The Cult: "Electric"

08/04/2017

Κατηγορία: Old Time Rock

8169

Όταν ο Ian Astbury, με το μάτι γλαρό απ’ το μπλαβί μέϊκ-απ κι έχοντας πίσω του δύο φρικογκοθ οιονεί τραβέλια με κελεμπίες στα δεύτερα φωνητικά, εθεάθη να τσιμπουκώνει το μικρόφωνο στο βίντεο κλιπ του “Rain”, στα μάτια της μεγάλης πλειοψηφίας του μουσικόφιλου αρσενικού κοινού τα όποια ψύγματα ροκ αξιοπιστίας των The Cult θρυμματίστηκαν.

 

Η γιγάντια Gibson του αγέλαστου Billy Duffy και οι μετα-πανκ κυματισμοί της δεν έφταναν με τίποτα να τα διασώσουν. Ήταν Άνοιξη του ’86 και η κατηγοριοποίηση υπήρξε μοιραία: φλωράτζες. Λίγους μήνες αργότερα, έχοντας υπογράψει με την Sire Records, μπήκαν στα Manor Studios του Oxfordshire και ξεκίνησαν αρχίσει να ηχογραφούν τον διάδοχο του “Love”, αναθέτοντας το εγχείρημα, περίπου σαν με αυτόματο πιλότο, στον παραγωγό που τους είχε φθάσει ως εκεί, τον Steve Brown. Ολοκλήρωσαν 12 κομμάτια, που κολυμπούσαν μέσα σ’ ένα μπαρόκ απόθεμα από εφέ, Όμως κάτι δεν κανοποιούσε το μουσικό μυαλό της μπάντας Billy Duffy. Ήξερε ότι η αλα Stones προσέγγιση που επιδίωκε σ΄αυτό το καινούριο lp, τους είχε τελικά διαφύγει, από την κεκτημένη ταχύτητα να επαναλάβουν «σωστά» τον εαυτό τους. Υπήρχε κάτι μέσα στη μουσική τους που δεν είχε υλοποιηθεί.
Αυτό που σίγουρα είχε αρχίσει να υλοποιείται ήταν η μεταλλαγή του Ian Astbury σε έναν κανονικό rock star. Μετά από δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια, ρουφούσε, για πρώτη φορά, τον μεθυστικό αέρα της επιτυχίας, ξενυχτώντας στα κλαμπ του νυχτερινού Λονδίνου.
Παγιδευμένοι στις δεύτερες σκέψεις για το μόλις ηχογραφημένο τους υλικό, το Σεπτέμβριο του ’86 δέχθηκαν μια πρόσκληση για τη Νέα Υόρκη. Θα παραλάμβαναν το βραβείο “John Lennon” για την «εξαιρετική τραγουδοποιία» τους στο "She Sells Sanctuary” κάνοντας συγχρόνως μια ξεγυρισμένη φωτογράφηση για το περιοδικό Rolling Stone. Τη βραδιά εκείνη όμως, δεν έγινε μια ακόμη στημένη εταιρική εκδήλωση. Κάποιοι αστερισμοί ευθυγραμμίστηκαν.
Εντελώς τυχαία ήταν παρών εκεί ο νεαρός συνιδιοκτήτης της ανερχόμενης Def Jam Records, o 23χρονος Rick Rubin. Γεννημένος στη Νέα Υόρκη και μεγαλωμένος με το ροκ του ’70, ο Rubin είχε αποκτήσει εξειδίκευση στο rap και το hip – hop, σκηνή που στο Μεγάλο Μήλο σιγόβραζε.


Οι προβεβλημένες του παραγωγές είχαν να κάνουν με ονόματα όπως οι L.L. Cool J και Run-DMC, τους οποίους ακριβώς εκείνη την εποχή είχε απροσδόκητα παντρέψει με τη μεγάλη του αγάπη, τους Aerosmith στο “Walk This Way”. Πολυπράγμων και με την αυτοπεποίθηση του ανεξάρτητου επιχειρηματία, ο Rubin είχε κερδίσει τη δυνατότητα να ασχολείται μόνο με όποιο σχήμα τον ενδιέφερε πραγματικά. Την ώρα που είχε χώσει τα χέρια του στο βούρκο του thrash metal, πετώντας στο L.A. και βοηθώντας τους Slayer να φέρουν στο φως το μωρό της Ρόζμαρυ των heavy metal άλμπουμ, το “Reign In Blood”, παράλληλα τολμούσε μια άνευ προηγουμένου κοπτοραπτική, σαμπλάροντας πάνω στα λόγια και τα drum machine ενός λευκού ραπ τρίο κάτι κωλόπαιδων που ονομάζονταν Beastie Boys, ριφ από Van Halen, Clash, Sabbath, Creedence και Joan Jett.
Οι Cult έπεσαν πάνω στον ήχο του Rubin, ακούγοντας δυνατά από τα ηχεία το ακριβώς αυτό το άλμπουμ, που μόλις τότε είχε κυκλοφορήσει. O Astbury του έστειλε μια κασσέτα και μίλησαν μαζί στο τηλέφωνο. «Το υλικό μας», του είπε ο Astbury, «θέλει κάτι διαφορετικό. Ρίξτου μια καλή ματιά και πες μου τί».
Ο Rubin ήταν 23 και ο Astbury μόλις 24. Με πρωτοβουλία του πρώτου συναντήθηκαν σ’ ένα πραγματικά θρυλικό μέρος. Ta Electric Lady Studios. «Στάθηκα στην είσοδο του κτιρίου και σκεφτόμουν ότι σε λίγα λεπτά θα έβλεπα αυτά που είχε δει κι ο Jimi Hendrix, θα περπατούσα στους ίδιους διαδρόμους» θυμάται ο Astbury.
«Λοιπόν; Τί έγινε; Πώς σου φάνηκε αυτό που άκουσες;» μπήκε στο θέμα με το που βρέθηκαν στο σαλόνι, με τους τοίχους γεμάτους χρυσούς και πλατινένιους δίσκους. Ο Rubin, αντί απάντησης, του λέει να αράξει στον καναπέ και πατά το play στο VHS. Ήταν μια ερασιτεχνική πειρατική κασσέτα από το ’69. Οι Blue Cheer βάραγαν με λύσσα το "Summertime Blues". Καθώς ο Astbury άφηνε την κακοφωνία να τον περικυκλώνει, ο Rubin, που είχε ακούσει τα σχεδόν τελειωμένα demo του Λονδίνου, συνόψισε κοφτά την απάντησή του: «Εσύ θα μου πεις τί έγινε. Θέλεις ακόμα να παίζεις αυτή τη φλώρικη μουσική ή θα αποφασίσεις ότι γουστάρεις να ροκάρεις;»
Ο χρονισμός είναι το παν. Μετά την περιοδεία για το  άλμπουμ “Love”, Astbury κι Duffy είχαν αρχίσει να ξανασυναντούν τις παλιές μουσικές που «δεν ήταν πρέπον» να ακούει η μουσική ιντελιγκέντσια της γενιάς τους. Ό,τι είχε κυκλοφορήσει πριν το ’76: τα πρώτα των Zeppelin, Doors, Cream. Θα ήθελαν το επόμενο βήμα να είναι προς μια τέτοια κατεύθυνση, αλλά πώς; Οι ταμπελοφτιάχτες του μουσικού τύπου τους είχαν ανεβάσει στα τσαρτ ως “new wave”.
Η αρχική πρόταση που έκαναν στον Rubin ήταν να μιξάρει ένα – δύο τραγούδια από το καινούριο άλμπουμ.
Γρήγορα όμως αποφάσισαν να μείνουν στη Νέα Υόρκη και άρχισαν να δουλεύουν πυρετωδώς από την αρχή όλα τα κομμάτια, γράφοντας και νέα. Την ώρα που η εταιρία τους έστελνε επίμονα τέλεξ για το πόσο ακόμη θα κοστίσει αυτό το «νέο μιξάζ», οι τέσσερις limeys (Astbury, Duffy μαζί με Jamie Stewart – μπασο και Les Warner – τύμπανα) έκαναν βουτιά στη μητέρα των Μητροπόλεων:  Όλα τα θρυλικά στέκια ήταν ακόμη ενεργά: Max's Kansas City, Mudd Club, CBGBs. Η ανάμιξη μουσικών παραστάσεων και ανθρώπων από απίθανα μέρη και η ασταμάτητη ενέργεια της Πόλης που Ποτέ Δεν Κοιμάται, δε θα μπορούσε παρά να περάσει μέσα στις ηχογραφήσεις.
O Rubin, παρευρισκόταν συνεχώς στα sessions, παίζοντας μουσική και δίνοντας οδηγίες που έρχονταν κατευθείαν πίσω από το βιωμένο βινυλιακό του υποσυνείδητο: Free, Zeppelin, Stones, AC/DC, Steppenwolf. Ένα hi hat εδώ, λίγος όγκος στο μπάσο εκεί. Σχεδόν απέναντι από τα Electric Lady Studios υπήρχε το θρυλικό δισκάδικο “Rock and Roll Heaven”. Ψωνισμένοι από την ατμόσφαιρα ενός μέρους όπου είχαν περπατήσει ο Lennon, η Joplin και τόσοι άλλοι, οι Cult κατέφευγαν εκεί συχνά, αγοράζοντας πόστερ, σπάνια βινύλια και αξεσουάρ. Τα κουβαλούσαν μαζί τους στο στούντιο, τα έβαζαν πλάϊ στα τύμπανα και τις θήκες από τις κιθάρες να τα βλέπουν, μέχρι και μπλουζάκια ZoSo παρήγγειλαν και φορούσαν, σα 14άρηδες φανς.
Το εντατικό φροντιστήριο του Rubin ξεκλείδωσε το μουσικό τους υποσυνείδητο. To παίξιμο έγινε ενστικτώδες, απελευθερώθηκε: γρήγορα κομμάτια, με κοφτερά σόλο, που φτάνουν γρήγορα στο ρεφραίν και συνοψίζουν την ουσία σε τρία- τριάμισυ λεπτά,.
Ο Rubin απαγόρευσε στον Duffy να χρησιμοποιήσει πεντάλ με εφέ κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, προσπαθώντας να κρατήσει τον ήχο άμεσο. Την μπότα των ντραμς, από την άλλη, την τσίτωνε ο ίδιος δυσανάλογα πιο ψηλά, μια επιρροή του από τις hip hop ηχογραφήσεις. Καθόταν με τον ηχολήπτη Andy Wallace κάνοντας μικροδιoρθώσεις τη μίξη και στο τέλος ανέβαζε τη μπότα πέντε ντεσιμπέλ παραπάνω.
«Πολλές φορές, μία κιθάρα βγάζει πιο δυνατό ήχο από δέκα γραμμένες η μία πάνω στην άλλη. Παλιά, υπήρχε καλύτερη ποιότητα μουσικών που ήξεραν πώς να παίξουν 3 συγχορδίες αντί για 12 και που είχαν καλύτερες ιδέες για το πώς θα επικοινωνήσουν με τον κόσμο σε ένα πιο ευθύ επίπεδο», έλεγε με κάποιο δισταγμό ο Astbury κάνοντας έναν απολογισμό, λίγο πριν το άλμπουμ που τελικά πήρε τον τίτλο “Electric” βγει στις προθήκες των δισκοπωλείων διεθνώς.
Το αναβαπτισμένο στις θεμελιώδεις ροκ αξίες υλικό, κυκλοφόρησε τελικά στις 6 Απριλίου του 1987, ντυμένο μ’ ένα περίτεχνο εξώφυλλο, που στη μέση του είχε μια φωτογραφία της μπάντας, με τον Astbury να φορά το παραδοσιακό καπέλο από σκίουρο αλα Ντάνιελ Μπουν. Το περιεχόμενο μιλούσε από μόνο του, δυνατά και καθαρά. Με το που ακουμπούσε η βελόνα στο αυλάκι, το ριφ-μισοφόρι του “Wild Flower” επιτίθεται αυθαδέστατα.



Το “Peace Dog”, μόλον τον ψευδοχίπικο υπαινιγμό του τίτλου, σκάει σα προμελετημένο ξυλοκόπημα βγαλμένο από κάποια ακυκλοφόρητη πλευρά του “Highway To Hell”. Στα φωνητικά, ο Astbury ακούγεται ν’ αλυχτάει σαν ακατάγραπτο στα ληξιαρχικά αρχεία ανηψάκι του Jim Morrison (“war is a whore, don’t you love her more and more?”) και ο Duffy ρίχνει ένα σόλο που μόνο ο Ted Nugent με τα πόδια καρφωμένα πάνω στη σκηνή, ανοιχτά σε αμβλεία γωνία θα τολμούσε.
To “Lil’ Devil”, ρέει πάνω σ’ ένα εθιστικό groove, όλο ντέφια, “alligator smile” και “Saigon kiss”, με τον Astbury πιο εξωστρεφή από ποτέ.  



Το “Electric Ocean” είναι το κομμάτι που θα σκότωνε για να γράψει ο παροπλισμένος το ’87 Jimmy Page. Το “Aphrodisiac Jacket” (υπαινικτικός ο τίτλος για τη γενιά του Aids) ένα ακόμη διονυσιακό ριφ από ζέπελιν μεσαίας ταχύτητας, ίσα – ίσα για να έρθει το “Bad Fun” να σπάσει μερικά μπουκάλια μπύρας στη ράχη του ακροατή, σαν μεθυσμένος μοτορχεντάς απροσδιορίστων γεωγραφικών συντεταγμένων. Το “Love Removal Machine” πιάνει το “Start Me Up” από κει το που άφησε ο Keif το ’81, του δίνει το γλωσσόφιλο της ζωής και πριν προλάβει να το πάρει χαμπάρι, του βαράει και μια ένεση αδρεναλίνηςστο κωλομέρι.


Η ακάνθινη διασκευή του “Born To Be Wild”, με feedback χρωστούμενο λες απ’ το σεντούκι του ίδιου του John Kay, επιτίθεται καταφέρνοντας το ακατόρθωτο – να μην την προσπεράσεις σα μια ακόμη διασκευή. Το κυνηγάει στο κατόπι, σαν αγριάλογο που έσπασε τα λουριά, το “Outlaw” (“from the badlands, babe, badlands babe - dizzy in my head an’ I’ m feeling bad”), ένα δαιμονικό boogie με κιθάρα μαστίγιο από τον Duffy.
Μετά το βίντεο για το “Love Removal Machine”, η πουκαμίσα παρακμιακού ανθυποκόμη του 18ου αιώνα, τα σακκάκια με βάτες και τα φουλάρια εξαφανίστηκαν από το χάρτη. Δερμάτινα, ξεσκισμένα τζην, bicker μπότες και απροκάλυπτο headbanging κατέλαβαν τη θέση τους, αποκαλύπτοντας στη δημόσια θέα τους Cult σα μοντέρνα παλιοροκάδικη wild bunch. Τρεις μήνες πριν τους Guns N’ Roses του “Appetite For Destruction” και έξι πριν τους Aerosmith του “Permanent Vacation”, το “Electric” ήταν η πρώτη κλωτσιά στα αχαμνά του βολεμένου corporate rock, ο οιωνός της sleazoid καταγίδας που θα ακολουθούσε στο κλείσιμο της  δεκαετίας. Ο Astbury αναβαπτίστηκε από vamp αμφίφυλη φιγούρα σε έναν macho νεοχίππυ θεό, μπρος στον οποίο τα κορίτσια ανά τον πλανήτη έκαναν σπονδές λαγνείας - ένας Morrison με αναβολικά για τη γενιά του MTV, μήνες πριν ακόμη μαθευτεί το όνομα Michael Huttchence. Πολλά χρόνια αργότερα θα δημοσιοποιήσει ότι στα 15 του είχε βιαστεί επανειλημμένα από τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου όπου δούλευε, αναγκασμένος να συντηρεί τη μητέρα του που πέθαινε από καρκίνο.
Το άλμπουμ έφθασε στο Νο 38 του Billboard και στο Νο 4 της Βρετανίας, όπου οι φωνές των γότθων για «ξεπούλημα στους Αμερικάνους» καλύφθηκαν από τις επεφημίες ενός ευρύτερου, πεινασμένου κοινού. Η περιοδεία ξεκίνησε με το μπήκε η Άνοιξη του ’87 και εξελίχθηκε σαρωτικά. Αγγλία και μετά Αμερική. Support τους, οι Guns N’ Roses.
«Φθάναμε σε μια πόλη και την καταλαμβάναμε σα νά’ μαστε στρατός κατοχής. Ζούσαμε τη φαντασίωσή μας, λες κι είμαστε οι Stones. Παντού γύρω μας οι πιο όμορφες γυναίκες, καλλιτέχνες, ποιητές, ηθοποιοί, άλλες ενδιαφέρουσες μπάντες πού’ θελαν να μας σφίξουν το χέρι. Και φυσικά, άφθονα ναρκωτικά. Όταν στο τέλος του χρόνου επιστρέψαμε στο Λονδίνο, ήμασταν θριαμβευτές. Μας έβγαλαν το βράδυ στο “Limelight” και υπήρχε κρατημένο τραπέζι για μας στο VIP bar. Μιλάμε για το ρετιρέ της νύχτας του Λονδίνου. Δεν υπήρχε τίποτα πιο high απ’ αυτό. Είχαμε καταφέρει όλα όσα θέλαμε, ακόμη κι αν δεν το είχαμε τότε καταλάβει».  
Όσο για το “Electric, το άλμπουμ που άλλαξε εντελώς την πορεία της μπάντας έκτοτε; «Θέλουμε να είναι ένας κλασσικός ροκ δίσκος που θα πουλάει σταθερά τα επόμενα 20 χρόνια», είχε δηλώσει o Astbury τον Απρίλιο του ’87 στο Melody Maker.
Αυτό ακριβώς κατάφεραν. Στο μεταξύ τα χρόνια έγιναν ήδη τριάντα και εξακολουθούμε να μετράμε.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου