The Who: Live At Leeds ή αλλιώς το "καλύτερο live άλμπουμ όλων των εποχών"
Δεν μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί μια ολόκληρη φοιτητική κοινότητα να χαίρεται που θα περάσει τη βραδιά του Αγίου Βαλεντίνου μαντρωμένη στο campus. Κι όμως, οι παραπάνω από δύο χιλιάδες φοιτητές που είχαν συρρεύσει στις 14 Φεβρουαρίου του ’70 στο παλιό εστιατόριο του Πανεπιστημίου του Leeds και χίλιοι παραπάνω που δεν κατάφεραν να βρουν εισιτήριο (είχαν εξαφανιστεί από τα ταμεία της εστίας μέσα σε μία ώρα) και διαγκωνίζονταν στους τριγύρω χώρους μήπως και τρυπώσουν, είχαν τους λόγους τους να είναι ενθουσιασμένοι.
Αυτή η αίθουσα, The Refectory”, χωρητικότητας 2.100 θέσεων είχε μετονομαστεί σε αίθουσα “Art Deco” και από το Φθινόπωρο του ’69 είχε ήδη φιλοξενήσει Fleetwood Mac, Pink Floyd, Joe Cocker, Ten Years After και τρεις εβδομάδες πριν, τους Led Zeppelin.
Εκείνο το βράδυ όμως ήταν η σειρά της μεγαλύτερης μπάντας απ’ όλες. Στο πάλκο θ’ ανέβαιναν οι Who.  
Έξι χρόνια και τέσσερα άλμπουμ πιο πριν, ήταν ένα ακόμη rhythm & blues σχήμα με mod περιβολή και αγριεμένη ματιά, που μόλις είχε αρχίσει να μακραίνει τα μαλλιά του, έπαιζε ακατάπαυστα στις Λονδρέζικες pub και τρεφόταν με χούφτες uppers και downers.


Τώρα, με τις δάφνες της μουσικής κοινότητας εξασφαλισμένες για το μεγαλεπήβολο, πρωτότυπο και θεματικά ενοχλητικό “Tommy”, ζεστοί από την υπερεπιτυχημένη Αμερικανική περιοδεία, τη χαοτική εμπειρία του Woodstock και τον θρίαμβό τους στο φεστιβάλ του Isle Of Wight, ήταν όχι μόνο το «βαρύτερο» αλλά και το διασημότερο γκρουπ που μπορούσε κανείς να δει στην αρχή της νέας δεκαετίας.
Μια μπάντα που, σύμφωνα με τον μουσικό τύπο της εποχής, επί σκηνής «καταλαμβανόταν από μια έκτη αίσθηση» και οδηγούσε το κοινό «σε τέτοια “νιρβάνα” που άλλα συγκροτήματα μόνο στα όνειρά τους μπορούσαν να φανταστούν”.
 
Σ΄αυτό το μάλλον ταπεινό venue, η ιστορία ήταν έτοιμη να χαραχτεί στην πέτρα.
 
Στις τάξεις των Who, η ιδέα για ένα live album είχε αρχίσει να ωριμάζει μετά την αμερικάνικη περιοδεία του ‘69, όμως ο συγκεντρωτικός Pete Townshend, απηυδισμένος από τις απρόσωπες συναυλίες σε στάδια γεμάτα τριπαρισμένους χίπυς διαμήνυσε στο management (Kit Lambert και Terence Stamp) ότι αν ήθελαν μια ζωντανή ηχογράφηση θα έπρεπε να «κάνουν στάχτη» τις μαζεμένες ηχογραφήσεις των τελευταίων μηνών και να κλείσουν μερικές μικρής εμβέλειας εμφανίσεις στην Αγγλία. 
 
Η επιθυμία του εισακούεται. Οι δύο συνεχόμενες βραδιές προγραμματίζονται η  πρώτη στο Leeds και η δεύτερη στο Hull, 14 και 15 Φεβρουαρίου, ενώ γίνονται όλες οι προετοιμασίες για να ηχογραφηθούν και οι δύο, με σκοπό να επιλεγούν οι καλύτερες στιγμές για τον «ζωντανό» δίσκο. Ειδικά στο Leeds, για να δουλέψει με ασφάλεια η τεράστια ηχητική εγκατάσταση του γκρουπ επιστρατεύθηκε και εφεδρική ηλεκτρική γεννήτρια.
Τα σετ θα ήταν από τα πιο μεγάλα σε διάρκεια, με ένα πρώτο μέρος αποτελούμενο κυρίως από τις «επιτυχίες» των ‘60s και ένα δεύτερο όπου θα παιζόταν ολόκληρο το “Tommy”. Τελικά, η ηχογράφηση στο Hull αντιμετώπισε τεχνικά προβλήματα, ειδικά στην ηχογράφηση του μπάσου του Entwistle. Απέμεινε το υλικό απ΄το Leeds και απ΄αυτό και μόνον, έπρεπε να βγει ολόκληρος ο δίσκος.
 
Το τελικό δισκογραφικό «προϊόν» που κυκλοφόρησε στις 16 Μαίου του 1970 στην Αμερική (από Decca/MCA) και μία εβδομάδα αργότερα στη Βρεττανία (από Polydor) εκ πρώτης όψεως –και προ ακροάσεως- έδειχνε «φτωχό».
Εξώφυλλο πρακτικά ανύπαρκτο, με την απλή στάμπα «The Who – Live At Leeds» πάνω σε καφέ χαρτοσακκούλα, σαν πειρατική ηχογράφηση (πρόταση του Townshend για να αποστεί όσο πιο πολύ μπορούσε από την καλλιτεχνική επιτήδευση του “Tommy”). Συνολική διάρκεια κάτι παραπάνω από 37 λεπτά και τα κομμάτια μόλις έξι, τα μισά μάλιστα διασκευές.
 
Κανείς δεν μπορούσε να υπολογίσει την καταλυτική επίδραση που θα είχε σε εκατομμύρια ακροατών και μουσικών ανά τον κόσμο ο ήχος (μουσικότητα, όγκος, καθαρότητα) και η προσέγγιση στο μουσικό υλικό του ίδιου του κουαρτέτου (απόδοση, δέσιμο, ενέργεια, πειραματισμός), όπως αναδύεται από τα αυλάκια του μονού αυτού lp.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι οι Who θεωρούσαν πάντα την «χαμένη» συναυλία του Hull πολύ καλύτερη.
Το άλμπουμ ξεκινά με τη διασκευή του Mose Allison (την προλογίζει ταπεινά ο Townshend), τοYoung Man Blues”. Το εν πολλοίς άγνωστο, βαρύθυμο shuffle του 1957 μεταμορφώνεται σε μια ωδή στη νεανική οργή, καβάλα σ’ ένα μεταλλαγμένο, μεταλλικό blues, με κοφτές παύσεις και βίαια μπασίματα. Ένα πραγματικό σοκ για τη μερίδα του κοινού του ’70 που διάλεξε το άλμπουμ αναμένοντας τρίλεπτα κομμάτια με ρεφρέν ή σοφιστικέ ψυχεδέλεια τύπου “Tommy”. Ακόμη και το Substitute που ακολουθεί, απλώς θυμίζει την προ τετραετίας επιτυχία, έχοντας μεταβληθεί σε ένα δίλεπτο γεμάτο οξείες γωνίες.
Η εκτέλεση του Summertime Blues είναι ένα άλλο μεσαίων βαρών, φορμαρισμένο, σφυροκόπημα, με το βρεττανικό φλέγμα να εκτοπίζει εφεξής την αυθεντική ηχογράφηση του Eddie Cohran σε υποσημείωση στην ιστορία του ροκ.


Το ShakinAll Over, το πλέον χαρακτηριστικό κομμάτι βρεττανικού ροκ ν΄ρολ της προ Beatles εποχής (Johnny The Kidd & The Pirates και πάσα αρχή παυσάτω), ήταν σύγχρονο των Who, όταν ξεκινούσαν ως Detours το ‘62. Υπήρχε στο σετ τους ήδη για 8 χρόνια, γι΄αυτό και η καταμέτωπον επίθεσή τους στο πρωτότυπο ακούγεται αβίαστη, αποκαλυπτική μάλιστα για το ότι υπάρχει κρυμμένη στο δωδεκάμετρο μια άλλη μουσική, άγρια και αιχμηρή.
Η ζωντανή εκτέλεση του ύμνου στην αμετάπειστη νεότητα, το My Generation ήταν διαρκώς περιπετειώδης στα ’70s.  Κι εδώ, με την δεκαπεντάλεπτη εκτέλεση που ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του δίσκου, γίνεται το επίκεντρο αυτού του δίσκου.
Ξεκινά με ανήκουστα ωμή ταχυδύναμη για να μετεξελιχθεί σε ένα τζαμάρισμα με περάσματα από το “Tommy” και hard blues γέφυρες, τις οποίες χτίζει και γκρεμίζει μονομιάς το αρχέγονο ουρλιαχτό του Daltrey. Το -αλά Bo Diddley- stomp του ψυχεδελικού ύμνου Magic Bus δεν διατηρεί για πολύ την ψευδαίσθηση του “hit”, καθώς η επτάλεπτη εκτέλεσή του γίνεται άλλη μια αφορμή για οργασμικές ηλεκτρικές εκκενώσεις που στέλνουν τον ακροατή στην αφετηρία. Τον καλεί να σηκωθεί και να γυρίσει το δίσκο και πάλι από την πρώτη πλευρά. Τέτοια εμπειρία, επιτάσσει  την επανάληψη από μόνη της.

Τραχύ rhythm & blues, fusion, pub rock, heavy metal, punk, όλα σχεδόν τα ρεύματα του βρεττανικού ροκ που κατηγοριοποιήθηκαν δέκα χρόνια αργότερα απ΄την κυκλοφορία του άλμπουμ αυτού, υπάρχουν –τουλάχιστον σπερματικά- μέσα σ΄αυτά τα 37 και κάτι λεπτά. Αυτό που ακούγεται εκεί μέσα έφθασε να γίνει αρχέτυπο, άθραυστο μέτρο σύγκρισης, ιδίως για τον δισκογραφημένο ζωντανό ροκ ήχο. Τα εκατοντάδες live που κυκλοφόρησαν αργότερα είχαν να αναμετρηθούν με τα δομικά χαρακτηριστικά του “Live At Leeds”. Ήχος σφιχτός σα γροθιά, ασυμβίβαστα δυνατός, που αναπαριστά – έστω σε περίληψη- μια συναυλία, κάνοντας τη φαντασία να οργιάζει για το πώς θα ήταν η υπόλοιπη. Μια μπάντα με «στεγνή» σύνθεση, τρία όργανα και μία φωνή, ηχογραφημένη όμως έτσι, ώστε σε κάθε δευτερόλεπτο να μπορεί να ακουστεί το τί παίζει το καθένα.
Κάπου εκεί αναδεικνύεται και η ιδιοφυής χημεία των Who. Το άγριο λαρύγγι του Daltrey (βοηθούμενο από τα μαεστρικά δεύτερα), με τα τραβήγματα, τις κραυγές και το μελωδικά αγγλικό μέτρο στην εκφορά, ακούγεται για πρώτη φορά σαν τον τηλεβόα μιας ολόκληρης γενιάς. Το κεραυνοβόλο, γεμάτο παραμόρφωση μπάσο του Entwistle, το σαν παρανοϊκό γρονθοκόπημα παίξιμο του Keith Moon με τα άμετρα γυρίσματα και γεμίσματα και -πάνω απ΄όλα- τα γεμάτα feedback ακκόρντα και τα «ρυθμικά» σόλο του Townshend, έχουν το καθένα το δικό του νόμο. Αν απομονώσει κανείς το κάθε όργανο είναι σα να ακούσει τέσσερις lead μουσικούς, να παίζουν το ίδιο τραγούδι με τέσσερις παράλληλους αυτοσχεδιασμούς, που ο ένας εισφέρει στον άλλο συνοχή και οξύτητα. Ένας ήχος - απτή απόδειξη ότι κάθε μεγάλο γκρουπ έχει αυτό το ακατάτακτο μικροστοιχείο που κάνει το άθροισμα των ικανοτήτων των μελών του να ισούται με κάτι ανεξήγητα «παραπάνω» απ΄αυτές.
Όπως έχει πολύ εύστοχα γραφτεί, ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο το “Live At Leeds” ξεπέρασε την εποχή του και έγινε ορόσημο, είναι όλα αυτά τα πράγματα που «δεν είναι», ένα σύνολο από μικρές, μη αντιγράψιμες, ποιότητές του. Ας πούμε : τα larger than life συγκροτήματα, ιδίως μετά το ’70, επέλεγαν να ηχογραφήσουν τον ζωντανό τους δίσκο σε μια αίθουσα υψηλού προφίλ, με όλα τα hit τους σε σειρά, με το κοινό να ακούγεται άψυχο (ή άλλοτε «υπερενισχυμένο»), τον ήχο τους τσίγκινο, όσο πιο κοντά στο στουντιακό πρωτότυπο. Ακόμη κι αν η επιλογή των κομματιών από την νιοστή τους περιοδεία ανά τον κόσμο ήταν πετυχημένη, η ηχογράφηση συνήθως έμοιαζε σαν ο ακροατής να μαθαίνει για κάποιες υπέροχες διακοπές από έναν φίλο που του δείχνει φωτογραφίες.
Στο “Live At Leeds”, πέρα από τον διαυγή, επιθετικό και ρηξικέλευθο ήχο, ακόμη και το εκστατικό κοινό συμβάλλει στο υποβλητικό αποτέλεσμα. Ανάμεσα απ΄ τα τραγούδια ακούει κανείς αφτιασίδωτες, «προσωποποιημένες» αντιδράσεις, ψιθύρους, χειροκροτήματα, βηξίματα. Είναι το ροκ σε πρώτο πρόσωπο, ατόφιο, από την πρώτη σειρά της συναυλίας.
 

Ο δίσκος έφθασε στο Νο 3 στα Αγγλικά τσαρτς και στο Νο 4 στα Αμερικάνικα, μετρώντας τελικά πάνω από μισό εκατομμύριο αντίτυπα στην Αμερική μέχρι τον Αύγουστο του ’70.
 
Η εκτίμηση για τον δίσκο υπήρξε διαρκώς και μεγαλύτερη όσο η δεκαετία του ’70 έφθανε προς το τέλος της. Το Πανεπιστήμιο του Leeds, η ίδια η αίθουσα της συναυλίας, όλα όσα σχετίζονταν με την ηχογράφηση, έγιναν διάσημα και διεθνώς αναγνωρίσιμα μέσα στα χρόνια. Έχει θεωρηθεί ως το «καλύτερο ζωντανό ροκ άλμπουμ όλων των εποχών» από τις μουσικές στήλες της Daily Telegraph, του Independent, του BBC, από μουσικά έντυπα όπως το Q Μagazine, και τη μουσική βίβλο Rolling Stone. Το 2003, καταγράφηκε με αριθμό 170 στη λίστα του Rolling Stone  με τα 500 μεγαλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών.
H ανάγκη για προέκταση της εμπειρίας, η ανάγκη να ακουστούν live και πάλι οι Who του 1970 υπήρχε ανέκαθεν, όταν όμως η τεχνολογία το επέτρεψε και η βιομηχανία το επέλεξε, ικανοποιήθηκε με το παραπάνω. Το 1995, στην εποχή πλέον του cd, ήρθε η ώρα της πρώτης “Expanded Edition”.
Οι προσθήκες που έγιναν στην επανέκδοση αφορούσαν το πρώτο μέρος του σετ που παίχτηκε εκείνο το βράδυ της 14/2/1970 στο Refectory του Leeds. Για πρώτη φορά ακούστηκε το proto-μεταλλικό “Heaven And Hell” του Entwistle που ζέσταινε πάντα το συγκρότημα για το μαραθώνιο σόου που θ΄ακολουθούσε.

Τo “Ι Cant Explain”, παιγμένο με ελεγχόμενα επιθετικό όγκο, τα “Happy Jack” και “Im A Boy” εκτελεσμένα διεκπεραιωτικά, όμως από ένα γκρουπ μακράν πιο μυώδες από το απλώς οργισμένο mod σχήμα του ’65, το δίδυμο “Fortune Teller” (η πολυδιασκευασμένη επιτυχία του Benny Spellman) και το “Tattoo” (βαρύτερο και πιο αληθινό από τη στουντιακή εκδοχή του ’67), την σαρδόνια μίνι-όπερα “A Quick While Hes Away” και μια γερή γεύση από το “Tommy”, το “Amazing Journey / Sparks”, όπου φαίνεται ότι οι Who όχι μόνον απέδιδαν μουσικά, αλλά ζούσαν και οι τέσσερις το μουσικό στόρυ του «Κουφού, Τυφλού κι Ανίδεου» παιδιού – θαύματος και όλη την πορεία του από την σκοτοδίνη στην αποθέωση. Αυτό περίπου ήταν και το σετ των Who μεταξύ 1969 και 1970.


 

Το 2001, με τις περίφημες “Deluxe Editions” το “Live At Leeds” επανακυκλοφόρησε και προστέθηκε στην έκδοση του 1995 ολόκληρο το “Tommy”, όπως παίχτηκε στο Leeds, όμως για λόγους ροής και χωρητικότητας, μπήκε ξεχωριστά σε έναν δεύτερο δίσκο.
Το Νοέμβριο του 2010, η επανέκδοση για την 40η επέτειο του άλμπουμ πήγε ακόμη πιο μακριά. Προστέθηκε και ολόκληρη η εμφάνιση της 15ης Φεβρουαρίου 1970 στο Hull, με τα μέρη του μπάσου να έχουν ηλεκτρονικά (drag & drop στην ουσία) υποκατασταθεί από αυτά της εμφάνισης του Leeds. Η αναπαραγωγή του δεύτερου αυτού live οδήγησε –δικαίως- μέρος του μουσικού τύπου να διατυπώσει την άποψη ότι «τώρα πλέον έχουμε και τον δεύτερο καλύτερο live ροκ δίσκο όλων των εποχών»
Οι τρεις αυτές επανεκδόσεις του θρυλικού live θεμελίωσαν την πεποίθηση για το ειδικό βάρος των Who στην πρώτη χρονιά της δεκαετίας του ’70, μιας καθ΄ όλα μεταιχμιακής εποχής για την ιστορία του ροκ.  Χωρίς να επιτρέπεται σε κανέναν να δυσφορεί απέναντι σε μια τέτοια τύχη (έχουν χαθεί μνημειώδεις συναυλίες χωρίς να ηχογραφηθούν και πολλές άλλες δεν έχει καταστεί εφικτό να «αναστηθούν» ψηφιακά), η σκληροπυρηνική αλήθεια ανήκει σ’ όσους είχαν την τύχη να ψηλαφίσουν το βαρύ αυτό βινύλιο, έγκαιρα ή και μεταχρονολογημένα (όπως ο γράφων, τέτοια εποχή 17 χρόνια αφ΄ότου κυκλοφόρησε), όταν ακόμη τα liveήταν το ευαγγέλιο του ροκ ν΄ ρολ.
Και η αλήθεια αυτή είναι ότι η τεχνολογία μπορεί να διασώσει, να αναπαράξει, να μεγεθύνει το θυελλώδες από σκηνής συναίσθημα των
Who του ’70, όχι όμως να υποκαταστήσει το «καλύτερο live άλμπουμ όλων των εποχών», που εξακολουθεί να μετρά 37 και κάτι λεπτά και να έχει μόνον έξι κομμάτια.  

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites