σόλο δισκογραφίας. Από μουσική άποψη, το διπλό αυτό lp – δεκατέσσερα κομμάτια σε τέσσερις πλευρές, σχεδόν ενενήντα λεπτά μουσικής - υπήρξε το απόσταγμα των επτά του studio δίσκων μέσα από μια αποσαφηνισμένη blues αντίληψη, στη γραμμή των μαύρων και λευκών bluesmen του παρελθόντος.
Συγχρόνως, στέκει ως περίληψη των καλλιτεχνικών και βιωματικών σταθμών μιας δεκαετίας. Από το 1970, ο πριν λίγα χρόνια «θεός» της ταστιέρας Clapton βυθίστηκε στον απόπατο της ηρωίνης, αναστήθηκε χάρις την απομόνωση της 461 Οcean Boulevard, στηλώθηκε στα πόδια του με τη βοήθεια του Pete Townshend, κέρδισε την Patti, την πολυπόθητη γυναίκα του πρώην φίλου του George Harrison, χρησιδανίστηκε τους ρυθμούς του Bob Marley, είλξε από τη χαμηλότονη προσέγγιση του Bob Dylan και αντικατέστησε δαίμονα: αντί της σκόνης, της σύριγγας και του παράφορου έρωτα, αχώριστος σύντροφός του πλέον το μπουκάλι. Στο λιτό εξώφυλλο, ποζάρει ευθυτενής, συνοφρυωμένος, με το σκούρο του γιλέκο, το ρεβέρ του μπλου τζην να διπλώνει πάνω στη μπότα και την μαυρόασπρη Stratocaster κρατημένη όρθια, προσεκτικά, από τα κλειδιά της, ένας επιζών από τον ορυμαγδό των ‘60s, τριανταπέντε Μαρτίων.
Είχε κυκλοφορήσει μέχρι τότε κι άλλους δίσκους με ζωντανές ηχογραφήσεις, περισσότερους από κάθε σταρ της γενιάς του, όους τουλάχιστον κατόρθωσαν να ζήσουν μέχρι την ανατολή του 1980 χωρίς να έχουν καεί από τη λαίλαπα που προηγήθηκε. Κανένα όμως μέχρι τότε δεν είχε κατορθώσει να αποτυπώσει τη δική του, την προσωπική προσέγγιση στη μουσική που ανάβλυζε απ’ την καρδιά του.



Το “Five Live Yardbirds” του ’64 ήταν μεν ιστορικό ως μια ακατέργαστα ιδιοφυής πτυχιακή εργασία, όμως δεν πιστωνόταν μόνο στον ίδιο, αλλά στην μπάντα των φιλόδοξων νεαρών που τον περιστοίχιζαν. Το “Wheels Of Fire” του ‘68 επίσης δεν ανήκε στον ίδιο, αλλά στο τρικέφαλο jam τέρας με το όνομα Cream στο οποίο ανήκε, ενώ ήταν ηχογραφημέμνο ζωντανά μόνο κατά το ήμισυ, όπως και το “Goodbye” της επόμενης χρονιάς. Το επιταφιακό “Cream Live” όσο κι αν δοξάστηκε από κοινό και κριτικούς, για τον ίδιο δε σήμαινε τίποτε τονΑπρίλιο του ’70 όταν και ετεροχρονισμένα κυκλοφόρησε. Ακόμη όμως αφ’ ότου επανήλθε στο προσκήνιο το 1974, το “E.C. Was Here” του ’75, το live ντοκουμέντο από την πρώτη του περιοδεία μετά τους Derek & The Dominoes, έμοιαζε λειψό με τα μόλις έξι μακρόταλα κομμάτια του.
Αυτή τη φορά, με την πολυτέλεια ενός διπλού άλμπουμ, ο Clapton αρπάζει την ευκαιρία να επιβεβαιώσει ότι πέτυχε αυτό που πάσχιζε για καιρό να καταφέρει : να αποστεί από το ένδοξο, γεμάτο ηρωϊκά εικοσάλεπτα jam παρελθόν του, παραμένοντας ο Άμλετ των λευκών blues. Ο εσώτερα τσακισμένος, γι’ αυτό θεράπων του εξάχορδου πόνου. Που πάνω στη σκηνή, άλλοτε φυτιλιάζει και αυτοαναφλέγεται, άλλοτε κινείται με τη σιδερένια μπάλα των blues στο πόδι, επιλέγοντας – καταμεσίς στην εποχή των φανταιζί guitar heroes - ένα παλιοκαιρινό παίξιμο που μόνον οι είκοσι χρόνια μεγαλύτεροί του πρωτομάστορες του blues ακολουθούσαν.
Παρά τον παραπλανητικό τίτλο “Just One Night”, το σετ που εκτίθεται στο διπλό βινύλιο ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια δύο, κι όχι μιας, εμφανίσεων στο Budokan του Tokyo τις τελευταίες μέρες του Δεκεμβρίου του 1979. Αυτή τη φορά, το κρίσιμο στοιχείο στο ηχητικό αποτέλεσμα δεν έγκειται μόνο στην άριστη ηχογράφηση του Jon Astley, αλλά είναι στη μπάντα που τον υποστηρίζει. O 28χρονος Ουαλλός Henry Spinetti στα τύμπανα, είχε παίξει και σε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ’79, το δίσκο “City To City” του Gerry Rafferty. Είχε έρθει από τη μπάντα της Joan Armatrading, μαζί με τον έμπειρο μπασίστα DaveMarkee. Ο 35χρονος Chris Stainton στα πλήκτρα, θεμέλιο στον ήχο της μπάντας του Leon Russell και στη συνέχεια του Joe Cocker ήταν περιζήτητος για την ευελιξία του στα μουσικά είδη και την αξιοπιστία του επί σκηνής. Ο έναν χρόνο μεγαλύτερός του Λονδρέζος Albert Lee ήταν μαζί με τον Eric από το ’78. Στις τάξεις των στούντιο μουσικών αναγνωριζόταν σαν μάστορας της Telecaster, ικανότατος σε πλήκτρα και φωνητικά, διακρινόταν, δε, για την αδυναμία του στην country, στοιχείο που ταίριαξε απόλυτη με την προτίμηση του Clapton σε αντι-ηρωικά χαλαρές, mid-tempo συνθέσεις. Διασκευές από τoπλούσιο πηγάδι της country, blues και gospel παράδοσης και δίπλα τους οι δικές του, φτιαγμένες από τα ίδια υλικά, να αφήνουν χώρο για φωνητικές ερμηνείες ειλικρινείς στην ατέλειά τους και κιθαριστικά σόλο ζυγισμένα, ποτέ ανεξέλεγκτα, που κάθε νότα τους φέρει ειδικό γι’ αυτόν βιωματικό φορτίο.


Η πρώτη πλευρά ξεκινά με δύο κομμάτια από το τελευταίο του lp, το “Backless”. Το “Tulsa Time” ακούγεται όσο εξωτικό χρειάζεται για το κοινό του Budokan ώστε να μπει στο νόημα, ότι εδώ έχουμε «λοκ-εν-λολ». Το δημώδες “Early In The Morning”, πρωτοηχογραφημένο το 1937 από τον Sonny Boy Williamson, αναδεικνύει έναν Clapton σε άψογη φωνητική φόρμα και απολαυστικό στο slide. H top-10 επιτυχία “Lay Down Sally” υπερβαίνει τα πεντέμισυ λεπτά με την κιθαριστική διάδραση ανάμεσα σε Clapton και Lee, ενώ το “Wonderful Tonight”, πιο αργό απ’ τη studio εκτέλεση, επιπλέει στη μεθυσμένη νηνεμία των πλήκτρων του Stainton. Το ιαπωνικό κοινό, παραδοσιακά ευγενικό στο χρονισμό του χειροκροτήματος, αντιδρά πάντα όταν αναγνωρίζει το κομμάτι και λίγο πριν καταλάβει ότι θα τελειώσει.
Η δεύτερη πλευρά ξεκινά με το “If I Don’t Be Here By Morning”, ένα από τα κομμάτια που έγραψε ο Bob Dylan με μια ακόμη τραγουδίστρια της μπάντας του με την οποία πέρασε μια δυό περιοδείες ερωτευμένος, την Helena Springs και κατέληξαν στον Clapton από σπόντα. Μ’ ένα εύγευστο σόλο πιάνο απ’ τον Stainton, πάνω που ανεβάζει το ρυθμό, έρχεται και τον κατεβάζει το 8λεπτο “Worried Life Blues” του bluesman Maceo Merriweather, πρωτοηχογραφημένο το 1941, που ταιριάζει γάντι στη blues φύση του Clapton, αυτή που εξερευνά από έφηβος. Το τιμά δεόντως με μια συνεσταλμένη κιθαριστική επεξεργασία, συνεχίζοντας στο αντίστοιχα moody “All Of Past Times”, από το χαμηλότονο lp “No Reason To Cry” του ’76, ανώτερο της studio εκτέλεσης χάρις στη μπάντα, που ακούει κανείς πόσο έτοιμη είναι να εξυπηρετήσει το συναίσθημα τέτοιων blues στάνταρ. Και όχι μόνο. Η δεύτερη πλευρά κλείνει με ένα απροσδόκητα θυελλώδες “After Midnight”, την πρώτη του σόλο επιτυχία δέκα χρόνια πριν, πάνω στο κομμάτι του J.J. Cale. Σε μια καλπάζουσα βερσιόν, ο Clapton, ανάμεσα από φανκ χτυπήματα, χώνει μπόλικο wah-wah, shake yotambourineσολάρισμα, ίσα για ν’ αποδείξει ότι μπορεί ν’ ανέβει στην υπερταχεία και να ροκάρει, μόνον όμως άμα το νιώθει.


Ο δεύτερος δίσκος του “Just One Night” ξεκινά με μια 8λεπτη, καθ’ όλα επιβλητική -κατά πολλούς την καλύτερη με διαφορά ηχογραφημένη ζωντανή- εκτέλεση του “Double Trouble” του Otis Rush. Είναι στο κομμάτι αυτό που ο Clapton δικαιώνει τη συνειδητή του ταύτιση με τα blues, που εξηγεί, συνοδεύοντας τις λέξεις του Otis με ένα προσωπικό στρατοκάστερ φθογγολόγιο, για ποιό λόγο ο,τιδήποτε παίζει βγαίνει από κάποιες μύχιες πληγές, θαμμένες βαθιά μέσα του.
Στο “Setting Me Up” του Mark Knopfler, που έχει ακουστεί ήδη στον πρώτο δίσκο των Dire Straits, ο Albert Lee αναλαμβάνει τα πρώτα φωνητικά και του δίνει μια country κλωτσιά, ανταλλάσσοντας σόλο με τον Eric – ακούγοντάς το σχεδόν τους βλέπει κανείς να χαμογελάνε ο ένας στον άλλο, ώμο με ώμο πάνω στη σκηνή του Budokan. Η ίδια barroom boogie διάθεση αναβλύζει κι απ’ το “Blues Power”, με τους Ιάπωνες ν’ ακούγονται στη μίξη να χειροκροτούν ενθουσιωδώς.


Η τέταρτη και τελευταία πλευρά, συνειδητά οδηγώντας προς την κορύφωση των δύο εκείνων εμφανίσεων στο Budokan, περιλαμβάνει το τελικό τριπλό χτύπημα: “Ramblin' On My Mind”, με medley μέσα του το “Have You Ever Loved A Woman” των Dominoes, σε μια εννιάλεπτη εκτέλεση. Ένα swinging “Cocaine” με solo γαλαντόμο – για πρώτη φορά o Clapton κινδυνεύει να θυμίσει Cream- και τους Ιάπωνες, ειδικά από το ακροτελεύτιο ξέσπασμά τους σε χειροκρότημα, να διακινδυνεύουν να συλληφθούν όλοι μαζί για δημόσια εκθείαση της χρήσης των αυστηρά απαγορευομένων ναρκωτικών ουσιών. Τελευταίο το “Further Up On The Road”, όπου οι Lee και Stainton παίρνουν από τον bandleader τους το χώρο που χρειάζoνται για να δείξουν γιατί μια μπάντα με μέλη σαν κι αυτούς, πιθανόν η καλύτερη μπάντα που είχε δίπλα του ο Clapton, μπορεί να δώσει σε μια ζωντανή ηχογράφηση με κομμάτια που έχουν ξαναπαιχτεί από πολλούς και μεγάλους, την ποιότητα του να στέκει έξω και πάνω από τις εφήμερες μουσικές τάσεις, της εποχής τους και των εποχών που έπονται.


Υπάρχει μια γωνιά, ψηλά στη θεόρατη δισκογραφική οροσειρά, στην απόκρυμνη πλαγιά των σημαντικών διπλών live άλμπουμ, όπου το “Just One Night” παραμένει φωλιασμένο αυτάρκες, δεκαετίες μετά την κυκλοφορία και την εμπορική του επιτυχία (US#2, 21/6/80), ακριβώς γιατί συμπυκνώνει την ουσία της μουσικής του.  

Παναγιώτης  Παπαϊωάννου