"One Last Cold Kiss": Η Gail Collins και ο ταλαντούχος κος Pappalardi
Thursday

5May

6 Δεκεμβρίου του 2013. Οι περαστικοί από κείνο το λιθόστρωτο στενό δρομάκι του Αχιχίκ, του ορεινού θερέτρου νότια της Γκουανταλαχάρα, με τη θέα στη λίμνη Τσαπάλα, σταματούσαν την πορεία τους και ένευαν με βουβή θλίψη μπροστά στο δυσάρεστο θέαμα. Οι άνδρες της ιατροδικαστικής υπηρεσίας μετέφεραν έξω από ένα πολυτελές λιθόκτιστο διαμέρισμα το άψυχο σώμα μιας κατοίκου της περιοχής.
Ήταν μια 72χρονη Αμερικανίδα που είχε καταφύγει εκεί από το 2005.Ανήκε σε κείνη την ιδότυπη φάρα ανθρώπων που έβρισκαν κατά καιρούς καταφύγιο στο Αχιχίκ. Όχι παραθεριστές. Τύποι που κυκλοφορούσαν με παρατσούκλια, έδιναν ψεύτικα στοιχεία, δίσταζαν να δείξουν ταυτότητα. Τύποι που κατά κανόνα ήθελαν να «εξαφανιστούν».
Φοροφυγάδες, καταζητούμενοι, ιδιότροποι -αλλά πάντως εύποροι- γκρίνγκος. Η γυναίκα είχε πεθάνει πριν από αρκετές μέρες. Ζούσε χωρίς φίλους, με μόνη παρέα της ένα τσούρμο γάτες. Με το που απομακρύνθηκε το πτώμα, οι περαστικοί είδαν λίγη ώρα μετά να καταφτάνει ένας κτηνίατρος, να μπαίνει στο διαμέρισμα και να βγάζει από κει τρεις νεκρές γάτες. Τα στοιχεία της αποδημήσασας πήρε κάποιο καιρό για να γίνουν γνωστά.

Μόνο τότε, με καθυστέρηση σχεδόν 30 χρόνων ο κόσμος πληροφορήθηκε τον οδυνηρό, άδοξο, αλλά κατά κοινή ομολογία προαναγγελθέντα επίλογο της πιο γνωστής περίπτωσης εγκλήματος ζηλοτυπίας στον κόσμο του ροκ ν΄ρολ.

 
Η γυναίκα που βρέθηκε νεκρή ήταν η Gail Collins. Γεννημένη το 1941 και μεγαλωμένη στο Μέρυλαντ, είχε παντρευτεί και αποκτήσει δύο γιους πριν ενηλικιωθεί. Τουλάχιστον έτσι έλεγε στους λιγοστούς γείτονες με τους οποίους είχε αναπτύξει σχέσεις στο Αχιχίκ. Όλοι τους διαβεβαίωναν ότι «της άρεσε να λέει ιστορίες». Ποιές απ΄αυτές ήταν αλήθεια και ποιές μύθος κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει. Το βέβαιο είναι ότι ο θνησιγενής γάμος της δεν την εμπόδισε από το να βρεθεί το 1964 στη Νέα Υόρκη, αναμεμιγμένη με το αντεργκράουντ καλλιτεχνικό ρεύμα, να γράφει ποίηση και να πειραματίζεται με ουσίες και αθρώπινη διάδραση σε κάθε πιθανή ποσότητα και επιμειξία. Εκεί ήταν που η Gail γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Felix Pappalardi.
Γεννημένος το 1939 στο Μπρονξ, γιος ενός γιατρού που είχε χόμπυ το βιολί, ως έφηβος ο Pappalardi είχε σπουδάσει πιάνο και βιόλα στο High School of Music & Art, πριν πάει μετά στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν να σπουδάσει θεωρία και κλασσική ενορχήστρωση. Μέχρι που βαρέθηκε οικτρά και τα βρόντηξε για να χαθεί κι αυτός στην καλλιτεχνική φουσκοθαλασσιά των φολκ κόλπων του Γκρήνουϊτς Βίλλατζ. Άρχισε να γράφει παρτιτούρες και να διδάσκει τα βασικά σε κάτι φιλόδοξα ξεπεταρούδια όπως η Τζόαν Μπαέζ, ο Τιμ Χάρντιν και ο Τζων Σεμπάστιαν.
Το '67 έκατσε πίσω απ΄την κονσόλα για το πρώτο άλμπουμ κάποιων Youngbloods, με αποτέλεσμα λίγο καιρό αργότερα να τον συστήσουν ως παραγωγό για το βαρύτερο και πιο πειραματικό γκρουπ της εποχής. Τους Cream των Eric Clapton, Jack Bruce και Ginger Baker. To τρίο είχε μπει στο στούντιο να ηχογραφήσει το δεύτερο άλμπουμ του, είχε όμως ελάχιστο έτοιμο υλικό. Έτσι, ο Pappalardi σύστησε στο γκρουπ την Gail Collins κει κείνη έγραψε στίχους για το "Strange Brew" και το "World Of Pain". Κάπως έτσι, χάρις την ψυχοτρόπο οίηση της Gail ο Eric Clapton έπιασε τον εαυτό να τραγουδάει ανάμεσα στα βαριά ριφ του ακατάληπτα πράγματα όπως :
"She's some kinda demon messin' in the glue/If you don't watch out it'll stick to you."



Το "Disraeli Gears", υπό την υπογραφή του Pappalardi στην παραγωγή, σε χρόνο μηδέν έγινε ένα άλμπουμ τοτέμ για τα '60s, φέρνοντας στο προσκήνιο έναν ήχο με τον οποίο μόνο ο Hendrix λίγο αργότερα θα μπορούσε να παραβγεί. Pappalardi και Collins παντρεύτηκαν στις 30 Μαίου 1969, διατρανώνοντας ότι είναι πιο δεμένοι από ποτέ. Μέσα στο '69 o Pappalardi προτάθηκε ως παραγωγός στους Mountain. Η μπάντα, με επίκεντρο έναν υπέρβαρο αφανοφόρο κιθαρίστα ονόματι Leslie West δεν είχε μπασίστα. O Pappalardi ανέλαβε τη δουλειά χωρίς δεύτερη σκέψη, ζεμένος μ΄ένα χαρακτηριστικό μπάσο Gibson με σκάφος σαν βιολί, ένα κλείσιμο ματιού στην κλασσική του παιδεία. Η Gail Collins βγήκε αμέσως στο προσκήνιο και ήταν δίπλα σε κάθε βήμα του γκρουπ.
Τον Αύγουστο του '69, η τέταρτη μόλις ζωντανή εμφάνιση των Mountain ήταν στη σκηνή του Woodstock και η Gail παρακολουθούσε από τα παρασκήνια το εκκωφαντικό κουαρτέτο να διαδέχεται τους Grateful Dead με εισπράττοντας ενθουσιώδη υποδοχή από τους τριπαρισμένους χίππυς.
Τα ονόματα του αντρόγυνου βρέθηκαν έτσι ανάμεσα στα credits των τραγουδιών "Never In My Life", "For Yasgur's Farm", "The Laird", "Sitting On A Rainbow", "Boys In The Band", όλα μέσα στο δισκογραφικό ντεμπούτο των Mountain ("Climbing", 1970). Στο δεύτερο lp ("Nantucket Sleighride", '71) είχαν ακόμη πιο ενεργή συμμετοχή, συνυπογράφοντας τα 7 από τα 9 κομμάτια, με κορυφαία το ομώνυμο και το "Don't Look Around". Στα επόμενα lp "Flowers Of Evil" (1971), "Mountain Live: The Road Goes Ever On" (1972), "Twin Peaks" (1974) και "Avalanche" (1974), το ζευγάρι εξακολούθησε να βρίσκεται στον πυρήνα της συνθετικής ομάδας.
Ο Pappalardi έγραφε -συχνά μαζί με τον West- και ενορχήστρωνε, ενώ η Gail προσέφερε εκτός από στίχους και όλα -τα διάσημα πλέον- ψυχεδελικά εξώφυλλα και τις φωτογραφίες που έμπαιναν στα οπισθόφυλλα και τα εσώφυλλα των άλμπουμ. Παρ΄ότι το μπάσο είχε γίνει κατ΄ανάγκην το όργανό του, η πολυδιάσταση συνεισφορά του Pappalardi στα άλμπουμ των Cream ("Wheels Of Fire" και "Goodbye", όπου πέρα από την παραγωγή και την ενορχήστρωση έπαιξε βιόλα, πλήκτρα, τρομπέτα) τον είχαν αναδείξει ήδη ως μουσική ιδιοφυία μεταξύ των σύγχρονών του ροκ μουσικών. Το περιοδικό "Guitar Player" τον αποκάλεσε "a giant among giants", απόδειξη ότι ήταν ένας αστέρας πρώτης γραμμής.
Όσο κι αν πάνω στη σκηνή, τα βλέμματα συγκέντρωνε το «βουνό», ο Leslie West των 150 κιλών με τα μεταλλαγμένα blues ριφ και τα σόλο του, εκείνος ήταν η πραγματική μουσική δύναμη.
Η Gail με τη σειρά της σύντομα είχε μεταβληθεί από ευπρόσδεκτη εφεδρεία, σε ένα εργαστήριο παραγωγής στίχων και artwork. Προοδευτικά άρχισε να αρθρώνει το όραμά της σαν ένα πλήρες μέλος του οργανισμού των Mountain. Το σύνδρομο Yoko Ono είχε κάνει την εμφάνισή του, άλλοτε με το θάρρος της καλλιτεχνικής έκφρασης, άλλοτε κατευθύνοντας τη γνώμη του Felix με τον τρόπο που μια σύζυγος μπορεί. Σε μια μπάντα αντρών, αυτά δεν περνάνε απαρατήρητα. «Η γυναίκα του Felix είχε αρχίσει να μπαίνει στη μέσα σε όλα», θα πει μετά τη διάλυσή τους ο West. «Ήθελε να έχει το γκρουπ υπό τον έλεγχό της».
Ο Pappalardi δεν έκρυψε ποτέ στις δημόσιες τοποθετήσεις του ότι η σχέση με τη γυναίκα του ήταν εξαρχής συγκρουσιακή, αλλά διαβεβαίωνε ότι τον πρώτο λόγο είχε πάντα η μουσική. Το 1971 δήλωσε στο περιοδικό Sounds «Η κυρά μου κι εγώ τσακωνόμαστε, αλλά ποτέ για τη μουσική. Μπροστά μας πάντα έχουμε τη μουσική». Όλοι ήξεραν στο μεταξύ ότι ο γάμος του με την Gail ήταν «ανοικτός».
Το κρεββάτι τους ήταν φιλόξενο σε άλλους συντρόφους, στοιχείο καθόλου εντυπωσιακό την εποχή της σεξουαλικής επανάστασης και ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του '70. Και οι δύο ζούσαν ελεύθερα, όμως ήταν η Gail που εκδήλωνε κρίσεις ζηλοτυπίας. Βέβαια, ενισχυμένες από τις ουσίες, όλες οι αποκλίνουσες συμπεριφορές της εποχής περνούσαν ξώφαλτσα ως «ιδιαιτερότητες».
Στα τέλη του '74 οι Mountain, ακολουθώντας την τάση των περισσότερων της γενιάς του Woοdstock διέλυσαν, ξοδεμένοι σε αντιπαραθέσεις για πνευματικά δικαιώματα και παιχνίδια εξουσίας μέσα στο γκρουπ, ανήμποροι συγχρόνως να προσαρμόσουν τη μουσική τους στην εποχή των σταδίων που άρχιζε να ανατέλλει.
Στον Pappalardi, ήδη τότε στα 35 του, οι γιατροί επιφύλασσαν άσχημα νέα. Έπρεπε να σταματήσει αναγκαστικά τις ζωντανές εμφανίσεις, εξαιτίας μερικής απώλειας της ακοής του, το τίμημα του να παίζει επί χρόνια όρθιος δίπλα στους πανίσχυρους ενισχυτές Sunn χωρίς ωτασπίδες.
Δε σταμάτησε πάντως να ασχολείται με τη σύνθεση και κυρίως την παραγωγή. Εκλεκτικός στις επιλογές του, ορισμένα από τα lp με τα οποία ασχολήθηκε στα '70s αποτελούν σήμερα cult classics, όπως το ομώνυμο των Bedlam του '73, το live "Double Dose" των Hot Tuna (1978) και το δεύτερο των θρυλικών πανκ Dead Boys ("We Have Come For Our Children", 1978).


Με τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους ξέχειλους από δολλάρια, Pappalardi και Collins αποσύρθηκαν αρχικά στο Nantucket και αργότερα, καθώς ξεκινούσε η δεκαετία του '80, επέστρεψαν στη Νέα Υόρκη, σ' ένα ευρύχωρο, μοντέρνο διαμέρισμα πέμπτου ορόφου στην Waterside Plaza, στην ανατολική πλευρά του Manhattan. Η σύζυγος επέστρεφε αργά στο βράδυ στο σπίτι, συχνά με παρέα, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα. «Κάποιες φορές με ενοχλούσε που έβλεπε άλλες. Και κείνον μερικές φορές τον ενοχλούσε αν έφερνα κόσμο στο σπίτι. Αλλά τί να κάνουμε.
Στη ζωή κανείς δεν είναι τέλειος»
, θα πει αργότερα η Gail. Όσο για τον Felix, όλοι ήξεραν ότι από τη στιγμή που σταμάτησε να είναι ενεργός μουσικός, έκανε βουτιά στα αβαθή τριών από τα μεγάλα του πάθη. Τα ναρκωτικά, το σεξ και τα όπλα. Συχνά τον έβλεπαν να τριγυρνά στο Nantucket, με την ασημένια Ρολς-Ρόϋς του, φτιαγμένος με percodan, να γκαζώνει στις επαρχιακές οδούς και να πυροβολεί διαφημιστικές πινακίδες και τηλεφωνικούς θαλάμους εν κινήσει.

1982. Η ελευθέρια ζωή του ζευγαριού συνεχιζόταν ακάθεκτη, με την υποσημείωση ότι ήταν και οι δύο στα σαράντα και ο κόσμος γύρω τους άλλαζε άρδην. Η στιχουργός και ο μπασίστας των Cream και των Mountain ήταν πια ένα γηραλέο, σάτυρο ζευγάρι, βυθισμένο στο περιστασιακό σεξ, τις σκόνες και τα χάπια. Δημιουργικά, δε, ήταν μια λησμονημένη υποσημείωση για τη ροκ βιομηχανία. Ποιός νοιαζόταν για τους Mountain όταν μπορούσε να έχει τους Van Halen;


Ο Pappalardi εξακολουθούσε να κρεββατώνει ό,τι κινείται, ώσπου έφθασε η αποφράδα νύχτα της 16ης προς 17η Απριλίου του 1983. Ο Pappalardi επέστρεψε στο διαμέρισμά τους τα ξημερώματα, μετά από ένα ακόμη ραντεβού με την 27χρονη τραγουδίστρια Valerie Merians. Η Gail έβραζε. Ήξερε εδώ και καιρό ότι ετοιμαζόταν να μετακομίσει μαζί της και ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει κάτι τέτοιο να συμβεί ανώδυνα. Κάτι παραπάνω είχε καταλάβει. Γνώριζε την παρορμητική φύση του ανθρώπου με τον οποίο είχε μοιραστεί τα πάντα για 20 περίπου χρόνια, αλλά αυτή τη φορά, είχε διαισθανθεί κάτι τελειωτικό. Η ανασφάλεια της ηλικίας είχε πυροδοτήσει την εμμονή όσο ακριβώς χρειαζόταν. Ήδη τον περασμένο Δεκέμβριο, η Gail είχε τηλεφωνήσει στους συγγενείς της συντετριμμένη, λέγοντάς τους ότι «ο γάμος της διαλυόταν». 
Εκείνος μπήκε βαρύς και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του. Λόγια μίσους δηλητηρίασαν τον αέρα, το πιστοποιητικό του γάμου τους, εκείνο του 1969, βρέθηκε σκισμένο και πεταμένο στο καλάθι των αχρήστων. Και μετά, ένας και μόνος πυροβολισμός. Το όπλο που εκπυρσοκρότησε ήταν ένα 38άρι Derringer, που το είχε χαρίσει στη Gail ο ίδιος ο Pappalardi πριν από μήνες.
Στις 5:40 το πρωί της 17ης Απριλίου 1983, περιπολικά κατέφθασαν έξω απ΄το διαμέρισμα του Manhattan.
O Felix Pappalardi κείτονταν νεκρός ανάσκελα στο κρεββάτι, με τα πόδια σταυρωμένα στο ύψος των αστραγάλων, φορώντας μόνο το εσώρουχό του. Έφερε ένα και μοναδικό τραύμα στο λαιμό από μία και μοναδική σφαίρα. Η Gail Collins είχε καλέσει την αστυνομία. Δεν ήταν όμως το πρώτο τηλεφώνημα που είχε κάνει. Πρώτα είχε καλέσει το δικηγόρο της. Το όπλο εκπυρσοκρότησε «κατά λάθος», ισχυρίστηκε, καθώς ο Pappalardi «της έδειχνε πώς να το χρησιμοποιεί»
Η υπόθεση ήταν η απόλυτη ονείρωξη για τα Νεοϋορκέζικα ταμπλόϊντ. Σεξ, ντράγκς, ζηλοτυπία, ροκ ν΄ρολ, όπλα, θάνατος. Για την Εισαγγελία της Νέας Υόρκης, μια υψηλού προφίλ δίκη, για να αποδείξει τη δυσανεξία που έτρεφε η ηθική πλειοψηφία απέναντι στην παρακμή των διασήμων. Για την υπεράσπιση της Gail Collins Pappalardi, μια χρυσοφόρα ευκαιρία που υποσχόταν δόξα και πρωτοσέλιδα. Δεν υπήρχαν μάρτυρες. Δεν υπήρχαν πολλαπλές βολίδες. Η κατηγούμενη δεν είχε να χάσει και πολλά αν αρνείτο τα πάντα.

Στην Gail Collins αποδόθηκε η κατηγορία της ανθρωποκτονίας με δόλο δεύτερου βαθμού (κάτι ενδιάμεσο μεταξύ του δικού μας ενσυνείδητου δόλου και της τέλεσης «εν βρασμώ ψυχικής ορμής»).
Η υπεράσπισή της δεν δέχθηκε σε καμία περίπτωση να ομολογήσει ενοχή, με αντάλλαγμα μια ευνοϊκή τιμώρηση, οπότε σύντομα η υπόθεση οδηγήθηκε σε δίκη, ενώπιον ενόρκων. Αναμετρήθηκαν από τη μια η φιλόδοξη Αντεισαγγελέας Maureen Barden και από την άλλη ένα μεσόκοπο γεράκι των ποινικών ακροατηρίων, ο Hal Meyerson.
Η κόντρα ξεκίνησε με την επιλογή των 12 ενόρκων, καθώς ο Meyerson υπέβαλε κάθε πιθανό και απίθανο λόγο εξαίρεσης απέναντι στους κληρωτούς, ώστε τελικά οι μισές ένορκοι να είναι γυναίκες, παντρεμένες και κατά το δυνατόν μέσης ηλικίας. «Θα σας αποδείξουμε ότι δεν υπήρχε - και δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρχει - ανθρωποκτόνος πρόθεση» υπογράμμισε στην εναρκτήρια εισήγησή του.
 Η Barden ασφαλώς δεν έκατσε με σταυρωμένα τα χέρια. Το σκισμένο πιστοποιητικό γάμου, οι συνεχείς απιστίες του θύματος και ο καυγάς που προηγήθηκε ήταν στοιχεία αρκετά για να πειστούν οι ένορκοι ότι η κατηγορούμενη πάτησε οργισμένη τη σκανδάλη για να τιμωρήσει τον άσωτο, ξεπεσμένο ροκ σταρ. Παρουσίασε μάλιστα μάρτυρες και στοιχεία για να αποψιλώσει τον ισχυρισμό της δήθεν «εκπυρσοκρότησης κατά λάθος, ενώ το θύμα της εξηγούσε τη λειτουργία του όπλου». Από χρόνια έβλεπαν την Gail να κυκλοφορεί με όπλα.
Όλοι γνώριζαν ότι μοιραζόταν την ηδονή του συζύγου της να τα συλλέγει, να τα λύνει, να τα συναρμολογεί και να αδειάζει γεμιστήρες με κάθε ευκαιρία «για σκοποβολή». Το εφεύρημα της «δοκιμαστικής βολής» τα ξημερώματα φαινόταν διάτρητο, αν όχι καταγέλαστο. Το δε πρώτο τηλεφώνημα που έγινε στο γραφείο του
Meyerson έβαζε για καλά στο μυαλό των ενόρκων ότι η κατηγορουμένη ήξερε πολύ καλά τί είχε διαπράξει.
Όμως, οι εντυπώσεις ανατράπηκαν αναπάντεχα όταν ανέβηκε στο έδρανο η ίδια η Gail. Επανέλαβε ότι ο θάνατος του Pappalardi ήταν «ατύχημα», το οποίο συνέβη ενώ της «έδειχνε πώς να μάθει να χρησιμοποιεί το όπλο, γιατί ταξίδευε συχνά και θα της το άφηνε για ασφάλεια». Όταν η Αντεισαγγελέας προσπάθησε να της δώσει να κρατήσει το κρίσιμο πειστήριο, το 38άρι Derringer, η Gail έδειξε να τρομοκρατείται και ψέλλισε «Όχι, όχι δεν μπορώ να το αγγίξω αυτό το πράγμα !», τέμοντας και καταρρέοντας μέσα σε λυγμούς. Ο Meyerson είδε κάποιες από τις ενόρκους να δακρύζουν. Με το πανούργο κοουτσάρισμα της κατηγορούμενης είχε καταφέρει να προκαλέσει τους πιο σοβαρούς τριγμούς στη συνείδηση αυτών που καλούνταν να αποφασίσουν.
«Κυρίες και κύριοι ένορκοι, πράγματι. Η κατηγρουμένη κάλεσε το γραφείο μου. Ήταν ταραγμένη και της συνέστησα να αναζητήσει αμέσως ιατρική βοήθεια, γιατί ο σύζυγός της μπορεί να ζούσε ακόμη», ολοκλήρωσε ψύχραιμα την αποφώνησή του.



Σε όλη τη διάρκεια της δίκης, εφημερίδες, περιοδικά και τηλεόραση παρακολουθούσαν από κοντά. Στιγμιότυπα από τις ζωντανές εμφανίσεις και παλιές φωτογραφίες των Mountain και των Cream ξεθάφτηκαν, τα εξώφυλλα της Gail αναλύθηκαν από ειδικούς ψυχολόγους. Βρήκαν και την 27χρονη «πέτρα του σκανδάλου». Η Valerie Merians ισχυριζόταν ότι «έκανε τα πάντα να πείσει τον Felix να επιστρέψει στην οικογένειά του». To πιο συναρπαστικό επεισόδιο του "Dallas" που είχε παιχτεί μέχρι τότε. 
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1983, η ετυμηγορία των ενόρκων ανακοινώθηκε: «Η Gail Collins - Pappalardi κρίθηκε ένοχη για ανθρωποκτονία από εγκληματική αμέλεια του συζύγου της, μουσικού και παραγωγού της ροκ, Felix Pappalardi». Το σώμα των 12 ενόρκων, κατέρριψε ομόφωνα την κατηγορία της ανθρωποκτονίας με «δόλο δεύτερου βαθμού». Ο δικαστής James J. Leff, ένας redneck με φήμη άτεγκτου δικαστή, δύσκολα μπορούσε να κρύψει το θυμό του. «Είστε αφελείς. Έχετε υπ' όψιν σας ότι το πρώτο τηλεφώνημα που έκανε ήταν στον δικηγόρο της;
Δεν ενδιαφέρθηκε για τον σύζυγό της, αλλά για το πώς θα τη γλυτώσει!».
Ο λόγος του όμως δεν μετρούσε πλέον. Το μόνο που του επέτρεπε ο νόμος να κάνει ήταν να ανακοινώσει ημερομηνία αναγγελίας της ποινής, για την οποία θα έκρινε ανέλεγκτα ο ίδιος. Το μάξιμουμ θα μπορούσε να είναι τέσσερα έτη φυλάκισης. Αυτή και επέβαλε στις 12η Οκτωβρίου 1983.

Φήμες ακούστηκαν πολύ αργότερα για τον ιατροδικαστή που πραγματοποίησε την νεκροψία. Πολλά στοιχεία σχετικά με το τραύμα, την απόσταση από την οποία προκλήθηκε, τη γωνία βολής και τις κινήσεις δράστη και θύματος μέσα στο χώρο δεν είχαν αποτυπωθεί παρά ανεπαρκώς στο επίσημο υλικό στο οποίο η Εισαγγελία του Μανχάτταν είχε βασίσει την υπόθεση.

Η Gail Collins παρέμεινε στη φυλακή μόνο δύο χρόνια. Αποφυλακίστηκε στις 30 Απριλίου του '85, με την υποχρέωση να τελεί τα υπόλοιπα δύο χρόνια της ποινής ελεύθερη αλλά υπό επιτήρηση. Έκτοτε, σα να εξαφανίστηκε από τη δημόσια ζωή. Κανείς δεν γνώριζε που βρίσκεται, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2013, όταν ο σπιτονοικοκύρης της άνοιξε το διαμέρισμα του Αχιχίκ και βρέθηκε μπροστά στο πτώμα της.
Ποιά ήταν όμως στην πραγματικότητα η γυναίκα που σφράγισε τόσο άδοξα το τέλος ενός από τους πιο ταλαντούχους ανθρώπους του ροκ ν΄ρολ; Για τριάντα περίπου χρόνια η ίδια άλλαζε τόπους διαμονής - πάντα όμως επέλεγε διαμερίσματα που να έχουν θέα στο υγρό στοιχείο.
Περίοικοι του Αχιχίκ άρχισαν, αφού το κοινό ξαναθυμήθηκε την ιστορία της, να προσφέρουν στα media λιγοστές, αλλά χαρακτηριστικές πληροφορίες.  
Ζούσε από το εισόδημα της Πρόνοιας και από τις επιταγές που έρχονταν κάθε μήνα για τα πνευματικά της δικαιώματα από τους στίχους και τα εξώφυλλα. Ήταν περήφανη για τους στίχους της, αλλά δίσταζε να αναφέρει λεπτομέρειες, γιατί η ιστορία με την ποινική της καταδίκη την ενοχλούσε ακόμη. Της άρεσε όμως να λέει ιστορίες για τη ζωή της. Οι λίγοι άνθρωποι που πατούσαν πόδι στο σπίτι της δεν μπορούν να είναι σίγουροι αν οι ιστορίες αυτές είχαν μέσα τους περισσότερη αλήθεια ή φαντασία. Ήταν ευφυής, αλλά και παράλογα ισχυρογνώμων. Ιδιότροπη, μνησίκακη, εσωστρεφής. Σε ένα όμως συμφωνούσαν. Ήθελε να είναι αυτή το επίκεντρο των πάντων.
Ήταν ανταγωνιστική και εγωίστρια ακόμη και με τους ανθρώπους της γειτονιάς. Δεν άντεχε να γίνεται κάποιος άλλος σταρ, εκτός της ίδιας. Αν κάποιος έδρεπε την προσοσχή ενοχλείτο, κάκιωνε και τον εχθρευόταν.
Το εγώ της, που κατηύθυνε την δημιουργικότητά της, ήταν το ίδιο που κατέστρεφε και όλες τις διαπροσωπικές της σχέσεις μέχρι το τέλος. Στο διαμέρισμά της βρέθηκαν «οδηγίες» σε όσους την έβρισκαν νεκρή : να γίνει ευθανασία στις γάτες της, ώστε οι στάχτες της να αναμιχθούν με αυτές των ζώων.
Τί είδους άνθρωπος θα έκανε κάτι τέτοιο;

Ήταν σαν κανείς να μην την έμαθε ποτέ. Κι όμως, είχε προειδοποιήσει το σύμπαν για την άβυσσο που έκρυβε στην ψυχή της με κείνα τα παρανοϊκά εξώφυλλα των Mountain, πίσψ στα '70s όπου γυναικείες φιγούρες, πολλές μάλιστα κοκκινομάλλες σαν την ίδια, εναγκαλίζονται με άμορφα σαρκοβόρα σχήματα ή γονυπετούν λατρευτικά σ΄αυτά.
Σ΄ ένα τουλάχιστον τραγούδι, γραμμένο από την ίδια πίσω στο φαινομένικά ανύποπτο 1971, είχε προειδοποιήσει και τον ίδιο τον άτυχο
Pappalardi για το τί τον περίμενε σε περίπτωση που την έκανε για πάντα από κοντά της.
"Two island swans mated for life, and his faithful heart would not consider any other
Wife (...) Proud and gentle was the loving of the last two island Swans.
Their love was like a circle, no beginning and no end, 
With his lady by his side a treasure and best friend.
'Til a dread day in November when the searing cold did start -  
Stalked the hunter with his bow, he put an arrow through her heart.
Husband, come to my side let your feathers warm my pain, 
For I feel I will not spend another day with you again".

And the cold winds blow, He was brave but he's laid low.
By her body in the isle of mist, I saw him give her one last cold kiss, 
One last cold kiss".


Mε κύκνους ή χωρίς πάντως, οι συμπαίκτες του Pappalardi's στους Mountain ούτε χώνεψαν, ούτε και συγχώρεσαν ποτέ την Gail Collins. Είπαμε, σε μια μπάντα αντρών, ορισμένα πράγματα είναι ορατά χωρίς πολλά - πολλά.  
«Δεν επιστρέφεις αργά το βράδυ στο σπίτι, όταν ξέρεις ότι η γυναίκα σου σε περιμένει με όπλο, για να της πεις ότι χωρίζετε. Αν το κάνεις, πρέπει να ξέρεις ότι θα σου ξηγηθεί Sam Cooke στην καμπούρα σου. Έχω ακούσει που λένε ότι η Gail συπεριφερόταν σαν τη Γιόκο Όνο. Δεν έχουν ιδέα. Ήταν δέκα φορές χειρότερη, η τύπισσα ήταν σκέτη μαγισσα». Τάδε έφη, χρόνια αργότερα ο ντράμερ, Corkey Lang.
Ο δε μέγας από πολλές απόψεις Leslie West, με το γνώριμο σαρκασμό του θα προσυπογράψε: «Αν υπάρχει δίδαγμα από την ιστορία του Felix, αυτό είναι ένα: Όταν είσαι άντρας και είσαι στο ροκ ν' ρολ, ν΄αγοράζεις στη γυναίκα σου δαχτυλίδια. Διαμάντια. Λουλούδια. Κανένα σουτιέν απ' αυτά τα ανορθωτικά. Αλλά όπλο, ποτέ».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites