Pink Floyd: Momentary Lapse Of Reason (συν ένας κεραυνόπληκτος, ιπτάμενος χοίρος)
Το Δεκέμβριο του ’85 μια επιστολή υπογεγραμμένη από τον Roger Waters φθάνει ταυτόχρονα στα γραφεία της ΕΜΙ στο Λονδίνο και της CBS στη Νέα Υόρκη. Οι δισκογραφικοί κολοσσοί έχουν τα δικαιώματα των ηχογραφημάτων των Pink Floyd, παρελθόντων και μελλουμένων, για Ευρώπη και Αμερική αντίστοιχα.
Στη μονομερή αυτή δήλωση, τη γραμμένη με την τυπολατρική γραμματοσειρά ακμαίας Hermes 3000, ο Waters αναφέρει επί λέξει ότι: «Το συγκρότημα Pink Floyd αποτελεί εφεξής μια δημιουργικά εξοφλημένη μουσική οντότητα, την οποία η εταιρία σας θα ήταν συμφερώτερο για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να αφήσει να αποσυρθεί με αξιοπρέπεια». Καλούσε, μάλιστα, ευθέως καθεμιά από τις δύο εταιρίες να τον απαλλάξουν από τις προς αυτές συμβατικές του υποχρεώσεις για το μέλλον.
Ήδη από το ’82 είχε κατορθώσει να ξεφορτωθεί τον Richard Wright. Επικαλούμενος ότι από συνθετική άποψη ο τελευταίος είχε συνεισφέρει από ελάχιστα έως καθόλου στο υλικό των Pink Floyd από το “Wish You Were Here” και μετά και ότι, επομένως, «ήταν ανέντιμο να εξακολουθεί να εισπράττει το ¼ των εσόδων» από κάτι που δεν του ανήκε, τον οδήγησε στην έξοδο. Ο Wright, με το γάμο του να καταρρέει αφήνοντας πίσω δύο αποξενωμένα παιδιά και μια εκδικητική σύζυγο, πράγματι ήταν βυθισμένος στην κατάθλιψη και δημιουργικά στείρος από καιρό. Στη συμφωνία που είχε υπογραφεί, ο Wright δέχθηκε ότι παύει εφεξής να αποτελεί μέλος του συγκροτήματος και ότι «οποιαδήποτε τυχόν συμβολή του στο μέλλον θα λάμβανε χώρα αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο έμμισθης σχέσης».

Η αντιπάθεια του Waters για τους Gilmour και Mason προϋπήρχε. Το ιδανικό για τον ίδιο θα ήταν να δέχονταν να μετατραπούν και κείνοι σε «έμμισθους». Όμως, με την επιστολή αυτή του Δεκεμβρίου του ’85  ο Waters είχε πιο δραστικό στόχο:
να ξεφορτωθεί και από τον μέχρι τότε μάνατζερ των Floyd, τον Steve O’ Rourke, ο οποίος, μετά την εισπρακτική και καλλιτεχνική αποτυχία του “Final Cut” πίεζε τον Waters για «νέο υλικό».  Xωρίς γκρουπ, δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει «νέο υλικό». Και χωρίς νέο υλικό, προέβλεπε κάπως απλουστευτικά ο Waters, οι Floyd θα παραβίαζαν τις προθεσμίες στα δισκογραφικά συμβόλαια με CBS και ΕΜΙ, με την μαθηματικά βέβαιη συνέπεια:
οι επιταγές που ενσωμάτωναν τα πνευματικά δικαιώματα από την μέχρι τότε δισκογραφία τους, θα σταματούσαν να κόβονται. Ο μάνατζερ εκ των πραγμάτων θα ήταν και αυτός υπερήμερος. Η εξάρτηση των Pink Floyd, στην ουσία η δική του, από τον O’ Rourke  έκλεινε με ένα λιτό δελτίο τύπου, γραμμένο από κάποιο λογιστή. Ούτε ο μάνατζερ, ούτε οι άλλοι δύο «τεμπέληδες», όπως τους αποκαλούσε, θα μπορούσαν στο μέλλον να ζουν από τα «δικά του» τραγούδια. Ο ίδιος, υπεραυτάρκης μέσα στις δικές του μουσικές στοχεύσεις, θα έβρισκε σίγουρα άλλους «βοηθούς». Καλύτερους και προ πάντων αξιόπιστους, αν όχι υπάκουους. Και θα συνέχιζε τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του χωρίς να χρειάζεται, όπως έλεγε, «να τρέφει με το αίμα του άλλες βδέλλες».
Με το που γίνεται γνωστό το περιεχόμενο των επιστολών του Waters, το αντίπαλο στρατόπεδο, δηλαδή ο David Gilmour, αναζητά εσπευσμένα βοήθεια από τα «μεγάλα κεφάλια». Οι γραββάτες, οι χαρτοφύλακες, οι executives και δικηγορικά γραφεία πνευματικής ιδιοκτησίας με τιμοκατάλογο ωριαίας χρονοχρέωσης 1.500 λίρες την ώρα αναλαμβάνουν τον πρώτο λόγο. Ο Waters, ήταν σαφές, προσπαθεί μονομερώς να διαλύσει το συγκρότημα. Έχει τη δυνατότητα;



Στα εντατικά μήτινγκ με θέα τον Τάμεση και το Long Island αντιστοίχως, τa επιχειρήματα που πέφτουν στο τραπέζι είναι κατ’ αρχήν «καλλιτεχνικά» : Πρώτον, ο Gilmour είναι η φωνή και η κιθάρα τουλάχιστον των μισών πιο γνωστών μουσικών συνθέσεων των Pink Floyd : “Breath”, “Money”, “Us And Them”, ”Shine On You Crazy Diamond”, “Wish You Were Here”, “Echoes”, “Time”, “Young Lust”. Δεύτερον, όταν το 1968 είχε αποχωρήσει ο Syd Barrett, το γκρουπ συνέχισε χωρίς καμία συζήτηση για δικαιώματα επί του ονόματος και του μέχρι τότε ηχογραφημένου υλικού, παρ’ ότι αυτά ανήκαν κατά μέγιστο μέρος στο «Τρελλό Διαμάντι».
Σύντομα, αποσαφηνίζονται και επιχειρήματα αμιγώς νομικά : Υπήρχε μια κρίσιμη – όσο και ξεχασμένη απ’ όλους, σίγουρα πάντως απ’ τον ίδιο τον Waters - λεπτομέρεια. Με αφορμή των συμβολαίων για την αποπομπή – αποχώρηση του Wright το 1982, σημαντικού ύψους χρηματικά ποσά είχαν ήδη καταβληθεί από ΕΜΙ και CBS στα τέσσερα μέλη, ως προκαταβολές για τα επόμενα άλμπουμ που επρόκειτο να ηχογραφηθούν στον χρονικό ορίζοντα του συμβολαίου. Για να συμβεί αυτό, οι άνθρωποι των δισκογραφικών είχαν βάλει τα τρία –πλην του αποχωρήσαντος Wright - εναπομείναντα μέλη της μπάντας να υπογράψουν μια καίρια ρήτρα:
για το μέλλον, το ύψος των χρηματικών παροχών για κάθε επόμενο δίσκο θα έπρεπε να προϋπολογίζεται ανάλογα με το ποιά από τα μέλη θα βρίσκονταν εφεξής στο συγκρότημα, Οι εταιρίες, είχε συμφωνηθεί, θα μπορούσαν εφεξής να ελέγχουν τη ροή των χρηματικών παροχών και να εκμεταλλεύονται ελεύθερα οποιοδήποτε ηχογράφημα φέρει την υπογραφή τουλάχιστον δύο «αρχικών» μελών και μάλιστα σε κάθε πιθανό σχηματισμό.
Όλοι οι συνδυασμοί (Gilmour/Waters, Waters/Mason, Gilmour/Mason)είχαν προβλεφθεί και υπογραφεί στο συμβατικό κείμενο του ’82. Συνεπώς, υπήρχε ήδη σε ισχύ ρήτρα σύμφωνα με την οποία η εκμετάλλευση του ονόματος και της μουσικής των Pink Floyd – και η προεκτιμημένη αντιπαροχή στα «μέλη» για κάτι τέτοιο – θα μπορούσε άνετα να εξακολουθήσει ακόμη κι αν ο Waters δεν βρισκόταν πια στο γκρουπ. Αυτό ήταν. Ο τύραννος Roger τους είχε κάνει τη μεγαλύτερη χάρη, θέτοντας με τις δύο επιστολές του, τον εαυτό του εκτός συγκροτήματος.
Τον Αύγουστο του ’86, το λιτό δελτίο τύπου που φέρει το λογότυπο των Pink Floyd γράφει λακωνικά : «Το συγκρότημα δεν έχει καμία πρόθεση να διαλυθεί. Απεναντίας, ο David Gilmour και o Nick Mason συνεργαζόμενοι με τον Rick Wright, και έχοντας μαζί τους τον παραγωγό Bob Ezrin, επί του παρόντος ηχογραφούν ένα καινούριο δίσκο». Ο Waters, πυρ και μανία με το θράσος των «τεμπέληδων».
Τέλος Οκτωβρίου του ’86 προσφεύγει στο High Court ζητώντας τη διάλυση των Pink Floyd, ισχυριζόμενος ότι ως ένωση προσώπων με εμπορικό χαρακτήρα δεν μπορούσε πλέον να εξακολουθήσει να υφίσταται, αφού «δεν υπήρχε πλέον κοινό δημιουργικό έδαφος, ούτε κοινό συμφέρον για όλες τις μέχρι τότε συμπράττουσες πλευρές». Όμως, το αίτημά του απορρίπτεται, ακριβώς λόγω του ότι οι ρήτρες του ’82 επέτρεπαν στις εταιρίες να διατηρήσουν την καινούρια μουσική του μουσικού οργανισμού Pink Floyd, αφού σε αυτόν ακόμη παρέμεναν δύο τουλάχιστον από τα «αρχικά» μέλη. Αυτό που υπερφίαλα ο Waters είχε φτάσει να θεωρεί «δημιούργημά του», στην πραγματικότητα είχε μεταβληθεί σ’ ένα μπάσταρδο αποπαίδι των δισκογραφικών και των πολυσέλιδων, σατανικά σχολαστικών, συμβολαίων που, πάνω στην υπερσυγκεντρωτική του έπαρση, είχε προ ετών αγνοήσει.

Δεν θα το βάλει κάτω. Με νέα αγωγή του ζητά πλέον την οριστική διανομή των ιματίων του ονόματος Pink Floyd. Οι συνθέσεις, οι στίχοι, τα κόνσεπτ, τα πολύπλοκα σκηνικά εφέ, το τείχος και η κατεδάφισή του, η στρογγυλή σκηνή, το αεροπλάνο της Λουφτβάφε που συντρίβεται, το ιπτάμενο γουρούνι, είναι όλα «δικά του» και δεν επιτρέπει να τα εκμεταλλεύεται ένα “franchise”. Ο δεδηλωμένος μαρξιστής πιστεύει ότι είναι σε θέση, ότι «δικαιούται», να χτυπήσει το καπιταλιστικόμορφο τέρας με τα «δικά του όπλα». Όπλα που λησμονεί ότι εκείνο όχι μόνο κατέχει καλύτερα, αλλά που τα έχει εφεύρει πρώτο. Ατέρμονες προδικαστικές διαπραγματεύσεις διαρκούν για έναν περίπου χρόνο.

Όσο εκτυλίσσεται αυτή η διαδικασία, o Gilmour, χολωμένος από το ίδιο το μένος του Waters και διασφαλισμένος από την πρώτη απόφαση που του εξασφαλίζει τη σκέπη του ονόματος “Pink Floyd”, συνειδητοποιεί ότι του αρκεί να συμπράξει με τον Nick Mason και συμμαχεί πρόθυμα με τις “powers that be” της μουσικής βιομηχανίας. Έχει όχι μόνο να αποδείξει ότι αξίζει το brand name, αλλά και ότι με όπλο το όνομα αυτό είναι σε θέση να κατανικήσει οριστικά τον κάποτε συνδημιουργό και νυν πρώην άσπονδο εχθρό του.
Αποσύρεται στο ιδιόκτητο στούντιο Astoria, σ’ ένα εξοχικό στις όχθες του Τάμεση και σε στενή συνεργασία με τον παραγωγό του “The Wall”, Bob Ezrin, ηχογραφεί αρκετές ώρες μουσικής, instrumental περάσματα και ημιτελείς ιδέες. Με τα εταιρικά κοστούμια διαθέσιμα να στηρίξουν μια ακόμη χρυσοποίκιλτη επιστροφή σιτεμένων «θρύλων του ροκ», του εξασφαλίζεται μπάτζετ ικανό να εκμισθώσει τις ακριβώτερες μουσικές υπηρεσίες: τους σαξοφωνίστες Tom Scott, John Halliwell και Tom Page, τον μπασίστα Tony Levin, τον Jim Keltner και τον μεγάλο αδελφό Appice, τον Carmine, στα τύμπανα, μια τριπλέτα εκπληκτικών γυναικείων φωνών και τον ίδιο τον Bob Ezrin να συμπληρώνει πλήκτρα και ενορχηστρώνει.


Οι κακές γλώσσες λένε ότι η πιο καίρια συνεισφορά του δεύτερου «αρχικού μέλους», Nick Mason, εξαντλείται στην παρουσία του στις φωτογραφίες του εσωφύλλου. Για να γίνει πιο πειστικό το όλο εγχείρημα, επιστρατεύεται μέχρι και ο Wright, όχι βέβαια σαν πλήρες μέλος, αλλά σαν «αμειβόμενος οργανοπαίκτης». Την καίρια συμβολή όμως στο άλμπουμ προσφέρει ένας ιδιοφυής 23χρονος αμερικάνος κημπορντίστας, ο Jon Carin, τον οποίο ο Gilmour έχει αποσπάσει από τη μπάντα του Bryan Ferry, μετά την κοινή τους εμφάνιση στο “Live Aid”. Ο Gilmour δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του: «Βρήκα κάποιον που υποδύεται τον Rick Wright καλύτερα κι απ’ τον ίδιο τον Rick Wright». Ο Jon Carin, θα γίνει ο κατεξοχήν υπεύθυνος για την ηχητική ταυτότητα των καινούριων συνθέσεων. Φθάνει στο στούντιο Astoria στα τέλη του ’86 και εκεί, παρατηρώντας την αέναη ροή των νερών του Τάμεση και την αμέριμνη πανίδα να πηγαινοέρχεται, γράφει και ηχογραφεί το βασικό σκελετό ενός τρακ που θα ονομαστεί “Learning To Fly”. Είναι αυτό που θα δώσει και τον τόνο σε ολόκληρο το άλμπουμ.
Ο Gilmour, βέβαια, χρειάζεται κάτι ακόμη, κάτι πολύ σημαντικό. Στίχους. Διάφοροι εξωτερικοί στιχουργοί δοκιμάζονται και τελικά προτιμά τον Anthony Moore, κάποτε μέλος των βρεττανών prog rockers Slap Happy. Ηχητικά δουλεμένο μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας ώστε να παραπέμπει στη μυστηριακή δόνηση των οργανικών σημείων του “Wish You Were Here” και του “The Wall”, το νέο άλμπουμ είναι ένα μουσικό προϊόν που συμβαδίζει με τα ήθη του καιρού του, με ροκ γωνίες όσο και ατμόσφαιρες, πάνω απ’ όλα όμως προσεκτικά σχεδιασμένο: Η συλλογή των τραγουδιών δεν μοιράζονται κάποια κεντρική ιδέα, τίποτε που θα μπορούσε να ακούγεται βαρύγδουπο και απαιτητικό για τον υποψήφιο αγοραστή. Υπάρχει πολλή και καλή κιθάρα, πομπώδη πλήκτρα, συνθετικοί ήχοι, hooks που απομακρύνουν από το διηγηματικό ύφος που είχε κατορθώσει να επιβάλει ο Waters, ενώ λείπουν οι πλατειασμοί που μπορούν να παραπέμψουν σε «δεινοσαυρισμούς» του παρελθόντος. Το πρώτο βίντεο κλιπ αρχίζει να παίζει στο MTV στα μέσα του Αυγούστου του ’87 μαζί με μαζική διαφήμιση για το πρώτο σκέλος μιας ήδη κλεισμένης αμερικανικής περιοδείας.

Η ατέρμονη, υπερβατική, ανάγκη του ανθρώπου να πετάξει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ν’ ανέβει ψηλά, ιδωμένη μέσα από τα μάτια ενός νεαρού θεριστή των πιο σινεματικών αγρών με στάχυα που έχει ποτέ αποτυπωθεί σε φιλμ και με τη μορφή ενός ινδιάνου που εμφανίζεται και φεύγει σαν όραμα, το γυρισμένο σε μια καναδική οροσειρά έξω από το Κάλγκαρυ βίντεο κλιπ προσδίδει στο κομμάτι μια ονειρική ποιότητα, ιδίως μέσα από την εντυπωσιακή του φωτογραφία. “Can't keep my eyes from the circling skies - Tongue tied and twisted, just an earth bound misfit, I”.

Το άλμπουμ τιτλοφορείται “Α Momentary Lapse Of Reason” και κυκλοφορεί σε παγκόσμια διανομή στις 14 Σεπτεμβρίου του ’87, διπλωμένο σ’ ένα υποβλητικό εξώφυλλο από τον Storm Thorgerson, τον μάστορα της ψευδαίσθησης της Hipgnosis, που τόσο άρρηκτα έχει συνδεθεί με τις εποχές μεγαλείου των Floyd της προηγούμενης δεκαετίας. Μια ατέρμονη σειρά από κρεββάτια, εκτεθειμένα στην παλίρροια και την άμπωτη μιας αχανούς παραλίας, με μοναδικό σημάδι ζωής έναν αγουροξυπνημένο, ίσως απεγνωσμένο, ίσως στωϊκό φιλοξενούμενο και μια καμαριέρα που φαίνεται στο οπισθόφυλλο, να συμμαζεύει, σ΄ έναν συμβολισμό για τα ίχνη μιας ακολουθίας από απούσες ανθρώπινες σχέσεις που χάνονται στον ορίζοντα.


Το περιεχόμενο είναι εφάμιλλα πολυτελές. Το “Dogs Of War” ξεκινά από ένα ευρύ κατηγορώ κατά των πολεμοκάπηλων κι εξελίσσεται σ’ ένα σχεδόν hard rock υπόβαθρο για οργισμένα σόλο από τον Gilmour. Το “One Slip” – με συνθετική βοήθεια από τον Phil Manzanera – υιοθετεί πληθώρα ηχητικών εφέ αλά “Dark Side Of the Moon” και μια ποικιλία συνθετικών ήχων, το “On The Turning Away”, με την κάπως αφηρημένη έκκληση για οικουμενική επαγρύπνηση στο στίχο, φέρει τον ευρύ ήχο, τον φτιαγμένο για να οπτικοποιηθεί ενώπιον κοινού χιλιάδων σε αρένα γηπέδου baseball. Στη δεύτερη πλευρά, το “Yet Another Movie” ανακαλεί δραματικούς τόνους από το “The Wall”, ενώ το “Sorrow” κλείνει το δίσκο με μεγαλοπρέπεια και πρωτόγνωρο για Floyd κιθαριστικό όγκο, ενώ ο στίχος του θρηνεί τον καιρό που περνά και εξατμίζεται μαζί με τα όνειρα και τις βεβαιότητες της νιότης.

Η διαφημιστική καμπάνια που συνοδεύει την κυκλοφορία όσο και η αναμονή του κοινού για το τί θα μπορούσε να δώσει ένα τόσο μεγάλο γκρουπ χωρίς τον βασικό του μουσικό και στιχουργικό καθοδηγητή, εκτοξεύει τις πωλήσεις στα ύψη από τις πρώτες εβδομάδες. Οι αντίστοιχες του “Radio Κ.A.O.S”, του άλμπουμ που έχει ο Waters κυκλοφορήσει από το Μάϊο του ’87, ωχριούν σε σύγκριση. Το ότι η μουσική των Pink Floyd ανέκαθεν δεν μπορούσε στα μάτια του κοινού να συνδεθεί με συγκεκριμένα πρόσωπα μέσα απ’ το γκρουπ, στοιχείο το οποίο στο παρελθόν είχαν και οι ίδιοι επιδιώξει να υψώσουν ως ασπίδα προς το κοινό τους, λειτουργεί τελικά υπέρ του brand name και σε βάρος του αντάρτη Waters. Το όνομα της μπάντας είναι εκεί, μ’ ένα κομψό logo, στη δεξιά πάνω γωνία κάθε αντιτύπου του «νέου» άλμπουμ. Η κλασσική οφθαλμαπάτη των εξωφύλλων τους, εκεί. Τα mid tempo, συνοφρυωμένα, κομμάτια με τη λυτρωτική κιθάρα, εκεί. Η φωνή επίσης εκεί – Κύριος οίδε πόσοι από τα εκατομμύρια των fans θα προβληματίζονταν ποιός απ’ τους δύο τραγουδάει τί, Waters ή Gilmour. Τα αντίτυπα του βινυλίου και του -νεόκοπου και με πρωτόγνωρα «άρτιο ήχο»- cd, εξαφανίζονται ταχύρρυθμα από τις προθήκες των δισκοπωλείων. Η επιτυχία φαίνεται από τις πρώτες δύο εβδομάδες ότι θα είναι μεγάλη.


Ο Roger Waters, βλέποντας τη δική του περιοδεία να εξελίσσεται σε μισοάδειες αίθουσες και το δίσκο του να μην ξεκλειδώνει τα αισθητήρια του mainstream κοινού, αναγκάζεται πικρόχολα να δηλώσει : «Το άλμπουμ του πρώην συγκροτήματός μου; Ναι, είναι μια αρκετά πετυχημένη πλαστογραφία».

Δύο μέρες πριν τα Χριστούγεννα του 1987, οι δύο πλευρές φθάνουν σ’ έναν σολομώντειο συμβιβασμό: ο Waters θα κρατήσει τα αποκλειστικά δικαιώματα στο όλο κόνσεπτ του “The Wall”, σε μια σειρά από σκηνικά, οπτικά εφέ και τα δικαιώματα στα masters. To γουρούνι θα μπορούσε να υπερίπταται στις συναυλίες των Pink Floyd, αντί 800 δολλαρίων ανά συναυλία. Σε κάθε εμφάνισή του, θα έπρεπε να αναφέρεται Original pig concept: R. Waters”. Σε μια συμβολική κίνηση νίκης απέναντι στον «δυνάστη Roger» και απεξάρτησης από την όλη νομική διαμάχη, ο Gilmour, ζητά από την ομάδα παραγωγής της περιοδείας να σχεδιαστούν και να προστεθούν στο γουρούνι δύο τεράστια αρχίδια και το credit να γραφεί πάνω σ’ αυτά.
Η περιοδεία που θα βασιστεί στην, κατά Waters, «πλαστογραφία», θα σημειώσει και αυτή ανεπανάληπτη επιτυχία. Είναι η πρώτη φορά που το όνομα Pink Floyd βγαίνει στο δρόμο από το 1981, μετά την πολυδάπανη και πάντως άνιση παρουσίαση του “The Wall”.
Αυτή τη φορά, οι τρεις Pink Floyd, “του Gilmour”, είναι εξοπλισμένοι με την ειδική στρογγυλή οθόνη βιντεοπροβολών, ένα light show που προκαλεί παραισθήσεις και τρισδιάστατα εφέ. Συνοδεύονται από 9μελή ορχήστρα επαγγελματιών – σταρ, πληρώνονται 1 εκατομμύριο δολλάρια τη βραδιά και γεμίζουν στάδια και αίθουσες με προσέλευση που κυμαίνεται από 27.000 (Οντάριο, 9/9/1987) έως και 146.000 κόσμου. Όταν στις 22 Νοεμβρίου του 1988  θα κυκλοφορήσει το πρώτο live album στην ιστορία της μπάντας, το διπλό “Delicate Sound Of Thunder”, το εταιρικό σήμα των Pink Floyd έχει καταγράψει καθαρά κέρδη 60 εκατομμυρίων δολλαρίων, περίπου όσα είχαν ανακοινώσει τα δύο τελευταία χρόνια οι περιοδείες των U2 και του Michael Jackson μαζί.
Η ζήτηση του κοινού γι΄αυτό που σύντομα βαφτίστηκε «το μεγαλύτερο ροκ σόου στη Γη» έρχεται από κάθε γωνιά του πλανήτη, και είναι τέτοια, ώστε διαρκώς προστίθενται νέες εμφανίσεις, μέχρι που φθάνει Ιούλιος, όχι του ’88, αλλά του ’89. Σε μια αξέχαστη βραδιά για τις δεκάδες χιλιάδες τυχερών που βρέθηκαν εκεί, οι Floyd περνούν και απ’ το Ολυμπιακό Στάδιο στις 31 Μαίου του 1989. Τον Ιούλιο, η τουρνέ ολοκληρώνεται. 197 συναυλίες σε 20 χώρες, ενώπιον συνολικά 5,5 εκατομμυρίων θεατών.
Οι Pink Floyd θα γίνουν όχι μόνον η μπάντα με την πιο προσοδοφόρο περιοδεία στον κόσμο για τη διετία 1988-89, αλλά αυτή με την παγκοσμίως πιο επικερδή σε ολόκληρη τη δεκαετία που τελειώνει, με συνολικά έσοδα 135 εκατομμυρίων δολλαρίων. Το γουρούνι, έστω και με όρχεις copyrighted από έναν «εχθρό», για αρκετό καιρό δεν θα χρειαζόταν να ξανακρεμαστεί πάνω από χιλιάδες θεατές. Μπορούσε πλέον να συνεχίσει να κυλιέται στον εταιρικό βούρκο, ήσυχο κι ευτυχισμένο. Για όποιες δόξες, ηδονές και κλέη το περίμεναν, για ό,τι κι αν ακολουθούσε, δεν θα χρειάζονταν παραπάνω από «δύο μέλη της αυθεντικής σύνθεσης».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου