Leonard Cohen: I' M YOUR MAN
Friday

11Nov

Leonard Cohen: I' M YOUR MAN

Δημοσιεύθηκε από:

11/11/2016

Κατηγορία: Art Rock

11706
27 Μαρτίου του '88, αργάμισυ, πάνω στο κατάστρωμα του «Κνωσσός» που πάει για Κρήτη. Εν πλω για τις «πενταήμερες» (πολιτισμικά φορτισμένη ορολογία, μη διορθώσιμη). Λύκεια από παντού έχουν ανακατατευτεί σε παρέες της μιας βραδιάς.
Πρώτη φορά θα περάσουμε όλη τη νύχτα σε πλοίο. Παρέα με παιδιά απ' το Γαλάτσι, πάνε κι αυτοί Χανιά. Ανοιχτά του Αιγαίου το κρύο μας γέρνει στα μπλε παγκάκια του καταστρώματος, τα φαγωμένα απ΄την αλμύρα, τυλιγμένους με μπουφάν, κασκώλ και αδιάβροχα. Ωραία αίσθηση να μην είναι κανείς κοντά να μας πει τί θα κάνουμε.
Ο Νίκος, η Βίκυ και η Μάρθα έχουν ένα διπλό JVC, με αποσπώμενα ηχεία κι ένα κουτί κόκκινο από παπούτσια
Nike, γεμάτο κασσέτες. «Να βάλω τίποτα;».
Ο Νίκος -για Τρίτη Λυκείου, μοιάζει πολύ μεγαλύτερος- ψάχνει και τραβάει απ΄το κουτί την κασσέτα. Την πετάει μέσα, κλείνει το πορτάκι και πατάει το rewind. «Πάει με την ώρα». Το βουητό των μηχανών του "Κνωσσός" φτιάχνει ένα μυστήριο χαλί. Ξέρω ποιός είναι αυτός ο νταουνιασμένος πουρόγερος με την αβυσσαλέα φωνή.

Όταν ο πρόεδρος της Columbia Records, Walter Yetnikoff άκουσε το "Various Positions" στα τέλη του '84, κάρφωσε τον Leonard Cohen με την ιστορική ατάκα: «Λέοναρντ, ξέρουμε ότι είσαι σπουδαίος, αλλά δεν ξέρουμε καθόλου αν κάνεις ("We know you're great, but we don't know if you're any good")». Το άλμπουμ θεωρήθηκε ηχητικά παράταιρο με την εποχή του (not contemporary) και δεν κυκλοφόρησε ποτέ στην Αμερικάνικη αγορά.
Ακολούθησε μια δύσκολη περίοδος για τον Cohen, σύμφυτη και με τα κλασσικά συμπτώματα της κρίσης μέσης ηλικίας.
Παλεύοντας με την κατάθλιψη, άρχισε να γράφει στίχους και μουσική για τον επόμενο δισκογράφημά του, που «έπρεπε» να τον ξαναβάλει στο παιχνίδι, για να μην καταλήξει παρωχημένη μουσική υποσημείωση.
Με τη
Suzanne παρελθόν από το '79, αλλά με μια ατέλειωτη σειρά από πικρές και πανάκριβες δίκες διατροφής που η ίδια συνέχιζε να τον πονούν ακόμη περισσότερο, είχε τώρα ν΄αντιμετωπίσει και το ότι η σχέση του με την Γαλλίδα φωτογράφο Dοminique Isserman έπνεε τα λοίσθια. Για αντίδοτο, κατέφυγε σε δοκιμασμένα μέσα για να αισθανθεί καλά : ζεν, σεξ, συνταγογραφημένα αντικαταθλιπτικά, ιουδαϊσμός, γυμναστική. Εκείνη την περίοδο πέρασαν διάφορες γυναίκες από τη ζωή του. Κάθε σχέση έπρεπε να ακολουθεί τους δικούς του, άκαμπτους κανόνες. Απαιτούσε αφοσίωση, που όμως δεν μπορούσε πάντα να ανταποδώσει. Επιθυμούσε οικειότητα, αλλά ήθελε και την ελευθερία του. Ήταν αυτοκαταστροφικός, επιθετικός, αλλά και ευάλωτος. Στη μέση περίπου των ηχογραφήσεων -μεταξύ Λος Άντζελες, Μόντρεαλ και Παρισίων- είχε τελματώσει. «Δεν μπορούσα», θα πει αργότερα, «να βρω την κατάλληλη φωνή για τους στίχους αυτούς». «Και είχα ήδη ξοδέψει περίπου δύο χρόνια για να τους γράψω».
Αυτό που τον έσωσε ήταν μια σχέση ζωής. Αυτή που είχε ήδη αναπτύξει με την Jennifer Warnes από τις αρχές του '70. Εκείνη, 13 χρόνια μικρώτερή του, τραγουδούσε δεύτερα φωνητικά στην μπάντα του από το '71 και μετέπειτα εξελίχθηκε στη χρυσή φωνή των κινηματογραφικών τραγουδιών ("Up Where We Belong" με τον Joe Cocker το '82, "Time Of My Life" με τον Bill Medley το '87). Αυτή η βαθιά φιλία ήταν η αφετηρία για την επανεκκίνησή του. Το '86, αποφάσισε να της δώσει δικά του τραγούδια για το πρώτο προσωπικό της άλμπουμ μετά από 8 χρόνια. Πράγματι, με επίβλεψη από τον ίδιο, το "Famous Blue Raincoat" αποδείχθηκε απρόσμενη εμπορική επιτυχία το δεύτερο μισό του '87, με κύρια όπλα την καινούρια σοδειά τραγουδιών του, τα "First We Take Manhattan" και "Ain't No Cure For Love".
Η επιτυχία αυτή τον αφύπνισε. Τα τραγούδια του μετρούσαν ακόμη. Ξεκίνησε απ΄το μηδέν.  Προσέγγισε το νέο υλικό με το μουσικό σημειωματάριο τσέπης που είχε φτιάξει τότε η Casio, ένα συνθεσάϊζερ που παρείχε τη δυνατότητα στο χρήστη να σκαρώνει σαν παιχνίδι μικρές πομπώδεις συμφωνίες, προγραμματίζοντας μελωδίες και ρυθμούς μόνο με κουμπάκια. Αδιανόητη συνθήκη για έναν τροβαδούρο ταυτισμένο με τις έξι χορδές της μελαγχολικής κλασσικής κιθάρας, όμως η ελαφρότητα και η χρηστικότητα του εργαλείου αυτού απελευθέρωσε τον Cohen και τον γέμισε αυτοπεποίθηση.

Θέλετε «σύγχρονη παραγωγή;». Πάρτε νά' χετε.

Την ίδια συλλογιστική είχε και για το εξώφυλλο. Θέλοντας συνειδητά να υποσκάψει την «βαθύτητα» του υλικού του με ένα αγοραίο, «ρηχό» περιτύλιγμα, ο Cohen επέλεξε για εξώφυλλο μια φωτογραφία του τραβηγμένη τυχαία ένα απόγευμα του '86, όταν παραβρέθηκε στα γυρίσματα του βίντεο-κλιπ της Warnes για το "First We Take Manhattan" (όταν και κατέληξε να εμφανιστεί στο φιλμάκι, μαζί με τον συγκλονιστικό Stevie Ray Vaughan στην κιθάρα). Άνετος, απενοχοποιημένος, πίσω από μαύρα γυαλιά, μέσα σε ριγέ κοστούμι με από μέσα ένα ανοιχτόχρωμο μπλουζάκι και κρατώντας ως μπρέκφαστ μια ... μισοφαγωμένη μπανάνα.
Ιππεύοντας  σ΄ έναν -σαν φουσκωμένο από στεροειδή- συνθετικό ήχο, ο δίσκος ξεκινά με  το, δυσοίωνο, επικό και λυρικό την ίδια στιγμή, "First We Take Manhattan". Διασχίζοντας τα σύνορα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, ο Cohen ενώνει στο στίχο του τον παράφορο μονόλογο του περιθωριακού ("They sentenced me to twenty years of boredom/ For trying to change the system from within/ I'm coming now, I'm coming to reward them", "Ah you loved me as a loser, but now you're worried that I just might win/ You know the way to stop me, but you don't have the discipline") με τη φαντασίωση του τρομοκράτη ("I'm  guided by a signal in the heavens/ I'm guided by this birthmark on my skin/ I'm guided by the beauty of our weapons"). Από κει περνά στο ακανθώδες κοινωνικό σχόλιο ("I don't like your fashion business mister/ And I don't like these drugs that keep you thin"), αποκαλύπτει την γνώριμη στα τραγούδια του σχισμή από την οποία «περνά το φως» ("Remember me, I used to live for music/ Remember me, I brought your groceries in/  Well it's Father's Day and everybody's wounded"), για να καταλήξει με αμετάκλητη πεποίθηση, σαν στρατηγός επί χάρτου : "First We Take Manhattan, Then We Take Berlin". «Το τραγούδι μιλάει για την επιθυμία για αλλαγή, την ανυπομονησία με την κατάσταση που βρίσκονται τα πράγματα, για την επιθυμία για ένα νόημα» θα εξηγήσει αργότερα ο Κοέν.
Το συναισθηματικό τράνταγμα του "Manhattan" ακολουθείται από το "Ain't No Cure for Love". Αυτό που δείχνει σε πρώτη ακρόαση ένα ραφιναρισμένο σε σχεδόν A.O.R. πρότυπα ερωτικό τραγούδι (έτσι το ερμήνευσε η Warnes στο ".Raincoat"), μεταμορφώνεται από την υποδώρια ειρωνεία του Cohen σε μια ακόμη ερωτική εξομολόγηση ("Ι need to see you naked in your body and your thoughts") με κατακλείδα μια διφορούμενη για την εποχή του AIDS, διαπίστωση : "All the rocket ships are climbing through the sky/ The holy books are open wide/ The doctors working day and night/ But they'll never ever find that cure for love/   Τhere ain't no cure, ain't no drink, nor drug"). Υποστηριζόμενος από gospel γυναικεία φωνητικά κατορθώνει να δώσει απλόχερα σημεία ταύτισης σε κάθε προσωπική ιστορία, ενώ η αφετηρία του, ο διάχυτος τότε φόβος για τη θανατηφόρα επιδημία, είναι θέμα δύσκολο κι επικίνδυνο.

Όπως είχε πει ο ίδιος στην Jennifer Warnes με την πολυδύναμη, πατρική σχεδόν, διορατικότητά του: Στο στίχο «η πιο προσωπική σου παρατήρηση, θα είναι η πιο οικουμενική».
Το υποβλητικό "Everybody Knows", με τις κοφτές ανάσες από κήμπορντς και το χρώμα από ούτι, σερβίρει μια ακολουθία από εποπτικές εικόνες κυνισμού ("Everybody knows that the war is over/ Everybody knows the good guys lost/ Everybody knows the fight was fixed / The poor stay poor, the rich get rich" (...) Εverybody knows that you live forever/ when you've done a line or two/ Everybody knows the deal is rotten/ Old Black Joe's still pickin' cotton/ For your ribbons and bows"), εν τέλει καθαρτήριες, αφού απεκδυόμενος κάθε ελπίδας, ο ακροατής - ταυτισμένος με τον αφηγητή- αφήνει πίσω του και κάθε προσωπική ψευδαίσθηση ("Everybody knows that you love me baby/ Everybody knows that you've been discreet, but there were so many people you just had to meet/ Without your clothes").
Το κέντρο βάρους του άλμπουμ είναι το ομώνυμο κομμάτι ("I'm Your Man"), τελευταίο στην πρώτη πλευρά του βινυλίου. Η απόλυτη δήλωση πίστης από έναν άντρα. Η θεραπευτική υπόσχεση των πάντων, από την ασφάλεια όλων των ρόλων, η προληπτική κάλυψη κάθε θηλυκής ανάγκης ("If you want a boxer, I will step into the ring for you/ And if you want a doctor, I'll examine every inch of you" (...) If you want a driver/ Climb inside/ Or if you want to take me for a ride/ You know you can/ If you want a father for your child/ Or only want to walk with me a while/ I' m Your Man). Η πλέον σαγηνευτική απόπειρα συναισθηματικής εξαπάτησης με στόχο την ψυχική άλωση του θηλυκού. Ο Cohen μιλάει ποιητικά, όχι για την πραγματική ζωή. Γιατί στην πραγματική ζωή, τη δική του ζωή, τον προδίδει και μία και μόνη φράση στις liner notes του δίσκου: "All these songs are for you, D.I.". Όμως το παιχνίδι με την Ντομινίκ Ίσσερμαν, παρ' ότι ίσως προσπάθησε να γίνει τα πάντα γι' αυτήν, το είχε χάσει ήδη οριστικά.

Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με το "Take This Waltz", μια ακόμη πλούσια σε εικόνες ερωτική θέση, γραμμένη νωρίτερα (το '86 για τον δίσκο - συλλογή "Poets in New York (Poetas en Nueva York)", αφιερωμένο σ΄έναν από τους αγαπημένους ποιητές και συγγραφείς του Cohen, τον Federico Garcia Lorca και βασισμένο σε στίχους του). Το ρωσικό βιολί και τα δεύτερα της Warnes δίνουν μια μοναδική ατμόσφαιρα εποχής.
Σε μια απροσδόκητη μεταβολή ύφους, το "Jazz Police", φτιαγμένο εξ ολοκλήρου στο Casio συνθεσάϊζερ, μοιάζει σαν θραύσμα από σάουντρακ επεισοδίου του Miami Vice, με παιγνιώδη ερμηνεία, φευγάτα jazz περάσματα και γυναικεία δεύτερα. Νωρίτερα μέσα στο '86 ο Cohen είχε πράγματι εμφανιστεί ως cameo στη διάσημη τότε σειρά, παίζοντας, με την αργόσυρτη μπάσα φωνή του έναν προϊστάμενο της γαλλικής Interpol.

Στο "I Can't Forget", ο γνώριμος, αυτοβιογραφικός, Cohen συναντά μια, με ηλεκτρονική ροή, country ενορχήστρωση, ανανεώνοντας τη συναισθηματική καθαρότητα του Johnny Cash και του Kris Kristofferson:
«Σηκώθηκα τρεκλίζοντας από το κρεββάτι/ ετοιμάστηκα για πάλη/ άναψα ένα τσιγάρο/ κι έσφιξα τα σωθικά μου (....)». Από την αμφιθυμία του ξεπεράσματος της σχέσης του με την Ίσσερμαν, μέχρι την αμηχανία που προκαλεί η εποχή της επιφάνειας (μέσα των '80s) σ΄έναν μεσήλικα τροβαδούρο, ο στίχος "And I Can't forget .I can't remember what", αναδεικνύει τον μετεωρισμό του τη δεδομένη χρονική περίοδο. Ανάμεσα σε σχέσεις, επιθυμίες, ανάγκες και ανασφάλειες για το μέλλον.

«Αν είχα καλύτερη φωνή, θα τραγουδούσα τραγούδια που μου αρέσουν, αντί να γράφω τα δικά μου», δήλωσε κάποτε. Και το ακροτελεύτιο "Tower of Song" έρχεται σαν υπογραφή στη σαρδόνια αυτή δήλωση. «Λοιπόν, οι φίλοι μου έχουν φύγει/ και τα μαλλιά μου γκριζάρει/ πονάω στα μέρη που έπαιζα κάποτε/ και είμαι τρελλός για έρωτα/ αλλά δεν παρακαλάω/ Απλά πληρώνω το νοίκι μου στου τραγουδιού τον πύργο». Αυτοσαρκαζόμενος για το «μονότονο» στυλ της ερμηνείας του ("I was born like this, I had no choice, I was born with the gift of a golden voice"), βυθίζεται σε μια βαρύτονη ηδυπάθεια που παραπέμπει σε Isaac Hayes και δίνει, στροφή προς στροφή, την τελική παρακαταθήκη, την οριστική θέση για την τέχνη της τραγουδοποιίας:
"Now I bid you farewell, I don't know when I'll be back/ There moving us tomorrow to that tower down the track/ But you'll be hearing from me baby, long after I'm gone/  I'll be speaking to you sweetly/ From a window in the Tower of Song".
Για τη γενιά μου ο Κοέν δεν θα ακουγόταν ποτέ πια ως «πουρόγερος» μετά το «Ι' M Your Man".
Η φωνή του, που για κάποιο λόγο (πέρα από κάτι πακέτα άφιλτρα τη μέρα) βάθυνε δύο τόνους εκεί κοντά στα 50 του χρόνια, για πρώτη ίσως φορά διαπέρασε με το δίσκο αυτό τον ακροατή, όχι με το φυσικό της ηχόχρωμα, αλλά με την εμπειρία της πραγματικής του ηλικίας.
Υπάρχουν αρκετοί δίσκοι που μέσα στα χρόνια μεγαλώνουν μαζί μας. Λιγώτεροι όμως καταφέρνουν να μας συντροφεύουν ως μέντορες, συμπυκνώνοντας τη σοφία και την ώθηση για υπέρβαση που αποτυπώνει σε αυτόν εδώ ο Cohen. Υπέρβαση των δεσμών του έρωτα, των αγκυλώσεων της ηλικίας, των περιορισμών στη δημιουργικότητα, των κοινωνικών στενωπών. «Αυτό που είναι τόσο ξεχωριστό στα τραγούδια του Λέοναρντ είναι η ικανότητά τους να ανοίγουν την καρδιά σου με λοστό». Κανείς δεν το είπε καλύτερα από την ίδια την Jennifer Warnes.

Εκείνο το καλοκαίρι, το καλοκαίρι των Πανελλαδικών μας, του Ντέταρι, της συναυλίας για τον Νέλσον Μαντέλα, με το Χέρφηλντ και το σκάνδαλο Κοσκωτά να καραδοκούν στη γωνία, ο Cohen επισκέφθηκε και πάλι την αγαπημένη του Ύδρα κι έπαιξε στον Λυκαββητό. Με το "I' M Your Man" υπό μάλης, ροκ σταρ στα 54, ελκυστικός σε μια καινούρια γενιά, αναβαπτισμένος στο ενδιαφέρον της βιομηχανίας κι έτοιμος για νέους ήχους και στίχους, σαν να μην είχε 20 χρόνια δισκογραφίας πίσω του.

«Τώρα ξέρω τί είμαι. Δεν είμαι μυθιστοριογράφος. Δεν είμαι το φως της γενιάς μου. Δεν είμαι εκπρόσωπος μιας νέας ευαισθησίας. Είμαι ένας απλός τραγουδοποιός που ζω στο Λος Άντζελες και αυτός είναι ο δίσκος μου». Οι επόμενες δεκαετίες θα ήταν αποθεωτικές. Γενιές ολόκληρες από ρόκερ, ποπ σταρ και μονόχνωτους auters, από τους U2 ως τον Jarvis Cocker, τον ανέφεραν ως βασική τους επιρροή.
 
 Πίσω στο Μάρτιο του '88, στο κατάστρωμα «Κνωσσός», η κασσέτα είχε κάνει τη δουλειά της για καλά. Ο Νίκος άφησε μόνο την πρώτη πλευρά, όμως έφτανε. Η από σπόντα εισαγωγή στα μυστήρια των πρωτόγνωρων αισθήσεων της «πενταήμερης», που μόλις άρχιζε, είχε κιόλας συντελεστεί. Κάτι φορές, μάλιστα, ξαναέρχεται από μόνο του. Με το που ακούω το παλλόμενο συνθ στην εισαγωγή του "Manhattan", αναρωτιέμαι τί να κάνουν, πού να βρίσκονται όλα αυτά τα χρόνια ο Νίκος, η Βίκυ κι η Μάρθα.
 
Πηγές :
1. Songs From the Life Of Leonard Cohen, Omnibus, BBC TV, 1988 (documentary
2. The Rolling Stone, issue 18/6/1988.
3. "I' M Your Man", CBS, 1988 sleeve notes & lyrics
4. Ira Nadel - Various Positions (Leonard Cohen : Η βιογραφία), ΚΟΑΝ, 2008
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites