The Church: "Starfish"

12/03/2017

Κατηγορία: Old Time Rock

5742

Κατευθείαν από την Αυστραλία και το Σύδνεϋ έρχονται οι The Church, η μπάντα με το παράξενο όνομα και την υποτιμημένη (όπως αποδείχθηκε) δράση, που ξεκίνησε το ταξίδι της στη μουσική σκηνή το 1980.

 

Στο αρχικό line up συναντάμε τέσσερις αδύνατους, νεαρούς κουλ τύπους, τον Steve Kilbey (μπάσο, φωνητικά, σύνθεση), τον Peter Koppes (κιθάρα, κήμπορντς, φωνητικά), τον Marty Willson-Piper (κιθάρα, φωνητικά) και τον Nick Ward (ντραμς – αντικαταστάθηκε από τον Richard Ploog το 1983 και από τον Tim Powles το 1996).

Μέχρι να αποφασίσουν ποιο θα ήταν το μόρφωμα που θα τους χαρακτήριζε, πειραματίστηκαν με διάφορα μουσικά στυλ. Με επιρροές από τη φολκ ροκ των ΄60’ς, τον Bowie, αλλά και τους U2 και τους Pretenders έως τη progressive rock των Pink Floyd και των Moody Blues, κάπου στο τρίτο άλμπουμ τους, το "Séance" είχαν αποφασίσει να εκπροσωπήσουν ένα νέο-ψυχεδελικό και σκοτεινό new wave goth rock, του οποίου υπήρξαν πρωτοπόροι. Ουσιαστικά ήταν ένα alternative pop ιδίωμα που κατάφεραν να βγαίνει μοναδικά από ένα σύνολο πλούσια μελωδικών κιθαρικών εκτελέσεων, «συμφωνικών» κήμπορντς, ρυθμικών ντραμς και ενίοτε και από άλλα, μη συμβατικά όργανα (όπως το βιολί). Το αποτέλεσμα συνόδευε απόλυτα ταιριαστά τους κατά βάση μελαγχολικούς στίχους που έβγαιναν από τη χαμηλού τόνου, ονειρική φωνή του «ποιητή» frontman Kilbey.
 
Μετά από 6 χρόνια και διαρκή σκαμπανεβάσματα στην καριέρα τους, δεν τα είχαν πάει και άσχημα. Με 4 συνολικά άλμπουμ, 3 EP, 14 σινγκλς και μια συλλογή, είχαν ήδη καθιερωθεί στη χώρα τους, ενώ με το Heyday” από το 1986 άρχισαν να κάνουν εντύπωση στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία, συγκεντρώνοντας κι από εκεί εγκωμιαστικές κριτικές. Το 1987 όμως βρίσκονται τρόπον τινά σε δεινή θέση, χωρίς συμβόλαιο με κάποια δισκογραφική και με το μέλλον τους να προδιαγράφεται κάτι παραπάνω από αβέβαιο. Όπως όμως συνήθως συμβαίνει, εκεί στα χαμηλά προκύπτουν και τα καλύτερα.

 

Το 1988 κατέληξαν σε συμφωνία με την Artista Records (που στην αυστριαλανή αγορά είχε διανομή μέσω της Mushroom Records) και υπό τη σκέπη της κυκλοφόρησαν στις 17 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους την πιο πετυχημένη διεθνώς δουλειά τους, το πέμπτο άλμπουμ με τίτλο Starfish”. Η ονομασία αυτή προήλθε από το παρατσούκλι με το οποίο συνήθιζε να υπογράφει η DonnetteThayer, φίλη και μουσική συνεργάτιδα του Kilbey, όταν του έστελνε διάφορες κάρτες.
Με τους παραγωγούς, τους βετεράνους στα στούντιο του LA, συμβατούς με το σύστημα, Waddy Wachtel και Greg Ladanyi (γνωστοί για τις δουλειές τους με τον Jackson Browne, τη Linda Ronstadt, τον Warren Zevon και άλλους καλλιτέχνες και υπεύθυνοι για διάφορες επιτυχίες όπως τοBoys of Summer” του Don Henley), δεν είχαν την κατάλληλη χημεία, οι απόψεις δεν συνέκλιναν και κανένας δεν έμεινε με τις καλύτερες των εντυπώσεων από αυτή τη συνεργασία.
Aπό τη χαοτική κατάσταση που έβγαλε μοιραία η αποξένωση του συγκροτήματος δουλεύοντας μακριά από τα πάτρια εδάφη, οι διαφωνίες και (ενίοτε) οι καβγάδες με τους παραγωγούς που ουσιαστικά επιβλήθηκαν «άνωθεν», παραδόξως αναδύθηκε μια περίεργη, εκρηκτική ατμόσφαιρα που διαπέρασε τις συνθέσεις και τοποθετείται στην κυριολεξία μεταξύ ουρανού (“star”) και θάλασσας (“fish”). Και με την ένταση να κλιμακώνεται από κομμάτι σε κομμάτι ο ήχος καταλήγει σχεδόν εκστατικός (βλ. κυρίως τα "Destination", "Lost", "North, South, East, West", "Spark", "Antenna", "Hotel Womb") που «σκάει» μεγαλοπρεπώς ενώπιόν μας σαν το καπάκι που πετάγεται ανοίγοντας τη σαμπάνια.
Εύλογα λοιπόν το άλμπουμ αυτό αποτέλεσε το ορόσημο για τους Church, εκείνο που έβαλε το συγκρότημα στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη χαρίζοντάς του την πολυπόθητη εμπορική επιτυχία. Μια επιτυχία καθόλου αυτονόητη αν αναλογιστούμε ότι το 1988 το είδος που μεσουρανούσε ήταν η dance pop του George Michael, της Tifanny και της Debbie Gipson, οι Guns n’ Roses χόρταιναν την όποια heavy metal πείνα λίγο πριν από την έλευση της grunge και οι επίσης Αυστραλοί – «ανταγωνιστές» των Church, INXS ήταν ήδη κυρίαρχοι του παιχνιδιού έχοντας τα media με το μέρος τους και με τα hits “Need You Tonight”, “Devil Inside” και “New Sensation” να ακούγονται στην κυριολεξία παντού.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό με ένα σωρό «εύκολες» μουσικές επιλογές, το σινγκλ - ατραξιόν από το Starfish”, το σήμα κατατεθέν για το γκρουπ, Under the Milky Way”, έπεσε σαν μετεωρίτης και σημάδεψε – έστω και στο τέλος της - τη δεκαετία του ΄80 (και όχι μόνο). Ακολουθώντας το opening track “Destination”δένει πανέξυπνα με αυτό, με τον στίχο “It leads you here despite your destination / Under the Milky Way tonight”.

Το ότι είναι ένα κομμάτι κατά βάση ακουστικό, μυστήρια γοητευτικό, ονειρικό, με στίχους συναισθηματικά φορτισμένους που βγαίνουν σκανδαλωδώς από τη φωνή του Kilbey σχεδόν ικετεύοντας να χωθείς στον κόσμο τους, είναι λίγο πολύ γνωστό. Η εντύπωση όμως που συνολικά μένει είναι ότι ο καταιγισμός από τις άγριες κιθάρες, τα ορχηστρικά μέρη, τον τρεμάμενο ήχο των συνθς και τα στοιχειωμένα, διθυραμβικά, αλλά και δυσνόητα λόγια (“something shimmering and white” that “leads you here, despite your destination”) μοιάζουν να έχουν προέλευση το φαντασιακό, να έρχονται από μια άλλη, «εξωγήινη» διάσταση, μια αίσθηση που αποκομίζεται ιδιαίτερα όταν ακούγεται τη νύχτα, με τα φώτα κλειστά και κατά προτίμηση από το ράδιο. Και με προθέσεις όχι ακριβώς ξεκάθαρες, μας δείχνει την κατεύθυνση, αλλά όχι και τον τελικό προορισμό του.
Με τους μυστήριους στίχους του να βρίσκουν τον προορισμό τους στις καρδιές των ακροατών (Wish I knew what you were looking for, might have known what you would find”), εντελώς απροσδόκητα χτύπησε φλέβα χρυσού φτάνοντας στη θέση Νο 25 στο αμερικανικό Top 40 και No 2 στο US Billboard Mainstream Rock Tracks και κερδίζοντας το 1989 το βραβείο Aria, το αντίστοιχο του Grammy αυστριαλανό μουσικό βραβείο. Η πετυχημένη πορεία του τραγουδιού εξάλλου συνεχίστηκε χρόνια μετά από την κυκλοφορία του και μάλιστα μηδένισε το κοντέρ και ξανασυστήθηκε από την αρχή στο κοινό. Ακούστηκε σε επεισόδιο της γνωστής τηλεοπτικής σειράς Miami Vice και σε διαφημίσεις, επένδυσε σκηνή από το φιλμ Donnie Darko του 2001, επέδρασε στις μετέπειτα γενεές φερέλπιδων μουσικών και διασκευάστηκε τόσο από βετεράνους της μουσικής βιομηχανίας (βλ. Rick Springfield, Grant Lee Phillips, Matchbox 20) όσο και από τους νεότερους (βλ. The Killers).
Και όλα αυτά συνέβησαν τυχαία καθώς τυχαία επιλέχθηκε για να μπει στο άλμπουμ. Την περίοδο προετοιμασίας του, ο Kilbey έγραφε μανιωδώς το ένα κομμάτι μετά το άλλο. Ανάμεσά τους ήταν και το συγκεκριμένο που το είχε γράψει μαζί με την τότε φίλη του, την Karin Jansson (μουσικό από τη Σουηδία και μέλος της μπάντας “Pink Champagne”). Στην αρχική του μορφή ήταν περισσότερο τζαζ και στη φαντασία του Kibley το στόρυ του εκτυλισσόταν σε ένα night bar την ώρα που έκλεινε (“Sometimes when this place gets kind of empty…”). Σε μια προσπάθεια εκδημοκρατισμού της λήψης των αποφάσεων για το τελικό υλικό, το παρουσίασε στα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ, μεταξύ πολλών άλλων, λίγο πολύ καταναγκαστικά, χωρίς να το θεωρεί κάτι το ιδιαίτερο. Η μύτη όμως του μάνατζερ οσμίστηκε αμέσως το hit που θα έφερνε την επιτυχία. Όπως αναφέρει ο Kibley σε συνέντευξή του, «όταν το άκουσε με κοίταξε σαν το αρπακτικό που πετώντας στον ουρανό βλέπει ξαφνικά κάτω το θήραμά του … και οι άλλοι σκουντιόντουσαν συνωμοτικά. Ο Clive Davis σηκώθηκε και μου έδωσε το χέρι του. Δεν ήθελε να ακούσει παρακάτω». Και τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία.
 

Αν και το Under the Milky Way” είναι η πλέον κλασική στιγμή των Church και αποτέλεσε (δικαίως) ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια τον ΄80’s, όλο το Starfish” είναι μια ευτυχής συγκυρία, ένα δώρο για τους λάτρεις της καλής new wave (και όχι μόνο). Από το εξαίσιο, «δυσοίωνο», opening track Destination”, το υπνωτικό (και προσωπική προτίμηση), «δηλητηριώδες» Reptile” με ένα από τα πιο αξέχαστα κιθαριστικά ριφ όλων των εποχών, το Pink Floyd χαρακτήρα Lost” με μερικούς από τους πιο όμορφους στίχους του Kibley (cold desert stars … sparkle like frost”) και το υπέροχα τσιτωμένο Spark” έως το φωτεινό Antenna”, το αναβλύζον υπέροχη θαλπωρή Hotel Womb” και το δυναμικό, γεμάτο αυτοπεποίθησηNorth, South, East and West”, όλα μοιάζουν να έχουν βρει την κατάλληλη θέση και να έχουν βάλει τη μηχανή να δουλέψει προς τη σωστή κατεύθυνση.
Όσο για την αίσθηση που τελικά αφήνει τόσο η μουσική όσο και οι ακατανόητοι σε μεγάλο βαθμό και όχι ξεκάθαρα αφηγηματικοί μιας κάποιας ιστορίας στίχοι είναι ότι το άλμπουμ αναμφίβολα πραγματοποιεί ένα ψυχεδελικό ταξίδι. Η περιήγηση όμως, τόση όση, μας οδηγεί σε έναν άδειο καμβά καταστάσεων και συναισθημάτων που υποβόσκουν αλλά δεν βγαίνουν στην επιφάνεια. Ανάλογα με τις διαθέσεις του καθενός μπορούν είτε να ανασυρθούν και να αφεθούν στο ξέσπασμα που θα χρωματίσει τον καμβά αυτό ή να μείνουν θαμμένα, χαμένα στη λήθη του 1988. Η απόφαση είναι δική μας.

Μαρία Γεωργιάδου