Santana: Kλασσικά κομμάτια από την υποτιμημένη περίοδο(1980-1989)
Friday

9Mar

Δεν ήταν ο πρώτος, ούτε ο μόνος από τη μουσική γενιά του Woodstock που στα eighties κεφαλαιοποίησε το φωτοστέφανο του πρωτοπόρου. Περισσότερες και πιο κραυγαλέες οι φορές που άλλοι, ανάλογου μ΄αυτόν ή και μεγαλύτερου βεληνεκούς, έβγαλαν αυτό το φωτοστέφανο και το απίθωσαν στο ενεχυροδανειστήριο της μουσικής βιομηχανίας. Αλλά ο μεξικάνος, χαμηλότονος και απορροφημένος συνεχώς με το να βρίσκει τρόπους να κάνει την εξάχορδη να μιλάει τη γλώσσα της ψυχής του, δεν εγκλωβίστηκε από τέτοιες φτηνές συμπληγάδες.
Γρήγορα έπιασε το νόημα. Κάθε λίγο παρέδιδε ένα άλμπουμ του franchise Santana στη μαμά-εταιρία και ενδιάμεσα έφτιαχνε ένα «προσωπικό», ανταλλάσοντας την καλλιτεχνική του ελευθερία με τις κατά παραγγελία ποπ αποχρώσεις της εποχής. Κατά κανόνα, τα μουσικά σύνολα όλων των άλμπουμ του είχαν την ίδια στιβαρή βάση:
Το ρυθμικό παραλήρημα των
Peraza, Vilató, Rekow και Lear, τη βαρύτονη βοήθεια από τους καλύτερους μπασίστες (David Margen), πληκτράδες (Alan Pasqua, Gregg Rolie) ή πολυοργανίστες (Chester Thomson, David Sancious) της πιάτσας και μπροστάρη τον βραχύσωμο μουσάτο με το τενόρο λαρύγγι, τον Σκωτσέζο Alex Ligertwood (φωνητικά, ρυθμική κιθάρα).
Παρ΄ότι η ακροβασία αυτή μεταξύ «εμπορικών» και “
art” μουσικών καταθέσεων οδήγησε τους μυαλοπώλες του διεθνούς μουσικού τύπου να τον ξεγράψουν με συνοπτικές διαδικασίες, μαντέψτε ποιοί απέμειναν οι διαχρονικά κερδισμένοι.
Heres the eighties, according to Carlos Santana

 

Song For My Brother (1980, “Swing Of Delight”).
Η πρώτη (στα eighties) προσπάθεια του Carlos προς την ανάκτηση της καλλιτεχνικής του αξιοπιστίας μετά τα νερωμένα και απλοϊκά “Inner Secrets” και “Marathon”, ήταν το δικό του opus αλά Coltrane. Με ατμοσφαιρικές συνεισφορές από κάτι μουσικούς της σειράς όπως ο Wayne Shorter, Herbie Hancock και Tony Williams, o Carlos φτιάχνει ένα διπλό άλμπουμ – αύρα. Κι αν σε στιγμές ακούγεται υπερβολικά “In A Silent Way”, απλώς θέλει περισσότερες ακροάσεις υπό συνθήκες ρέμβης.  



 

The Sensitive Kind (1981, “Zebop!”)
Ο πρώτος δίσκος της δεκαετίας από το γκρουπ
Santana, σε παραγωγή του Bill Graham, του ανθρώπου που ταύτισε το όνομά του με το Fillmore, την σκηνή της δυτικής ακτής και με κάποιες δεκάδες από τις μεγαλύτερες συναυλίες των ‘70s. To κομμάτι, δάνειο από τον τεράστιο J.J. Cale, του οποίου το blues θρόϊσμα μετατρέπεται σε A.O.R. στάνταρ. Υπόδειγμα του πώς περνάνε τα πραγματικά μεγάλα κομμάτια σε ευρύ κοινό.

Brightest Star (1981, “Zebop!”).
Μυσταγωγικό
blues σε συγγραφή Carlos και Alex Ligertwood, που πλέει στα πλήκτρα του Alan Pasqua, αφήνοντας χώρο για γεμάτες πάθος ερμηνείες κι απ’ τους δύο. Από τα καλύτερα της καρριέρας του γενικώς.

I Love You Much Too Much (1981, “Zebop!”).
Ίσως μια από τις πέντε πιο αναγνωρίσιμες instrumental στιγμές του, κι αυτή απ΄το ίδιο άλμπουμ, ένα κομμάτι για όλες τις αποχρώσεις αγάπης κι έρωτα.

Hannibal (1981, “Zebop!”).
Τελευταίο στη δεύτερη πλευρά, το θυελλώδες
instrumental που άνοιγε τις συναυλίες του στις αρχές της δεκαετίας είναι από τα πιο χαρακτηριστικά, δυναμικά instrumental με κινηματογραφική αύρα και τζαζ ανάπτυξη. Μια χωρίς λόγια επικο-latin σύνοψη της ιστορίας του στρατηγού Αννίβα, του μάστορα της στρατηγικής. Η επανεκτέλεσή του στο προσωπικό του άλμπουμ “Blues For Salvador” του ’87 έχει περισσότερα κρουστά, εξωτικά φωνητικά και ηλεκτροακουστικό flamenco touch, επίσης δυνατή.

The Nile (1982, “Shango”).
Μοιρασμένο μεταξύ
A.O.R. και εξωτικών instrumental (στη δεύτερη πλευρά), το follow up του “Shango” ήταν μια μέτρια προσπάθεια, παρ’ ότι θα απέδιδε στον Carlos το τελευταίο top-20 κομμάτι για πολλά χρόνια (“Hold On”). Το βορειοαφρικάνικο χρώμα της βόλτας σε «δρόμους του Κάϊρο» δένει με τα κοφτά ριφ της κιθάρας. Ό,τι πιο κοντινό στο hard rock κυκλοφόρησε στα ‘80s.

 


Mudbone (1983, “Havana Moon”).
Στο πέμπτο του προσωπικό άλμπουμ, γεμάτο από ατμοσφαιρικούς απόηχους της γενέτειρας Tijuana (“Havana Moon”, “Vereda Tropical” ,”The All Went Down To Mexico”), ο Carlos συνδυάζεται εκπληκτικά με τον Jimmy Vaughan των Fabulous Thunderbirds και τον θρυλικό Booker T. Jones στα πλήκτρα.

Tales Of Kilimanjaro (1983, “Havana Moon”).
Να πώς ήθελε στην πραγματικότητα ο μαέστρος το κομμάτι που πρωτοεμφανίστηκε σε «μαζεμένη» εκδοχή στο “
Zebop!”. Απτή απόδειξη του ότι ο Carlos είχε οδηγό μόνο τον ήχο που άκουγε μέσα στο μυαλό του.

Right Now (1985, “Beyond Apperances”).
Το πιο ποπ άλμπουμ της πορείας του (μέχρι το “
Supernatural” του ’99), καταβαραθρώθηκε από κοινό και κριτικούς σαν το ύστατο ξεπούλημα. Εξωτερικοί συνθέτες, ρεφραίν – κράχτες, χορευτική ιλαρότητα να αναμιγνύεται με περάσματα αφρικάνικων chants και αβίαστη – αλλά πειθαρχημένη ως και ελαφρώς φιμωμένη – κιθάρα. Στην Ελλάδα ήταν το “Say It Again” που ακουγόταν σε κάθε καλοκαιρινή disco, όμως, ένα άλλο κομμάτι, παιγμένο σε ολόκληρο Live Aid με τη βοήθεια του Pat Metheny με διαστάσεις εθιστικού jam, αποδεικνύει πόσο αδικημένο υπήρξε το άλμπουμ εκείνο.

 Love Is You (1987, “Freedom”).
Σε μια προσπάθεια να επιστρέψει σε τίμιες συνθέσεις μπάντας, συνοδευόμενος από τη γνώριμη μεραρχία κρουστών (Orestes Vilató, Raul Rekow, Armando Peraza, Graham Lear) και με τον βαρέων βαρών Buddy Miles μπροστά απ΄το μικρόφωνο, δίπλα στον Ligertwood, φτιάχνει έναν συμπαθητικό, ευσύνοπτο δίσκο, που περνά απαρατήρητος από άποψη πωλήσεων. Το instrumental κινείται σε ανάλογο κλίμα: μελωδικό και νωχελικό σαν από άλμπουμ του Kenny G, αλλά με μια μεταδοτική ειλικρίνεια, συνώνυμη της εμπειρίας του παιξίματός του. Τίποτε βέβαια δεν εμποδίζει την περιοδεία να είναι, όπως πάντα, απολαυστική.


Blues For Salvador (1987, “Blues For Salvador”).
Το πρώτο Grammy για τον Carlos, της καλύτερης Rock Instrumental ερμηνείας, ήρθε στις 22/8/89, για το ταξιδιάρικο Peter Green-oειδές κομμάτι ενός άλμπουμ που είχε στόχο να συγκεντρώσει πόρους για τα παιδιά του Ελ Σαλβαδόρ. Μια συλλογή latin blues, με θέματα ξαναδουλεμένα, έτσι όπως θα ήθελε ο Carlos να ακούγονται αν δεν υπήρχαν εμπορικές συμβάσεις.

The Healer (1989, “The Healer”).
H
δεκαετία κλείνει με έναν φόρο τιμής του 41χρονου τότε Carlos σ΄έναν ζωντανό θρύλο. Η συμμετοχή του στο άλμπουμ του John Lee Hooker άφησε πίσω μια από τις διασημότερες σήμερα κιθαριστικές φράσεις και (μαζί με τους υπόλοιπους μουσικούς που συμμετείχαν εκεί – Bonnie Raitt, Los Lobos, Robert Cray, George Thorogood) βοήθησε τον σκοτεινό άρχοντα των blues να ζήσει με αξιοπρέπεια τα τελευταία δέκα και κάτι χρόνια της ζωής του.

Αυτός ήταν ο Carlos στο τέλος της «χαμένης» δεκαετίας του ’80. Ένας θεσμός που γινόταν αισθητός σε δέκατα του δευτερολέπτου, μόλις έβαζε τις πρώτες νότες στη σειρά. Μπορούσε να χρωματίσει συνθέτοντας, προεκτείνοντας, γκεστάροντας σε οποιαδήποτε ενορχήστρωση σήκωνε έγχορδη ενίσχυση, από ποπ μέχρι jazz, υπογραμμίζοντας με τον πιο άμεσο τρόπο ότι η μουσική είναι μία και παίζεται από καρδιάς.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου