The Cult: Στο τέμενος του “Sonic Temple”
Friday

7Jun

The Cult: Στο τέμενος του “Sonic Temple”

Δημοσιεύθηκε από:

07/06/2019

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

7182
Πολύ πριν φθάσει ο Απρίλιος του ’89, οι μεταβολές στη μουσική τους κατεύθυνση είχαν σηματοδοτήσει μια καρριέρα, που μεγάλο μέρος του κοινού θεωρούσε από αλλοπρόσαλλη έως τυχοδιωκτική.
Από το ξεκίνημά τους προκαλούσαν ερωτηματικά. Σε ποιά μουσική συνομοταξία θα έπρεπε κανείς να τους κατατάξει; Σε ποια ήθελαν και οι ίδιοι να υπαχθούν;
Αναδύθηκαν από το post-punk/ goth/ new wave/ νεορομαντικό κίνημα ως “Southern Death Cult” με το ομώνυμο άλμπουμ (UK#43, 18/6/83). Προσπάθησαν να συγκεράσουν μια δόση πρώϊμων Doors στο κινούμενο πάνω σε ατμοσφαιρικά πλήκτρα “Dreamtime”, καταφέρνοντας να βρουν μια θέση στο καλειδοσκόπιο της βρετανικής ποπ (UK#21, 8/9/84). Έναν χρόνο αργότερα, μεταπηδώντας σ’ ένα δρόμο κιθαριστικής νεοψυχεδέλειας με το γεμάτο δύναμη και ώριμες συνθέσεις “Love” (UK#4, 26/10/85), σημειώνουν την πρώτη τους μεγάλη επιτυχία – 20 εβδομάδες στα αγγλικά τσαρτ – με τα single “She Sells Sanctuary” (UK#15, 7/8/85), “Rain” (UK#17, 19 - 26/10/85) και “Revolution” (UK#30, 30/11/85).
Κι ενώ έχουν γεννήσει τις ανάλογες προσδοκίες για το επόμενό τους βήμα, αυτοί εγκαταλείπουν το μουντό Λονδίνο, μετακομίζουν στη Νέα Υόρκη και επανακάμπτουν δεκaέξι μήνες αργότερα. Αγνώριστοι, με biker look, γοητευμένοι από την αμερικάνικη ροκ παράδοση την οποία τους τάϊσε στο στόμα ένας μυστήριος μουσάτος παραγωγός ονόματι Rick Rubin. Και με το σκληρόπετσο, απογυμνωμένο hard rock του “Electric” (US#38, 16/5/87 & UK#4, 18/4/87), που έδωσε τρία δυνατά κλιπ στο MTV και παρέμεινε έξι ολόκληρους μήνες στο τοπ-100 του Billboard, γίνονται πρώτο όνομα.

Ακολουθεί μια πολύμηνη περιοδεία με 134 εμφανίσεις σε Η.Π.Α., Αυστραλία Ιαπωνία και Ευρώπη, με τον Ian Astbury να επιχειρεί επισταμένα να γίνει πρωταγωνιστής σ’ ένα ατέλειωτο road movie κραιπάλης και καταστροφής. Τον Οκτώβριο του ’87, καθώς η περιοδεία περνούσε από την Αυστραλία δεν υπήρξε βραδιά που να μην καταστρέφουν επί σκηνής τα μηχανήματά τους και αργότερα τα δωμάτια των ξενοδοχείων τους. Το μάνατζμεντ, γρήγορα έβαλε κάτω τα νούμερα : τα έσοδα από το ταμείο κάθε συναυλίας, δεν έφταναν ούτε για τις αποζημιώσεις προς τρίτους. Το υπόλοιπο σκέλος της Ιαπωνικής περιοδείας ακυρώνεται και η μπάντα επιστρέφει αεροπορικώς στο Λονδίνο. Σε περίπτωση που η περιοδεία συνεχιζόταν, κανείς δεν είναι σίγουρος αν οι Cult ως μπάντα θα εξακολουθούσαν να υφίστανται.



«Σε ολόκληρη την περιοδεία εκείνη ήμουν εκτός ελέγχου» θα πει δύο αργότερα ο Astbury. «Αισθανόμουν άβολα με τόσα χρήματα να πηγαίνουν και νά’ ρχονται, άβολα με το ότι ήμουν μέρος μιας μπάντας τόσο αναγνωρίσιμης. Ένιωθα ότι είχα χάσει επαφή με τα ιδανικά που με είχαν ωθήσει εξαρχής να μπω στον κόσμο της μουσικής. Μπορεί αυτό που ζούσα να μην ήταν αυτό που επιδίωκα και ο τρόπος που βρήκα για να το αντέξω να ήταν να πέσω με τα μούτρα στο χάος».

Ο μπασίστας Ian Stewart επιβεβαιώνει: «Η περιοδεία για το “Electric” μας έκανε γνωστούς σε χιλιάδες κόσμο. Όμως μας χρέωσε με υπέρογκα ποσά, εξαιτίας του ότι όλοι μας – ιδιαίτερα ο Ian – κάναμε αδιανόητα πράγματα, ζώντας το όνειρο του ροκ ν’ ρολ. Μη ξεχνάμε ότι ήδη ήμασταν χρεωμένοι με το ότι ηχογραφήσαμε δύο φορές το “Electric”. Την πρώτη, στη μορφή που ποτέ δεν κυκλοφόρησε, τότε που είχαμε αποφασίσει να το ονομάσουμε “Peace”, ήταν σ’ ένα από τα πιο ακριβά βρετανικά στούντιο. Όταν πήγαμε στη Νέα Υόρκη, ξεκινήσαμε να ξαναφτιάξουμε από την αρχή το “Electric” με ένα τεράστιο χρέος στην πλάτη. Παρ’ ότι το άλμπουμ πήγε καλά στην Αμερική, μετά την πρώτη μας πραγματικά “παγκόσμια” περιοδεία, το συνολικό ποσό που οφείλαμε στην εταιρία BeggarsBanquetκαι στο γραφείο managementείχε πλέον έξι μηδενικά».

Καθώς το καλοκαίρι του ’88 τελειώνει, οι αλλαγές στο στρατόπεδο των Cult επέρχονται απότομα. Ο Billy Duffy αποφασίζει να τα μαζέψει και να μετακομίσει από την Νέα Υόρκη στο L.A.. Σίγουρος ότι η μπάντα χρειάζεται ένα έμπειρο, αμερικάνικο γραφείο management, καταλύει σε έπαυλη στην Sunset Boulevard και περνά το χρόνο του μοστράροντας την καινούρια του Harley Davidson στο “Rainbow Bar & Grill’ και στο “Whiskey”. Ο Ian Astbury ακολουθεί μερικές εβδομάδες αργότερα. Γρήγορα ενδιαφέρεται γι’ αυτούς ο 50χρονος Howard Kaufman, ο βαρέων βαρών μάνατζερ ονομάτων όπως οι Eagles, Aerosmith και Def Leppard. H ακαριαία απόφαση να εγκαταλείψουν το υπό βρετανική καθοδήγηση γραφείο μάνατζερ που τους είχε έως τότε υπό την εποπτεία του, την ώρα μάλιστα που στηνόταν ένα ειδικό branch του γραφείου στη Νέα Υόρκη με τους ίδιους τους Cult ως πελάτες – κράχτες, δεν περνάει απαρατήρητο. Τηλεφωνήματα από τη Νέα Υόρκη μεταφέρουν βρισιές και απειλές σε εξαγριωμένη cockneyπροφορά και οι προβλεπόμενες αγωγές δεν αργούν να επιδοθούν.
Απτόητοι, οι Astbury, Duffy και Stewartξεκινούν να γράφουν καινούριο υλικό. Συγχρόνως, ψάχνουν έναν δυνατό ντράμερ, προς αντικατάσταση του πιο συμβατικού jazzswingerLesWarner. Ανάμεσα σε 150 υποψηφίους και αφού έχουν αξιοποιήσει τον Eric Singer για να ηχογραφήσουν κάποια demo, μένουν με τον βετεράνο session μουσικό MickeyCurry. Τα κομμάτια που έχουν στα χέρια τους μοιάζουν υποσχόμενα, αλλά ημιτελή, χρειάζονται ανάπτυξη. Για πρώτη φορά παίρνουν το χρόνο τους.

«Χρειάστηκε χρόνος για να πάρει η μουσική μας την κατεύθυνση που χρειαζόταν. Κλασσικό παράδειγμα για ένα γκρουπ που ακολούθησε αυτόν τον τρόπο εξέλιξης είναι οι RollingStones. Χρειάστηκαν 6-7 χρόνια για να μπορέσουν να βγάλουν ένα κομμάτι όπως το “2.000 Lights Years From Home” και πάνω από 10 ακόμη για να φτιάξουν ένα “Start Me Up”. Σήμερα οι μπάντες δε δίνουν στον εαυτό τους χρόνο για εξέλιξη, αντίθετα κοιτάζουν να ακολουθούν συνταγές επιτυχίες φτιαγμένες από άλλους. Εμείς περάσαμε ένα χρονικό διάστημα ώσπου να συλλέξουμε καινούριες εμπειρίες και να μπορέσουμε να χωνέψουμε καλύτερα τις επιρροές μας. Και είναι αλήθεια πως δε μας αρέσει το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής που γράφεται στις μέρες μας. Οπότε, ναι, υπάρχουν στον ήχο μας επιρροές, αλλά καλύτερα επεξεργασμένες».



Το Σεπτέμβριο του ’88 οι Cult ταξιδεύουν στο Vancouverτου Καναδά, έτοιμοι να πιάσουν δουλειά για το καινούριο άλμπουμ.
«Στον προηγούμενο δίσκο, διαλέξαμε τον Rick Rubin γι’ αυτές τις ασυνήθιστες μεθόδους στην ηχογράφηση και την παραγωγή. Όμως, παρ’ ότι το “Electric” ήταν μια μεγάλη επιτυχία για μας, καλλιτεχνικά έπασχε. Ήταν στο σύνολό του καλό για διασκέδαση, αλλά μονοδιάστατο. Ο Rick επικεντρώθηκε σε μια μόνο πτυχή της μπάντας, τη hardrockπλευρά μας. Όμως έχουμε να δώσουμε πολύ περισσότερα από τον ακατέργαστο ήχο του “Electric”. Ο BobRockενδιαφέρεται και για τη μελωδική μας πλευρά». 
Ο Ian Astbury μιλά για τον 4ο κατά σειρά διαφορετικό παραγωγό που χρησιμοποιούν στην καρριέρα τους. Ο 35χρονος Καναδός, ένας από τους πλέον πολυπράγμονες ανθρώπους των στούντιο, ηχολήπτης επί χρόνια των Loverboy, είχε συμμετάσχει με παραγωγό τον BruceFairbairnστον πολυπλατινένιο ήχο των “Slippery When Wet”, “Permanent Vacation” και “New Jersey”, ενώ νωρίτερα μέσα στο ’88 είχε αποδώσει την πρώτη του πλήρη παραγωγή με το “Kingdome Come”. Μέσα στο ’89, παράλληλα με τους Cultείχε αναλάβει το επερχόμενο άλμπουμ – επιστροφή των Motley Crue.
O Bob Rock γνωρίζει άριστα ότι για να προκύψει μια μεγάλη επιτυχία, ο ήχος θα πρέπει να είναι επιβλητικός, φιλόδοξος, ευκρινής. Σε σχέση με όσους είχε δουλέψει μέχρι τότε, συνειδητοποίησε γρήγορα ότι με τους Cult είχε στα χέρια του ορισμένα σπάνια, ιδιάζοντα συστατικά. Έναν τραγουδιστή με φορτισμένη φωνή, απορροφημένο σε σημείο φετιχισμού με την ινδιάνικη παράδοση και την ελευθεριότητα του τέλους των ’60s. Κι έναν ευέλικτο, ικανό κιθαρίστα, που στο αίμα του κυλούσαν οι επιρροές από τα μεγάλα βρετανικά γκρουπ της δεκαετίας του ’70. Είχε να αναμίξει Zeppelin, Cream, Doors και MC5 με τη μελωδική φλέβα μιας μπάντας που είχε ήδη διαγράψει μεγάλη διαδρομή, ξεκινώντας από το πομπώδες, κλειστοφοβικό new wave και εκτιθέμενη στο ροκ κοινό με το “Electric”.
Ο Bob Rock έχει άποψη στην ηχογράφηση, όμως, στα Little Mountain Studios του Vancouverοι συγκρούσεις μεταξύ Astburyκαι Duffy για την τελική κατεύθυνση του υλικού μαίνονται όσο ποτέ στο παρελθόν.
«Εγώ ήθελα να φτιάξουμε το νέο “Disraeli Gears, θυμάται ο Astbury «και ο Bob Rock με τον Billy ήθελαν έναν ήχο πλατύ, έναν ήχο arena rock. Τους έλεγα “πάμε να το φτιάξουμε απλό, όπως οι Cream στο Royal Albert Hall, ακατέργαστο, με μια Telecaster να μπαίνει σ’ έναν Hi-Watt, κι ό,τι βγεί, χωρίς Marshall, επεξεργασίες και τέτοιες μαλακίες”». Τελικά, ο Astbury μειοψηφεί.
Το καλύτερο κομμάτι του, το “The River”, μια ψυχεδελική σάγκα, μένει έξω από το άλμπουμ για λόγους «συνοχής». Το υλικό καταλήγει να περιλαμβάνει κυρίως ευθείας βολής ροκ κομμάτια προς τα οποία κλείνει ο Duffy. Το "Automatic Blues”, το groovy όργιο “Medicine Train”, το με γκαράζ νεύρο “New York City” - στο οποίο κάποιος Iggy Pop δανείζει δεύτερα φωνητικά. Όμως δε λείπουν και τα στοιχειωμένα από ινδιάνικα ήθη "American Horse" και "Soldier Blue" του Astbury, o οποίος συχνά βγαίνει μπροστά και οδηγεί, όπως στο γουντστοκικά εμβατηριακό “Wake Up Time For Freedom”. Όμως εκείνα τα κομμάτια που προορίζονται να πλατύνουν την εμβέλεια του “Sonic Temple” στα μουσικά πράγματα του 1989 είναι τα τέσσερα άρτια single.
Προπομπός του άλμπουμ, το "Fire Woman" (UK#15, 8/4/89, US#46,  8/7/89). Με την κυμβαλίζουσα εισαγωγή να εξελίσσεται σε μια μελωδική γραμμή από χρώμιο και νέον, έναν Astbury με ντέφι και βρετανικό ψεύδισμα αλά Daltrey (“sh-sh-shakeitbabe-ya), τεράστιον, αχανή στο ρεφραίν, την κοφτή ρυθμική του Duffy να οδηγεί σε συναρπαστικούς στροβιλισμούς κι ένα μικρό, ισχνό σόλο, είναι το ιδανικό single. Φωτοσκίαση, κάτι απροσδιόριστα γνώριμο, κάτι έξω από τη νόρμα του “pop metal”, ένα χαρακτηριστικό βίντεο κλιπ που συντονίζεται με το τρέχον κλίμα «επιστροφής στις ρίζες», που έχουν εισαγάγει ενάμιση χρόνο πριν οι Guns N’ Roses : O Αstbury στα μαύρα, με καμπάνα δερμάτινη και νεύρο αλα Morrison, χαίτη «Μαύρη Καλλονή» και καπέλο με νεκροκεφαλή. Ο Duffy με κομμένο ξώκοιλο τζην, μοστράροντας six-pack, προσφέροντας μια περίληψη πόζες, βγαλμένες από τις κεντρικές σελίδες του εγχειριδίου των guitar heroes. Σαν αυτή την ιερατική που παίρνει στο εξώφυλλο του δίσκου: πόδια ανοικτά, κεφάλι σκυμμένο και η κρεμασμένη Gibsonμε το δεξί χέρι, το κάθετα υψωμένο στον αέρα, να σχηματίζουν ορθή γωνία. Είναι ένα σαφές μήνυμα. Πιστοί ανά την υδρόγειο, σκουπίστε τα πόδια σας, κάντε την προσευχή σας και εισέλθετε στον στο τέμενος του «Ηχητικού Ναού».


Το Sonic Temple κυκλοφορεί στις 10 Απριλίου του 1989 και γίνεται αμέσως επιτυχία (UK#3, 22/4/89, US#10, 27/5/89), σ’ ένα μουσικό περιβάλλον πολυδιασπασμένο, υποκριτικό, αποπροσανατολισμένο. Rap, techno, έντονα χορευτική pop ύφους Soul To Soul και Milli Vanilli, σόλο καλλιτέχνες από το παρελθόν με φουλ υποστήριξη του MTV, power ballads και hairmetalδεύτερης διαλογής, συνθέτουν ένα κάδρο, απ’ όπου οι ροκ αξίες – με εξαίρεση τους Guns N’ Roses – μοιάζουν ξεθωριασμένες ή – το χειρώτερο – καθ’ υπαινιγμόν παρούσες μέσα από φτηνές μουσικές παραφράσεις.

Η μπάντα ξεκινά περιοδεία σαν support στους Metallicaστην “Damaged Justice tour”, στο τέλος της οποίας συνεχίζουν με την δική τους headline περιοδεία, “The Prayer Tour”. Στα τύμπανα έχει επιλεγεί ο ακόλουθος της σχολής Cozy Powell 29χρονος καλιφορνέζος -με σουηδική ρίζα- Matt Sorum.
Το hype είναι εκ προοιμίου με το μέρος τους. Στη σκηνή ανεβάζουν το παραδοσιακό και νέο μαζί, ένα ακατάτακτο κράμα με γνώριμες αναφορές. Δεν είναι άλλο ένα hair metal γκρουπ, δεν είναι A.O.R., δεν είναι κλώνος των Zeppelin, ούτε gypsy/sleaze Guns N’ Roses. Έχουν βρετανική φινέτσα και μια άχρονη κλάση, γεμάτη από garage δάνεια και κάτι από την άγνοια κινδύνου των MC5, υπογεγραμμένη μ’ ένα ρηξικέλευθo νεοhippy φινίρισμα.
O Αstbury, χειμαρρώδης και απρόβλεπτος, μια διονυσιακή μορφή ταιριαστή με το οριστικό ξεσάλωμα της τελευταίας χρονιάς της δεκαετίας. Μετά τις πρώτες εβδομάδες στο δρόμο, η Αμερική αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον frontman – εικόνισμα, στην αυλαία μιας δεκαετίας μπουχτισμένης από σκηνοθετημένα ροκ είδωλα με φωνή καστράτου και περμανάντ. Στα μάτια του mainstream, θυμίζει όλο και πιο έντονα Μόρρισον, με τον τρόπο που ο Billy Idol πέντε χρόνια νωρίτερα παρέπεμπε στην αυθάδεια του Τζάγκερ.


Μέσα στον Ιούνιο τo "Edie (Ciao Baby)" γίνεται το δεύτερο single από το άλμπουμ, (UK#32, 22/7/89, US#93, 30/9/89). Με την ακουστική εισαγωγή, τα έγχορδα και μια μελωδία παράδοξα κοντινή στο τέσσερα χρόνια παλιό ποπ single “Lay Your Hands On Me” των Thomson Twins, βασίζεται σε μια έμπνευση του Astburyαπό τις μέρες των Cult στο Manhattan και τις ιστορίες που τον συνάρπασαν για τον κόσμο περί το “Factory”, είκοσι χρόνια πριν.
Αφιερωμένο στη μούσα του Andy Warhol, την εκθαμβωτική Edie Sedgwick, μοντέλο που σημάδεψε τα ’60sμε την αλα γκαρσόν κουπ και την απενοχοποιημένη πόζα, πριν την κάνει από τις καταχρήσεις στα 28. Κατά σύμπτωση, η σταθερή σχέση του Astbury, ονόματι Renee, φέρνει αρκετά στη Sedgwick, εξ ου και προσωποποιεί με ηδυπάθεια τη νοσταλγία του τρακ στο σχετικό βίντεο κλιπ.



Καθώς το καλοκαίρι του ’89 προχωρά και η περιοδεία κόβει χρήμα, ο Astbury έχει για μια ακόμη φορά εξωκείλει. Αδιανόητες ποσότητες αλκοόλ, χάπια, σκόνες και πρόθυμη, διψήφια, θηλυκή κομπανία σε κάθε πριβέ των club της αμερικάνικης ενδοχώρας, απ’ όπου η μπάντα περνά, συνεπαίρνει και εξαφανίζεται. Ωστόσο, αυτή τη φορά υπάρχει και μια διαφορετική εξήγηση, πίσω από την άνευ όρων παράδοσή του στην ασωτεία. «Έμαθα ότι πατέρας μου πέθαινε από καρκίνο. Σε ένα διάλειμμα στην αρχή της περιοδείας πέταξα στην Αγγλία να τον επισκεφθώ στο πατρικό μου. Ήμουν εντελώς κόκκαλο από το πιοτό και τα διάφορα που έτρεχαν στο αίμα μου. Στην επιστροφή ένιωθα ήθη απαίσια, ντροπιασμένος, εγώ να συμπεριφέρομαι σαν κακομαθημένος ροκ σταρ κι εκείνος καθηλωμένος σ’ ένα κρεββάτι, να πεθαίνει, βλέποντάς με εκτός τόπου και χρόνου».

Σαν επιστέγασμα του ότι έχουν αναχθεί σ’ ένα διεθνές “hot ticket”, στις 6 Σεπτεμβρίου 1990 οι Cult έχουν προσκληθεί να παίξουν ζωντανά στα 6α ετήσια MTV Music Awards στο Universal Amphitheatre στην Καλιφόρνια.
«Ήμουν ντυμένος μ' ένα ολόμαυρο σουέτ με κρόσσια, πολύ hip, σα νά’ μουν ο Elvis. Εντελώς κομμάτια, δεν ένιωθα τίποτε. Ο πατέρας μου πέθαινε κι εγώ έπρεπε ν’ ανέβω στη σκηνή, ν’ ανοίξω το στόμα μου και να τραγουδήσω. Δεν ήμουν εκεί. Ούτε και ήξερα πού βρισκόμουν. Δεν έδινα γαμημένη δεκάρα για τίποτα. Μισούσα το “FireWoman”, μισούσα τη ζωή, μισούσα το ότι έπρεπε να βρίσκομαι εκεί. Ένιωθα τόσο αχάριστος απέναντι στον πατέρα μου, σε όσα η ζωή η ίδια  μου έδινε απλόχερα. Καθώς στεκόμουν όρθιος μπροστά απ’ το μικρόφωνο και άκουγα την εισαγωγή του Billy και το ρούλο του Matt, όλη μου η ζωή περνούσε μπροστά απ’ τα μάτια μου.
Θυμόμουν που δεν είχα μία, που ήμουν άστεγος κι ακολουθούσα τους Crass σε μικρές συναυλίες, εδώ κι εκεί. Ένιωθα ότι δεν άξιζα αυτή την αναγνώριση, ότι δεν ήμουν τίποτε. Είχα γ@μ#θεί τελειωτικά».



Αμέσως μετά την ζωντανή εμφάνιση – στην οποία τίποτε απ’ όσα κατέτρωγαν τον Astbury δεν έγινε αντιληπτό στα μάτια του κοινού, με τους Duffy, Stewart και Sorum να παίζουν υποδειγματικά το ρολάκι του ροκ σταρ – ο Astbury όρμηξε και κουτούλησε έναν φωτογράφο, παρακούγοντας ένα "κάπως αναιδές" σχόλιο. Με τον φωτογράφο μέσα στα αίματα, το επεισόδιο γίνεται αντιληπτό στα παρασκήνια από τα λάθος μάτια. Οι χαφιέδες της μουσικής βιομηχανίας κεντράρουν στον εκτροχιασμένο σταρ και σημειώνουν να μεταφέρουν «σ’ αυτούς που πρέπει» την αγωνία: θα βγάλει αυτός ο τύπος την περιοδεία;

Ώρες μόλις αργότερα, ο μάνατζερ Howard Kaufman και ο Billy Duffy οδηγούν άρον – άρον τον Astbury στο γραφείο του πρώτου και ενώπιον του στενού κύκλου προσώπων – μουσικούς, tour manager, εκπροσώπους της δισκογραφικής - που διατηρούν άμεσο συμφέρον να εξακολουθήσει η χρυσοφόρος όρνιθα να γεννά εκατοντάδες χιλιάδες δολλάρια, του επιτίθενται. «Youreaf@ckinarsehole ! Συγχαρητήρια, μόλις τίναξες όλη σου την καρριέρα στον αέρα !». Ο Astbury εξακολουθεί να βρίσκεται παγιδευμένος σε μια προσωπική εξορία πόνου, παραισθήσεων και ενοχών. F@ckyou, δεν έχετε την παραμικρή ιδέα για το τί περνάω εγώ. Ποιά καρριέρα; Μουσική είναι. Ποιός τη γ@μεί τη μουσική;».



Τρίτο single το πανοραμικό Sun King (UK#39, 18/11/89), με τις χαρακτηριστικές ποιότητες της μπάντας αποσταγμένες μαεστρικά από τον Bob Rock σε κάτι περισσότερο από έξι λεπτά, σηματοδοτεί την επιστροφή των Cult στο πάλκο, αυτή τη φορά στην Ευρώπη. Παρά την ψυχική ασυνέχεια μεταξύ των υπολοίπων μελών και του Astbury– που πλέον ταξιδεύει σε χωριστό πούλμαν – οι συναυλίες τους παραμένουν εμπρηστικές. Τον Ιανουάριο του 1990 κλείνονται κι άλλες συναυλίες, ενώ το νέο σκέλος αμερικάνικης περιοδείας ξεκινά από την Tampa της Florida. Θα κρατήσει μέχρι το τέλος Μαρτίου. Στο μεταξύ, στις 10 Μαρτίου το τέταρτο single Sweet Soul Sister, με το παλιακό wurlitzer στην εισαγωγή, το στιβαρό groove και το αχανές singalong για ρεφραίν, φτάνει στο Νο 42 των singles της Βρετανίας, ωθούμενο από ένα κλιπ - documentary της περιοδείας.



Σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο μετά την κυκλοφορία του “Sonic Temple”, ανακοινώνεται ότι ο τρίτος του πυρήνα της μπάντας, ο μπασίστας Jamie Stewart, μετά από πεντέμισυ χρόνια μαζί τους, βάζει τελεία και αποχωρεί. Τελευταία του συναυλία στο LosAngelesUniversalAmphitheaterστις 3 Απριλίου 1990.

«Το είχα αποφασίσει από το ξεκίνημα της ευρωπαϊκής περιοδείας ότι αυτό θα ήταν και το τέλος. Παντρεύτηκα πριν μερικούς μήνες και τα πράγματα άλλαξαν. Ήθελα να αποσυρθώ και να ζήσω σαν φυσιολογικός άνθρωπος. Τους το είπα ενώ ακόμη βρισκόμασταν στη μέση της περιοδείας. Δεν ξέρω πώς το πήρε ο Billy, γιατί τότε ήδη είχαμε σταματήσει να μιλάμε μεταξύ μας, όμως πιστεύω ότι πρέπει να αισθάνθηκε κάπως προδομένος.
Ίσως και λίγο φοβισμένος, γιατί θα είχε πλέον να τα βγάζει πέρα με τον
Ianμόνος του, χωρίς τη δική μου βοήθεια. Όσο για τον Ian, δεν έχω ιδέα τί ένιωσε. Όταν πήγα να του το πώ, τον βρήκα στη σουίτα του ξενοδοχείου όπου έμενε, χυμένο ανάσκελα στο κρεββάτι, περιστοιχισμένο από δεκάδες βιβλία και με τα μάτια καρφωμένα στην τηλεόραση, που παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της επίσκεψής μου ανοιχτή.
Είχε σταματήσει πλέον να ανταλλάσσει έστω και μια κουβέντα με τον
Billy, επικοινωνούσαν μέσω τρίτων για τα οργανωτικά θέματα κάθε συναυλίας. Δε ήταν δυνατόν να συνυπάρξουν, πόσο μάλλον να γράψουν τραγούδια μαζί. Όπως το βλέπω, είχαμε για πέντε χρόνια χτίσει ένα πελώριο κάστρο πάνω στην άμμο και τώρα, με την πρώτη δυνατή παλίρροια, την επιτυχία που τόσο επίμονα ζητούσαμε, το κάστρο κατέρρεε μπροστά στα μάτια μας, με μας τους ίδιους μέσα».

Με το τέλος της περιοδείας, ο Astbury, πλούσιος, αναγνωρίσιμος πλέον μέχρις υστερίας από εκατομμύρια θηλυκές φαν ανά τον κόσμο, αλλά ψυχικά και σωματικά καταρρακωμένος, αποσύρεται σε ορεινό θέρετρο του Ontarioστον Καναδά. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ο πατέρας του έχει πεθάνει. Ο Billy Duffy ξεκινά διακοπές προκειμένου να σκεφτεί ποιό μπορεί να είναι το μέλλον της μπάντας από κει και μπρος. Θα συνυπάρξει με τον Astbury αφού θα περάσουν έξι ολόκληροι μήνες, κι αυτό για ένα διήμερο. Στις 6 και 7 Οκτωβρίου του ’90 στο Shoreline Amphitheatre του Mountain View και στο Pacific Amphitheater της Costa Mesa της Καλιφόρνια, διοργανώνεται το φεστιβάλ “The Gathering Of The Tribes”. Κεφαλαιοποιώντας τη θέση τους στο παγκόσμιο ροκ στερέωμα, οι Cult παίζουν επικεφαλής μιας σύνθεσης που περιλαμβάνει Cramps, Ice-T, Indigo Girls, Queen Latifah και Charlatans. Έχει μπει πλέον η δεκαετία του ’90.

Το “Sonic Temple” παραμένει μέσα στα χρόνια το τελευταίο δείγμα ατόφιου, κλασσικού ροκ, φτιαγμένου επιμελώς στην ατημέλητη κατηφόρα των ‘80s. Χάρις την τέχνη του Bob Rock ακούγεται συμπαγές, ενθουσιώδες, απνευστί και κάνει τον ακροατή να αποζητά, να σκαλίζει, ακόμη και να επιδιώκει να ανασυνθέσει με όποιον τρόπο τις συνθήκες της εποχής, τις αχαλίνωτες τελευταίες μέρες της ’80s Πομπηίας. Το δίδυμο Astbury- Duffy δεν θα πλησιάσει ποτέ ξανά την επιτυχία του “Sonic Temple”. Ίσως γιατί οι δυό τους εξακολούθησαν να επιδιώκουν να προσφέρουν στο κοινό τους ερωτήσεις για το προς τα πού κοιτάζει κάθε φορά ο ήχος τους, την ώρα που με το “Sonic Temple” είχαν καταφέρει να δώσουν σε πάρα πολύ κόσμο, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία του 1989, όλες τις σωστές απαντήσεις.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites