Foreigner: Waiting For A Girl Like You

21/08/2016

Κατηγορία: Rocktime Songs

9144

Μετά το ομώνυμο ντεμπούτο (US#4, 22/11/1977, 4 φορές πλατινένιο) κι ένα ακόμη πιο επιτυχημένο δεύτερο άλμπουμ (“Double Vision”, US#3, 9/9/1978, πέντε φορές πλατινένιο) οι Foreigner ήταν από τις μπάντες που σηματοδοτούσαν τον ερχομό της καινούριας δεκαετίας στα ροκ ήθη. Καταφέροντας να βρουν κοινό, παρά τη ραγδαία άνοδο του punk και του new wave, είχαν γίνει η χρυσή εφεδρεία της μουσικής βιομηχανίας.

 

Εκατομμύρια πωλήσεων χάρις σε μικρά, δεμένα κομμάτια, με σαφή μελωδική γραμμή, πυκνή ενορχήστρωση και φωνητικά ικανά να τρυπήσουν τις μεσαίες και ψιλές συχνότητες των FM, στοχεύοντας κατευθείαν στην καρδιά, με μουσικότητα που δε σήκωνε δεύτερη κουβέντα. Παρά την επιτυχία, το καλλιτεχνικό τίμημα υπήρξε άμεσο: ήταν το πρώτο  συγκρότημα που συνδέθηκε απαξιωτικά με τον όρο corporate rock. Μουσική κατ΄επίφαση ροκ, έλεγαν, φτιαγμένη κατευθείαν για μαζική κατανάλωση, προϋπολογισμένη κι ακίνδυνη, χωρίς την παραμικρή αιχμή.



Με το “Head Games” του ’79 είχαν πάει μισό βήμα πιο πίσω (US#5, 27/10/1979, 2 φορές πλατινένιο). Είπαν πως έφταιγε το εξώφυλλο, με το νυμφίδιο να προσπαθεί να σβήσει το όνομά του από τον τοίχο μιας ανδρικής τουαλέτας. Άλλοι πως έφταιγε η πιο σκληρή γραμμή κομματιών όπως τα “Dirty White Boy” και “Rev On The Red Line”. Πιθανόν περισσότερο να έφταιγε το ότι στο εσωτερικό της μπάντας είχαν αρχίσει έντονες συζητήσεις για τα συνθετικά δικαιώματα. Το χρώμα του χρήματος.
Ο κιθαρίστας και άτυπος ηγέτης τους, Mick Jones, ήδη στα 36, οδηγούσε το σκάφος με την εμπειρία περίπου 20 χρόνων. Από session μουσικός για τον Johnny Hallyday, τον Peter Frampton, τον Leslie West και τον George Harrison μέχρι και μέλος στη δεύτερη φάση των Spookie Tooth, είχε κάνει μεγάλη διαδρομή από το γκρι μεταπολεμικό Portsmouth και δεν θ’ άφηνε ούτε τη σκιά του να επωφεληθεί από την επιτυχία του. O έξι χρόνια μικρώτερός του Νεοϋορκέζος Lou Grammatico είχε ένα λαρύγγι που συνδύαζε κάτι απ΄την τραχύτητα του Daltrey με μια ευελιξία συναγωνιστική προς τις άλλες φωνές που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη στο ραδιοφωνικό σύμπαν (Kevin Kronin, Steve Perry, Bobby Kimball). Αυτόν σίγουρα τον χρειαζόταν.
Για κάποιους άλλους όμως, ο ισχυρογνώμων και υπολογιστής ο Mick Jones είχε πάρει τις αποφάσεις του. Πρώτα απάλλαξε των καθηκόντων του τον οικονομικά «απαιτητικό» άνθρωπο που ήταν για τέσσερα χρόνια πίσω απ΄τα πλήκτρα, τον Al Greenwood. Λίγο καιρό αργότερα, έκανε το ίδιο και για τον επί χρόνια φίλο του Ian Mc Donald, το μουσικό πολυεργαλείο (κιθάρα, φλάουτο, πλήκτρα) που είχε δίπλα του από το ξεκίνημα. Ο μπασίστας Rick Wills (33) και ο ντράμερ Dennis Elliot (30) είχαν καταλάβει πού βρίσκονταν και τί θα μπορούσαν να χάσουν ανά πάσα στιγμή και προτίμησαν να κρατήσουν χαμηλούς τόνους. Όσο για τον ατίθασο Gramm, ο Jones είχε μαζί του συνεχείς διαξιφισμούς για το μουσικό του ύφος, αλλά ήταν πεπεισμένος ότι πάντα στο τέλος θα έβρισκε τον τρόπο να γίνεται «σωστό». Δηλαδή το δικό του.  

Όταν οι Foreigner μπήκαν στα Electric Lady Studios της Νέας Υόρκης το φθινόπωρο του ’80, η αμηχανία για ύφος που θα είχε το επόμενο άλμπουμ ήταν διάχυτη. Ήταν φανερό ότι η μουσική εποχή άλλαζε. Elvis Costello, Police, The Pretenders, Blondie ήταν ο νέος ήχος. Oι Genesis είχαν κάνει μια θεαματική ηλεκτρονική στροφή κι οι Stones έπαιζαν funk disco. Ο Jones διάλεξε να αναθέσει την επίβλεψη του υλικού στο πιο “hot” όνομα παραγωγού που μπορούσε –με το αζημίωτο- να βρεθεί.
Τον 32χρονο Robert John “Mutt” Lange, τον γεννημένο στη Ροδεσία νεαρό που είχε νωπές ακόμη τις δάφνες από τa δύο πολυπλατινένια άλμπουμ που έφτιαξε με τους AC/DC (“Highway To Hell” και “Back In Black”). Ήταν αυτός, μαζί με το δεξί του χέρι, τον πασίγνωστο ηχολήπτη Tony Platt, που επί της ουσίας έδωσαν τον τόνο στις ηχογραφήσεις. Είχαν φέρει στα Electric Lady την προσήλωσή τους στην ηχητική αρτιότητα και την επιμονή τους στη λεπτομέρεια, που θα προσανατόλιζε την ταυτότητα των τραγουδιών που θα αποτελούσαν το άλμπουμ.
Ανάμεσα στα μισοτελειωμένα κομμάτια υπήρχε κι ένα που Gramm και Jones είχαν γράψει μαζί, αλλά είχαν έντονες διαφωνίες μεταξύ τους για το αν ταίριαζε με τα υπόλοιπα. Ο Gramm πίστευε ότι ήταν ένα βήμα μακριά απ΄τον ροκ ήχο με τον οποίο είχαν ταυτιστεί στο μυαλό του κοινού. Ο Jones επέμενε να μπει στο δίσκο, καθώς ηχούσε σύγχρονο, ανοιχτό και σε ακροατές που δεν ανήκαν στο μέχρι τότε κοινό τους. Η ηχογράφησή του θα μείνει χαραγμένη στην μνήμη του Lou Gramm για πάντα.



«Ο Μick κι ο Μutt βρίσκονταν πίσω απ΄την κονσόλα. Τους έβλεπα καθαρά μέσα απ΄το διπλό τζάμι του booth, όπως κάθονταν απορροφημένοι στο ειδικά ηχομονωμένο δωμάτιο όπου είναι εγκαταστημένοι οι ηχολήπτες. Ήμουν έτοιμος να ξεκινήσω την δεύτερη δοκιμαστική ηχογράφηση για τα φωνητικά, όταν βλέπω ξαφνικά να μπαίνει μέσα μια αισθησιακή κοκκινομάλλα, ντυμένη με ταγιέρ κι έντονο μέϊκ-απ και να στέκεται ακουμπώντας την πλάτη της στον τοίχο, πίσω τους. Άναψε τσιγάρο και στάθηκε εκεί. Το κομμάτι ήταν δύσκολο. Ο Mutt κι ο Mick με είχαν ζορίσει, ήθελαν να το πηγαίνω ψηλά, πάρα πολύ, επίπονα, στα όρια της φωνής μου. Τραγούδησα το κομμάτι με ό,τι είχα μέσα μου και παρακολουθούσα την άγνωστη γυναίκα να κουνάει ελαφρά το κεφάλι της, μπαίνοντας σιγά – σιγά στην αίσθηση του τραγουδιού. Καθώς τελείωνα τα λόγια (“Wont you come into my lifemy life”), την βλέπω να κάνει μερικά βήματα και να βγαίνει από την αίθουσα ηχοληψίας αθόρυβα, όπως ακριβώς μπήκε.
O Mick κι ο Mutt μου είπαν κατευθείαν απ΄τα ακουστικά ότι για δοκιμαστικό take ήταν πολύ δυνατό, πολύ κοντά σ΄αυτό που ήθελαν. Όλα καλά, απαντάω, αλλά πού βρέθηκε αυτή η τύπισσα; Ποιά τύπισσα, αναρωτιούνται, κοιτώντας ο ένας τον άλλο. Μα, η κοκκινομάλλα που μόλις έφυγε, που είχε μπει και στεκόταν πίσω σας. Δεν είχαν ιδέα, δεν την είχαν αντιληφθεί καν, έτσι προσηλωμένοι που ήταν στα εκατοντάδες κουμπιά μπροστά τους. Ρώτησα τους τεχνικούς, το θυρωρό του στούντιο, δεν την είχε δει κανείς. Δεν έμαθα ποτέ ποιά ήταν. Ποιός ξέρει, μπορεί να ήταν η μούσα μου. Ξέρω πάντως σίγουρα ότι εκείνη την ώρα, τραγουδούσα σ΄εκείνην. Τελικά, κρατήσαμε εκείνη τη δεύτερη δοκιμαστική εκτέλεση, σχεδόν ατόφια. Είναι αυτή που ακούγεται στον δίσκο».   


Την ίδια τη βραδιά της πρώτης εκείνης δοκιμαστικής ηχογράφησης ο Jones, ο μπασίστας Rick Wills κι ο “Mutt” Lange ξέμειναν μέχρι τις πρώτες πρωϊνές ώρες στο στούντιο, παίζοντας και ξαναπαίζοντας εντυπωσιασμένοι αυτό που μόλις είχε ηχογραφηθεί, αφήνοντας το στούντιο να γεμίσει από την ερμηνεία του Gramm. Ακόμη κι ο ψυχρός υπολογιστής Jones θα ομολογήσει ότι στο άκουσμα της πρόχειρης εκείνης απόδοσης του κομματιού, απ’ την οποία έλειπε η όποια επεξεργασία, το συναίσθημα τον κατέλαβε.
« Έλεγα στον Mutt, ’Lets play it again’’. Και κάθε φορά μου ήταν αδύνατο να συγκρατήσω τη συγκίνησή μου. Ήταν η πρώτη φορά που ήρθα σ’ έπαφή μ΄αυτή τη μυστήρια αίσθηση για την οποία είχα ακούσει κι άλλους μουσικούς να μιλάνε στο παρελθόν. Κάτι ανεξήγητο. Να νιώθεις ότι, ενώ εσύ ο ίδιος έχεις γράψει τις νότες, το κομμάτι παίρνει ζωή από μόνο του, έξω από σένα, κι ότι εσύ είσαι απλώς ένας αγωγός για να βγει στην επιφάνεια κάτι που έρχεται από ένα πολύ μακρινό μέρος. Σα να έχει διαλέξει να περάσει από μέσα σου, παρακάμπτοντας τη δική σου βούληση». 
Το κομμάτι λεγόταν “Waiting For A Girl Like You”.


Έλειπε όμως κάτι ακόμη. Tο τηλέφωνο ενός 22χρονου άγνωστου φρηκ των πλήκτρων και των ηλεκτρονικών ονόματι Thomas Dolby χτύπησε. Όταν του είπαν ότι τον θέλει ο Mick Jones, κατάλαβε ότι θα ήταν ο Mick Jones των Clash. Aνταποκρίθηκε μ΄ενθουσιασμό, για να ανακαλύψει ότι ήταν «ο άλλος» Mick Jones.
Δεν είχε ιδέα ποιοί ήταν οι Foreigner. Κατέφθασε όμως στη Νέα Υόρκη μέσα στην επόμενη ημέρα, «δοκιμαστικά» στην αρχή. Θαυμαστής των ambient πειραμάτων του Brian Eno, ο μικρός τσίμπησε. Είχε έρθει για να συμπληρώσει πλήκτρα σε ένα – δύο κομμάτια, αλλά τελικά του ανέθεσαν να ξαναγράψει τα κήμπορντς σε ολόκληρο το άλμπουμ. Με υπόδειξη του Lange, ο Dolby πάτησε πάνω στους οδηγούς που είχαν ηχογραφήσει πότε ο Jones, πότε ο Wills και δημιούργησε λεπτά, διακριτικά arpeggios κάτω απ΄τα πάντα. Έκαναν όλες τις κιθάρες να ακούγονται καλύτερα, γέμιζαν τον ήχο, γεννούσαν ένα καμβά ανεπαίσθητο, που σαν κάθε χαλί αξίας, δένει μοναδικά τη θέα ολόκληρου του δωματίου.
Ο Lange ήταν πεπεισμένος ότι εκείνο το soft κομμάτι, το “Waiting For A Girl Like You”, θα γινόταν τεράστια επιτυχία. Ενθάρρυνε λοιπόν τον Dolby να επινοήσει και να εφαρμόσει μια σειρά από κυματισμούς συνθεσάϊζερ στην εισαγωγή, στο μικρό και περιεκτικό «θέμα», στα κουπλέ και στα ρεφραίν. Ήθελε, όπως έλεγε, κάθε φορά που θα μπαίνει αυτό το κομμάτι στο ραδιόφωνο, ο ακροατής να σταματά ο,τι κάνει και ν΄αφήνεται σ΄αυτό τον ήχο. Αυτό που είχε σχεδιάσει ο Lange πέτυχε.

Στις 22 Αυγούστου του 1981, το “4”, το τέταρτο άλμπουμ των Foreigner, έφθασε στο Νο 1 των charts του Billboard. Θα έμενε στη θέση αυτή για δέκα συνολικά εβδομάδες, πετυχαίνοντας πωλήσεις έξι εκατομμυρίων αντιτύπων μόνο στις Η.Π.Α.. Με κομμάτια όπως τa “Urgent”, “Juke Box Hero”, “Break It Up”, “Woman In Black” κι έναν ήχο συμπαγή και άμεσο, σύντομα θεωρήθηκε -και παραμένει μέσα στα χρόνια- το άλμπουμ-επιτομή του Adult Oriented Rock.
Το “Waiting For A Girl Like You” κυκλοφόρησε σε single τον Σεπτέμβριο του ‘81. Στις 28 Νοεμβρίου ανέβηκε στο Νο 2 του Billboard και διεκδίκησε για δέκα σερί εβδομάδες την κορυφή από το “Physical” της Olivia Newton John.  Ήταν από τα πρώτα τραγούδια που χαρακτηρίστηκε από τον μουσικό τύπο “power ballad”. Τα ονειρικά συνθ και η γεμάτη ένταση ερμηνεία του Gramm επένδυσαν ηχητικά τους έρωτες γενεών ολόκληρων.
Τί κι αν ο Lou Gramm δεν μπορούσε επί σκηνής να φτάσει τόσο ψηλά στο ρεφραίν όσο σ’ εκείνη τη μοναδική ηχογράφηση; Η μούσα, υπαρκτή, παραισθησιακή ή και απολύτως τυχαία, είχε επιτελέσει το προαιώνιο καθήκον της. Ήρθε απρόσκλητη, επέδρασε κι εξαϋλώθηκε πριν προλάβει καλά – καλά να γίνει αντιληπτή.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου