Rockwave Festival @ Terravibe, (19 & 20.7.18): ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΛΕΝΕ HEAVY METAL.
Monday

23Jul

Rockwave Festival @ Terravibe, (19 & 20.7.18): ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΛΕΝΕ HEAVY METAL.

Δημοσιεύθηκε από:

23/07/2018

Κατηγορία: Συναυλίες

4617
Το περιμέναμε όλοι μας, επί μήνες, από την πρώτη μέρα που ανακοινώθηκε επίσημα. Σε ένα διήμερο θα βλέπαμε ορισμένους από τους βασικούς μουσικούς ήρωες της εφηβείας μας
Περισσότεροι από 36.000 – καταμετρημένοι επισήμως- καταφέραμε να ροκανίσουμε τους μήνες αυτούς και τα προβλήματα που μας επιφύλασσαν για να καταφέρουμε να παραστούμε στο ιστορικής σημασίας ραντεβού, υγιείς και με ενθουσιασμό 15χρονου που τον αμόλησαν στην ονειρεμένη του αλάνα να παίξει με εκατοντάδες φίλους του. Ναι, τους φίλους του. Γιατί μ’ αυτή την παλιομοδίτικη έννοια γένους και μόνο μπορεί κανείς να περιγράψει τη θετική ενέργεια που έστεψε το ποτισμένο με τόνους συναυλιακού ιδρώτα outdoor τέμενος της Μαλακάσσας αυτές τις δύο μέρες.
Οι φίλοι μόνον ανταλλάσσουν μια τέτοια ανιδιοτελή, ανυποχώρητη διάθεση να γιορτάσουν το γεγονός ότι, τόσα χρόνια μετά, μπορούν να βρίσκονται ακόμη μαζί. Περισσότεροι, ορεξάτοι, γεμάτοι από την καλοπροαίρετη ενέργεια του ήχου που, ανεξαρτήτως ηλικίας, τους ανέθρεψε.

Η προπώληση ήταν γνωστό ότι έχει σπάσει κάθε ρεκόρ, ειδικά για τη δεύτερη μέρα. Πολύ πιθανό, μια ολόκληρη γενιά νέων οπαδών, που δεν ήταν καν σε ηλικία να ξεμυτίσουν από το σπίτι χωρίς συνοδεία όταν στις 2 Αυγούστου του 2008 οι Maiden ήρθαν τελευταία φορά στη χώρα μας, να θεώρησαν ότι είναι ίσως η τελευταία τους ευκαιρία να διαπιστώσουν αυτοπροσώπως κατά πόσο αληθεύει όλος ο μύθος που αρεσκόμαστε να διαδίδουμε οι μεγαλύτεροι για την δύναμη του κλασσικού heavy metal. Μπορεί αρκετοί να ήρθαν (και) για τους Sabaton ή τους Tremonti, όμως είναι η τριβή με Accept, Saxon, Priest και ιδίως, με τους Iron Maiden, που για λογαριασμό μιας καινούριας γενιάς, της γενιάς των ψηφιακών αισθήσεων και του δευτερογενούς αισθητηρίου για τα μουσικά δεδομένα που άκμασαν πριν τριαντατόσα χρόνια, καλείτο να επικυρώσει τη μουσική παράδοση με δικές τους, πρωτογενείς, ζωντανές, συναυλιακές μνήμες. Το διήμερο 19 και 20 Ιουλίου η επικύρωση αυτή έγινε και μάλιστα μεγαλοπρεπώς.
Όταν το εδώ και χρόνια αγαπημένο intro των Maiden, το αιώνιο “Doctor Doctor” των U.F.O., ξεκινά να παίζει, οι χιλιάδες που είχαν καταφύγει στο ύψωμα της Vibe Stage για τους Volbeat, έχουν ήδη κατηφορίσει, καταλαμβάνοντας κάθε πιθανό τετραγωνικό μέτρο ξεραμένου χόρτου. Η εισαγωγή του «Λόγου του Τσώρτσιλ» με τις μαυρόασπρες εικόνες από τα μόνιτορ κάνει τις χιλιάδες στο υπαίθριο pit και τα γύρω υψώματα να κοχλάζουν, απολύτως δικαιολογημένα.
Και με το μπαίνει το “Aces High” με την ταχύρρυθμη, ατσάλινη διπλή αρμονία του και βλέπουμε τον Bruce Dickinson να πηδά πάνω απ’ το μόνιτορ φορώντας κάσκα πιλότου καταδιωκτικού της Μάχης της Αγγλίας, έρχεται η πρώτη σεισμική έκρηξη. Το ομοίωμα του Spitfire πάνω από τη μπάντα, πραγματικά εντυπωσιακό και ο οπτικοακουστικός συνδυασμός πετυχαίνει στόχο. Ακολουθεί συσκότιση και εφέ από θρόϊσμα πολικού αέρα, σειρήνες και ριπές πολυβόλων, που θρυμματίζονται από το περίφημο ρούλο του McBrain, καθώς εκρήγνυται το κινηματογραφικό “Where Eagles Dare”, με τον Dickinson ντυμένο με τη λευκή στολή τάγματος αλπινιστών – δείτε την ταινία του ’68 με Ρίτσαρντ Μπάρτον και Κλιντ Ήστγουντ για να καταλάβετε (ή να θυμηθείτε).


Είναι και οι έξι τους εκεί, μας είναι πλέον οικείοι, ωστόσο η παρουσία τους προκαλεί τον καθένα μας να παρατηρήσει τις μικρές λεπτομέρειες : τη λουρίδα με τα χρώματα της West Ham στην πλάτη του Harris, το σκαλοπάτιασμα του ποδιού του στον ενισχυτή, το ακριβές παίξιμο του Smith με το μωβ μακρύ φουλάρι, την συγκέντρωση του Murray, τις φιγούρες και τα παρορμητικά σόλο του Gers, την κορυφή του κεφαλιού του McBrain, κρυμμένη πίσω απ’ τα τύμπανα. Καθώς μπαίνει το “2 Minutes To Midnight” – με τον Dickinson να φορά το γνώριμο γιλέκο παραλλαγής – αντιλαμβάνεται κανείς πόσο ακριβόχρονο, στρωτό, δυνατό και ογκώδες ακούγεται το συγκρότημα, αποδίδοντας αυτό ακριβώς που γνωρίζουμε ως ουσία του κάθε τραγουδιού τους. «Επιδιορθωμένο» από τα φωνητικά του Dickinson, το “The Clansman”, είναι μια συχνή παραπομπή της μπάντας στο ελάχιστα τιμητικό για την ιστορία τους “Virtual XI”. Συνοδεύεται από έναν κάπως αμήχανα προσχεδιασμένο πρόλογο, το προβλεπόμενο κυμάτισμα της ελληνικής σημαίας και την ιαχή “freedom”, ένα δημαγωγικό στιγμιότυπο στα ρηχά νερά της τραγουδοποιίας τους. Στο “The Trooper” ο Dickinson ξεκινά ξιφομαχία με τον δυόμισυ μέτρων ύψους Eddie, υπό τις ουρανομήκεις ιαχές της Μαλακάσσας. Το “Piece Of Mind” έχει την τιμητική του και με δύο ακόμη τραγούδια: Στο “Revelations”, το φόντο της σκηνής, το οποίο διαφοροποιείται σε κάθε τραγούδι, συνεισφέροντας ανάλογα οπτικά ερεθίσματα, μεταβάλλεται σε καθεδρικό ναό, με αγιογραφίες του Eddie στα κρυστάλλινα παράθυρα. Μια από τις πιο σφιχτοδεμένες και συναρπαστικές εκτελέσεις, με τις τρεις κιθάρες σε ρέουσα αλληλοσυμπλήρωση και τον Dickinson σε μια ακόμη μεγάλη ερμηνεία – η εκφορά του ακροτελεύτιου στίχου “…the one who will be king, watcher in the ring, it is you, yes it is youπαραμένει από τις στιγμές της heavy rock ανθολογίας.


H δόνηση συνεχίζεται με το κλασσικής Maidenικής δομής “For The Greater Good Of God”, ενώ στο “The Wicker Man” η Μαλακάσσα γίνεται ένα αχανές pit σεληνιασμένων who watch the world explode every single night. Σε κάθε τραγούδι η παρουσίαση είναι μελετημένη, για πρώτη φορά τόσο εξατομικευμένη, με στοιχεία παράστασης περισσότερα από άλλες περιοδείες  - εξ ου και “Legacy Of The Beast Tour”. Η γοτθική επιβλητικότητα του “The Sign Of The Cross” φέρνει τον Dickinson με άμφια και κουκούλα μοναχού του Μεσαίωνα, να κουμαντάρει έναν τεράστιο σταυρό μπηγμένο στη σκηνή, σε μια υπόμνηση του πόσο ψηλά θα μπορούσε να είναι στη δισκογραφία των Maiden το “X-Factor” αν εκεί τραγουδούσε ο ίδιος. Το “Flight Of Icarus”, παιγμένο στην σωστή mid tempo ταχύτητα στην οποία έχει ηχογραφηθεί πριν 35 χρόνια, σκορπά νέα ρίγη. Dickinson με φλογοβόλο ανά χείρας και σόλο που γνωρίζουμε νότα προς νότα - Murray, Smith και Murray ξανά - ενώ ο επιβλητικός Ίκαρος αιωρείται στο φόντο, «λιώνοντας» μέσα σε φλόγες στο δραματικό φινάλε. Τα χτυπήματα είναι απανωτά: Στο “Fear Of The Dark”, ο Dickinson εμφανίζεται να περιδιαβαίνει τη σκηνή ως Ντινκεσιανή φιγούρα με μπέρτα, ημίψηλο, φανάρι θυέλλης ανά χείρας και μάσκα δαιμονική, αλα “Dance Of Death” -“Eyes Wide Shut” θα λέγαν οι ανοιχτομάτηδες - οδηγώντας στον αναμενόμενο singalong παροξυσμό. Θεατές που δεν είχαν γεννηθεί όταν κυκλοφόρησε το ομώνυμο άλμπουμ ξελαρυγγιάζονται και με το δίκιο τους, τα πρώτα 100 μέτρα από τη σκηνή πάλλονται, καπνογόνα ανάβουν.
Το “The Number Of The Beast” - o Eddie κερασφόρος ξεπροβάλλει πάνω απ’ τα τύμπανα του McBrain - και το απαραίτητο “Iron Maiden” φέρνουν συγχρονισμένες εκρήξεις επί σκηνής και οδηγούν προς το τέλος του κανονικού σετ. Επιστρέφουν μετά από περίπου ένα λεπτό με το “The Evil That Men Do”, που, 30 χρόνια από τη γέννησή του, ακούγεται πλεον σαν ένα από τα πολλά απαράγραπτα της Μεϊντενικής Κληρονομιάς. Δύσκολα μπορεί κανείς να συναινέσει στο ποιά είναι η ψηλώτερη κορυφή στην οροσειρά των τραγουδιών που παραθέτουν τα τελευταία χρόνια στις εμφανίσεις τους, καθώς έχουν τόσα πολλά. Όμως δεν είναι τυχαίο ότι προς το τέλος, παίζουν κατά κανόνα το “Hallowed Be Thy Name”.


Διακινδυνεύοντας μια ικανή δόση υποκειμενικότητας, αυτό ήταν και στη Μαλακάσσα η ιδανική κορύφωση. Με τον Dickinson πίσω απ’ τα κάγκελα, με λευκό πουκάμισο μελλοθάνατου Μοντεκρίστο, στην πιο ποιητική του στιγμή, με το ένα του χέρι στη θηλιά μια γιγάντιας κρεμάλας, άλλοτε να την αποστρέφεται, άλλοτε να κρατιέται απ’ αυτήν, με το πλήθος να τραγουδά συνεπαρμένο λέξη προς λέξη  “…cause life down there is just a strange illusion”.
Ο αποχαιρετισμός είχε απνευστί “Run To The Hills”, υποκλίσεις, μπαγκέττες και πένες προς το κοινό, καθώς και την υπόσχεση ότι some of the other times θα παίξουν «αυτό το κομμάτι, ξέρετε πολύ καλά ποιό», με τον Dickinson να δίνει ένα καπέλλα taster του “Alexander The Great”.
Setlist: Churchill’s Speech/ Aces High/ Where Eagles Dare/ 2 Minutes To Midnight/ The Clansman/ The Trooper/ Revelations/ For The Greater Good Of God/The Sign Of The Cross/ The Wicker Man/ Flight Of Icarus/ Fear Of The Dark/ The Number Of The Beast/ Iron Maiden/ The Evil That Men Do/ Hallowed Be Thy Name/ Run To The Hills.

Κάθε φορά που οι Maiden εμφανίζονται στη χώρα μας, το κριτήριό μας για το «πόσο καλά έπαιξαν» είναι η πιο πρόφατη live ηχογράφησή τους. Το ’88 το “Live After Death”, το ’95 και το ’99 τα “A Real Live / Dead One”, μετά το 2000 το επικό “Rock In Rio”, από το 2008 και μετά το “Flight 666”, που επανεπισκέπτεται με καθοριστικό τρόπο τα classics (’80 – ’88), αυτά μεγάλωσαν λαούς ολόκληρους. Κάθε φορά, η ενέργειά τους είναι τέτοια, ώστε κατά κοινή ομολογία, κατορθώνουν να υπερβούν τον πήχη που οι ίδιοι θέτουν. Αυτό είναι χαρακτηριστικό μόνον μιας τεράστιας μπάντας, μιας μπάντας που όχι μόνο καθορίζει αλλά και υπερβαίνει τον ορίζοντα του heavy metal. Μια δεμένη, αβίαστα αφοσιωμένη στο πνεύμα των συνθέσεων και πάντα προσγειωμένη εξαμελής μουσική οντότητα που απολαμβάνει τη λατρεία του κοινού για τη μουσική της και έχει ως πυρηνικό όπλο έναν καθ’ όλα συγκλονιστικό Dickinson, η εκφραστικότητα του οποίου τον φέρνει, στα 60 του περισσότερο από κάθε άλλη φορά, άξιο να συγκριθεί με το εφηβικό ίνδαλμά του, τον Peter Gabriel.
Απολύτως εύλογα γράφτηκε ότι η 20η Ιουλίου ήταν η «μεγαλύτερη» heavy metal συναυλία που έχει γίνει στην Ελλάδα. Από άποψη προσέλευσης, πιθανότατα ήταν. Τουλάχιστον έως την επόμενη των Iron Maiden, όποτε κι αν γίνει αυτή.
Η επιβλητική τους εμφάνιση επισκίασε το bill της προηγούμενης μέρας, το οποίο σε –πολλές- αλλοτινές εποχές θα συνιστούσε αδιανόητη μεταλλική ονείρωξη: Accept, Saxon και Judas Priest, την ίδια μέρα.


Παρά την άδοξη ώρα εμφάνισης (17:50), οι Accept ήταν καλοκουρδισμένοι και δε δυσκολεύτηκαν να πάρουν τον κόσμο μαζί τους. Ο Tornillo νιώθει πλέον σε μια «δική του» μπάντα, μετά τα 4 στούντιο άλμπουμ σε 8 χρόνια που μετράει μαζί τους και ερμηνεύει με άνεση τα κλασσικά. Ειδικά από το “Metal Heart” και μετά, η μηχανή είχε πάρει μπρος για τα καλά και η Μαλακάσσα ζητούσε κι άλλο. Οι αδικημένοι του φεστιβάλ, σε μια ακόμη απολύτως πειστική εμφάνιση ενώπιον του ελληνικού κοινού.

Setlist: Die By The Sword/ Restless And Wild/ Pandemic/ Koolaid/ Princess Of The Dawn/ Up To The Limit/ Analog Man/ Metal Heart/ Teutonic Terror/ Fast As A Sherk/ Balls To The Wall/ I’M A Rebel/ Burning.
Οι Saxon παρέλαβαν το κοινό ζεστό. Με χαρακτηριστική ευκολία, ο 67χρονος Biff, φιγούρα από επικό μυθιστόρημα  των Νόρντχοφ και Χωλ, με το μαύρο ναυτικό σακκάκι του με τα επίχρυσα κουμπιά, οδήγησε τη Μαλακάσσα σε ταύτιση με τα αρχετυπικά road anthems της πρώτης περιόδου τους. Δεν είναι τυχαίο ότι τρεις από τους πέντε Saxon (Biff, Quinn, Glockler) παίζουν μαζί πάνω από 36 χρόνια, ενώ το «νεώτερο» μέλος τους, ο Doug Scarratt είναι στην κιθάρα μόνον …22 χρόνια. Η συνθήκη αυτή κάνει το αντικειμενικά δύσκολο, το να συνεπάρoυν από σκηνής τις ανομοιογενείς γενεές οπαδών, να μοιάζει πανεύκολο. Το “Crusader” ακούστηκε για μια ακόμη φορά επιβλητικό, η ενέργεια ήταν αναλόγων υψηλών οκτανίων τόσο στα καινούρια (“The Secret Of Flight”, “They Played Rock N’ Roll”), όσο και στα «παλιά» (“Power & The Glory”, “Princess Of The Night”), ενώ ο Biff, μπορεί να χωράτεψε με το κοινό που ζητούσε ν’ ακούσει «ένα non metal τραγούδι», αλλά τελικά το έπαιξε, μέσα σε κλίμα παρατεταμένου ενθουσιασμού (“Ride Like The Wind”).


“It doesn’t matter if you’re young, old, handsome or ugly, old and ugly or old and handsome like me, as long as you wear these colours”, προλόγισε ο Biff λίγο πριν παροτρύνει ο ίδιος τη Μαλακάσσα σ’ ένα λυτρωτικό headbanging με το “Denim & Leather”. Οι Saxon έχουν και θα έχουν το ελευθέρας στη χώρα μας, γιατί σε κάθε μία από τις πάνω από δέκα εμφανίσεις τους μέχρι σήμερα έχουν τιμήσει την ιστορία τους, τους οπαδούς τους και το ίδιο το ιδίωμα. Είναι αυτό που δίνουν, αυτό που παίζουν : heavy metal, τίποτε λιγώτερο και τίποτε περισσότερο και σ’ όποιον αρέσει. Στις 10.000 και κάτι παραπάνω της Πέμπτης, καθώς και σε κάτι εκατοντάδες χιλιάδες ανά την Ευρώπη, το όνομά τους είναι συνώνυμο της αξιοπιστίας στο μεταλλικό στερέωμα και γι’ αυτό, χωρίς αμφιβολία, αρέσει.
Setlist: Thunderbolt/ Sacrifice/ Motorcycle Man/ Strong Arm Of The Law/ Battering Ram/ Power And The Glory/ The Secret Of Flight/ Ride Like The Wind/ They Played Rock N’ Roll/ Crusader/ Princess Of The Night/ Heavy Metal Thunder/ Wheels Of Steel/ Denim And Leather
To ότι ξεκίνησαν παγκόσμια περιοδεία με το πρώτο στην καρριέρα τους τοπ-10 άλμπουμ στην Αμερική, καίτοι λαβωμένοι από την ανίατη ασθένεια του Tipton, δεν εμπόδισε το κοινό να αναμένει τους headliners Judas Priest με μεγάλο ενθουσιασμό. Ο -μετά από χρόνια με άβαφο μούσι- Halford πήρε το πράγμα πάνω του, καθώς ναι μεν ο Ritchie Faulkner είναι μαζί τους επτά χρόνια κι έχει υιοθετήσει πλέον ολόκληρο το σετ από τις πόζες του K.K. Downing, αλλά ο Andy Sneap, όσο επαρκής και νά’ ναι, δεν μπορεί να υποκαταστήσει το παράστημα και το παίξιμο ενός γίγαντα όπως ο Glenn Tipton. Το να μη βρίσκεται κανείς από τους δύο θρυλικούς κιθαρίστες επί σκηνής είναι δυσχέρεια δύσκολα προσπελάσιμη, ιδίως όταν παίζεις μπροστά σε κοινό που έχει δει την αυθεντική σύνθεση.
Ο Halford, αλλάζοντας διαρκώς κοστούμια – το ένα πιο κιτς από το άλλο είναι η αλήθεια - και με αρκετές βοήθειες στα φωνητικά εφέ, που απομείωναν αισθητά τις μεσαίες και τις χαμηλές του, κράτησε ψηλά το επίπεδο, αποδίδοντας τα τραγούδια αξιόπιστα, σε ροή, ενισχύοντας την αίσθηση ότι όντως ακούς τους Priest, έστω κι αν τα 2/5 της ομάδας, αυτά που έκτισαν τον περίφημο, τον παροξυσμικό, τον ένδοξο ήχο της μπάντας, δεν υπάρχει ελπίδα να εμφανιστούν μαζί live ξανά.


Το σετ list ήταν προσαρμοσμένο εν μέρει και σ’ αυτή τη συνθήκη, περιλαμβάνοντας πολλά κομμάτια που είχαν χρόνια να παίξουν, ώστε να παραπέμπουν όσο το δυνατόν λιγώτερο στις αντίστοιχες τελευταίες περιοδείες, ιδίως την “Epitaph” του 2010 - 2011.
Εξ ου και οι ευχάριστες εκπλήξεις με τα “Sinner”, “Ripper”, “Tyrant”, “Night Comes Down”. Το video wall κινείτο κατά κανόνα σε sci-fi / fantasy αφηρημένα γραφικά, ενώ στο “Metal Gods” έδειξε κλιπ από παλιώτερη εμφάνιση, με τον Tipton να παίζει με τη μπάντα, αποσπώντας το αναμενόμενο χειροκρότημα. Επαρκής εμφάνιση, αλλά χωρίς Tipton είναι μοιραίο να βαθμολογηθεί χαμηλώτερα από την αντίστοιχη του 2015 στο ίδιο venue.
Setlist: Firepower/ Grinder/ Sinner/ Ripper/ Lightning Strikes/ Bloodstone/ Saints In Hell/ Turbo Lover/ Tyrant/ Night Comes Down/ Freewheel Burning/ Guardians – Rising From The Ruins/ You’ve Got Another Thing Comin’/ Hell Bent For Leather/ Painkiller/ encores: Metal Gods/ Breaking The Law/ Living After Midnight
Επιμύθιο: Για ονόματα όπως αυτά που είδαμε το διήμερο 19 και 20 Ιουλίου στο Rockwave, κάποτε περιμέναμε μήνες. Στοιχηματίζαμε «τί κομμάτια θα παίξουν». Γεμίζαμε κασσέττες με τα «προσωπικά μας αγαπημένα», προσπαθώντας σε δύο πλευρές των 30 ή 45 λεπτών να ταιριάξουμε το ιδανικό playlist, μέναμε ώρες μετά τη συναυλία με την προσδοκία για ένα αυτόγραφο.
Σήμερα, τα playlist είναι εκ των προτέρων γνωστά κατά 80% με 90%, το youtube μας έχει προϊδεάσει για όλα τα συμπαρομαρτούντα, σχεδόν εξαλείφοντας το στοιχείο της έκπληξης από μια συναυλία, ενώ και τα ίδια τα γκρουπ έχουν εμφανιστεί στη χώρα μας πάνω από μια φορά τα τελευταία 15 χρόνια, οπότε είναι εξ ορισμού λιγώτερο «μυθικά».
Παρ’ όλα αυτά, για τον θεατή – φαν που μέσα στα χρόνια έχει γονιμοποιήσει όχι μόνο το ένστικτό του, αλλά και το μυαλό του με το μέταλ ήθος, τίποτε δε συγκρίνεται με την ολοκληρωμένη live εμπειρία.
32 χρόνια, 2 μήνες και 9 ημέρες μετά την καταγεγραμμένη και ως πρώτη μεταλλική συναυλία στην Ελλάδα, των Saxon στη Ριζούπολη, 30 χρόνια παρά 53 μέρες από την ιστορικής σημασίας πρώτη εμφάνιση των Maiden στη Νέα Φιλαδέλφεια (10 χρόνια παρά 13 μέρες μετά το πέρασμά τους από την ίδια τη Μαλακάσσα, στην “Somewhere Back In Time Tour”) και 25 χρόνια και δυόμισυ μήνες από τότε που οι επανενωμένοι Accept -με Udo- ανέβηκαν στη σκηνή του «ΡΟΔΟΝ» και μας διέλυσαν, ένα πράγμα είναι πλέον δεδομένο:
Μετά το διήμερο της 19 και 20 Ιουλίου 2018, οι νεώτερες γενεές των concert goers, εραστών του μέταλ και μη (υπήρχαν και τέτοιοι στο πλήθος) έχουν ένα ορόσημο καταδικό τους για να προσμετρούν συγκριτικά τα επερχόμενα συναυλιακά event. Την ίδια ώρα, οι έφηβοι των υπολοίπων ηλικιών συνέλεξαν μια ακόμη σαφέστατη βιωματική επιβεβαίωση για το σημαίνει η μουσική που συνάντησαν κάποτε και βούτηξαν ολόψυχα μέσα της. 
Ναι, τα χρόνια μόνον περνάνε, δεν αναστρέφεται η πορεία τους. Μεγαλώνουμε, τα πόδια και η μέση δεν είναι πλέον άφθαρτα από κούραση, ενώ έχουμε μάθει ν’ ακούμε και άλλες ωραίες μουσικές, γιατί ασφαλώς και υπάρχουν, πολλές και διάφορες. Όμως, we ain't too young to admit it, and not too old to lie : έχουμε περάσει τουλάχιστον τα μισά μας χρόνια με τον ήχο που είναι φτιαγμένος να υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχουν χαμένα χρόνια,. Με το μοναδικό ίσως "είδος" ροκ που, όπου και όποτε αναμετράται με τον βιολογικό χρόνο, τον αφήνει με το μάτι μαυρισμένο, χαρίζοντάς μας συγχρόνως ένα ειδικό χαμόγελο αγαλλίασης. Το λένε HEAVY METAL και είναι το ελιξήριό μας.

Υ.Γ.: Θα ήταν δίκαιο να γίνει πιο εκτεταμένη αναφορά και στα άλλα συγκροτήματα του διημέρου, από τα οποία το καθένα έδωσε κάτι ξεχωριστό, ωστόσο έχει ήδη γίνει επαρκέστερα και από πολλά ηλεκτρονικά fora. Ακούστηκαν, μεταξύ άλλων, καλά λόγια για τους Jack’s Full και για τους Monument, κάτι σημειωτέο, με βάση τη μικρή αλλά θετική δισκογραφική τους παρουσία. Από τους λοιπούς, εντύπωση σίγουρα έκαναν οι Volbeat, με το στυλ «εγγονός νόθου γιου του Έλβις γκρουβάρει μετά από δεκάχρονη αδιάλειπτη ακρόαση Metallica», στυλ το οποίο όσο περνούσε η ώρα κέρδιζε και περισσότερους απ’ τους υπομονετικά αναμένοντες τους Maiden. Με τις υγείες μας και εις άλλα.

Υ.Γ.ΙΙ: Δικαιούνται οπωσδήποτε ένα μεγάλο ευχαριστώ όσοι, ενώ εμείς περνάγαμε ωραία, κοπίαζαν προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν τα πρωτοφανή σε αριθμό πλήθη που κατηφόρισαν, μπροστά, πίσω και στα πέριξ των δύο σκηνών του TerraVibe.

Υ.Γ. ΙΙΙ:
"Οι υπέροχες φωτογραφίες ανήκουν στην Χριστίνα Αλώσση και το rocktime.gr την ευχαριστεί θερμά".


Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites