Spitfire: "Denial To Fall"
Sunday

6Feb

Spitfire: "Denial To Fall"

Δημοσιεύθηκε από:

06/02/2022

Κατηγορία: Greek Bands

2739
Ιστορικά, το heavy metal ως μουσική έκφραση συνάφθηκε ιστορικά με τους νέους εκείνους –ιδιως εφήβους και μετεφήβους- που «ήταν στην απ’ έξω». Όχι με όμως με κείνους που διαμαρτύρονται επειδή «θέλαν να μπουν κι εκείνοι μέσα».
Με όσους νιώθουν ότι οι αξίες ζωής τους δεν ταιριάζουν με τους μηχανισμούς και την ιεραρχία του «μέσα». Στάση ζωής που είτε την έχεις, είτε δεν την έχεις στην κρίσιμη ηλικία μεταξύ 15 – 22, όταν η αντίληψη της διαφορετικότητας και η επιταγή της ομογενοποίησης είναι στον εγκέφαλο πιο ξεκάθαρες από ποτέ.
Το να γράφεις και να παίζεις heavy metal στην Ελλάδα έχει στον πυρήνα του αυτή τη στάση,  η οποία όμως έρχεται αντιμέτωπη με ιδιαιτερότητες και δυσκολίες που συχνά τη μεταλλάσσουν, τη διυλίζουν ή –πιο συχνά- την καθιστούν μουσειακή ιδιοτροπία, ένα ψευδονοσταλγικό «παλιά ήτανε καλύτερα». Δεν είναι εύκολο να διατηρήσεις την μετεφηβική σου φλόγα σε μια κοινωνία στην οποία η χίμαιρα της ατομικής ευημερίας έχει ακυρώσει τα όποια υγιή κοινωνικά αντανακλαστικά, τέσσερις – πέντε φορές τα τελευταία 35 χρόνια. Δεν είναι εύκολο να διατηρήσεις αυτή τη νοοτροπία στη μουσική σου έκφραση, χωρίς να κάνει μπαμ ότι «φοράς ρόλο». Δεν είναι εύκολο να παραμένεις συνεπής και παθιασμένος, στιβαρός, αλλά κι εξελίξιμος. Δεν είναι εύκολο να είσαι Spitfire. Απαιτεί προσήλωση, επιμονή και δουλειά.  
Το 3ο άλμπουμ των Spitfire είναι ακριβώς αυτό: το αποτέλεσμα ανυποχώρητης στάσης, αγάπης και πολλής δουλειάς, κόπου. Αυτή η δουλειά αναδεικνύεται στο άκουσμα του, χωρίς όμως να στέκει εμπόδιο στην αμεσότητά του. Αν το στοίχημα μετά το “Die Fighting” του 2009 ήταν το πρώτο ελληνικό heavy metal συγκρότημα ν’ ακούγεται σύγχρονο διατηρώντας την ταυτότητά του και έχοντας πράγματα να πει, το στοίχημα αυτό κερδήθηκε. Εννέα κομμάτια, χωρισμένα σε δύο πλευρές, ένα old school εγχείρημα, χωρίς «γεμίσματα», χωρίς πειράματα, χωρίς περιττούς μοντερνισμούς.
Το “Stand And Fight” μπαίνει ορμητικό και κορυφώνεται λυρικά, με αυθεντική αγωνία σε φωνή και κιθάρες. Η δίκαση του “Wasted” ξαναγκαζώνει, ο στίχος προσγειώνει, ενώ σόλο, φράσεις και αρμονίες γράφουν πάνω τους Spitfire. Όσο πιο πολύ το ακούς, τόσο πιο πολύ μπαίνει μέσα σου.



Το πρώτο κομμάτι που γίνεται κλασσικό άμα τη εμφανίσει, με το που το ακούς και πριν ακόμη τελειώσει, είναι το ομώνυμο. Κλασσικό μέταλλο της δεκαετίας του ’80 με μια καρδιά φτιαγμένη στο αμόνι των Judas Priest και των Accept, το “Denial To Fall” εκτοξεύεται στη στρατόσφαιρα στο ρεφραίν από τον Tάσο Κροκόδειλο (αν κι ανέμενα ένα σόλο που θα το ανέβαζε ακόμη περισσότερο).
Σε πρώτη ακρόαση, οι ερμηνείες του T. Κροκόδειλου κάνουν τους Spitfire να ακούγονται σαν ένα εντελώς νέο συγκρότημα. Δεν είναι μόνο η power αισθητική που κάνει το τρίτο τους αυτό άλμπουμ ξεχωριστό, είναι και η φρεσκάδα των ερμηνειών, είναι σημερινές. Πέρα από τις σχολαστικές, με αγάπη στη λεπτομέρεια νέες ενορχηστρώσεις σε παλιά κομμάτια (τα “Ready To Attack” το παίζουν πάνω από δέκα χρόνια στα live και το “Back To Zero” ελάχιστη σχέση έχει με το περίσσευμα από το “First Attack” που μπήκε σαν bonus στην πρόσφατη επανακυκλοφορία), η φωνή δίνει στις μηχανές του Spitfire μια εντελώς διαφορετική ιπποδύναμη. Η κλάση της ηχογράφησης είναι πράγματι ένα στοιχείο που θα κάνει το δίσκο να μακροημερεύσει.
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των σύγχρονων metal ηχογραφήσεων που δεν μπορούν να κρύψουν ότι πίσω από τον όγκο κρύβεται πάντα ένα εξελιγμένο mp4, εδώ ο ήχος –στα απαιτητικά αυτιά που έχουν κακομάθει ν’ ακούνε αναλογικά, είναι πρωταγωνιστής. Η ρυθμική βάση ακούγεται να παίζει σε μισό μέτρο απόσταση από τον ακροατή, οι κιθάρες είναι μιξαρισμένες ώστε με τα πολλά ακούσματα να αποκαλύπτουν λεπτομέρειες και τα πλήκτρα βάζουν πλάτη χωρίς να διεκδικούν τίποτε από την τραχύτητα του ήχου.
Το μαχητικό “Unholy” (παραπέμπει ευπρόσδεκτα σε μια μετωπική του “No Place To Run” των U.F.O. με το “If Eternity Should Fail” των Maiden), έχει επικό καλπασμό και χρώματα που ξεπηδούν από τις κιθάρες, το Ready To Attackείναι το οργισμένο τέρας που πολλές φορές έχουμε δει να ζωντανεύει επί σκηνής, δεόντως ηχογραφημένο, το πικρό “Many Lies” μας το είχαν τεστάρει αρκετούς μήνες πριν, ως το πρώτο δείγμα από το δίσκο (πάνε κάπως να το γλυκάνουν με αχνά πλήκτρα).
Τα “On My Own” και “Naked Fire” είναι πιθανόν η καρδιά του νέου υλικού: το πρώτο, οικοδομημένο προσεκτικά κάπου ανάμεσα σε Crimson Glory και Iced Earth επιτρέπει στη φωνή να σκαρφαλώνει προς το ρεφραίν και να στο ψεκάζει στο μυαλό, το δεύτερο είναι στο κλασσικό τους ύφος, σπαρταράει να παιχτεί live, με κιθάρες να λυσσάνε και τη φωνή να τρυπάει οροφές, ν’ ανεβαίνει τη σκάλα του καμπαναριού και να απειλεί τον κωδονοκρούστη με θανατοφόρο ηλεκτροπληξία.
Για τέλος, σα να ολοκληρώνουν τον κύκλο των όσων έχουν να πουν χωρίς μια λέξη φλυαρίας, μας δίνουν το “Back To Zero”, αυτόν τον παλιό μαχητή από τη δεκαετία του ’80, που φοράει μια αστραφτερή, καινούρια πανοπλία τα σόλο του άκοπα υποχρεώνει την τριχοφυία να εξεγερθεί.
Τον δίσκο –όπως γνωρίζουν καλά όσοι εννοούν τί σημαίνει «ακούω δίσκο»- τον καταλαβαίνεις πρώτα ως όλο και τον αποτιμάς καλύτερα όταν τα σπας και τα ξαναρίχνεις: ακούς ανακατεμένα τα τραγούδια για να δεις πόσο στέκουν από μόνα τους. 
Στο “Denial To Fall” οι Spitfire πείθουν και στα δύο επίπεδα. Χωρίς αναλογίες, χωρίς επιείκειες, χωρίς υποσημειώσεις.
Τίμια, δεδουλευμένα, με ορμή και ψυχή, μοιράζονται τη μουσική που εδώ και καιρό θέλουν να μοιραστούν μαζί μας και που καθυστέρησαν να το κάνουν επειδή ήθελαν να είναι ικανοποιημένοι πρώτα οι ίδιοι, κυρίως ως μουσικοί/συνθέτες και με μικρή απόσταση ως οπαδοί - ακροατές του heavy metal. Υπό την τελευταία τους, μάλιστα, ιδιότητα, συμπυκνώνουν και διασώζουν στα 9 κομμάτια τους, τη σύγχρονη ουσία, όπως ο μεταλλάς «απ’ την απ’ έξω» ξέρει διαχρονικά να την μοιραστεί:
Όσο κι αν ευτελείς δυνάμεις επιτίθενται να σε ρίξουν στο χώμα, σφίξε τα δόντια κι αντιστάσου. Αρνήσου να πέσεις.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου