17/03/2019
Ο MickRalphs, όταν το 1974 έφυγε από τους Mottthe Hoople δήλωσε ότι το έκανε επειδή ήθελε να παίξει ροκ ν’ ρολ «απ’ αυτό που έχει βαρίδια στο παντελόνι». Πέντε χρόνια αργότερα, με τα τέσσερα άλμπουμ των Bad Company να μετρούν κάποια εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, είχε γίνει αντιληπτό τί εννοούσε.
Όχι να είναι μέλος μιας μπάντας που θα κατεργάζεται ριφ με όγκο ανάλογο λίθου του Stonehenge, αλλά μιας μουσικής μονάδας με νεύρο και αιχμή στον ήχο τους, που την ίδια στιγμή να είναι ανοιχτή σε επιρροές, να μην σκύβει τη μέση στις επιταγές της τυποποίησης.
Ριφ, βέβαια, υπάρχουν στο 5ο lp των Bad Company, το “Desolation Angels”, όμως εκείνα τα «βαρίδια» που εννοούσε o Ralphs, για πρώτη φορά ακούγονται στριμωγμένα από μια φαρδιά ζωστήρα απόγνωσης.
Ο ήχος τους δεν έφθασε τυχαία έφθασε στο σημείο αυτό. Μετά τον εμπορικό θρίαμβο του ομώνυμου ντεμπούτου, το από κεκτημένη ταχύτητα επιτυχημένο δεύτερο (“Straight Shooter”) και το πιο πλούσιο και σοφιστικέ τρίτο άλμπουμ (“Run With The Pack”), το υλικό έδειχνε ύποπτα στάσιμο στο 4ο (“Burning Sky” του ’77).
Στα επόμενα δύο χρόνια, οι μουσικές προτιμήσεις του κοινού διεθνώς είχαν περάσει από συμπληγάδες.
Η disco είχε τρελάνει τα πλήθη, το punk έσκασε σαν βόμβα, κάνοντας θόρυβο και ξεψυχώντας φαινομενικά σύντομα, μέσα σ’ ένα κόλαφο ουρλιαχτών, τρυπημένων με παραμάνες αυτιών και ηρωίνης. Όσοι από τους ήρωες της γενιάς του Woodstock παρέμεναν ζωντανοί, απορροφημένοι σε προσωπικές καρριέρες, περιέφεραν τα υπερτριαντάχρονα παραστήματά τους και τις εξαρτήσεις τους γεμίζοντας στάδια, όπως κάθε καθεστώς με ένδοξο παρελθόν.
Το glam κι ο Ziggy είχαν πεθάνει προ πολλού και νεκραναστηθεί σαν artrock δυστοπίες που στοίχειωναν το Βερολίνο. Το progressiveείχε πλέον κάνει και τα τελευταία του βήματα σαν ετοιμοθάνατο μαμούθ, ενώ οι δισκογραφικές είχαν από το ’76 αποφασίσει ότι το ραδιόφωνο θα ήταν το μέσο στο οποίο έπρεπε να προσαρμοστεί ως προϊόν κάθε τύπος ευπώλητης μουσικής.
Για το ροκ, λοιπόν, βρήκε τους Boston με τον υψηλής πιστότητας ήχο και τις ευκρινείς μελωδίες, καλούπωσε τους Journey, έδωσε έναν αέρα προσβάσιμης υπερπαραγωγής στους λίγα χρόνια πριν «πειραματικούς» Styx και Kansas και προσανατόλισε το mainstream εκεί.
Μέσα σ΄αυτές τις συνθήκες, οι Bad Company των Paul Rodgers, Mick Ralphs, BozBurell και Simon Kirke, ένα από τα πρώτα super group της δεκαετίας του ’70, μέσα σε λιγώτερο από δύο χρόνια έμοιαζαν ξαφνικά με απολειφάδι ενός μουσικού κλίματος που αφορούσε όλο και λιγώτερο τον νέο και πεινασμένο για νέους ήρωες ακροατή.
Πιθανόν γι’ αυτό το λόγο, το “Desolation Angels” να απηχεί μια κάπως μεμψίμοιρη, αποκαμωμένη αντίληψη για τη δική τους θέση ανάμεσα στα φαινόμενα αυτά. Είναι σαν οι Bad Company να πληγώθηκαν, να έπεσαν, να ένιωσαν γέροι και αδύναμοι, ακούγοντας την πολυπλατινένια εκδοχή του δικού τους ήχου, αυτή που, στο μεταξύ, αξιοποιώντας τη δική τους βρετανική blues rock γραμμή, η βιομηχανία είχε προλάβει να προσφέρει στο κοινό, ευσύνοπτη και καλοσιδερωμένη, με τους Foreigner, οι οποίοι έφτασαν από το σύντομο δρόμο στην παγκόσμια αναγνώριση. Κάπως έτσι όμως δεν είχε συμβεί και με τους ίδιους, πέντε χρόνια πριν;
Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στα studio Ridge Farm του Surrey αρχές φθινοπώρου του ’78, σε παραγωγή της ίδιας της μπάντας και κυκλοφόρησε στις 17 Μαρτίου του 1979, πετυχαίνοντας την καλύτερη επίδοση στα τσαρτς από την εποχή του “Bad Company” (US#3, 19/5/1979).
Στο εξώφυλλο βρίσκεται μια ακόμη αριστουργηματική δημιουργία της Hipgnosis. Χτυπητό το αφαιρετικό λευκό, εισβάλλει σαν αντι-κολλάζ στη φωτογραφία και σβήνει μ’ ένα κενό που χωράει τα πάντα κρίσιμες λεπτομέρειες από την αγαλματωμένη φύση των ανθρώπινων μοντέλων. Η γυναίκα με τα σαρκώδη χείλη και το αινιγματικό χαμόγελο δεν έχει μάτια, βλέπει κανείς μόνο το περίγραμμα των γυαλιών της.
Ούτε δάχτυλα, δεν μπορούμε να εικάσουμε χωρίς λάθος την ηλικία της. Αριστερά και πίσω της, η φιγούρα που φαίνεται σκυμμένη πάνω από το ανοικτό καπώ μιας κόκκινης Κάντιλακ δεν έχει σαφές φύλο, ούτε υπάρχει φίρμα στο στέγαστρο του φυτεμένου στην αμερικάνικη έρημο βενζινάδικου. Στο οπισθόφυλλο, τα τέσσερα μέλη της μπάντας αραγμένα στο θαμπά ασημένιο Κονβέρτιμπλ του ’50 περιμένουν στην ερημιά, ως Βλαντιμίρ, Εστραγκόν, Πότσο και Λούκι, κάποιον ή κάτι που είναι αμφίβολο αν και πότε θά ’ρθει.
Μόνο που κι εδώ οι κρίσιμες λεπτομέρειες είναι λευκές: πού κοιτάει ο Rodgers, αφού μας λείπει το ρολόϊ; Τί πρωτοσέλιδο έχει η εφημερίδα που διαβάζει ο Kirke; Τί πίνει ο Mick, γάλα ή μήπως μπύρα ; Tί φοράει κάτω από το μπλουζάκι της F-1 ο Boz, φόρμα, τζην ή κανένα σορτσάκι;
Είναι ξυπνητός, ή μήπως αναίσθητος, αφού ούτε τη δική του ματιά μας επιτρέπει να δούμε το λευκό επίθεμα που έχει ξεγλιστρήσει παντού; Βρέθηκαν όντως οι τέσσερις αυτοί εκεί, ή μήπως έχουν πάρει τη μορφή τους κάποιες εξώκοσμες οντότητες, οι «Άγγελοι της Ερήμωσης;».
Η αντίστιξη της ανθρώπινης απουσίας με τον εκτυφλωτικό μπλε ορίζοντα συνεχίζεται στο άνοιγμα του gatefold: μόνον ένας παρκαρισμένος γερανός και μια αχανής σειρά από τηλεγραφόξυλα κάνουν παρέα στον ξεχασμένο σταθμό βενζίνης.
Αυτό που προκαλεί εξίσου μεγάλη εντύπωση με το εξώφυλλο είναι το περιεχόμενο του δίσκου. Λιγώτερο η ποιότητα των τραγουδιών καθεαυτή – από τα 10, τουλάχιστον τα 5 συγκαταλέγονται στο κλασσικό τους υλικό - και περισσότερο το ότι διατρέχονται από μια ενιαία διάθεση. Παραπάνω από το μισό άλμπουμ περιέχει mid-tempo μπαλλάντες που λες και έχουν ποτιστεί από τη εσωστρεφή, τονικά ιδιότροπη, μελαγχολία της νουβέλας του Jack Kerouac απ’ όπου το άλμπουμ πήρε το όνομά του.
Είχε εκδοθεί για πρώτη φορά το ’65 και αποτελούσε μια σχοινοτενή αποκήρυξη μιας σειράς από ζητήματα που φαίνεται να κατέτρεχαν τον συγγραφέα, λίγο μετά το κάποτε προκεχωρημένο ηλικιακό σύνορο για κάθε καταραμένο στοχαστή, αυτό των 40 ετών: προδομένες φιλίες, φθαρμένα ιδανικά, ανισόρροπες ερωτικές σχέσεις και μια αίσθηση ανικανοποίητου, καθώς ο βιολογικός χρόνος ξοδεύεται χωρίς συμπαίκτες, απλώς διαρρέει, στερεύει μέρα με τη μέρα.
Ο Paul Rodgers εκφράζει τα συναισθήματα αυτά στα “Early in the Morning” και στο ξεκούρδιστα μεθυσμένο “Lonely for Your Love.” Σε αυτά τα δύο περισσότερο, η φωνή του και η κιθάρα του Ralphs ακούγονται κουρελιασμένες, βαρύθυμες, επαναλαμβανόμενες, περίπου όπως και η πρόζα του Κέρουακ.
Οι ελεγχόμενες, αλλά δουλεμένες και ειλικρινείς, ερμηνείες των τεσσάρων μελών κατορθώνουν να συμβάλλουν σ’ αυτό το ενιαίο κλίμα. Όσο ακούει κανείς το δίσκο, καταλαβαίνει ότι η συλλογή τραγουδιών καταφέρνει αυτό που επιδιώκει, να ακούγεται προσωπική, απογυμνωμένη από την σκληρόπετση ηδονιστική προσποίηση του ροκ σταρ. Ο ξερός, διεκπεραιωτικός blues ήχος για τον οποίο είχαν έως και κατακριθεί εδώ υποχωρεί.
Ακούγονται παραζαλισμένοι, εν απορία, με το συναίσθημα πλήρες, αλλά και την ανασφάλεια για το επόμενο βήμα παντού αισθητή. Ναι μεν προσδοκούν να πάρουν ανταπόκριση τόσο από το κοινό τους ως μπάντα, όσο και από τις θηλυκές μορφές στις οποίες οι στίχοι τους απευθύνονται σε προσωπικό επίπεδο, όμως αυτή τη φορά είναι σα να γνωρίζουν ότι αυτή η επιβεβαίωση, καλλιτεχνική, εμπορική, ή και προσωπική, θα είναι σε κάθε περίπτωση εφήμερη.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εναρκτήριο “Rock Ν’ Roll Fantasy”. Γραμμένο από τον Paul Rodgers πάνω σε ένα ριφ πρωτόλειου guitar synth της εποχής είναι μια ενδοσκόπηση που ηχεί πικρή και συνάμα γοητευτική, μέσα από την ίδια την ταπεινότητα των λεπτομερειών της. O Rodgers το λέει ξεκάθαρα : το μόνο μέρος του κόσμου όλου στο οποίο ο ίδιος βρίσκει νόημα είναι μέσα στην απόδραση που ο ίδιος έχει κτίσει για τον εαυτό του.
Κάθε συναυλία της μπάντας όπου η μουσική είναι δυνατή και το κοινό συντονίζεται με όσα εκπέμπονται από τη σκηνή. Μια ιδέα απλή, αφελής, ευχάριστη (US#13, 16/6/1979), αλλά όχι αρκετή.“Here come the dancers one by one - Your mama’ s calling but you're having fun - You ’ll find you ’re dancing on a number nine cloud - Put your hands together and sing it out loud”.
Σε ηλικία 80 ετών απεβίωσε, ο κιθαρίστας, τραγουδιστής κ...
Την Παρασκευή 24 Μαΐου , το Κύτταρο, θα πλημμυρίσει από...
Το Vinyl Market το μεγάλο event της πόλης επιστρέφει με πασχαλι...
Οι Eagles γιορτάζουν την αποχαιρετιστήρια περιοδεία τους...
Οι James έρχονται ξανά στη χώρα μας επιβεβαιώνοντας τη σχ...