Bryan Adams: "Back in the summer of ‘69"

01/07/2021

Κατηγορία: Rocktime Songs

11064

Χειμώνας, αρχές του ’84. Κανείς από τους δύο τύπους που βρίσκονταν κλεισμένοι σε κείνο το υπόγειο στούντιο ηχογραφήσεων στο Βανκούβερ, δεν ήταν ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα. Ο ένας ήταν ο Jim Vallance, μουσικοσυνθέτης που είχε ήδη φτιάξει το όνομά του γράφοντας κομμάτια που έκαναν επιτυχίες ονόματα όπως ο Joe Cocker και οι Kiss.

 

Δικό του ήταν εξάλλου το Little Mountain  Studio. Με τον άλλο, μερικά χρόνια πριν είχαν μαζί μια μπάντα, όμως γρήγορα ο Jim κατάλαβε ότι δεν ήταν γι’ αυτόν το να ανεβαίνει στη σκηνή. Άφησε την απαιτητική δουλειά του frontman - τραγουδιστή στον άνθρωπο που καθόταν δίπλα του. Τον 24χρονο Bryan Adams.
Μπορεί στο προηγούμενο άλμπουμ του Adams, η συνεργασία του με τον Vallance να είχε αποφέρει τρία hit singles, “Straight From The Heart” (US#10), “Cuts Like A Knife” (US#15) και “This Time” (US#24), το ίδιο το lp να είχε φτάσει μέχρι το νούμερο 8 του Billboard, ο Bryan να είχε καταφέρει χάρις σ΄αυτό να περιοδεύσει σαν σαπόρτ σε ονόματα όπως οι Kinks και οι Foreigner, όμως το να ξεπεραστούν τα δεδομένα αυτά έμοιαζε σχεδόν αδύνατο.
Το όνομα Bryan Adams είχε πάντως αρχίσει να γίνεται αναγνωρίσιμο στην αμερικάνικη αγορά. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα καινούριο σετ από πολύ προσεγμένα τραγούδια, που, με τη σωστή προώθηση, θα άνοιγαν φαρδιά πλατιά τις πόρτες προς το κοινό όλων των ηλικιών, που θα γίνονταν η «υπογραφή του» και θα καθόριζαν αν ο νεαρός Καναδός ήταν, τελικά, ικανός για μεγάλα πράγματα.
Για ένα πράγμα ήταν σίγουροι και οι δύο. Το κομμάτι που είχε τον τίτλο “The Best Days Of My Lifeδεν θα μπορούσε να γίνει ένα από αυτά τα τραγούδια. Δεν είχε τα προσόντα.
Στο μυαλό του Bryan στριφογύριζε διαρκώς μια όχι και πολύ πρωτότυπη ιδέα. Ότι το ιδανικό θα ήταν αυτό το κομμάτι που θα διάλεγαν να γίνει το σήμα κατετεθέν του, να αφορά το καλοκαίρι. Ο ίδιος είχε μεγαλώσει στο Οντάριο και ήταν σίγουρος ότι τα εκατομμύρια των ακροατών που δεν είχαν γεννηθεί δίπλα σε κάποια χρυσή ακτή, το κοντινώτερο που είχαν στο νου τους σαν την ιδανική απόδραση θα ήταν ένα ανέμελο καλοκαίρι, με τη δροσιά και την κάψα που η έννοια αυτή κουβαλά.
Καθώς ξεκίνησαν να επανηχογραφούν για πολλοστή φορά ένα demo για το “The Best Days Of My Life”, ο Adams πέταξε μέσα τον στίχο “it was the summer of ’69”. Η μπάντα και ο Vallance απόρησαν. Εκείνος ήταν λίγο παραπάνω από 9 ετών το «καλοκαίρι του ‘69». Στην πραγματικότητα, μόλις το 1976 είχε φτιάξει την πρώτη του μπάντα «με φίλους απ’ το σχολείο». Δεν θα μπορούσε η μπάντα αυτή των 16άρηδων να είχε «διαλυθεί», το καλοκαίρι του ’69. γιατί κάποιος Jimmy quit ή ο “Jody, got married. Η παραπομπή στο “summer of love” μπέρδευε, ριγμένη ανάμεσα σε μια σειρά από πρόσωπα και γεγονότα, όπως η εφηβική απόγνωση του Bryan για κάτι που πήγε πολύ στραβά στον πρώϊμο έρωτά του (“I think about you wonder what went wrong”). Ο στίχος δεν έδειχνε να ταιριάζει, αλλά τον κράτησαν.
Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν πια οι εμπορικές επιταγές της μουσικής βιομηχανίας για clean cut είδωλα ανήκαν οριστικά στο παρελθόν, ο Bryan Adams εξήγησε:
«Το κομμάτι είναι μόνον εν μέρει αυτοβιογραφικό. Αφορμή του ήταν η δυσκολία του να είσαι μουσικός, να περιοδεύεις και να βρίσκεσαι διαρκώς σε διαφορετικό μέρος, κάτι που σε κάνει να μην μπορείς να κρατήσεις καμιά από τις υποσχέσεις που δίνεις, ούτε, καλά – καλά να μοιραστείς τις αναμνήσεις με κάποια που γνώρισες μόνο για μια νύχτα. Κυρίως όμως είναι γι’ αυτό που θα ήθελα να αφήνει πίσω του κάθε πρόσκαιρος έρωτας του καλοκαιριού. Μια αίσθηση παντοτινή, ανεξάρτητα από την κατάληξή του. Έμπνευσή μου ήταν το κομμάτι του Bob Seger, το “Night Moves”, που είχε γίνει επιτυχία αρκετά χρόνια νωρίτερα. Μιλούσε για τη μαγική εκείνη στιγμή του να κάνεις έρωτα μέσα στο καλοκαίρι, με μια γυναίκα που συναντάς και που πιστεύεις, τη δεδομένη στιγμή, ότι είναι η ιδανική για σένα. Πάντα ήθελα να γράψω κάτι σαν συνέχεια, ή σαν απάντηση σ’ αυτό το θέμα. Σήμαινε πολλά για μένα. Πάντως, η αναφορά στο ’69 δεν έχει σχέση με τη χρονιά, αλλά με τη στάση του σεξ, τώρα μπορώ να το πω».
Είναι τόσο φορτωμένες συναίσθημα οι εικόνες που περνούν από τους υπόλοιπους στίχους, ώστε η αναφορά στο ’69 απλώς ενισχύει τη νοσταλγία μ’ έναν δικό της, σχεδόν υποσυνείδητο, τρόπο. Αν βέβαια ακούσει κανείς προσεκτικά, στα 3:00 του κομματιού, ο Adams ακούγεται να λέει Me and my baby in a ’69”. Μια αόριστη αντωνυμία που μπορεί να κάνει όλη τη διαφορά.
Η οικειότητα με την οποία εκφέρονται τα ονόματα στο στίχο, σαν μονόλογος απολογισμού για πρόσωπα που υπήρξαν και πράγματα που συνέβησαν, μοιάζει δανεισμένη από τον Bruce Springsteen. Ο Jim Vallance το επιβεβαιώνει:



«Η ιδιαίτερα συγκινητική εικόνα του “standing on your mothers porch” προήλθε από το “Thunder Road”, αγαπημένο άκουσμα τόσο εμένα όσο και του Bryan εκείνη την εποχή. Σε κάποιο σημείο το “from your front porch to my front seat” του Bruce τρύπωσε στις εικόνες που ήθελε να δώσει ο Bryan».
Μπορεί η αρχική ιδέα να σχηματοποιήθηκε πρώτη φορά στο υπόγειο των Little Mountain Studios, όμως η ηχογράφηση του κομματιού αποδείχθηκε δύσκολη διαδικασία.
«Το είχαμε ετοιμάσει σε τρεις ξεχωριστές εκδοχές, ηχογραφημένες σε χρονική απόσταση η μία από την άλλη και με σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Στο ύφος, τη μίξη και κάποιους επί μέρους στίχους, που δεν μου ακούγονταν σωστά. Χρειάστηκε να διαφωνήσω με όλη την μπάντα συμπεριλαμβανομένου και του Jim (Vallance) για να έρθει στην τελική μορφή που όλοι γνωρίζουμε. Ήθελα οπωσδήποτε το κομμάτι να καταφέρει να πιάσει μια ιδιαίτερη φόρτιση στο παίξιμο και την ερμηνεία μου. Αλλιώς, το κομμάτι δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Τους κούρασα πολύ μ’ αυτή την επιμονή μου, τσακωθήκαμε, μερικοί κόντεψαν να τα βροντήξουν και να φύγουν, αλλά τελικά άξιζε τον κόπο».
Το ριζικά αναμορφωμένο κομμάτι κυκλοφόρησε σαν single στις 17 Ιουνίου του 1985, το τρίτο κομμάτι του “Reckless” που θα έμπαινε στο top-10 του Billboard, φθάνοντας μέχρι το Νο 5. Μπορεί στην μπλαζέ Βρετανία να σταμάτησε στο Νο 42, αλλά η δύναμη των εικόνων του στίχου, η νευρώδης ερμηνεία -πρώϊμου Rod Stewart- του Adams και η μουσική αμεσότητά του («έτσι κι αλλιώς, αυτό το ακκόρντο στην αρχή είναι όλο κι όλο ό,τι ξέρω να παίξω στην κιθάρα») προσέδωσαν αξιοπιστία σε ολόκληρο το άλμπουμ. Τοποθετημένο στρατηγικά πρώτο στη δεύτερη πλευρά του δίσκου, έκανε το ραδιοφωνικό ροκ να ακούγεται περισσότερο προσγειωμένο και προσωπικό από ποτέ.
Μια μικρή γέφυρα πάντως, ένας στίχος, είναι πιθανόν αυτός που δίνει στο κομμάτι μια αδιαπραγμάτευτη διαχρονικότητα. Έρχεται ακριβώς στη μέση της διάρκειάς του, ακούγεται μία και μόνη φορά  -μερικά μόνον κρίσιμα δευτερόλεπτα- ισχύει για όλα τα καλοκαίρια της νεότητας και λέει:
Man, we were killing time, we were young and restless and needed to unwind – I guess that nothing can last forever”.


Παναγιώτης Παπαϊωάννου