Κάτι βραδιές στη Νέα Φιλαδέλφεια με Gallagher και Iron Maiden(12.9.1981 & 13.9.1988)
Το ιερό φάντασμα του γηπέδου της Νέας Φιλαδέφειας κρατά σφιχτά στο σκιερό χιτώνα του δύο απ΄τις πιο ακριβές μνήμες των ρόκερ αυτής της χώρας. Κάθε φορά που ο Σεπτέμβριος κάνει για τα καλά απόβαση στις ολοένα και πιο μουδιασμένες χρονιές μας, το φάντασμα πλανιέται πάνω την πόλη και με μια τελετουργική χειρονομία συμπόνιας αφήνει τις δυό αυτές μνήμες σε ελεύθερη πτώση. Κι όποιον επισκεφθούν.
Σκηνή πρώτη, 12.9.1981: «Please Welcome… Rory Gallagher !».
Το Σεπτέμβρη του ’81, η δική μου γενιά τελείωνε το Δημοτικό και το κομμάτι της ηλικίας ήταν τα «παπάκια» και όχι το “Moonchild”.
Όμως ελάχιστα κρίσιμα χρόνια αργότερα, όταν ακούσαμε σε κάτι σπάνιους μπαρόκηπους το “Philby”, όταν γυρίσαμε κάποιες εκατοντάδες φορές πίσω πατώντας “rewind” τις κασσέτες για να ξανακούσουμε το “Shadow Play”, όταν προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε τί είναι αυτό που μας κάνει ίσωμα με τις πρώτες νότες του “A Million Miles Away”, αρχίσαμε να ψάχνουμε. Να ψάχνουμε αυτούς που κατάφεραν να πάνε εκείνο το βράδυ του Σεπτέμβρη στη Νέα Φιλαδέλφεια. Να μας πουν. Τί είδαν. Τί άκουσαν. Ποιά τραγούδια έπαιξε ο Rory; Πότε άρχισαν να δέρνουν τα ΜΑΤ; Τελικά η συναυλία τελείωσε ή διακόπηκε; Κι αρχίσαμε όλοι μαζί και καθένας μόνος του, μπροστά από μια κόπια του “Stagestruck”, να φανταζόμαστε, να ευχόμαστε και να προσευχόμαστε.
Να τον ξαναδούμε. Ν' ακούσουμε το “Shinkicker”, το “Bad Penny”, ο καθένας να βάζει βέτο για να παίξει ο Rory το δικό του αγαπημένο.


Φάντασμα, δεν το κρύβω, δυστυχώς νιώθω βαθιά αναρμόδιος να ανταποκριθώ στην αυθεντική μνήμη.
Δικαίωμα και υποχρέωση να μιλούν γι΄αυτήν έχουν οι επιζώντες της μυθικής εκείνης συναυλίας. Ό,τι είχα κλείσει τα δέκα και μισό και το μόνο που θυμάμαι πεντακάθαρα ήταν οι πρωτοσέλιδες οιμωγές των κοντυλοφόρων στα «ΝΕΑ» (τότε, όπως όλες οι εφημερίδες, σεντόνι κανονικό, ασυμμάζευτο).
«ΓΥΑΛΙΑ - ΚΑΡΦΙΑ ΤΑ ΦΡΙΚΙΑ ΣΕ ΣΥΝΑΥΛΙΑ». «ΝΕΑΡΟΙ ΟΠΑΔΟΙ ΤΟΥ ΡΟΚ ΕΠΙΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΤΑ ΜΑΤ».


Μέσα στα χρόνια, τα υγρά μάτια και το φευγάτο βλέμμα κάποιων τύπων που κράτησαν στο μυαλό τους το τί συνέβη, πείθουν ότι η συναυλία εκείνη είχε γίνει μύθος πριν καν ξεκινήσει. Είναι πολύ δύσκολο σήμερα να συλλάβουμε τα μεγέθη. Τόσο της εικόνας του κοινού για το όνομα του καλλιτέχνη, όσο και της δίψας του για ροκ. Οι ορδές των παιδιών ήθελαν ν΄αφήσουν πίσω το μεταπολιτευτικό επαρχιωτισμό της μουσικής και να ορμήξουν χωρίς συστολή σε συγκινήσεις, να γίνουν λιώμα μέσα σ΄ εκκωφαντικά ντεσιμπέλ. Στη Φιλαδέλφεια εκείνο το βράδυ μαζεύτηκαν κάτι χιλιάδες - 25 έως 40, ο αριθμός πάντα παίζει, ας όψονται οι φτωχές πηγές και η παραμόρφωση της μνήμης. Όλοι τους ήθελαν να προσκυνήσουν και να ανατιναχθούν συνάμα. Ήταν μοιραίο τα αντανακλαστικά των ΜΑΤ, πεπαιδευμένα από καιρό να δέρνουν ό,τι κυκλοφορεί με «ακούρευτα» μαλλιά, να μην έχουν την παραμικρή αντοχή στο βρασμό της εποχής. Ήταν τέτοια η χαοτική κατάσταση που επικράτησε σχεδόν με την έναρξη της συναυλίας, αρχικά έξω απ΄το γήπεδο και μετά και μέσα σ΄αυτό (η περιοχή έμεινε κρανίου τόπος, αρκετοί έφυγαν, περισσότεροι πνίγηκαν στα δακρυγόνα), που ο Rory Gallagher προσπάθησε να εξηγήσει την άρον-άρον αγκαζαριστή φυγάδευσή του από τη σκηνή μετά από μία ώρα και κάτι με το σημαδιακό I just didn’t want to die in a football pitch in Greece”.


Σκηνή δεύτερη, 13.9.1988 : «Mέϊ-ντεν !!! Μέϊ-ντεν !!!».
Το ’81 είναι πολύ μακρινό για μένα, φιλεύσπλαχνο φάντασμα του γηπέδου της Νέας Φιλαδέλφειας (που αργότερα κάποιοι τυπολάτρες άρχισαν να μας πιέζουν να σε λέμε «Νίκος Γκούμας»).
Όμως είμαι ευγνώμων που κατόρθωσα να ρεφάρω. Γιατί στη δεύτερη απ΄ τις σημαδιακές εκείνες βραδιές μέσα στο τέμενός σου, ήμουν παρών. Δεκατρείς Σεπτέμβρη του ’88. Στριμωγμένος στην κερκίδα απέναντι απ΄τα επίσημα, γερμένος πάνω στη σιδεριά για να μη μου κόβει κανένας τη θέα, να περιμένω να δω τους Iron Maiden. Ένα όνειρο πολύ δύσκολα πιστευτό, ακόμη και την ώρα που είμαι μέσα στο γήπεδο και περιμένω τη συναυλία ν’ αρχίσει.


Μπορεί να τους ακούω μόνο τριάμισυ χρόνια και να νιώθω «παλιός», αλλά κάτι αγριόφατσες απροσδιορίστου ηλικίας γύρω μου με περικάρπια, τσαλακωμένα τσιγάρα στο στόμα και βλέμμα «τί θες ρε, γιατί με κοιτάς;» κάνουν φως – φανάρι ότι εδώ η συλλογική αναμονή καίει μ΄ένα φυτίλι αναμμένο από πολύ παλιά. Την ακούς. Μια βοή που κοχλάζει κι ανεβαίνει λεπτό το λεπτό.
Μια θάλασσα από πολύ ή κι ακόμα περισσότερο άτσαλα μεγαλωμένες μαλλούρες που έχει γεμίσει το γήπεδο κι έχει τιγκάρει τις κερκίδες έως και πίσω τη σκεπαστή. Από το ’85 μας τους τάζει ο Κουτουβός. Επιτέλους, απόψε θα τους δούμε. Εννιάμισυ, λέει βγαίνουνε.


Από το κάγκελο της κερκίδας, καμιά σαρανταριά μέτρα απ΄τη σκηνή, βλέπω τη μάζα από κεφάλια να σιγοβράζει κάτω από ένα σύννεφο καπνού, ιδρώτα και σκόνης. Από τα ηχεία παίζουνε Queensryche, Malmsteen, AC/DC, Motorhead. Έχει πιάσει να σουρουπώνει και η όλη η φάση έχει κάτι ανάμεικτο από ποδοσφαιρικό ντέρμπυ χωρίς αντίπαλους οπαδούς, από έξοδο σαββατόβραδου κι από ξεμούδιασμα σε ξέφωτο ανθρώπων των σπηλαίων ντυμένων με πέτσινα και σκισμένα τζην, γεμάτα ραφτά και κονκάρδες. Ένας αέρας απρόβλεπτης αλητείας μας στροβιλίζει.
Η παρθενική συναυλιακή εμπειρία με τους Saxon στη Ριζούπολη, μοιάζει ήδη να έρχεται δεύτερη σε ένταση, ξεθωριασμένη και αθώα, δύο χρόνια πίσω. Είμαι μαζί με συμμαθητή στη δέσμη (έχει περάσει Φιλολογία), πιο λάϊτ μεταλλά (Wasp, Ratt και τα συναφή). Όλο κοιτιόμαστε με κάτι ηλίθια χαμόγελα, χωρίς να μπορούμε να αρθρώσουμε λέξη.
Μπήκαμε στη Φιλαδέλφεια από τις εξήμισυ, όταν μέσα στο γήπεδο είχανε μπουκάρει μόνο οι πιο φανατικοί και κολλήσει με τη μία τη μούρη τους στη σκηνή. Πριν καταφύγουμε στο κάγκελο, έχουμε βολτάρει πατώντας διερευνητικά τα τεράστια κομμάτια πλαστικού που σκέπαζε το χόρτο (πρώτη φορά βλέπαμε κάτι τέτοιο) κι έχουμε χτυπήσει κάτι πατατάκια Τσακίρις – τα μόνα φαγώσιμα μαζί με κάτι ύποπτα σάντουιτς που πουλιούνταν στα δύο μεγάλα κιόσκια τα στημένα μπροστά από τους πάγκους των ομάδων. Αφού αλλάξαμε καμιά δεκαριά θέσεις προσπαθώντας να μαντέψουμε από ποιά μεριά θα βλέπουμε καλύτερα και καθώς οι αγέλες των μεταλλάδων πυκνώνουνε, γνωριζόμαστε με μια φωνακλάδικη παρέα «από την Καισαριανή».
Έξι άτομα. Τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια, όλοι μαλλιάδες. Μικρότεροι από μας, κι όμως ήτανε σαν πέντε χρόνια μεγαλύτεροι. Ακόμη θυμάμαι το «Σάκη το βάζελο» (έτσι συστήθηκε), έναν τύπο με μαλλί αλα Pete Gill, μπλουζάκι “Destruction – Release From Agony” και ζώνη με σφαίρες («απ΄το Μοναστηράκι, ρε μ#λ@κα») και την Τζίνα, μια ψηλή τύπισσα με έντονα βαμμένα μάτια, τιγρέ κολλάν και άσπρο μπλουζάκι "Slippery When Wet" με ξηλωμένα μανίκια.  Τί να κάνουν άραγε τώρα, φάντασμα ; Μετά από δική μου γκρίνια, κατά τις οχτώμισυ καταλήξαμε στο κάγκελο, τελευταία σειρά κάτω-κάτω στην κερκίδα (οι ΑΕΚτζήδες θα υπολογίζουν σε ποιά θύρα), δεξιά όπως βλέπουμε τη σκηνή, για να μην έχουμε το άγχος ότι κάποιος θα μπει μπροστά μας. Η θέση αποδεικνύεται στρατηγική.

Όταν στις δέκα παρά είκοσι τα φώτα κλείνουν, η μουσική από τα ηχεία σβήνει μέσα σε ρυθμικά ουρλιαχτά «Μέϊ-ντεν !!! - Μέϊ-ντεν !!!» (με τα ενδιάμεσα τριπλά παλαμάκια στον αέρα) και ακούγονται οι πρώτες νότες της εισαγωγής του “Moonchild”, παίρνω επιτέλους γραμμή ότι μπορώ να καρφωθώ απερίσπαστος στη σκηνή, απερίσπαστος από την παράκρουση που ξεσπάει παντού κάνοντας το γήπεδο τρελοκομείο.
Το σετ-λιστ μπήκε χωρίς μεγάλο κόπο στο μυαλό.
Έκατσα και το έγραψα την επομένη: Moonchild (Κόλαση παντού), The Evil That Men Do (o Dickinson λέει «Καλησπέρα» στην εισαγωγή), Wrathchild (τo σπάσιμο στη μέση από τα ντραμς του McBrain καλύτερο απ΄ότι στο “Live After Death”), Infinite Dreams (με κλιμάκωση που οδηγεί σε αφηνιασμένα air-guitar παντού), The Trooper (πιο γρήγορα παιγμένο, λίγο ξερό, χωρίς ν΄ακούγονται καλά τα δεύτερα φωνητικά), 2 Minutes To Midnight (το αργό σημείο στη μέση ανεβάζει παλμούς κι ο Smith φαίνεται να τα δίνει όλα, αλλά αλλάζει πολύ το σόλο), Can I Play with Madness (ευτυχώς πιο heavy απ΄ότι στο δίσκο, που ακόμη δεν έχω χωνέψει ότι έχει κήμπορντς), Heaven Can Wait (στο χορωδιακό σημείο ξεπετάγονται στη σκηνή κάτι roadies και κάνουνε δεύτερα φωνητικά), Wasted Years (η αδυναμία μου, με τον Dickinson να φτάνει τη φωνή πιο ψηλα απ΄ότι στο δίσκο κι εμένα ν΄αρχίζω να ουρλιάζω τα λόγια), The Clairvoyant (ο κόσμος πάλλεται με το ρεφρέν), Seventh Son of a Seventh Son (βγαίνει ο Έντυ όπως είναι στο εξώφυλλο του δίσκου, όλη η σκηνή σε μπλε φως, μας πέφτει το σαγώνι απ΄αυτό που βλέπουμε), The Number of the Beast (το παίζουν πιο γκαζωμένο απ΄ ότι το στουντιακό), Hallowed Be Thy Name (σε τρομερή εκτέλεση, με παραλήρημα του κοινού – στο γρήγορο σημείο προς το τέλος μπροστά στη σκηνή μάλλον πέφτει ξύλο), Iron Maiden (σε υπεργρήγορη εκτέλεση, φανερά καλύτερη από του "Live After Death") και μετά μας χαιρετάνε.
Μετά από λίγα λεπτά, επιστρέφουν με Run to the Hills, Running Free (τεράστιο σε διάρκεια, με το παιχνίδι «ποιά μεριά του γηπέδου θα φωνάξει πιο δυνατά», με τον Dickinson να συστήνει έναν – έναν τα μέλη της μπάντας και στο τέλος τον McBrain να προσφωνεί τον τραγουδιστή).
Ξαναφεύγουν. Η ιαχή αμείωτη. «Μέϊ-ντεν !!! Μέϊ-ντεν!!!». Έρχονται μέσα σε αποθέωση με το Sanctuary, που είναι και το τελευταίο. Τα φώτα ανοίγουν, οι εξοντωμένες χιλιάδες αργοσέρνονται δίπλα στη σκεπαστή, όπου έχουν ανοίξει τις πόρτες για να βγει ο κόσμος πιο γρήγορα. Τα αυτιά μας πονάνε, φωνάζουμε ο ένας στον άλλο για ν΄ακουστούμε. Σωριαζόμαστε μαζί με δεκάδες ιδρωμένους σε μια πιτσαρία της κακιάς ώρας κοντά στο γήπεδο, που κάνει χρυσές δουλειές για Τρίτη βράδυ και σαβουριάζουμε.
Μιλάμε ο ένας στον άλλο εκστασιασμένοι, για τα ίδια πράγματα με άλλη σειρά. Τί να πρωτοπούμε, να μην το ξεχάσουμε. Πώς να το μεταφέρεις σε κάποιον που δεν ήταν εκεί; «Είδαμε Μέϊντεν, το συνειδητοποιείς;» Κάτι τέτοιες βραδιές στη Νέα Φιλαδέλφεια το ροκ, ως προσωποποιημένη λατρευτική εκδήλωση, ως όνειρο χρόνων και κυρίως ως ζωντανός συλλογικός ηλεκτρισμός είναι που έγινε κανονικό βίωμα. Για όλους όσους ήμασταν εκεί. Με 7 ακριβώς χρόνια διαφορά απ΄τη μία συναυλία στην άλλη, για δύο διαφορετικές γενιές, ήταν η κατάλληλη χρονική στιγμή.
Εκείνο που ζήσαμε σ΄εκείνο το γήπεδο που δεν υπάρχει πια, μας έδωσε τα φώτα. Ή μας τα άλλαξε, μια και καλή. Σ΄ευχαριστούμε για τις μνήμες, φάντασμα.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites