Από τον Βακαλόπουλο στον De Ville (με κόμβο το “Coup De Grâce”)
Wednesday

19Aug

Οι μουσικοί δρόμοι κατά κανόνα ανοίγονται μπροστά μας από την προφορική παράδοση. Από κουβέντες όλο πάθος και διάθεση για μοίρασμα. Φίλων, συντρόφων, μεντόρων της μιας φοράς, θάλεγε κανείς από συγγενείς γενικώς. Εξ αίματος, εκ πνεύματος ή εκ συγκυρίας. Κάτι φορές όμως συμβαίνει να ξεπετάγεται άχρονα και περίπου απροσδόκητα μπροστά μας ο ίδιος γραπτός λόγος, να μας πιάνει απ΄το χέρι και να μας οδηγεί στη μουσική.
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος γεννήθηκε το ’56 και μεγάλωσε στην Κυψέλη, μοναχογιός ενός ζευγαριού δημοσίων υπαλλήλων που τους ένωσε η αγάπη για τα γράμματα και τις τέχνες. Θα αναπτύξει νωρίς μια ασίγαστη δίψα για το διάβασμα, τον κινηματογράφο, τη μουσική και σιγά – σιγά, για το γράψιμο. 
Θα περάσει την εφηβεία του στην ταραχώδη δεκαετία του ’60 σ΄ένα αστικό περιβάλλον σχετικά προστατευμένο από τις τότε ζυμώσεις, χωρίς ιδιαίτερες ανέσεις, αλλά με πολλές παρέες. Μεταξύ σχολείου και διαρκούς δίαιτας με ταινίες, βιβλία και δίσκους.
Το ’73 θα περάσει στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε. και θα γνωρίσει το Παρίσι. Πολιτικοποιημένος αλλά με κριτική ματιά, πριν τα 20 θα αρχίσει να γράφει –κυρίως για το σινεμά και για την νεαρή τότε τηλεόραση - σε ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Τα κείμενά του, με εμβρίθεια σχεδόν παράταιρη προς την ηλικία του και συγχρόνως με πυκνό, αλλά ελκυστικό στυλ γραφής, θα ξεχωρίσουν από νωρίς. Δε θα αργήσει από την «ασφαλή» θέση της κριτικής να περάσει στην εκτεθειμένη θέση, του δημιουργού. Το ’80 παίρνει το πτυχίο του, εκδίδει το πρώτο του μυθιστόρημα («Υπόθεση Μπεστ Σέλλερ») και ξεκινά να σπουδάζει σινεμά στο Παρίσι, με δασκάλους όπως ο Ερίκ Ρομέρ. Τον πρώτο χρόνο σπουδών διαγνώνεται με λέμφωμα και υποβάλλεται σε θεραπεία, επιτυχώς.




Επιστρέφει στην Ελλάδα και δραστηριοποιείται σε ραδιόφωνο (εκπομπές που θα τις θυμούνται για χρόνια οι μεταμεσονύκτιοι θιασώτες του Τρίτου), σε εφημερίδες, περιοδικό τύπο, γράφει σενάρια για ταινίες και τηλεοπτικές εκπομπές. Εκδίδει βιβλία («Οι Πτυχιούχοι» ’84, «Νέες Αθηναϊκές Ιστορίες» ’88, «Η Γραμμή του Ορίζοντος» ‘91), δημοσιογραφεί και παρακολουθεί με συνέπεια το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και τα ξένα Φεστιβάλ. Κυρίως όμως, γράφει και σκηνοθετεί τις δικές του ταινίες («Βεράντες», ’84, «Θέατρο» ’86, «Όλγα Ρόμπαρντς» ‘89).
Δεν τον κάμπτει ούτε μια υποτροπή στην ασθένερια που εμφανίζεται στα τέλη του ‘87 και την ξεπερνά και πάλι με βαριά θεραπεία.
Άνθρωπος αγαπητός, γύρω από τον οποίο σχηματίζονταν παρέες, με ιδιότυπα φλεγματικό χιούμορ και μια απαράμιλλη ικανότητα να αφαιρεί και να συνθέτει τη ζωή και την τέχνη μέσα από ατάκες και αποφθέγματα. Δοτικός, συντροφικός αλλά και εκλεκτικός, δεν βαρύνει τους γύρω του με την πολυπραγμοσύνη του, ούτε τον αγγίζουν οι συνήθεις παρονυχίδες της.
Το ’92, μαζί με τον Σταύρο Τσιώλη γυρίζει την ταινία «Παρακαλώ Γυναίκες, Μην Κλαίτε», που το ίδιο φθινόπωρο παίρνει βραβείο σκηνοθεσίας, σεναρίου και καλύτερης ταινίας της Ένωσης κριτικών στο Φεστιβάλ Θεσαλονίκης. Είναι στην καλύτερη στιγμή της καρριέρας του. Δημιουργικός και αισιόδοξος.
Τίποτε δεν προοιονίζει ότι λίγες εβδομάδες μετά, πριν ακόμη η ταινία κυκλοφορήσει στις αίθουσες, θα εμφανίσει καρκίνο στον πνεύμονα σε τελευταίο στάδιο και θα αφήσει την τελευταία του πνοή, στο σπίτι του, ανάμεσα σε φίλους και δικούς, λίγες μέρες μετά τα 37α
 γενέθλιά του.
 
Η προσφορά του ανθρώπου στον γραπτό λόγο, στην κινηματογραφική γραφή και την περί 7ης τέχνης κριτική δεν είναι εύκολο -και σίγουρα όχι δόκιμο- να αναπτυχθεί περιληπτικά. Ίσως η καλύτερη ευκαιρία για να τον συναντήσει κανείς είναι η περιεκτική συλλογή δημοσιογραφημάτων του που κυκλοφόρησε πριν 10 χρόνια, «Η Ονειρική Υφή της Πραγματικότητας» (εκδόσεις Εστία, σε επιμέλεια – επίμετρο Κώστα Λιβιεράτου). Ακόμη και σ΄αυτούς που αγνοούν το υπόλοιπο έργο του (όσο κάτι τέτοιο μπορεί να παραμένει συγχωρητό στη σημερινή εποχή της υπερπροσφοράς σε πληροφόρηση), από τη συλλογή αυτή αναδεικνύονται, μεταξύ άλλων και μερικές από τις μουσικές του σκέψεις.
Ρόκερ από προέφηβος, στη πορεία αναγνώρισε και εμβάθυνε στην αξία της ελληνικής μουσικής. Από τον Dylan, τους Talking Heads, τους Clash, τους Stray Cats και τον Van Morrison στον Σαββόπουλο, τον Ξυδάκη, τον Τσιτσάνη, τον Ρασούλη, τον Παπάζογλου, τους Χεμερινούς Κολυμβητές και τον Σαλέα. Διαβάζοντας κανείς αυτόν τον κρυστάλλινο και τόσο σημερινό λόγο του, διαπιστώνει (όχι το πεζό και εν πολλοίς υποκριτικό «η μουσική είναι μία») ότι σημασία έχει πώς ακούς κάτι ή κάποιον (καλλιτέχνη) και όχι «τί ταμπέλα» βάζεις (ή σου βάζουν) σ΄αυτό που ακούς.
 
Μέχρι κάμποσα χρόνια πριν, ήξερα απλώς ότι ο De Ville ήταν ένας από τους κύριους λόγους που ο Phil Lynott γνώρισε την ηρωίνη, στην αμερικάνικη περιοδεία των Thin Lizzy το ’77-’78. Με όλη την υποχρέωση που μπορεί να νιώσει κανείς απέναντι σε μια γραφίδα που την άκουσε να μιλάει με μια φωνή που δεν άκουσε δια ζώσης ποτέ, είναι χαρακτηριστική όσο και απαραίτητη η παρακάτω παράθεση (σελ. 403-4-4, οπ. ανωτ.).
Οδηγεί όχι μόνο να μάθει κανείς να αποδισκογραφεί συγκεκριμένο καλλιτέχνη, αλλά στο να ακούει τη μουσική συνολικώς διαφορετικά.
 
Στο τεύχος 2 του περιοδικού «Ντέφι» (Αύγουστος – Σεπτέμβριος ’82), ο Βακαλόπουλος γράφει ότι τρεις λόγοι τον κάνουν να ξεχωρίσει το τέταρτο lp του Mink De Ville μέσα από τη σύγχρονή του ροκ δισκογραφία.
 
Ο πρώτος λόγος είναι ότι ο Ντε Βιλ «χρησιμοποιεί έναν πραγματικό παραγωγό με σάρκα, οστά και μουσικά κριτήρια, τον Τζακ Νίτσε (...) έναν παραγωγό που στα νιάτα του άκουγε ροκ –εν-ρολ και μόνο».
 
Ο δεύτερος, «αφορά την επιλογή του Ντε Βιλ να επεξεργαστεί μια προσωπικότητα vocalist, ερμηνευτή, βάζοντας διακριτικά κατά μέρος τις συνθέσεις του. Πράγματι, αν υπάρχει κάτι από το οποίο πάσχει σήμερα ολόκληρη η ροκ σκηνή είναι αυτή η αφόρητη παρέλαση “δημιουργών” για τους οποίους η σύλληψη θα ήταν το παν και η εκτέλεση ένα λουστραρισμένο τίποτα (δεν εξαιρώ ούτε τον Τομ Γουέϊτς). Αν όμως το ροκ-εν-ρολ (θέλει να) είναι λαϊκή μουσική, αυτό σημαίνει πριν απ’ όλα ότι πρέπει να διατηρεί ως κόρην οφθαλμού τους εκτελεστές του, τους ανθρώπους που σέβονται και δεν παρωδούν τον ριζοσπαστισμό του υλικού τους, όλους αυτούς που φέρνουν στην επιφάνεια τα μόνιμα στοιχεία μιας μουσικής που κουβαλάει λαϊκές μνήμες, έστω κι αν ταυτίζεται με τη βιομηχανία (...)».
 
Ο τρίτος «αφορά την εμμονή του Ντε Βιλ να συνθέτει και να εκτελεί χορευτικά κομμάτια. Η ελληνική δισκοκριτική ροκ μας ε΄χει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια στον πιο επικίνδυνο διαχωρισμό: δίσκοι “δημιουργών” με μήνυμα από τη μια, χορευτικές “εμπορικές” επιτυχίες από την άλλη. Προσπάθεια που διακρίνεται κύρια για τον επαρχιωτισμό της, στέλνει όλο τον κόσμο στις σχολές Στρατηγάκη για να μπορεί να καταλαβαίνει τους στίχους των Magazine και τρέφεται από την επιθυμία να νομιμοποιηθεί το ροκ ως πολιτιστικό γεγονός, άγνωστο σε ποιούς καλλιεργημένους κύκλους.
Καταλήγει δε ως εξής : (...) Το Coup De Grâce, όποιος οποιοσδήποτε δίσκος του Τσακ Μπέρυ, ακούγετια χωρίς να χρειάζονται πριν ή μετά ειδικές ασκήσεις αυτοσυγκέντρωσης. Οι κριτικοί ροκ λοιπόν, που κατέλαβαν τα έντυπα και το ραδιόφωνο γράφοντας εκατό χιλιάδες σελίδες για τον Τζιμ Μόρισον, καλό θα ήταν να άκουγαν το Coup De Grâce πίνοντας ένα απλό καφεδάκι το απόγευμα, αναλογιζόμενοι για μία έστω φορά μήπως η ιστορία του ροκ-εν-ρολ γράφεται όχι γιατί μπαίνουν σε κίνηση μερικά μυαλά, αλλά γιατί ξαφνικά, στο άκουσμα ενός ριφ, λύνονται εξωφρενικά εκατοντάδες πόδια».     
  
Ποιός είναι όμως ο Willy De Ville (“Mink De Ville” ονόμαζε το σχήμα του μεταξύ ’77 και ’86). Γεννήθηκε 25 Αυγούστου του 1950 και μας άφησε πρόωρα, πάλι Αύγουστο, το 2009. Σε μια καρριέρα περίπου 35 χρόνων, που ξεκίνησε από το CBGB της Νέας Υόρκης (resident μπάντα για ένα διάστημα), ανέμιξε με σφρίγος την r’n’b, soul, doo-wop και rockabilly παράδοση των ’50s και των ‘60s σε δικές του συνθέσεις, στις οποίες κυριαρχούσε η τραχιά «crooner ανταλλάσσει γροθιές με αλητήριο pre-πανκ φρικιό» φωνή του με τη λατινογενή προφορά.
Υπήρξε από τους τραγουδοποιούς και περφόρμερ που έδωσαν πνοή στον λεγόμενο “Brill Building Sound”, την «παραδοσιακή» rhythm & blues μουσική την μπολιασμένη με «εξωτικά» (συνήθως παραδοσιακά του νότου των Η.Π.Α. ή latin) στοιχεία.
Παθιασμένος bandleader σφιχτοδεμένων σχημάτων που δεν πούλησαν ποτέ ιδιαίτερα, κυκλοφόρησε 7 (από αξιοπρόσεκτα έως θαυμάσια) album πριν μετακομίσει στη Νέα Ορλεάνη (’88) και καταδυθεί στην απέραντη τοπική μουσική παράδοση. 9 άλμπουμ και 20 περίπου χρόνια αργότερα, ο Willy είχε μετουσιωθεί από drugged-out rockabilly σε έναν gris-grisγκουρού.
Χαϊμαλοφόρος, χαιτεύων και αστείρευτος σε έγχορδες μυσταγωγίες τσέπης, έχαιρε εκτίμησης όχι μόνον ως επιβιώσας τουunderground (πολλοί θα ήθελαν να έχουν μια ξώφαλτση απ΄το ταλέντο του), όχι μόνον ως ο τραγουδιστής του οποίου τις κινήσεις ο Jagger προσπάθησε να κρύψει ότι θέλει να βαμπιρίσει «για έμπνευση», όταν τον είδε στο στούντιο να ηχογραφεί το “Mixed UpShook Up Girl”, πίσω στα ’77, αλλά ως ένας στιβαρός εκπρόσωπος της Americana, ένας ζων θησαυρός τραγουδιών και ενορχηστρώσεων που συνέδεε την παράδοση με το ροκ μέλλον. Πάνω που το άλμπουμ του “Pistola” (2008) είχε αρχίσει να γίνεται η ερινύα των mainstream κριτικών που τον αγνοούσαν τόσα χρόνια, έφυγε μετά από σκληρή και σύντομη μάχη με τον καρκίνο του παγκρέατος.
   

Το “Coup De Grâce” (1981) δεν είναι το «καλύτερο» από τα lp της πρώτης περιόδου του, απλώς και μόνον επειδή δεν μπορεί κανείς εύκολα να βρει διαφορές ποιότητας μεταξύ τους. Όντως όμως είναι αυτό με την πιο ευδιάκριτη, “wall of sound” ηχογραφία (βλ. Jack Nitzsche), κάτι που βοηθά στο να μπορέσει κανείς να ξεκινήσει να τον ψάχνει. Κομμάτια που μένουν, τρυφερά και δυνατά ταυτόχρονα (“Maybe Tomorrow”, “Love Like You Did Before”, “Just Give Me One Good Reason”, “Help Me make It”) που κάνουν, πράγματι, το πόδι να χτυπά ρυθμικά στο πάτωμα, αν όχι να συμπαρασύρει και το άλλο πόδι σ΄ένα ενστικτώδες ροκ ν΄ρολ χορό, δόνηση που ένιωσε κι ο γραφιάς της Κυψέλης, καθώς ξεφυσούσε τον καπνό ή ρουφούσε στωϊκά το αγαπημένο του μπακάρντι-κόλα, κάποιο απόγευμα, πάνω από τρεις δεκαετίες πριν.
 
Κάπως έτσι ο Χρήστος Βακαλόπουλος οδηγεί στον Willy “Mink” De Ville. Ένας πρόωρα φευγάτος στο έργο ενός άλλου.
Ανάγνωση και ακρόαση, είναι αισθητό, αποτελούν συνήθειες που αναζητούνται (αν όχι καταζητούνται) τη σήμερον. Όμως απ΄αυτή την -φαινομενικά αυθαίρετη- σύζευξη ενός Έλληνα στοχαστή κι ενός αμερικάνου ρόκερ ενθαρρύνονται και αποκαθίστανται.
Με υλικό απ΄αυτόν τον αόρατο μίτο που ενώνει όλες τις μορφές τέχνης ανά τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Χρήστος Βακαλόπουλος, 
WillyDe Ville. 
Aπτή απόδειξη ότι η δημουργία και η έκφραση, όπως κι αν προκύψει, κατά παραπομπήν, τυχαία ή καρμικά, είναι μέγεθος υπέρτερο του βιολογικού μας χρόνου.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites