Kate Bush: Κυνηγόσκυλα του Έρωτα (σε συμφωνία με τα θεία)
Tuesday

13Apr

Παρασκευή, 6 Σεπτεμβρίου 1985. Ανόρεχτο διπλό, τέσσερις με τέσσερις, στην καραφλή, χωμάτινη αλάνα στα Τσακώνικα, δυό στενά μακριά από την αυλή του Γυμνασίου.
Μόνο ένα καλοκαίρι έχει μεσολαβήσει, αλλά έχει ξεθωριάσει το δέσιμο, το αποχαιρετήσαμε το κτίριο με την πλάτη στη θάλασσα, με το τέλος Μαίου. Είμαι στην ομάδα με το Μήτσο. Δεν ήμασταν και οι πρώτες του επιλογές, αλλά μας διάλεξε με μυτάκια από τους παρευρισκομένους ο αρχηγός, ένας γείτονάς του, δύο χρόνια μεγαλύτερος, με γαμψή μύτη και κάπως ατσούμπαλο περπάτημα.
Όλο μαλακίες έκανε, δεν τον ένοιαζε να κερδίσουμε. Εδώ, η μπάλα πήγαινε πάνω - κάτω με γκελάκια στο στεγνό χώμα κι εκείνος έκανε περιγραφή. Πότε με φωνή αλά Γιάννης Μαμουζέλος, πότε το γύριζε σε Διακογιάννη και μετά σε Αντώνη Πυλιαρό. Χάναμε μία στις δύο πάσες από τα γέλια.
«Στοπάρει με άνεση ο Μπρέμε … και πασάρει αριστερά στο Χρήστο Κόβη. Βλέπει σε θέση έξω δεξιά τον Ζιρές… Ζιρές, Ζιρές μόνος του … (πέφτουνε πάνω του δύο, τον ρίχνουνε κάτω), ανατρέπεται … Σκληρό, θα λέγαμε, το τάκλιν από το Στυλιανόπουλο, παίζετε όμως λέει ο διαιτητής Βοτρώ».
Χάσαμε 10-4, αλλά ρίξαμε τρελλό γέλιο. Αντίδοτο στη μέρα που έχει αρχίζει πια να μικραίνει. Και στο άγνωστο που ανοίγεται μπροστά μας, το Λύκειο. Μετά από τρία χρόνια στην ίδια σειρά θρανίων, αυτή τη φορά, ανάμεσα από ουρλιαχτά γέλιου και απόπειρες για τακουνάκια, κοιτάμε ο ένας τον άλλο παράξενα, σα να βλέπουμε δίπλα μας, σε «σε θέση έξω δεξιά», μια κινούμενη ανάμνηση.
«Εμένα μού' πανε θα πάω Δεύτερο», λέει ο Μήτσος.
«Εγώ Πρώτο. Ε, θα τα λέμε σε κανά κενό. Στη χειρώτερη, στο πάρτυ σου, τον Οκτώβριο».
Με το που γυρίζω στο σπίτι, προλαβαίνω μισό το «ΜΟΥΣΙΚΟΡΑΜΑ». Νά’ την πάλι. Η κοκκινομάλλα με τη γκρι φόρμα. Ο χορευτής να την κρατάει –τίν’ αυτό που φοράει, φούστα; Να την κυνηγά, να την πετάει στον αέρα, να την κολλάει πάνω του. Κι αυτό το κομμάτι… Μυστήριο. Σαν εμβατήριο, με το ρεφραίν του που λέει κάτι to make a deal with God.
Τί πάει να πεί «σε συμφωνία με το Θεό»; Ένα κλιπ εσκεμμένα θαμπό, γεμάτο κίνηση, φευγιό, υπόκωφη αγωνία, με το φως απ’ τα παράθυρα να τυλίγει την πρωταγωνίστρια με μια υπέρκοσμη αχλή. Αυτή η γυναίκα που μοιάζει να’ χει βγει μέσα από κάποιο όνειρο, δε μοιάζει με καμία άλλη.


Για τρία χρόνια είχε εξαφανιστεί. Ζεί, ή μήπως κάτι άσχημο την έσβησε από προσώπου δισκογραφικής γης;
Τί είναι, τέλος πάντων αυτό που έκανε την γεννημένη στο Κent πριν 27 καλοκαίρια Kate Bush να σπάσει την απομόνωσή της και να ξεμυτίσει;
«Μετά τον τελευταίο μου δίσκο, δε με απασχόλησε καθόλου ποιο θα είναι το επόμενό μου βήμα. Ούτε με προβλημάτισε αυτό που λένε, ότι δυόμισυ χρόνια εκτός αγοράς είναι αρκετά για να τελειώσουν την καρριέρα του οποιουδήποτε. Πέρασα το χρόνο μου βλέποντας ταινίες, βλέποντας φίλους. Φτιάχνοντας το δικό μου στούντιο, κάνοντας κάποια πράγματα που δεν είχα την ευκαιρία να κάνω για αιώνες. Συνάντησα έναν ιδιαίτερα εμπνευσμένο δάσκαλο χορού, που η ενέργειά του ήταν μεταδοτική. Ξαναμπήκα στη διαδικασία να γράψω τραγούδια με μεγάλο ενθουσιασμό».
Καθώς μπαίνει το φθινόπωρο του ’85, στις συνεντεύξεις για τον καινούριο της δίσκο εξηγεί αρκετά, όμως στην πραγματικότητα αποκαλύπτει πολύ λιγώτερα.
Στον ευφάνταστο βρετανικό τύπο, που του αρέσει να αναδεικνύει και να καταβαραθρώνει πρώτος τα ονόματα των καλλιτεχνών που επιλέγει, θρυλείται ότι τα πάντα γύρω από την Kate Bush περιστρέφονται γύρω από «τη δουλειά της».
Όλα τα συνδέει με την τέχνη της. Ούτε καν χόμπυ δεν έχει, καθώς, όπως το βλέπει, δεν έχει νόημα καμιά ασχολία, αν δεν τροφοδοτεί τη δημιουργική της φλέβα. Ακόμη και η τοξοβολία, δραστηριότητα με την οποία καταγίνεται όλο και πιο συστηματικά, βρήκε αντανάκλαση στη δουλειά της.
Το εξώφυλλο του single “Running Up That Hill” την έχει να στοχεύει μ’ ένα δοξάρι, συγκεντρωμένη σ΄ έναν αόρατο στόχο, τοποθετημένο, λες, ξυστά δίπλα απ’ τη φωτογραφική κάμερα.
Ως συνήθως, η πόζα σαγηνευτική.
Γοητεία σειρήνας και αθωότητα παιδούλας, ακόμη κι αν έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που την ανακάλυψε ο David Gilmour των Pink Floyd στο πατρικό της στο Kent και του έπαιξε μέσα σ’ ένα απόγευμα καμιά εκατοστή τραγούδια στο πιάνο που είχε γράψει και τραγουδούσε η ίδια. Δίπλα στα μετρημένα θηλυκά εικονίσματα με δείκτη μουσικής νοημοσύνης κατά τι μεγαλύτερον της Madonna που γνωρίζαμε το δεύτερο μισό του ‘85 – Cindy Lauper, Annie Lennox, Ann Wilson, Kim Wilde, Sade, ακόμη κι αυτή η μαυρούλα με την εκπληκτική φωνή, η Whitney Houston- η Kate Bush δείχνει πιο νέα και δέκα φορές πιο ώριμη ταυτόχρονα.



«Ποτέ δεν έβρισκα νόημα στο να επαναλαμβάνω πράγματα που έχω ξαναδοκιμάσει στους δίσκους μου. Θεωρώ πως είναι επικίνδυνο να μην αναζητεί κανείς νέους δρόμους για να προσεγγίζει τα τραγούδια του. Πολλοί κάθονται και λένε “δεν ανησυχώ, θα μου έρθει η έμπνευση από μόνη της”, αντί να πάρουν τον κώλο τους και να βγουν έξω να την κυνηγήσουν. Αν βγεις παραέξω και ψαχτείς, τότε μόνο θα συναντήσεις καινούρια πράγματα. Παραείναι βαρετό να περιμένεις να σου έρθουν αυτά από μόνα τους».
Παρ’ ότι οι καχύποπτοι παρατηρούν ότι ακούγεται ανταγωνιστική και αδυσώπητη σαν διευθύντρια ανθρώπινου δυναμικού σε εταιρία που διοικείται από θιασώτη της Μάργκαρετ Θάτσερ, η Kate είναι ειλικρινής. Αυτή τη φορά, στο δικό της στούντιο, το χωμένο στην πυκνή χλωρίδα του Kent, δείχνει να έχει ξορκίσει τα φαντάσματα του ιδιόρρυθμου και εκκεντρικού έως τα σύνορα της θυμηδίας προηγούμενου άλμπουμ της, “The Dreaming”.
«Νομίζω ότι με τον προηγούμενο δίσκο επιχείρησα να ταξιδέψω τον ακροατή σε πολλά μέρη ταυτόχρονα κι αυτό προκάλεσε μια κάποια σύγχιση. Αυτή τη φορά έγραψα πολλά τραγούδια και τα καλύτερα τα έβαλα όλα στην πρώτη πλευρά του δίσκου. Θέλω να πιστεύω ότι κανένα από τα τραγούδια της πρώτης πλευράς δεν βρίσκονται εκεί σαν μπάλωμα».
Κάθε κομμάτι μουσικής στην πρώτη πλευρά είναι με τον τρόπο του ερωτικό. Αντλώντας από μια δεξαμενή αδρής εικονογραφίας, με την ιδιαίτερη ερμηνεία της Kate διαμορφώνουν, το ένα σε συνέχεια του άλλου, μια ρωμαλέα συναισθηματική πανοπλία. Τίποτε ξεκρέμαστο, τίποτε φλύαρο, περιττό ή που να παρεκβαίνει στην πρώτη πλευρά. Και κάτι τέτοιο, για δικό της δίσκο είναι σπάνιο, αν όχι επίτευγμα. Η πυρετώδης αφήγηση του “Hounds Of Love” (UK#18, 8/3/86) υφαίνει φόβο κι έρωτα μαζί.
Ο ακροατής λυτρώνεται από τα κυνηγόσκυλα «του έρωτα» μόνον όταν καταφέρνει να βγει στο ξέφωτο του “The Big Sky” (UK#37, 17/5/86), ενώ το “Mother Stands For Comfort” με το παράδοξο μέτρημα και τη στοιχειωμένη ατμόσφαιρα παραπλανά τις αισθήσεις («Mother stands for comfortMother will hide the murderer») και στριμώχνει τον ακροατή σε μια άβολη κρύα γωνιά, μέσα σε τρία λεπτά.


Νιώθεις μέσα σε κάθε τραγούδι της πρώτης πλευράς την αναζήτηση για ένα κεντρικό νόημα και συνάμα την πάλη για την περίσωσή του: ότι ακόμη κι αν αποφλοιώσεις ένα πρόσωπο απ’ όλους τους ρόλους, τις κλίσεις και τις καταβολές του –όποιες κι αν είναι αυτές- στο τέλος θα βρεις οπωσδήποτε το δικό του, το προσωπικό απόθεμα αγάπης, καλοσύνης, ανθρωπιάς, να περιμένει καρτερικά μια αναγέννηση. Τα κυνηγόσκυλα του έρωτα, τελικά, επιτελούν ένα σκοπό.
Να σε οδηγήσουν, με κάθε τρόπο, τρέχοντας, ταραγμένο, ακόμη και τρομαγμένο να συναντήσεις τη δική σου ανθρώπινη ουσία.
«Η δεύτερη πλευρά είναι μια ενιαία ιστορία. Την έχω ονομάσει το «Ένατο Κύμα». Μου πήρε πολύ περισσότερο χρόνο απ’ όλα τα υπόλοιπα για να την φτιάξω. Έπρεπε να διαρκεί λιγώτερη από μισή ώρα και να έχει ροή. Φτάνοντας στο τέλος του ενός τραγουδιού μπαίνεις στο επόμενο με την επήρεια αυτού που μόλις έχει προηγηθεί. Το Ένατο Κύμα έχει να κάνει με το ξύπνημα από κάποιες καταστάσεις, την ανάσταση. Με το να περνάς μια κατάσταση απ’ άκρη σ΄άκρη και να βγαίνεις από αυτήν διαφορετικός. Έχει αίσιο τέλος. Όπως θα’ πρεπε να έχουν όλα τα δημιουργήματα, όταν έχεις τον έλεγχό τους».
Η Kate Bush έχει οπωσδήποτε τον έλεγχο στα δικά της. Συνθέτει, ηχογραφεί, εμφανίζεται ζωντανά, κάνει την παραγωγή και την χορογραφία στα τραγούδια της, όπως παρουσιάζονται μέσα από τα βίντεο – κλιπ. Τα οπτικά της ερεθίσματα προέρχονται κι αυτά από ένα σύμπαν όπου Γκοντάρ, Χέρτσογκ και Κόπολλα, συναντώνται στο προσωπικό της λυρικό λυκόφως από φόβους κι επιθυμίες. Όπως στο “Cloudbusting” (UK#20, 2,9/11/85), το καθαρά σινεματικό δεύτερο κλιπ, όπου η Kate ντύνεται ασχημόπαπο και παντομιμάρει εκφραστικά δίπλα στο επικό παράστημα του Donald Sutherland -και μιας επιβλητικής μηχανής βγαλμένης από ιστορία του Ιουλίου Βερν που σπάζει τα σύννεφα και φέρνει τη βροχή. Μια παραβολή για την αγάπη και το θαυμασμό της μαθήτριας προς την πατρική φιγούρα του σοφού δάσκαλου.
«Kάθε που βρέχει - Είσαι ‘δω μεσ΄το μυαλό μου
Όπως ο ήλιος που βγαίνει – Και μου με κάνει να ξέρω μέσα μου
Ότι καλό πρόκειται να συμβεί»



«Υπάρχουν ταινίες που όταν τις βλέπεις δεν απασχολούν ιδιαίτερα το μυαλό σου. Όμως βδομάδες ή μήνες μετά, διαπιστώνεις ότι σου έρχονται επίμονα φλας-μπακ από μεμονωμένες εικόνες. Ταινίες, ας πούμε, όπως το «Καγκεμούσα» του Κουροσάβα  ή το «Μετά τα Μεσάνυχτα» του Νίκολας Ρεγκ μ’ έχουν στοιχειώσει. Δεν είναι ότι συνειδητά κλέβεις εικόνες απ’ αυτές, αλλά η δύναμή τους η ίδια σε παίρνει μαζί της και σε μεταφέρει σε διάφορα μέρη – σε μέρη που χωρίς τη σπίθα των εικόνων αυτών δε θα μπορούσες να διαβείς».
«Ναι, έχω παράξενα όνειρα. Και τα θυμάμαι. Ορισμένοι πολύ γνωστοί άνθρωποι έρχονται σ΄ αυτά και μ’ επισκέπτονται. Ο Πήτερ Ο‘ Τουλ. Ο Κηθ Μουν. Ο Όσκαρ Γουάϊλντ. Η Μπίλυ Χόλιντεϋ. Ο Χίτσκοκ.  Έχω πολλά, έντονα όνειρα με εικόνες που τις περισσότερες διστάζω να εξιστορήσω. Πολλές απ΄αυτές όμως βρίσκουν το δρόμο τους και αποστάζονται μέσα στα τραγούδια μου».


To “Ninth Wave” είναι μια απαιτητική για τον ακροατή ελεγεία (ειδικά στο “Waking The Witch”) που μέσα από παραδοσιακά και avant guard ηχοχρώματα –τα βιολιά και το fairlight δεμένα από τον τεράστιο Michael Kamen- καταλήγει σ’ ένα τρίπτυχο (“Fig Of Life”/”Hello Earth”/”The Morning Fog”) κατάνυξης, στο τέλους του οποίου ο ακροατής νιώθει ό,τι πλησιέστερο σε κάθαρση, χωρίς ακριβώς να είναι σίγουρος από τί ακριβώς. Έζησε κι ο ίδιος το όνειρο της Kate; Ήταν πρωταγωνιστής, κομπάρσος ή απλώς παρατηρητής;
«Μερικές φορές ο κόσμος νομίζει ότι όταν κάτι σου παίρνει πολύ χρόνο να το φτιάξεις, ειδικά με ένα τραγούδι, όταν ολοένα το ξαναπερνάς και το ξαναδουλεύεις, ότι αντί να το κάνεις καλύτερο, το κάνεις χειρώτερο. Δε θα ήθελα να πιστεύω ότι έχω κάνει κάτι τέτοιο, ποτέ. Παλιώτερα, η πίεση του να γνωρίζω τί αστρονομικά ποσά κοστίζει η παραμονή σ΄ ένα στούντιο με άγχωνε. Δεν μπορείς να πειραματίζεται εσαεί, όμως εμένα μ’ αρέσει να δουλεύω με το χρόνο μου, αργά. Τώρα, με το δικό μου στούντιο, έχω τον δικό μου χώρο δουλειάς και συγχρόνως ένα δικό μου σπίτι, κάτι που με κάνει να νιώθω πολύ πιο ξεκούραστη συναισθηματικά».
«Πάντοτε υπάρχουν τόσες πολλές φωνές γύρω μου, πρόθυμες κι επίμονες, να μου λένε τί να κάνω. Δεν γίνεται όμως να τις ακούς όλες. Αυτό που έκανα πάντα είναι ν’ ακούω τις μικρές φωνούλες που έρχονται από μέσα μου. Δε θέλω ν’ απογοητεύω αυτές τις φωνούλες που μου έχουν φερθεί τόσο ευγενικά μέχρι τώρα»
Mε οδηγό το “Running Up That Hill”, μ’ εκείνο το πολύ θηλυκό για τα γούστα της Γ’ Γυμνασίου προς Α΄ Λυκείου βίντεο κλιπ (UK#3, 31/8/85), ο δίσκος “Hounds Of Love”, με την Kate στο εξώφυλλο σε μια ανάσκελη φλου πόζα πάνω σε σεντόνια στο χρώμα μιας πρώϊμης δύσης, με λοξή ματιά απ’ όπου ξεπηδούν αμέτρητες μυστηριώδεις ιστορίες, παραδομένη σε μια αγκαλιά με δύο κανελλί κυνηγόσκυλα, κυκλοφορεί στις 16 Σεπτεμβρίου του ’85. Είναι ο πέμπτος της και –αναμφισβήτητα- ο καλύτερός της.
Σε δύο βδομάδες θα βρεθεί στην κορυφή των βρετανικών τσαρτ, όπου θα παραμείνει για άλλες δύο (UK#1, 28/9/85 & 5/10/85, 19/10/85). Δε θα φύγει από τα 100 πρώτα σχεδόν για έναν ολόκληρο χρόνο, ενώ – εντελώς απροσδόκητα για τη δυσνόητη για το αμερικανικό κοινό βρετανικότητα με την οποία είναι συνώνυμη το όνομά της- θα γίνει και ο δίσκος με την υψηλώτερη επίδοση στα τσαρτ στην Αμερική (US#30, 14/12/85), με το single “Running Up That Hill” να μπαίνει την τελευταία ημέρα του Νοεμβρίου στο top-40 (US#30, 30/11/85).
Μία εβδομάδα πριν, τo μυσταγωγικό “Hello Earth” θα ακουστεί στο επεισόδιο “Bushido” του “Miami Vice”, όπου ο Αστυνόμος Castillo βοηθά έναν παλιό του φίλο (τον υποδύεται ο θρυλικός επίσης βλογιοκομμένος Dean Stockwell) να πάρει πίσω τη γυναίκα του, που την έχει απαγάγει η KGB.


«Ο δίσκος έχει μαγεία και μυστήριο, καταφέρνει παράλληλα να είναι απολαυστικός και να σε τρομοκρατεί», γράφει το Cashbox. «Ένα σκοτεινό, ονειρικό αριστούργημα. Η Kate και η οπαδοί της τελικά, εδώ και καιρό, είχαν επίγνωση περί τίνος πρόκειται», γράφουν οι L.A.Times. «Αυτή τη φορά έχει μάθει πώς να επιδεικνύει αυτοέλεγχο, χωρίς να θυσιάζει το πάθος. Η έντονα ρυθμική της προσέγγιση – επιβοηθούμενη από πολύπλοκες ενορχηστρώσεις- αναδεικνύουν τον καλύτερο εαυτό της», γράφει το Melody Maker. Στο τέλος του 1985, το περιοδικό ΝΜΕ την ανακηρήσσει «Γυναίκα Καλλιτέχνη της Χρονιάς».
Το πρώτο μισό του ’86 συνεχίζεται θριαμβευτικό για την Kate. Δεν είναι πια μια παραξενιά του γυρίσματος της δεκαετίας, ανήκει στην art στοιβάδα των καλλιτεχνών που δίνουν στον καταναλωτικό κόσμο της ποπ ένα ακλόνητο άλλοθι για την ύπαρξή του. Την ανακάλυψε ο David Gilmour, την αξιοποίησε ο Peter Gabriel, παίζει δίπλα της ο Donald Sutherland.
Είναι απτή και άπιαστη συγχρόνως. Μούσα, τοξοβόλος αμαζόνα και εύθραυστη Τίνκερμπελ την ίδια στιγμή. Με κορμί ευλύγιστο και εκφραστικό, όπως και ο δάσκαλος χορού της τη βοηθά να δείξει στο “Running Up That Hill”, με ματιά που φρενάρει πρώτη γραμμή από εφορμούν εχθρικό στράτευμα και μ’ αυτή την αμίμητη φωνή που κινείται όπου θέλει μεταξύ γης και ουρανού, η Kate Bush ασκεί οριζόντια επίδραση στο μουσικό ακροατήριο. Άλλοτε ακαριαία, άλλοτε βραδυφλεγή, άλλοτε απλώς ανεξίτηλη. Ακόμη και σε κοινούς ή και λιγώτερο κοινούς θνητούς για τους οποίους η συντριπτική πλειοψηφία θα το θεωρούσε απίθανο.
«Η μόνη γκόμενα που θα μπορούσα ποτέ να ερωτευτώ είναι η Kate Bush», θα πει σε συνέντευξή του ένας απ’ αυτούς, το Δεκέμβριο του ’85. Τον λένε Conrant Lant, είναι 22 χρόνων από το Newcastle και το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο είναι “Cronos”. Παίζει μπάσο και κάνει κατ’ ευφημισμόν φωνητικά - ένας καταχθόνιος βελζεβούλ φθονερός για κάθε ουράνια φωνή- στο πλέον βδελυρό συγκρότημα που έχει εμφανιστεί ποτέ στο πρόσωπο της γης. Τους Venom.
«Έχω αφίσες της στους τοίχους του δωματίου μου. Την αγαπώ ολοκληρωτικά. Μερικά χρόνια πριν, σε μια συναυλία της στο Sunderland Empire, μ’ έκανε να βάλω τα κλάμματα. Περπάτησα μετά 30 μίλια με τα πόδια μέχρι το σπίτι μου. Το κεφάλι μου βρισκόταν στα σύννεφα και αρνιόταν να κατέβει. Τη γνώρισα από κοντά μια φορά σ’ ένα κατάστημα της Virgin στο Newcastle, είχε έρθει για να υπογράψει αυτόγραφα. Στο μεσημεριανό διάλειμμα από τη δουλειά μου την κοπάνησα τρέχοντας και στάθηκα κι εγώ στην ουρά με τους φανς. Μεγάλη ουρά. Όμως η ώρα περνούσε και έπρεπε να γυρίσω. Αρχίζω λοιπόν να προσπερνάω τον ένα μετά τον άλλον στην ουρά, βιαστικά, για να προλάβω να τη δω από κοντά. Φωνάζανε, διαμαρτύρονταν, δεν έδινα σημασία.
Μου υπέγραψε δύο δίσκους της. “To Cronos - Lots of Love, Kate Bush”.
Και με φίλησε κιόλας. Maaan, it were fantastic!».
Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα.
Ο Cronos κυκλοφόρησε ορισμένα θρυλικά στη μακαβριότητά τους άλμπουμ, που μπορεί να απέτυχαν με τη στενή έννοια εμπορικά, όμως του εξασφάλισαν μια αιωνιότητα στην κόλαση. Σε πλήρη αντιφωνία προς τη θεία ερμηνεία της Kate, προσωποποίησε με εσκεμμένα αποκρουστικό, κακόφωνο, δαιμονολατρικό προσωπείο όλη την ασχήμια του Newcastle που του είχε παραχωθεί στο λαρύγγι από παιδί, αναγορευόμενος έτσι από αμφιβόλων κριτηρίων μουσικόφιλους σε πεπτωκότα προφήτη του ακραίου μέταλ.



Όμως μια συγκεκριμένη αδυναμία του παρέμεινε απαράλλαχτη.
«Δε σταματάνε ποτέ να σου αρέσουν κάποιοι καλλιτέχνες, είναι φυσικό. Η Kate Bush κυκλοφόρησε μέσα στα χρόνια σπουδαία μουσική. Έγραψε πραγματικά τραγούδια, όχι μαλακίες, ποπ τραγουδάκια. Μπορεί μερικά singles της να μπήκαν στα τσαρτ, αλλά έβγαλε και πολλή μουσική που δεν ήταν τα συνηθισμένα εμπορικά σκουπίδια, αλλά, νέτα – σκέτα, απλώς ωραία μουσική».
Η χωμάτινη αλάνα έγινε εδώ και χρόνια συγκρότημα με δύο σετ από πολυώροφες αντικρυστές μεζονέτες.
Όμως ακόμη και τώρα, όποτε τύχει να περνάμε από την εθνική οδό, στα μάτια μας φαίνεται προσωρινά μόνο θαμμένο, έτοιμο να πετάξει τα μπετά από πάνω του και να μας κανει χώρο για διπλό, ξανά.
Ο Μήτσος, τελείωσε το Δεύτερο Λύκειο, πήγε Πέμπτη Δέσμη και μετά από πολλές προσωπικές ατυχίες, ευκαιρίες και περιπέτειες, έγινε δημοσιογράφος και τηλεοπτικός παρουσιαστής.
Ο τύπος με τη γαμψή μύτη έγινε πασίγνωστος ηθοποιός, σκηνοθέτης, θιασάρχης και τηλεοπτικός επιθεωρίστας με μεγάλη πέραση. Ούτε μια φορά δεν άφησα το τηλεκοντρόλ ανέγγιχτο όταν κάτι δικό του περνούσε απ’ το γυαλί. Αν μετράει καθόλου η γνώμη μου, καλύτερα να είχε μείνει στις αυτοσχέδιες μεταδόσεις. 
Κι εγώ εξακολουθώ πότε – πότε ν’ ακούω την Kate Bush σε κάθε πλευρά του “Hounds Of Love” ξεχωριστά, ανάλογα αν θέλω προσωρινά να χαθώ, να βρεθώ ή και, σπανιώτερα, να σωθώ.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου