Wishbone Ash: "Argus"

26/04/2017

Κατηγορία: Old Time Rock

9660

Από την εποχή του Έλβις, του Little Richard και του Chuck Berry στην έκρηξη των μέσων του ’60, με τις ομοιόμορφα ντυμένες μπάντες που έκαναν τις έφηβες να παθαίνουν κρίση υστερίας, από τη γενιά των μυθικών τραγουδιστών του Woodstock στην εποχή του roots ήχου και των τροβαδούρων.

 

O ηλεκτρικός ροκ ήχος ασκούσε έναν μαγνητισμό μέσα από τις προσωπικότητες των τραγουδιστών, των σαμάνων που γίνονταν παρανάλωμα πάνω στη σκηνή οδηγώντας τα πλήθη σε θρησκευτικού τύπου μεθέξεις. Όμως, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 εμφανίστηκε στην Αγγλία ένα συγκρότημα χωρίς frontman, που με τις κιθάρες του, τις άλλοτε εξωστρεφείς και κελαηδιστές, άλλοτε αχνές και οραματικές υπήρξε κατά σημαντικό μέρος υπεύθυνο για το πώς εντυπώθηκε η ηχητική ταυτότητα του ροκ ν΄ρολ της δεύτερης γενιάς στο μουσικό αισθητήριο των γενεών που ακολούθησαν.
Ο μπασίστας Martin Turner (1/10/1947, Torquay) και ο ντράμερ Steve Upton (24/5/1946, Wrexham) είχαν βάλει μια αγγελία στη στήλη “Musicians Wanted” της εφημερίδας “Melody Maker” το φθινόπωρο του ’69. Λίγο καιρό αγότερα, βρέθηκαν με ένα ευχάριστο δίλημμα:
Δύο απ’ τους ενδιαφερομένους που εμφανίστηκαν στις οντισιόν, ο
David “Ted” Turner (2/8/1950) από το Birmingham (απλή συνωνυμία με τον Martin) και o Λονδρέζος Andy Powell (8/2/1950) ακούγονταν εντυπωσιακά αφοσιωμένοι  στην εξάχορδη, έχοντας ο καθένας δικό του ύφος.
Παρ’ ότι ήθελαν έναν μόνο κιθαρίστα και κάποιον που να παίζει πλήκτρα, τελικά κανόνισαν μια κοινή πρόβα, να δουν πώς ακούγονται και οι δύο κιθαρίστες μαζί. Πήγε τόσο καλά, που η αρχική ιδέα για πλήκτρα εγκαταλείφθηκε. Υιοθέτησαν το όνομα
Wishbone Ash [«Στάχτη (απ’ το) Γούρικο Κόκκαλο»] και στα δύο πρώτα άλμπουμ τους (“Wishbone Ash”, UK#34 τον Ιανουάριο του ’71 και “Pilgrimage” - UK#14/US#169, τον Οκτώβριο του ’71) εμφάνισαν μια ποικιλία επιρροών, δεμένων με σαφήνεια και μαστοριά: από λευκό, σκληρόηχο blues των ‘60s, έως αγγλική φολκ και jazz, με δουλεμένες progressive προεκτάσεις. Περιοδείες σε Αγγλία και Αμερική εξασφαλίστηκαν χάρις σ’ έναν 26χρονο αμερικάνο οικονομολόγο, ονόματι Copeland, γιο πράκτορα της CIA, φιλόδοξο και κοσμοπολίτη, που είχε μπει γερά στη μουσική βιομηχανία μανατζάροντας μπάντες όπως οι Curved Air και οι Renaissance. Το Φεβρουάριο του ’71 ψηφίστηκαν ως η «Καλύτερη Νέα Μπάντα» στο ετήσιο δημοψήφισμα της “Melody Maker” και του “Sounds”.

Ζεστοί από συνεχόμενες περιοδείες (σαπόρτ σε Deep Purple, Slade, T-Rex, Caravan, Mott The Hoople), στις αρχές του ’72 οι Wishbone Ash κλείνουν χρόνο στα ολοκαίνουρια De Lane Lea Studios του βορειοδυτικού Λονδίνου και ηχογραφούν αυτό που έμελλε να είναι το άλμπουμ της καρριέρας τους. Σε παραγωγή του Derek Laurence, παραγωγού των Deep Purple και με ηχολήπτη τον νεαρό Martin Birch (για τον οποίο συστατικές επιστολές μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν τα πρώτα των Fleetwood Mac και τα σφιχτοδεμένα “In Rock” και “Fireball” των Purple), οι Wishbone Ash κυκλοφορούν στις 28 Απριλίου του 1972 το “Argus”. Έναν σχεδόν μήνα αργότερα θα κάνει αισθητή την παρουσία του στους καταλόγους επιτυχιών και στις δύο όχθες του Ατλαντικού (20/5/1972, UK#3, US#44)

 

Είναι ντυμένο με ένα από τα υποβλητικώτερα εξώφυλλα της ιστορίας, δημιούργημα της κορυφαίας καλλιτεχνικής ομάδας των ‘70s, της Λονδρέζικης Hipgnosis (υπεύθυνης στη συνέχεια για δεκάδες αξέχαστα εξώφυλλα των Zeppelin, Floyd, E.L.O., Genesis, U.F.O., Yes, Scorpions, Alan Parsons Project, Peter Gabriel).
Ένας ενιαίος ζωγραφικός πίνακας που εκτείνεται και στο οπισθόφυλλο, όπου δεσπόζει ένας σκοτεινός ιππότης, με τον τίτλο του άλμπουμ να παραπέμπει στον Άργο τον Πανόπτη, τον γιγαντιαίο «φρουρό με τα χίλια μάτια» της ελληνικής μυθολογίας, που του είχε ανατεθεί η προστασία της Ιούς, της ερωμένης του Δία. Στο
gatefold εσώφυλλο, οι φωτογραφίες των τεσσάρων μελών, παρμένες σε κάποια από τα αναρίθμητα live τους, είναι συγκεχυμένες, με τα φυσικά τους χρώματα αλλοιωμένα από το φως της σκηνής, σαν πορτραίτα από κάποιο εικονογραφημένο βικτωριανό μυθιστόρημα.
Πρόκειται για ένα αρχέτυπο μουσικής σύνθεσης, ενορχήστρωσης και πειραματισμού που συνδυάζει
progressive δομές, hard rock χρωματισμούς και folk περάσματα, μέσα σε επτά κομμάτια. Με στίχους και μελωδίες προερχόμενες κατά κύριο λόγο από τον μπασίστα Martin Turner, ακουμπούν ζητήματα όπως το πέρασμα του χρόνου (“Time Was”), η ένωση του ανθρώπου με τη φύση (“Leaf And Stream”), η μάχη σαν δίοδος προς τη δικαίωση και την προσωπική ανεξαρτησία, κυρίως μέσα από παραβολές και εικόνες μεσαιωνικού ρομαντισμού (“Warrior”, “The King Will Come”).
Σε αντίθεση με την ποιητική ασάφεια των Genesis και τον μουσικό ακαδημαϊσμό των Yes, οι Wishbone Ash ακούγονται απτοί και ανθρώπινοι, αναδεικνύοντας τα υπαρξιακά τους ερωτήματα τόσο με τους στίχους, όσο με τις διπλές lead κιθάρες των Powell και Turner, με την αυτόνομη, βαθιά μελωδική, μπασογραμμή του Martin Turner (που μοιράζεται τα αέρινα φωνητικά με τον Powell και τον Ted Turner) και το ατμοσφαιρικό παίξιμο του Upton στα τύμπανα, χωρίς να πλατιάζουν ή να εκβιάζουν την προσοχή του ακροατή σε κομμάτια που δεν λένε να τελειώσουν.


Μια μουσικότητα μοναδική, ιδίως στo “Sometime World” και στο μεγαλειώδες εξόδιο, το επικό “Throw Down The Sword” (“Throw down the sword - The fight is done and over - Neither lost, neither won/ To cast away the fury of the battle - And turn my weary eyes for home/ There were times when I stood at death's own door - Only hoping for an answer...”).


Το “Argus” μένει για 20 εβδομάδες στα τσαρτς και ψηφίζεται στην Αγγλία δίσκος της χρονιάς, γεγονός που μπορεί να γίνει αντιληπτό στη σωστή του διάσταση, αν θυμηθεί κανείς ποιοί άλλοι δίσκοι κυκλοφόρησαν μέσα στο 1972 (μ.α. “Machine Head”, “Exile On Main Street”, “Demons And Wizards”, “The Rise And Fall of Ziggy Stardust”, “Vol.4”, “Harvest”, “Close To The Edge”, “Foxtrot”). Ολόκληρη την υπόλοιπη χρονιά, το γκρουπ βρίσκεται στο δρόμο. Σε μια τρίτη συνεχόμενη περιοδεία στις Η.Π.Α. ηχογραφείται για λόγους προώθησης ένα e.p. (“Live From Memphis») με τρία ζωντανά κομμάτια (“Phoenix”, “Jailbait”, “The Pilgrim”), που ανεβάζει κατακόρυφα τη δημοτικότητά τους. Οι τελευταίοι μήνες του ‘72, με την βρεττανική περιοδεία των 19 συναυλιών, είναι θριαμβευτικοί. Αναγνωρίζονται από κοινό και κριτικούς ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζωντανά σχήματα, παρ’ ότι δεν διαθέτουν κάποιον frontman, αλλά τρεις μουσικούς με εύπλαστες φωνές και επί σκηνής αφοσίωση στην περιπετειώδη κιθαριστική τους πρόταση. Οι Wishbone Ash καταφέρνουν να πρωταγωνιστούν σε επίπεδο πωλήσεων, περιοδειών, αναγνωρισιμότητας και μουσικής επιρροής, σε μια εποχή στην οποία τα «μεγαθήρια» Stones, Zeppelin, Purple παραμένουν ακμαία, το “progressive” ρεύμα ανθεί (Yes, Genesis, E.L.P.), τα αμερικάνικα rawck σχήματα (Grand Funk, Black Oak Arkansas, Alice Cooper) αρχίζουν να γεμίζουν αρένες, ενώ η λάμψη του “glam rock” (Bowie, Τ-REX, Roxy Music, Slade, Gary Glitter) κατακλύζει την γενέτειρά τους.

Το δέος που προκαλεί η φιγούρα του πολεμιστή στο εξώφυλλο, του οποίου το πρόσωπο, καθώς και η προοπτική ματιά, το τί ή πού στην πραγματικότητα ατενίζει, δεν αποκαλύπτεται, παρά αφήνεται στη φαντασία του κατόχου του δίσκου να τα συμπληρώνει ξανά και ξανά, ταιριάζει αρμονικά με τον πλούτο του περιεχομένου αυτού του δίσκου. Σχεδόν μισό αιώνα μετά την πρώτη κυκλοφορία του και με δεδομένη την επανάκαμψη σε παγκόσμια κλίμακα στην προτίμηση του μουσικόφιλου κοινού του φυσικού φορέα της ροκ μουσικής, του βινυλίου, είναι πολύ πιθανόν ότι ακόμη και αυτή τη στιγμή, κάποιος, κάπου ανά την υδρόγειο, περιεργάζεται για πρώτη φορά μια πλήρη κόπια του “Argus” και ετοιμάζεται να καταδυθεί στον κόσμο του,“…only searching for an answer”.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου