Tom Petty & the Heartbreakers: Damn The Torpedoes

16/05/2021

Κατηγορία: Old Time Rock

6267

Είχαν μεγαλώσει όλοι τους στο Gainesville της Florida. Έφηβοι ακόμη όταν γνωρίστηκαν, είχαν εκτεθεί την ίδια χρονική περίοδο στην ίδια καταλυτική δέσμη επιρροών: ραδιόφωνο, υγρασία, blues του Tennessee και του Mississippi, ήθη κι έθιμα απρόθυμα να μετακινηθούν ακόμη και μια ίντσα.

 

Είχαν, δε, μεγαλώσει, με αντίδοτο για όλα αυτά την αγάπη και το θαυμασμό για τα συγκροτήματα της βρετανικής εισβολής. Στις κιθάρες εναπόθεταν την πεισματική τους ανάγκη να αποδράσουν απ’ όλα όσα κρατούσαν την επιθυμία τους να ξεχωρίσουν ζεμένη στην προδιαγεγραμμένη ανυποληψία της αμερικάνικης περιφέρειας.Από κει που κρατούσαν, οι μουσικές παρεκκλίσεις αντιμετωπίζονταν σαν παιδική ασθένεια. Γι’ αυτό ξέμειναν κάπως πίσω. Όταν το ’76 ξεφύτρωσαν στη δισκογραφία, φορούσαν ακόμη ρούχα των hippies. Μετά από δύο άλμπουμ, σ’ ένα μουσικό περιβάλλον που έβριθε “Grease”, μεταCBGB απλοϊκότητα  και yacht rock, ήταν έτοιμοι, την τελευταία χρονιά της δεκαετίας του ’70 να αποκαταστήσουν την αξία της τραγουδοποιίας έτσι όπως οι ίδιοι την είχαν καταλάβει. Έτσι όπως την είχαν ζήσει και χωνέψει από τον Εlvis, τον Chuck Berry και τον Little Richard.
Βάση του ήχου τους ο κυματισμός των πλήκτρων που έθαλπε μέσα του τις δύο κιθάρες, συνήθως μια ηλεκτρική και μια ηλεκτροακουστική, δημιουργώντας την αίσθηση μιας παλίρροιας, που την κατεύθυνσή της και τη ροή της την καθόριζε η εκφραστικότητα της φωνής του αρχηγού και συνθέτη τους, του λεπτοκαμωμένου ξανθού μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο δόντια, που άκουγε στο όνομα Tom Petty.



Το πρώτο κομμάτι μουσικής αυτού που θα γινόταν ο 3ος τους δίσκος γεννήθηκε στο μυαλό του κιθαρίστα των Heartbreakers Mike Campbell και κατέβηκε από κει στα δάχτυλά του, κάποιο προχωρημένο απόγευμα του ’79, όταν άκουγε στο σπίτι του ένα δίσκο του 1967, το “Crusade” του John Mayall & The Bluesbreakers. Παίζοντας με τη Gibson του πάνω τα κομμάτια, όπως συνήθιζε, κόλλησε με την εκτέλεση στο κομμάτι “Oh Pretty Woman” του Albert King, όπου κιθάρα έπαιζε ο 18χρονος τότε Mick Taylor.
O Mike Campbell, κιθαρίστας με κάτι από την απλότητα και τη σχολαστικότητα του George Harrison στο παίξιμό του, ηχογράφησε μερικές από τις ιδέες που του κατέβηκαν μ’ ένα τετρακάναλο κασετόφωνο σε μια κασσέτα, την οποία και παρέδωσε στον Tom Petty. Μια απ’ αυτές ήταν ένα ριφ μεσαίας ταχύτητας με κρυφή ένταση, ένα ριφ που σοβαρολογούσε, που ήταν σα να ’ρχόταν να καθάρει τα βαλτωμένα στους disco ρυθμούς αυτιά της εποχής. Μέχρι τότε, σχεδόν ολόκληρο το υλικό των δύο πρώτων δίσκων των Heartbreakers ήταν γραμμένο από τον Petty. Οι συνεργασίες του με τον Campbell ήταν μετρημένες στα δάχτυλα, χωρίς όμως να έχουν αποδώσει κάτι περισσότερο από tracksτης σειράς. Το “Rockin’ Around (WithYou)” για το πρώτο άλμπουμ και τα “Hurt” και “Baby’s A Rock ’n’ Roller” για το δεύτερο. Το πράγμα άλλαξε όταν ο μέχρι τότε παραγωγός των Heartbreakers, Denny Cordell, άκουσε εκείνη την κασσέτα. «Εδώ μέσα υπάρχουν κάποια πράγματα που θα σε ενδιαφέρουν, Tom».
Ο Mike Campbell πάντα πάλευε με μελωδίες και ακκόρντα που σκάρωνε στο σπίτι, όμως εκείνη τη φορά είχε καταφέρει να φτιάξει κάποια πράγματα αρκετά καλοσχηματισμένα για να σταθούν δίπλα σ’ αυτά του αρχιμάστορα Tom. Ειδικά ο μουσικό σκαρί ενός από τα track της κασσέτας του ήταν σχεδόν ολοκληρωμένο. Ο Petty χρειάστηκε μόλις 10 λεπτά της ώρας να βρει τα λόγια. Στην αμέσως επόμενη πρόβα, ο Petty έπαιξε στους Heartbreakers το κομμάτι στην ακουστική του κιθάρα συμπληρωμένο με στίχους. Του είχε δώσει τον τίτλο Refugee
«Έχουμε κάτι, το ξέρουμε κι οι δυό, αλλά δε μιλάμε και πολύ γι’ αυτό
Δεν είναι κανα μεγάλο μυστικό, μια απ’ τα ίδια, κάπως το προσπερνάμε
Άκου, δε με νοιάζει και πολύ μωρό μου
Πίστευε ό,τι θες,
Βλέπεις, δεν είν’ ανάγκη να ζεις σαν πρόσφυγας


Κάπου, κάπως, κάποιος σε ταλαιπώρησε
Πες μου γιατί ν’ αράζεις θες, το παράτημά σου να γιορτάζεις
Γλύκα μου, εμένα δε με μέλει
Ο καθένας να παλέψει πρέπει για να’ ναι ελεύθερος
Αλλά, βλέπεις, δεν είν’ ανάγκη να ζεις σαν πρόσφυγας»


Αποφασισμένος να οδηγήσει τους Heartbreakers στο επόμενο βήμα της καρριέρας τους, ο Tom Petty είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει για το 3ο άλμπουμ τον περιζήτητο παραγωγό Jimmy Iovine. Ο 26χρονος ιταλικής καταγωγής Νεοϋορκέζος κατά κοινή ομολογία εκπροσωπούσε ένα άλλο επίπεδο όσον αφορά την παραγωγή. Ήταν ο άνθρωπος πίσω από το “Born To Run” του Bruce Springsteen και το “Easter” της Patti Smith, και τα δύο τα τρίτα άλμπουμ την καρριέρα καθενός, κάτι που αποδείκνυε ότι ο Iovine μιλούσε σε άλλο επίπεδο με καλλιτέχνες που είχαν προσπεράσει την πρώϊμη φάση τους και στόχευαν ψηλώτερα.
O Denny Cordell, μέχρι τότε παραγωγός των Heartbreakers, είχε και αυτός την αίσθηση ότι ο κύκλος του με τη μπάντα είχε ολοκληρωθεί. Τους είχε αναλάβει από το ξεκίνημά τους και είχε πλέον χάσει τη δυνατότητα να αποστασιοποιείται από τον ήχο τους. Οι δρόμοι τους χώρισαν ανώδυνα.
Ο Iovine με το που άκουσε τα demo των “Refugee” και “Here Comes My Girl”, δύο κομματιών που είχε σκαρώσει ο Campbell σε κείνη την κασσέτα, με στίχους του Petty προσαρμοσμένους πάνω τους, δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του. «Ο.Κ., Ο.Κ., στοπ. Tom, μην προσπαθείς άλλο. Δε χρειάζεσαι άλλα τραγούδια. Όταν έχεις να δώσεις δύο τραγούδια σαν κι αυτά, ο ακροατής δεν έχει ανάγκη ν’ ακούσει κάτι παραπάνω». Απέμενε το πώς αυτά θα αποκτήσουν την τελική τους μορφή.
Ο Iovine, μια περίπτωση περισσότερο σχολαστικισμού παρά τελειομανίας, ήταν απαιτητικός μέσα στο στούντιο. Παρότρυνε κάθε μέλος της μπάντας να αντιμετωπίσει την πρόκληση του να ξεπεράσει αυτό που αντιλαμβανόταν ως την «καλή του απόδοση», να πάει παραπέρα. Οι σχετικά άγουροι Heartbreakers βρέθηκαν από τις πρώτες μερες των ηχογραφήσεων να παρακολουθούν σαν πρωτάρηδες μέσα στο στούντιο τον Iovine και τον ηχολήπτη του, τον 34χρονο Shelly Yakus– το παλμαρέ του οποίου προκαλούσε δέος, από John Lennon, Chick Corea, The Band μέχρι και Alice Cooper - να στήνουν και να ξεστήνουν τα τύμπανα, να τα τοποθετούν σε διάφορα σημεία του στούντιο, να αλλάζουν τύπους από πιατίνια και μικρόφωνα.



«Στη Νέα Υόρκη δίνουμε σημασία στην ηχογράφηση», θα εξηγήσει αργότερα ο Iovine. «Θέλουμε τα τύμπανα να ν’ ακούγονται με όγκο και ποντάρουμε στο να είναι οι κιθάρες δυνατές και καθαρές, όμως να έχουμε σκεφτεί καλά πώς θέλουμε ν’ ακούγονται και τί συναίσθημα να δημιουργούν μέσα στο κάθε κομμάτι».
Έβαλαν μπροστά τις ηχογραφήσεις ξεκινώντας να παίζουν το “Refugee”. Ο ήχος στα τύμπανα, πεδίο για το οποίο ο Iovine είχε προειδοποιήσει πόσο απαιτητικός ήταν, δεν μπορούσε να πετύχει με τίποτε. Ειδικά για τον ντράμερ Stan Lynch η υπόθεση εξελίχθηκε σε βασανιστήριο.

Το “Refugee” θα πρέπει να ηχογραφήθηκε έως και εκατό φορές. Ο Iovine δε σταματούσε να είναι από πάνω του, να τον διορθώνει, να δυσανασχετεί ότι ο Lynch δεν κατάφερνε να αναπαραγάγει το swingπου είχε πετύχει σε κείνο το πρώτο demo.
Έντονοι χαρακτήρες και οι δύο, δεν αργούν να ανταλλάξουν κουβέντες που δεν παίρνονται εύκολα πίσω. Ο παραγωγός σχολάει τον ντράμερ από τα sessions. Ο Lynch γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος μιας ηχογράφησης που πήγαινε μονόπαντα, καθώς μόνον αυτός φαινόταν να μη μπορεί να ανταποκριθεί στις οδηγίες του Iovine. Μια μέρα, περνούσε από το στούντιο ο πολύπειρος Jim Keltner session ντράμερ σε πάμπολλα ονόματα της ροκ και ποπ σκηνής. Πρότεινε να προσθέσουν samba shaker. Είχε δίκιο. Αυτή η αίσθηση αποπροσανατολισμού και ανασφάλειας, απόγνωσης, το mood του διωγμένου moverπου διατρέχει το κομμάτι, ως δια μαγείας εμφανίστηκε στην ηχογράφηση, κάνοντας το όλο κομμάτι να συγκλίνει στο ύφος με το οποίο είχε πρωτοπαιχτεί, δίνοντας μια παραπάνω δόνηση στα  ντραμς.
H aποβολή του Lynch κράτησε για δύο περίπου εβδομάδες. Κατά το διάστημα της απουσίας του δοκίμασαν μια σειρά από έμπειρους ντράμερ, επιχειρώντας, με τις υποδείξεις του Iovine, να τον αντικαταστήσουν. Όμως, όσο κι αν προσπαθούσαν, η αίσθηση δεν ήταν η ίδια. Ο τρόπος που έδενε με τον μπασίστα Ron Blair και το ότι από φυσικού του ο Lynch έπαιζε αδιόρατα πίσω από το ρυθμό κάθε τραγουδιού, αποτελούσαν τη βάση του ήχου των Heartbreakers. Μετά από διαφωνίες και καυγάδες με τον Iovine, καλούν τον Lynch πίσω στο στούντιο. Με το επιστρέφει, την πρώτη κιόλας μέρα, ηχογραφούν με τη μία δύο κομμάτια. Όσο για το πολύπαθο “Refugee”, ποτέ δεν αμφισβήτησαν τη δυναμική του, όμως ανικανοποίητοι συνέχιζαν να το παίζουν όλοι μαζί μέσα στο στούντιο, μέχρι που κάποια στιγμή, είπαν «εντάξει, μάλλον, αυτή τη φορά, τό’χουμε».
Είναι αλήθεια ότι οι Heartbreakers επιδίωκαν να κάνουν έναν δίσκο που να ξεπερνά την καλύτερη live απόδοσή τους, ενώ εξίσου ήθελε και ο Iovine να γίνει ο άνθρωπος που θα υπογράψει έναν τέτοιο δίσκο. Προσπαθούσε λοιπόν να αποσπάσει την καλύτερη σε feeling εκτέλεση, από την αρχή ως το τέλος, αποφεύγοντας την κοπτοραπτική του να μιξάρει τα καλύτερη σημεία από διάφορες εκτελέσεις. Κάτι που ταίριαζε στην προσέγγιση του Tom Petty.
«Δεν καθόμαστε να συζητήσουμε για το πώς θέλουμε να παίξουμε τα κομμάτια. Μπαίναμε στο στούντιο και τα παίζαμε. Τότε, γύρω απ’ ό,τι είχαμε γράψει σε πομπίνα, συζητούσαμε. Πώς θα βάλουμε κάτι λιγότερο εδώ και κάτι περισσότερο εκεί».


Οι μήνες περνούσαν, οι αλλεπάλληλες εκτελέσεις δημιούργησαν σε καθέναν από τους Heartbreakers την αίσθηση ότι, ακόμη κι αν το νιοστό take είχε αλήθεια και vibe μέσα του, πάντα υπήρχε κάτι παραπάνω μέσα τους, ότι ακόμη δεν είχαν βρει το «σωστό». Και ξανάρχιζαν απ’ την αρχή. Από την επιμονή αυτή προέκυψαν ορισμένα αναλλοίωτα στο χρόνο διαμάντια. Όπως το “Here Comes My Girl”. Το backbeat του Lynch, το ανοιχτό κούρδισμα του Campbell και το ηλεκτρικό πιάνο του Benmont Tench προοιωνίζουν κάτι ανεκτίμητο από τα πρώτα δευτερόλεπτα, κάτι που επιβεβαιώνουν πέρα από κάθε αμφισβήτηση oι σε τρεις στροφές παθιασμένοι μονόλογοι του Petty.
«Ξέρεις, κάτι φορές, δεν ξέρω γιατί
Η πόλη αυτή μου φαίνεται δεν έχει καμιά ελπίδα
Δεν είμαι και σίγουρος, όμως φαίνεται θυμάμαι τους καλούς καιρούς
Που είχαμε ματιά λίγο πιο ξεκάθαρη
 
Όμως τότε μ’ αγκαλιάζει
Και καταφέρνω με κάποιο τρόπο και το ξεπερνάω
Ναι δικέ μου, όταν έχω το κορίτσι μου από δίπλα
Μπορώ να πώ σ’ όλο τον κόσμο «Βάλ’ το κει που ξέρεις !»,
 
Εϊ, νά’ το το κορίτσι μου, έρχεται
Ναι, είναι τόσο όμορφη, μόνον αυτή χρειάζομαι απόψε
 
Κάπου - κάπου φτάνω στο τέρμα της ημέρας
Και θέλω να σταματήσω, να με ρωτήσω ποιός ο λόγος
Μοιάζει τόσο μάταιο να σκοτώνεσαι στη δουλειά
Και στην ουσία να μη βγαίνει τίποτα
 
Και τότε με κοιτάει στα μάτια και μου λέει «Θα κρατήσουμε για πάντα»
Και τότε δικέ μου, ούτε που μου περνάει απ’ το μυαλό ότι δεν είναι έτσι
Γιατί νιώθω τόσα καλά, ελεύθερα κι ωραία
Και ξέρω ότι δε θα το δούμε αλλιώς, ποτέ».


Ήταν ο δίσκος που μέσα του οι Heartbreakers βρήκαν τον πραγματικό τους εαυτό, μέσα από τις πρόβες και τις εξαντλητικές δοκιμές, παίζοντας συνεχώς. Μετά από 12 ώρες στο στούντιο, μπάντα και παραγωγός κάθονταν και συζητούσαν, για τους ήχους, τη δυναμική, τις ενορχηστρώσεις, τους στίχους, τα πάντα. Σχεδόν όλα τα τραγούδια του άλμπουμ έχουν μόνο δύο ή τρεις στροφές, κάποια συν μια γέφυρα και το ρεφρέν. Όμως η διάδραση ανάμεσα στα όργανα, είναι πάντα εκεί, από την αρχή ως το τέλος, μικρές εναλλαγές και λεπτομέρειες καλά φυλαγμένες στην προσεκτική μίξη, αποτέλεσμα της δουλειάς των Iovine και Υakus, που λειτούργησαν, όπως σε κάθε παραγωγή που συνεργάστηκαν, σαν εραστές της μουσικής που καλούνται από κάποιο ιερό καθήκον να διαχειριστούν.
Θα είχαν συνεχίσει να βελτιώνουν λεπτομέρειες, να αλλάζουν ήχους, διάθεση, ακόμη και όργανα για το κάθε κομμάτι, αν δεν έφτανε στο τέλος της η προθεσμία για να παραδώσουν τις ηχογραφήσεις στην εταιρία για την τελική  επεξεργασία. Iovine και Petty, μετά την τελική μίξη, έφτασαν να πάρουν τις ταινίες με τις ηχογραφήσεις και να πάνε στη Νέα Υόρκη να τις επαναμιξάρουν εκεί, πιστεύοντας ενδόμυχα ότι ένα διαφορετικό περιβάλλον και διαφορετικά μηχανήματα θα αποκαλύψουν κάτι περισσότερο για το χαρακτήρα του μουσικού τους παιδιού. Ακόμη και τότε, προς το τέλος, αμφιταλαντεύονταν: μήπως τελικά το μυστικό βρισκόταν στα κουμπιά ενός διαφορετικού στούντιο;

Στα τραγούδια δεν πέρασε όμως μόνον η αναζήτηση και η νοσταλγία, αλλά και υλικό από πιο πεζές και οχληρές εμπειρίες. Το “Century City” γράφτηκε από μια τέτοια. Το πρώτο μισό του ’79 ο Petty και η μπάντα χρειάστηκε να επισκέπτονται πολύ συχνά την ομώνυμη συνοικία του Los Angeles, εκεί που οι μεγάλες δικηγορικές φίρμες έχουν τα γραφεία τους. Την εποχή που ο δίσκος ηχογραφείται, έχουν εμπλακεί σε μια πολυδαίδαλη αντιδικία. Aπό την μικρή Shelter Records είχαν υπαχθεί σ’ έναν εταιρικό βραχίονα σχετιζόμενο με την πολύ μεγαλύτερη ABC, που είχε αναλάβει τη διανομή. Το πρόβλημα προέκυψε όταν η τελευταία αγοράστηκε από την MCA. O Τοm Petty άσκησε βέτο ως προς την άδεια κυκλοφορίας των ηχογραφήσεών του, καθώς υπαγόμενος σε άλλη εταιρία, χωρίς τη θέλησή του, ο ίδιος και οι Heartbreakers δε θα είχαν εφεξής τον οποιοδήποτε έλεγχο στο υλικό και τους και στον τρόπο που αυτό θα προωθείτο. Έτσι, με το που ξεκίνησαν οι ηχογραφήσεις, αρνήθηκαν να χρηματοδοτηθούν από την MCA, ενώ ταυτόχρονα δέχονταν συρροή προτάσεων από όλες τις μεγάλες ανταγωνίστριες εταιρίες.

Η MCA απείλησε ότι θα μαζέψει όποια ημιτελή ηχογράφηση έχει στην κατοχή της χωρίς τη θέληση του Petty, όμως ο αρχηγός των Heartbreakers αποδείχθηκε σκληρό καρύδι. Έλαβε την κατάλληλη συμβουλή και πήγε μέχρι το τέρμα, προκειμένου να διατηρήσει τον πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο για ο,τιδήποτε συνέθετε μαζί με την μπάντα του για το μέλλον.
Βρήκε εξωτερικό χρηματοδότη για τις ηχογραφήσεις και επέλεξε να προκαλέσει τεχνητά τη χρεωκοπία της εμπορικής του επωνυμίας, πράγμα το οποίο αυτόματα σήμαινε ότι το όποιο δισκογραφικό συμβόλαιο καθίστατο ανίσχυρο. Έτσι, αποκτούσε το δικαίωμα να ξεκινήσει από την αρχή. Μάλιστα βρήκε στο πρόσωπο ενός φιλόδοξου 25χρονου, του Danny Bramson, τη λύση. Ο Bramson είχε μια μικρή εταιρία που τότε ξεκινούσε, την Backstreet Records. Ο Petty τον έβαλε να υπογράψει ανεξάρτητη συμφωνία διανομής με την ΜCA και αποφάσισε να κυκλοφορήσει το καινούριο άλμπουμ μέσα από την Backstreets.
Tο άλμπουμ, ηχογραφημένο και μιξαρισμένο τελικά σε δύο στούντιο, τα Sound City και τα Cherokee, και τα δύο στην Καλιφόρνια, πήρε το γενικό τίτλο “Damn The Torpedoes”, από μια πασίγνωση ρήση του Ναύαρχου David Fαrragut από την εποχή του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου, που σε ελεύθερη μετάφραση θα μπορούσε να αποδοθεί, «Καταπάνω τους και μην καταλαβαίνετε τίποτα». Κυκλοφόρησε πράγματι από την Backstreet Records στις 19 Οκτωβρίου του 1979 και χωρίς να κάνει άμεσα αισθητή την παρουσία του, μπήκε για τα καλά στο top λίγο πριν τα Χριστούγεννα, φτάνοντας μια θέση πριν την ίδια την κορυφή του Billboard μέσα στο Φεβρουάριο της καινούριας δεκαετίας (US#2, 9/2/80), στερούμενο την κορυφή μόνο από το φαινόμενο με τον τίτλο “The Wall”.
Η πρώτη επιτυχία ήρθε με το single “Don’t Do Me Like That” (US#10, 2/2/80). Το Μάρτιο, το “Refugee” έγινε το δεύτερο κατά σειρά hit single (US#15, 15/3/80) και ακολούθησε, με μικρώτερη επιτυχία, το “Here Comes My Girl” (US#59, 24/5/80). Το lp “Damn The Torpedoes” ξεπέρασε τα δύο εκατομμύρια αντίτυπα μέσα στο 1980.
«Ήταν ένας απ’ αυτούς τους δίσκους, που μετά το πέρασμά τους τα πράγματα δεν είναι ποτέ ξανά τα ίδια», θα πει με την αναγνωρίσιμη ήρεμη στωϊκότητα ο Tom Petty, 30 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. «Ό,τι και να κάναμε στο μέλλον, θα συγκρινόταν πάντα με το American Girl” και το “Refugee”.
Πράγματι, το “Refugee”, έμελλε να γίνει ένα από τα θριαμβευτικά encore των Heartbreakers για τα επόμενα τριάντα και πλέον χρόνια. Όμως, όπως δεν είχε εύκολη γέννα, έτσι δεν είχε και εύκολη ενηλικίωση, πάνω στη σκηνή. Ένα από τα πιο δύσκολα από φωνητική άποψη τραγούδια των Heartbreakers, υποχρέωνε τον Petty όταν δεν ένιωθε τη φωνή του καλά, να το αφήνει έξω από το set list, καθώς το ύφος του χανόταν, όταν το έπαιζαν σε χαμηλότερο κλειδί. Και το κοινό το ζητούσε κάθε βράδυ.


«Είχαμε πάθος και καταφέραμε και μέσα στο στούντιο και το αιχμαλωτίσαμε. Οι στίχοι που τραγουδά ο Tom λειτουργούν σε κάθε εποχή, όσα χρόνια κι αν περάσουν», αναπολεί ο Iovine. «Έχει κατανοήσει ποιά είναι τα πράγματα που κάνουν το ροκ-εν-ρολ σημαντικό. Η αθωότητα, ο ρομαντισμός. Ο Tom δεν τα έχασε ποτέ, γι’ αυτό και τα κομμάτια του “Damn The Torpedoes” ακούγονται τόσο στέρεα και αυθεντικά μέσα στα χρόνια».
Σ
το μυαλό, μεταξύ άλλων, έρχεται το “Even The Losers” με το ChuckBerrειο σόλο από τον Campbell.
 «Έμπαινε λοιπόν το καλοκαίρι, στην ταράτσα σου καθισμένοι
Καπνίζαμε τσιγάρα, κοιτάζαμε το φεγγάρι
Και σού’ δειξα αστέρια που εσύ να δεις δε μπορούσες
Όχι, εύκολο δε θα’ ταν να με ξεχάσεις
 
Μωρό μου, ο χρόνος δε σήμαινε τίποτα, όλα μοιάζαν αληθινά
Ναι, με φίλαγες σαν τη φωτιά και μ’ έκανες να νιώθω
Ότι κάθε σου λέξη την εννοούσες
Όχι, εύκολο δε θά’ ταν να με ξεχάσεις
 
Μωρό μου, ακόμη κι οι λούζερ
Έχουν την τυχερή τους μέρα».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου