George Harrison: Ι ’ll see you there on Cloud Nine

30/12/2017

Κατηγορία: Old Time Rock

5004

Το καλοκαίρι η Ισμήνη είχε περάσει σε μια από κείνες τις υψηλού κύρους σχολές με τα τρία αρχικά, που δεν σκεφτόμουν ούτε γι’ αστείο να βάλω στο μηχανογραφικό μου σε λίγους μήνες. Δεν την ήξερα και καλά για νά’ μαι σίγουρος, αλλά λίγους μήνες αφ’ ότου είχε χριστεί φοιτήτρια, όλα πάνω της στροβιλίζονταν από ένα λεπτό στρώμα αλλόκοτου αέρα.

 

Ντυμένη μ’ ένα μαύρο φόρεμα με μακρύ μανίκι, το μαλλί ευγενές λοφίο με τη μια του άκρη να πέφτει ανάγωγα πάνω στο δεξί μάτι και κραγιόν ομόχρωμο με το δέρμα της. Τα μυτερά μποτάκια με ασημένια αγκράφα προφανώς ήταν ένεκα της ημέρας. Τελευταία μέρα της χρονιάς στο σπίτι που κοιτούσε από ψηλά τον κόλπο, το σπίτι με τα δύο επίπεδα, τα δύο τζάκια μεγέθους μίνι σπηλαίου, την τζαμαρία Μαϊάμι Βάϊς και τα τόσα σαλόνια που χωρούσαν άκοπα τις δύο ενδεκάδες ετερόκλητων νοματαίων. Είχαμε μαζευτεί να γιορτάσουμε την αλλαγή του ’87. Γέροι, μεσήλικες, νέοι και παιδιά.  
Οι γέροι αποσύρθηκαν για τσάϊ του βουνού και μελομακάρονα, οι λιγώτερο γέροι είδαν την Αθλητική Ανασκόπηση με Νίκο Κατσαρό μοιράζοντας μεταξύ τους «Μεταξύ μας Μεταξά», κι οι νέοι, που ήμασταν επτά -οι δύο δίναμε πανελλήνιες, οι πέντε είχαν ξεμπερδέψει - είχαμε μαζευτεί στο υπόγειο πλέϋ-ρουμ.
Μαύρες πλάκες ανισόπεδες σαν καλντερίμι απ’ τα Ζαγοροχώρια, στρωμένες με κιλίμια, καμάρες πάνω απ’ τις πόρτες, καναπές σε γάμα, ένα με το πάτωμα και στη μια γωνία ένας όροφος ολόκληρος στερεοφωνικού.
JVC με πικάπ Technics. Δισκοθήκη επιμελημένη ωστόσο ξενερουά, να μπατάρει από άπαντα Ζαν Μισέλ Ζαρ και Ντηπές Μόουντ, ευτυχώς παίζaν εδώ και κει και κάτι καινούρια. Εν μέσω ψαχουλέματος του “Tango In The Night” και του “Fine Blue Raincoat” της Jennifer Warnes με τα τραγούδια του Cohen, να κι ο George Harrison, με φόντο ένα παχύ στρώμα από σύννεφα, πουκάμισο Ίνκας πάνε ν’ αντιγράψουνε Μαγκρίτ και γυαλί καθρέφτη. Μ’ έκοψε που προσπαθούσα να μπώ μέσα στο δίσκο πριν μπει στο πικάπ και την άκουσα να λέει: «Πες μου ποιό Σκαθάρι γουστάρεις, να σου πώ τί χαρακτήρας είσαι».
Τον πήγαινα τον Τζωρτζ. Από τότε που είδα το στωϊκό, σχεδόν αποστασιοποιημένο του στυλ στο γαλάζιο διπλό “The Beatles 1967-1970”. Πιο προσγειωμένος από τον Τζων, πιο εκλεκτικός και λιγώτερο εμπορικός από τον Πωλ και πιο μουσικόφατσα από το μουρλοκομείο τον Ρίνγκο, με κέρδισε οριστικά από τότε που διάβασα τί είχε πει στη γυναίκα του, την Patti Boyd, όταν κατάλαβε ότι είχε αρχίσει να αναπτύσσει μια τάση προσκολλήσεως σε διάφορους ροκ σταρ με εύθραυστη ψυχοσύνθεση και παχυλούς τραπεζικούς λογαριασμούς, όπως ο φίλος του, Έρικ Κλάπτον. «Αγαπητή μου», της είχε πει, «Νομίζω ότι πρέπει να κάνεις αυτό που χρειάζεσαι. Καλή τύχη». Πραγματικά. Είχε το cool αυτό που σφάζει, το αναίμακτο, αλλά και χωρίς αναισθητικό. 
«Εντάξει. Για μένα, εύκολο. Τζωρτζ».
«Μμμμ…» η Ισμήνη έκανε ότι συνοφρυώνεται.
«Το παίζουμε κάπως μυστήριοι;»
. Πήρε το δίσκο, προχώρησε πραξικοπηματικά προς το Technics και ανακοίνωσε στην ομήγυρη: «Λοιπόν, αγόρια, μπαίνει το “Cloud Nine και μην ακούσω μα και μου». Σηκώθηκε, άνοιξε το διάφανο σκέπαστρο, έβγαλε το βινύλιο από το σελοφάν, το κράτησε από τις άκρες με δείκτη και παράμεσο σαν επαγγελματίας, το έβαλε απαλά στο πλατώ και μετά από μερικά δευτερόλεπτα περίσκεψης, υπό το αγωνιώδες βλέμμα του γιου του οικοδεσπότη και ιδιοκτήτη του στερεοφωνικού – («μην κάνει καμιά μαλακία η μικρή και τρέχουμε»), πίεσε απαλά τον οριζόντιο διακόπτη.
Η βελόνα κατέβηκε, γύρισε τον ασημένιο κύλινδρο της έντασης προς τα δεξιά ώσπου τα ηλεκτρονικά ψηφία να δείξουν «4» και άραξε στον καναπέ. Κράτησε το εξώφυλλο και μου πάσαρε το εσώφυλλο με τους στίχους. Το πρώτο κομμάτι, το “Cloud 9”, με τα αχνά κήμπορντς, τα συρτά τύμπανα και την υπαινικτική κιθάρα του Clapton, απλώθηκε απ’ τα ηχεία σ’ ολόκληρο το πλέϋ-ρουμ. Αναγνωριστικά στην αρχή, αποφασιστικά στη συνέχεια. Ένας βατήρας προς τα σύννεφα. Έστω, αυτά τα κάπως γκρίζα, του εξωφύλλου.
Take my time Ill show you cloud 9 – take my smile and my heart they were yours from the start – the pieces to omit are mine”.


 

Όλη η υπόλοιπη βραδιά για μένα σταμάτησε να υπάρχει. Μιλήσαμε για μουσική, μου είπε για την άγια φοιτητική συνθήκη των αμφιθεάτρων («…Ξέρεις, δεν είσαι υποχρεωμένος να πας στο μάθημα, πας μόνο αν σ’ ενδιαφέρει»), κάναμε διάλειμμα για την αντίστροφη μέτρηση της χρονιάς και και τους ασπασμούς με τους γέρους και τους λιγώτερο γέρους και συνεχίσαμε. Το “Cloud 9” έπαιξε άλλες δύο φορές, όχι και τόσο εύκολο να το ακούμε πια, καθώς γύρω μας μαίνονταν πόκερ χωρίς λεφτά, παντομίμες, μέχρι και μπιλιάρδο. Οι στίχοι και ο ρυθμός του ενδέκατου και τελευταίου τραγουδιού συντονίστηκε με την fusion state of mind που με κατείχε ακριβώς εκείνες τις μέρες, με τις ταχυκαρδίες που προκαλούσε η Μπλε Ιστορία αλλά και άλλες, οι πιο ενσώματες επιρροές, δεξιά κι αριστερά.
Ήταν το πρώτο lp από ο,τιδήποτε μεταΜπητλικό έπεσε στα χέρια μου. Βαθιά μελωδικό, ρομαντικό και εγκεφαλικό, με απροσδόκητες δόσεις σαρκασμού κρυμμένες εδώ και κει στο στίχο, όπως κατάλαβα αργότερα, ένα best of της ιδιοσυγκρασίας του Τζωρτζ. Ήταν το ενδέκατο στούντιο άλμπουμ του, μετά από πενταετή απουσία από τη δισκογραφία, κατά την οποία είχε στραφεί στις κινηματογραφικές παραγωγές (πιο αξιολησμόνητη από τις οποίες ήταν η διαβόητα πανάκριβη trashιά “Shangai Surprise” με Sean Penn και Μadonna, που βγήκε μέσα στο ’86). Ήταν το lp που αναγέννησε την καρριέρα του, πουλώντας περισσότερο κι από το ιστορικό “All Things Must Pass” του ’72. Δυστυχώς, ήταν και το τελευταίο σόλο lp που κυκλοφόρησε εν ζωή.
Σε μουσική διεύθυνση από Jeff Lynne – που είχε βάλει για ύπνο τους E.L.O. από τα μέσα του ’86- με κιθάρες από Clapton, ντραμς από Ringo και Jim Keltner και με τουλάχιστον πέντε - έξι άριστα λαξεμένα διαμάντια : "Devil's Radio", ”This Is Love”, Someplace Else”, “When We Was Fab”. Από τις 14 Νοεμβρίου είχε μπει στο βρετανικό τοπ-10, αλλά μέχρι και το Μάρτιο του '88, το «Ένατο Σύννεφο» γεννούσε σινγκλάκια, μαθαίνοντας σ’ εμάς τα ελαφρώς ανιστόρητα μειράκια του ’80φεύγα πώς φτιάχνονται τα αληθινά τραγούδια από τους αρχιμάστορες.
 

Στις 29 Νοεμβρίου του ’87 το “Got My Mind Set On You”, είχε ήδη φθάσει στο Νο 2 της Βρετανίας, όπου και θα παρέμεινε για τέσσερις συνεχόμενες εβδομάδες, καθώς του έκοψε το δρόμο προς την κορυφή το “China In Your Hand” των T’ Pau. Δεν το ξέραμε τότε, αλλά ήταν διασκευή, μιας επιτυχίας του James Ray από το 1962. Ήταν το μόνο κομμάτι του δίσκου με ανέμελο θέμα –γι’ αυτό ίσως και έπιανε κάθε ακροατή κατευθείαν. Ήταν εκείνο το ενδέκατο, το χωμένο στο τέλος της δεύτερης πλευράς, σαν ο George να ντρεπόταν για το δάνειο ελαφρύτητας που αντιπροσώπευε μέσα σ’ ένα πολύ προσωπικό, εσκεμμένο υλικό.
 
Στις 16 Ιανουαρίου του 1988, σε μια από τις πλέον αξιοσημείωτες επιστροφές στα ροκ χρονικά, ο Harrison μ’ αυτό ακριβώς το κομμάτι φτάνει στην κορυφή των singles του Billboard, 24 χρόνια αφ’ ότου είχε για πρώτη φορά γευθεί την ίδια αίσθηση με το “I Wanna Hold Your Hand”. Είναι ο μόνος Beatle που θα πετύχει ένα τρίτο Νο 1 single στη σόλο καρριέρα του  Δύο μέρες αργότερα, συμμετέχει στην 3η ετήσια τελετή εισαγωγής στο Rock N’ Roll Hall Of Fame στο Waldorf Astoria της Νέας Υόρκης μαζί με τον Ringo Starr και τη Yoko Ono, για να εισαχθεί ως μέλος των Beatles. Στην ομιλία του, σε τυπικό για το χιούμορ του στυλ λέει: «Δεν έχω να πώ και πολλά. Αφού είμαι ο «ήσυχος» Beatle».
 

Στις 26 Μαρτίου 1988 το “When We Was Fab” φθάνει στο Νο 25 της Βρετανίας και στο Νο 23 του Billboard. Έχει γραφεί μαζί με τον Lynne και σκόπιμα αναπαραγάγει το ύφος των Beatles, ενώ στο βίντεο κλιπ, που έχουν σκηνοθετήσει οι Godley & Cream, εμφανίζεται ο Ringo Starr.
 
Tον Αύγουστο του ‘88, η “USA Today” ανακοίνωσε ότι ένα group με το όνομα “Travelling Wilburys” είναι ήδη έτοιμο. Και θα είχε στις τάξεις του τον Τζωρτζ, αλλά και Bob Dylan, Tom Petty, Roy Orbison και Jeff Lynne. Οι δεινόσαυροι θα έπαιρναν μια ακόμη ρεβάνς, στο πεδίο μιας τέχνης που οι ίδιοι εφηύραν. Του να φτιάχνουν τραγούδια που αψηφούν το χρόνο.
 
Υ.Γ.: To τρικάκι «πες μου ποιός Μπητλ είσαι, να σου πώ το χαρακτήρα σου», χάθηκε μέσα στα χρόνια. Τις ελάχιστες φορές που άκουγα κάποιον να το θέτει σε εφαρμογή, πάντα σκεφτόμουν από μέσα μου ότι θα απαντήσω "George", εννοώντας φυσικά Τζωρτζ με ωμέγα. Και στο μυαλό μου ερχόταν, κι έρχεται, δηλαδή, ακόμη και τώρα, εκείνη η αλλαγή χρονιάς με την Ισμήνη.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου