Waters vs Gilmour. Pink vs Floyd. Ένα στιγμιαίο ολίσθημα προς το Χ.Α.Ο.Σ.
"Must the show go on ? (.) There must be some mistake - I didn't mean to let them take away my soul - Am I too old, is it too late ? Oooh Ma, Oooh Pa - Where has the feeling gone? - Oooh Ma, Oooh Pa - Will I remember the songs? - Oooooh aah the show must go on". -"The Wall", πρώτο κομμάτι, πρώτη πλευρά δεύτερου δίσκου, Δεκέμβριος 1979.
1985. Η σινεματική, κατά Alan Parker, εκδοχή του «Τείχους» είναι τρία χρόνια παλιά. Κανείς όμως δεν μπορεί να κρύψει την πεζή αλήθεια. Το όνομα Pink Floyd, ακριβώς την εποχή που εξαπέλυσε στη στρατόσφαιρα το πιο φιλόδοξο και πολυμορφικό καλλιτεχνικό της δημιούργημα βρίσκεται σε περίοδο βαθιάς παρακμής.
Με το "The Wall", μια δικής του έμπνευσης εφιαλτική ελεγεία για την ψυχική αποξένωση του ειδώλου από το κοινό κι από τον εαυτό του, ο Roger Waters είχε καταφέρει να ξελασπώσει το γκρουπ του από τα τεράστια χρέη στα οποία βρέθηκε βυθισμένο μετά την περιοδεία του '77.
Η «επένδυση» των χρημάτων τους από μια σειρά έμπειστων επιτηδείων τους είχαν αφήσει απένταρους και η εταιρία καραδοκούσε. Ήταν ο Waters αυτός που κάθησε μαζί με τον παραγωγό Bob Ezrin και έφτιαξαν το «Τείχος». Αυτός που με τον Gerald Scarfe και τον Alan Parker το ύψωσαν και στη μεγάλη οθόνη. Αυτός που μόνος του  χειρίστηκε το νέο συμβόλαιο με τη δισκογραφική, παραδίδοντας σχεδόν αμέσως ένα νέο άλμπουμ, το "The Final Cut" (ένα θρηνητικό διήγημα αφιερωμένο στον πατέρα του που έπεσε μεταξύ χιλιάδων στρατιωτών των συμμάχων στο Άντζιο το 1944, με «δική του» μουσική) το Μάρτιο του '83. Για τον Waters το πράγμα ήταν ξεκάθαρο : οι «άλλοι», ο David Gilmour κι ο Nick Mason, ενδιαφέρονταν μόνο για το 25% από τα δικαιώματα. Ίσως και για κρουαζιέρες σε ελληνικά νησιά, για γάμους, απιστίες και γέννες με διάφορες γυναίκες. Σίγουρα πάντως, έδειχναν σταθερή έφεση για αφ' υψηλού κριτική στις μουσικές του ιδέες, χωρίς να κάνουν τον κόπο να συνεισφέρουν.



Όπως κάθε δημιουργικός άνθρωπος που ζει και δρα σε ρυθμούς τους οποίους οι «άλλοι», οι λιγώτεροι αφοσιωμένοι, λιγώτερο εμπνευσμένοι ή και λιγώτερο εργατικοί ονομάζουν «εργασιομανείς», ο Waters αντιπαθούσε τους τεμπέληδες.
Πρώτα ξεφορτώθηκε τον πιο ράθυμο απ΄τους τρεις του συνοδοιπόρους. O Rick Wright, ο άνθρωπος που καθόταν πίσω από τα πλήκτρα από το ξεκίνημα, μέσα στο 1980 εκδιώχθηκε από τον Waters κακήν κακώς, με επίσημη αιτιολογία ότι «η απόδοσή του ήταν σε χαμηλά επίπεδα».
Τα επιχειρήματα με τα οποία τον πειθανάγκασε ο Waters καταλυτικά : «Αν δε φύγεις τώρα, θα σβήσω ολόκληρο το άλμπουμ και τα δικά σου μέρη θα τα παίξει άλλος». Ο Wright όχι μόνον έφυγε, αλλά φεύγοντας πήρε ό,τι του αναλογούσε από παρελθόντα και μέλλοντα συνθετικά δικαιώματα και υποχρεώθηκε να υπογράψει μια λεόντειο ρήτρα: δεν επιτρεπόταν να επιστρέψει ποτέ ξανά στο συγκρότημα.
Με ακλόνητη πεποίθηση ότι οι «άλλοι», νωθροί, αναβλητικοί κι εθισμένοι στην καλοπέραση, δεν θα μπορούσαν να συνθέσουν ούτε μισό κομμάτι χωρίς αυτόν, ο Waters το δήλωνε δημόσια παντού :  «Το γκρουπ δεν υπάρχει πλέον και δεν πρόκειται να ξαναηχογραφήσει». Στους Gilmour και Mason το είχε πετάξει και κατάμουτρα : «Με σας δεν ξανασυνεργάζομαι. Και χωρίς εμένα, δεν μπορείτε».

Το Δεκέμβριο του '85 μια επιστολή υπογεγραμμένη από τον Waters έφθασε στα γραφεία των δισκογραφικών που διατηρούσαν τα δικαιώματα των Pink Floyd, της ΕΜΙ στο Λονδίνο και της CBS στη Νέα Υόρκη. Έγραφε εκεί ότι οι Pink Floyd ήταν πλέον μια «δημιουργικά ξοδεμένη» οντότητα, που θα έπρεπε η βιομηχανία να την αφήσει «να αποσυρθεί με αξιοπρέπεια» και καλούσε τις δύο εταιρίες να τον απαλλάξουν από τις συμβατικές του υποχρεώσεις.
Η πλήρης εικόνα, βέβαια, άλλη : με δεδομένη την απέχθειά του για τους Gilmour και Mason, με την κίνηση αυτήν ο Waters ήθελε να ξεφορτωθεί τον μέχρι τότε μάνατζέρ τους, Steve O' Rourke, ο οποίος πίεζε για να υπάρξει νέο υλικό. Χωρίς γκρουπ δεν θα υπήχε καινούριο υλικό. Χωρίς καινούριο υλικό, οι Floyd θα παραβίαζαν τα νωπά δισκογραφικά συμβόλαια και η κάνουλα του χρήματος από τα δικαιώματα θα έκλεινε με ένα λιτό δελτίο τύπου γραμμένο από κάποιον λογιστή. Ούτε ο μάνατζερ, ούτε οι άλλοι δύο «τεμπέληδες», όπως τους αποκαλούσε, θα μπορούσαν να ζουν από τα «δικά του» τραγούδια. Ο ίδιος, υπεραυτάρκης μέσα στις δικές του μουσικές στοχεύσεις, θα έβρισκε άλλους. Καλύτερους. Και θα συνέχιζε χωρίς να χρειάζεται να τρέφει δύο βδέλλες.
Με το που έγινε το γνωστό το περιεχόμενο των επιστολών του Waters, το αντίπαλο στρατόπεδο, κυρίως ο Gilmour, αναζήτησε βοήθειες από τα μεγάλα κεφάλια και άρχισαν αμέσως να μιλούν οι γραββάτες, οι χαρτοφύλακες και οι χρεώσεις των 500 λιρών την ώρα. Ο Waters προσπαθούσε μονομερώς να διαλύσει το συγκρότημα. Είχε τη δυνατότητα;
Tα επιχειρήματα ήταν κατ' αρχήν «καλλιτεχνικά»:
Πρώτον, ο Gilmour ήταν η φωνή και η κιθάρα τουλάχιστον των μισών γνωστών τους τραγουδιών ("Breath", "Money", "Us And Them"."Shine On You Crazy Diamond", "Wish You Were Here", "Echoes", "Time", "Young Lust"). Δεύτερον, όταν το '68 αποχώρησε ο Syd Barrett, το γκρουπ συνέχισε χωρίς καμία συζήτηση για δικαιώματα στο όνομα και στο ηχογραφημένο υλικό, το οποίο ανήκε όλο σχεδόν στο «τρελλό διαμάντι».
 


Γρήγορα όμως ήρθαν στο φως και νομικά : Υπήρχε μια κρίσιμη - όσο και ξεχασμένη απ' όλους, σίγουρα πάντως απ΄τον Waters- λεπτομέρεια. Οι προκαταβολές από ΕΜΙ και CBS για μια σειρά καινούριων άλμπουμ είχαν καταβληθεί από το 1982. Για να συμβεί αυτό, οι δικηγόροι των δισκογραφικών έβαλαν τα τρία εναπομείναντα μέλη της μπάντας να υπογράψουν ότι, για το μέλλον, το ύψος των προκαταβολών για κάθε επόμενο δίσκο θα έπρεπε να προϋπολογιστούν ανάλογα με το ποιά πρόσωπα θα βρίσκονταν στο συγκρότημα και μάλιστα σε κάθε πιθανό σχηματισμό. Όλοι οι συνδυασμοί προβλέφθηκαν και υπογράφηκαν, έτσι ώστε η εταιρία να «κρατάει» ο,τιδήποτε φτιαχτεί από τουλάχιστον δύο «αρχικά» μέλη. Σίγουρα κάποιος με πούρο και Αρμάνι θα επισήμανε το αυτονόητο :
«Δεν είναι να έχεις εμπιστοσύνη σ΄αυτά τα ρεμάλια τους ροκ σταρ, μπορούν να εγκαταλείψουν το σκάφος ανά πάσα στιγμή». Υπήρχε λοιπόν ήδη σε ισχύ συμβατική ρήτρα σύμφωνα με την οποία η χρηματοδότηση θα συνεχιζόταν ακόμη κι αν ο Waters δεν βρισκόταν πια στο γκρουπ. Αυτό ήταν. Ο τύραννος Roger τους είχε κάνει τη μεγαλύτερη χάρη θέτοντας τον εαυτό του εκτός μπάντας.

Τον Αύγουστο του '86, το λιτό δελτίο τύπου που έφερε το λογότυπο των Pink Floyd έγραφε λακωνικά : «Το συγκρότημα δεν έχει καμία πρόθεση να διαλυθεί. Απεναντίας, ο David Gilmour, o Nick Mason και ο Rick Wright, μαζί με τον παραγωγό Bob Ezrin, επί του παρόντος ηχογραφούν ένα καινούριο δίσκο».
Ο Waters, εξοργίστηκε με την «ύβρη» εκ μέρους των «τεμπέληδων».
Τέλος Οκτωβρίου του '86 προσέφυγε στο High Court ζητώντας τη διάλυση των Pink Floyd, αφού σαν προσωπική εταιρία δεν μπορούσε πλέον να εξακολουθήσει να υφίσταται, αφού «δεν υπήρχε κοινό δημιουργικό έδαφος, ούτε κοινό συμφέρον όλων των συμμετεχόντων». Και έχασε. Αυτό που υπερφίαλα θεωρούσε «δημιούργημά» του, ήταν το μπάσταρδο παιδί των δισκογραφικών και των πολυσέλιδων, σατανικά σχολαστικών, συμβολαίων που, πάνω στην υπερσυγκεντρωτική του έπαρση, είχε το '82 αγνοήσει.
Δεν θα το έβαζε όμως κάτω. Με νέα του αγωγή ζητούσε πλέον την οριστική διανομή των ιματίων της «περιουσίας» του ονόματος Pink Floyd. Οι συνθέσεις, οι στίχοι, τα κόνσεπτ, τα πολύπλοκα σκηνικά εφέ, το τείχος και η κατεδάφισή του, η στρογγυλή σκηνή, το αεροπλάνο της Λουφτβάφε που συντριβόταν, το ιπτάμενο γουρούνι, ήταν όλα «δικά του» και δεν θα επέτρεπε να τα χρησιμοποιεί ένα "franchise". Ατέρμονες προδικαστικές διαπραγματεύσεις εξακολούθησαν για έναν περίπου χρόνο. Ο δεδηλωμένος άθεος μαρξιστής  πίστευε ότι θα μπορούσε να χτυπήσει το καπιταλιστικό τέρας με όπλα που όχι μόνο εκείνο κατείχε καλύτερα, αλλά που εκείνο τα είχε εφεύρει εξαρχής.
Παρά τις δημόσιες αντεγκλήσεις με τους πρώην συντρόφους του, ο Waters δεν είχε σταματήσει να προβληματίζεται και να οραματίζεται. Σκοπός του ήταν να μοιραστεί το απόθεμά του με το κοινό, ιδίως το κοινό των Floyd που το θεωρούσε «δικό του». Μετά το εσωστρεφές όσο και ψυχοθεραπευτικό "The Pros And Cons Of Hitch-hiking" του '84, η ματιά του ξενάγινε ευρυγώνια. Αυτή τη φορά, συμπεριλαμβάνοντας καίριες θεματικές της εποχής. Το κόνσεπτ αφορούσε την επιρροή των ηλεκτρονικών Μ.Μ.Ε., τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτωχοποίηση, τις τελευταίες βλέποντάς τις ως ασθένειες σύμφυτες με τον καπιταλισμό καθώς και τον κίνδυνο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος, σ' ένα διεθνές περιβάλλον όπου ο λεγόμενος «Πόλεμος των Άστρων», η πυραυλική ισορροπία μεταξύ Η.Π.Α. και Ε.Σ.Σ.Δ., μαινόταν.


Αφετηρία της έμπνευσης του Waters ο ραδιοφωνικός παραγωγός Jim Ladd, τον οποίο γνώρισε το '79 στο L.A., τότε που τα ραδιοφωνικά talk show με συμμετοχή των ακροατών ήταν αναντικατάστατη μορφή επικοινωνίας, αναδεινύοντας τις κοινωνικές ζυμώσεις διαπλάθοντας τα αισθητήρια της κοινής γνώμης. Η ραγδαία μετάλλαξη του ραδιοφωνικού τοπίου στα μέσα της δεκαετίας του '80 οδηγούσε με ραγδαίο ρυθμό προς την αλλαγή όλου του φορμάτ του ραδιοφώνου, με φιξαρισμένο πλέϊ-λιστ και προαγορασμένο κάθε δευτερόλεπτο ραδιοφωνικού για προϊοντική εκμετάλλευση. Ακόμη και ο σταθμός στον οποίο εργαζόταν ο ίδιος ο Ladd, τον απέλυσε, αλλάζοντας το όλο ύφος του σύμφωνα με τα γούστα της εποχής και τα προσφερόμενα διαφημιστικά πακέτα. Όμως η δυναμική της αμεσότητας του ραδιοφώνου είχε συνεπάρει τον Waters για καλά. Πάντα έχοντας υπ' όψη του το τί συνέβαινε στη Θατσερική Βρεττανία, με τις κοινωνικές αναταραχές, την ανεργία και τις μαραθώνιες απεργίες, μπόλιασε την εμπνευσή του με την ανάγκη του για κοινωνικό σχόλιο.
Το άλμπουμ που προέκυψε θα ήταν κόνσεπτ, θα είχε απήχηση στο μέσο σκεπτόμενο ακροατή και θα είχε κάτι διαφορετικό σαν επίγευση, μετά το καθαρτήριο μαρτύριο του "The Wall" και το θρηνητικό "Final Cut".
Ένα αισιόδοξο μήνυμα.  Στην πνευματική αυτή στροφή του Waters έπαιξε κρίσιμο ρόλο και το "Live Aid", το καλοκαίρι του '85. Όπως αρκετοί από τους τραγουδοποιούς - οραματιστές της γενιάς του, ο Waters είχε δει στην παγκοσμιότητα της μουσικής τη δυνατότητα να δοθούν λύσεις σε αρκετές από τις ανισότητες του κόσμου, ανισότητες όπως η φτώχεια και η αξιοπρεπής εργασία που είχαν διαμορφώσει βιωματικά την πολιτική του ταυτότητα. 

Το στόρυ είχε ως εξής:
Ο Billy, ένας 23χρονος πνευματικά καθυστερημένος ζει στη Νότια Ουαλλία, καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα, μaζί με την οικογένεια του δίδυμου αδελφού του, Benny, την γυναίκα του Molly και τα παιδιά του. Ένα βράδυ ο Benny, οποίος είναι ανθρακωρύχος, απολυμένος εξαιτίας των ανακατατάξεων της αγοράς εργασίας, σπάει από απόγνωση μια βιτρίνα καταστήματος ηλεκτρικών συσκευών και κλέβει ένα ασύρματο τηλέφωνο, την ώρα που οι ανοικτές τηλεοράσεις στην βιτρίνα αναμεταδίδουν διάγγελμα της Θάτσερ. Ο Benny συλλαμβάνεται, ανακρίνεται και φυλακίζεται, έχει όμως προλάβει να κρύψει το τηλέφωνο στην αναπηρική καρέκλα του Billy. Ανήμπορη να τον φροντίσει με τον Benny στη φυλακή, η Molly στέλνει τον Billy να μείνει στο L.A., μαζί με τον θείο David, ο οποίος είχε μεταναστεύσει εκεί χρόνια πριν, για να δουλέψει για την κατασκευή της ατομικής βόμβας που έπεσε στη Χιροσίμα.

Ζώντας στο L.A., ο Billy εξερευνά το τηλέφωνο και ανακαλύπτει ότι μέσα απ' αυτό μπορεί να «πιάσει» τα ραδιοκύματα, να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο και να επέμβει σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Μέσω αυτού αρχίζει και επικοινωνεί με τον dj του "RADIO K.A.O.S.", ενός ραδιοσταθμού που προσπαθεί να πάει κόντρα στο ρεύμα της εμπορευματοποίησης, γι΄αυτό κι εξακολουθεί να βγάζει στον αέρα ακροατές. Μιλώντας μέσα από ένα συνθεσάϊζερ ο Billy διηγείται την ιστορία του και προχωρά παραπέρα. Νιώθει κι αυτός, όπως ο έγκλειστος αδελφός του, η φτωχή γυναίκα του, ο εξόριστος θείος David και χιλιάδες άλλοι, θύμα της αδυσώπητης οικονομικής κατάστασης, που τον έχει διώξει από την πατρίδα και τους αγαπημένους του.
Αναπτύσει τη διαίσθησή του και τις ικανότητές του σε τέτοιο βαθμό που με τη βοήθεια της τεχνολογίας παρεμβαίνει σ' έναν στρατιωτικό δορυφόρο και μέσα απ΄ αυτόν ξεγελά τα διεθνή ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης διαδίδοντας ότι επίκειται παγκόσμια καταστροφή από την εκτόξευση πυρηνικών πυράλων μεταξύ των υπερδυνάμεων. Καθώς η υφήλιος αναμένει το μοιραίο, σε ένα συγκινησιακά φορτισμένο φινάλε, βγαίνει στην επιφάνεια η ανάγκη για να επαναπροσδιοριστεί η σημασία των αξιών (οικογένεια, φιλία, ειρήνη, αλληλεγγύη) απέναντι στην ισχύ των επίπλαστων προτύπων (τις διαφημίσεις και τις αγχωτικές ειδήσεις που προβάλλουν τα Μ.Μ.Ε.).

Η δοκιμιακού τύπου φαντασίωση περικλείει, όπως είναι φανερό, προσεγγίσεις σε θέματα που διαρκώς επανακάμπτουν στα μουσικά έργα του Waters μεταξύ 1977 και 1992. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι το σχεδόν προφητικό για το 1987 εφεύρημα της πλοκής : η έννοια διαδίκτυο ανήκε τότε επιστημονική φαντασία. Η πρόσβαση σε αυτό μέσω του «κινητού» τηλεφώνου, ένα εφεύρημα πλοκής που παραπέμπει - τηρουμένων των αναλογιών- σε Νταίνικεν, αν όχι σε Ιούλιο Βερν και το hacking ένα τρικ που χλευαζόταν ως σεναριακή απιθανότητα όταν περνούσε μέσα από teen movies όπως το "War Games".

Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε μέσα σε μόλις τρεις μήνες στα τέλη του '86 στο στούντιο Billiard Room του Waters στο Λονδίνο, από μια ανανεωμένη σύνθεση της "Bleeding Heart Band", του γκουπ που είχε συλλέξει να τον συνοδεύει σε περιοδείες και ηχογραφήσεις. Τα ονόματα μιλάνε από μόνα τους : Andy Fairweather - Low (κιθάρα, φωνητικά), Paul Carrack (πλήκτρα, φωνητικά), Mel Collins (σαξόφωνο), Graham Broad (τύμπανα και κρουστά), συν ένα κουαρτέτο από τρομερές γυναικείες φωνές (Rhatigan, Tory, Chanter, Kissoon). Το όλο project αποτελείτο από 16 κομμάτια και είχε συνολική διάρκεια πάνω από μία ώρα. Τελικά, περικόπηκαν εισαγωγές, ηχητικά κολλάζ και μελωδικά περάσματα που χρησίμευαν στη διήγηση και κατέληξαν μόνον 8 κομμάτια στα 41 λεπτά του βινυλίου.

Έχοντας σκόπιμα επιλέξει ένα είδος παραγωγής που υπερτονίζει τον παντοδύναμο ραδιοφωνικό ήχο του 1987, το μουσικό περιεχόμενο έχει καταφέρει να κρατήσεις τις συναισθηματικές και μουσικές διακυμάνσεις του δίσκου πυκνές, σε σημείο που να αναγκάζουν τον ακροατή να παρακολουθήσει την πλοκή μέσα από τους στίχους. Ta τραγούδια προλογίζονται από τη φωνή του ραδιοφωνικού dj (ακούγεται ο ίδιος ο Jim Ladd) και τα «κινηματογραφικά» ηχητικά εφέ προκύπτουν μελετημένα.
Το "Radio Waves" ξεκινά τη διήγηση με μια φαινομενικά ανώδυνη uptempo διάθεση. Ένα σαρδόνιο μουσικό δόλωμα, απόλυτα ταιριαστό με την ταπετσαρία των ρηχών hits της εποχής, καίριο σχόλιο για την διαβρωτική δύναμη του ραδιοφώνου.
Το "Who Needs Information", έχει αφετηρία μια πραγματική είδηση, αυτή του τυχαίου θανάτου ενός οδηγού ταξί που μετέφερε ανθρακωρύχους στον τόπο της απεργίας, από ένα τούβλο που εκτόξευσε συνάδελφός τους και συνοδεύει το επεισόδιο όπου ο απολυμένος αναθρακωρύχος Benny σπάει τη βιτρίνα ("Who needs information, when you're living in constant fear?").
Οι κιθάρες άλλοτε δυναμώνουν, άλλοτε θάλπουν αναπόληση, πίκρα, ειρωνεία, πνευστά υπογραμμίζουν πλούσιες γκόσπελ μελωδίες. Η αίσθηση της αποξένωσης ("
Home"), της αντικαταστατότητας ("Me Or Him"), της ανίκητης ματαιοδοξίας της πλειοψηφίας ("Sunset Strip"), του τρόμου της πυρηνικής καταστροφής, έστω και εικονικού, όπως τον θέλει το νήμα της αφήγησης ("Four Minutes"), όλα καταλήγουν σ΄ένα μεγαλειώδες "The Tide Is Turning (After Live Aid)", με τον Waters να εκθέτει την πεποίθησή του ότι η τεχνολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καλό σκοπό. "Now the satellite's confused 'cos on Saturday night / the airwaves are full of compassion and light . I' M not saying that the battle is won / But on Saturday night all those kids in the sun / Wrested technology's ward from the hands of the warlords".

To single "Radio Waves" κυκλοφόρησε στις 11 Μαίου του '87 γεννώντας ένα σχετικό ενδιαφέρον (UK#74 και κατά τραγική ειρωνεία, US#12 στα ... «ειδικά» Mainstream Rock Charts) ενώ τα δελτία τύπου της EMI μιλούσαν για μια επερχόμενη rock opera. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 15 Ιουνίου και η μεγαλύτερη μέχρι τότε περιοδεία του Waters προγραμματίστηκε να ξεκινήσει στα μέσα Αυγούστου. Τo set list περιελάμβανε ολόκληρο το άλμπουμ, μερικά κομμάτια που βοηθούσαν στην πλοκή, αλλά δεν μπήκαν στο βινύλιο, συν κλασσικά κομμάτια των Floyd. Τα σκηνικά περιλάμβαναν μια τεράστια στρογγυλή βίντεο οθόνη, φωτιστικά τελευταίας τεχνολογίας και τον ίδιο τον Jim Ladd, να μεταφέρει live ερωτήματα του κοινού ανάμεσα στα τραγούδια. Ένας Waters αποφασισμένος να μοιράσει τα μηνύματά του χωρίς περικοπές.

Όσο ο Waters σχεδίαζε πώς θα μοιραστεί την απαιτητική επιφοίτησή του με το «δικό του» κοινό, o Gilmour συμμάχησε πρόθυμα με όλες τις "powers that be" της μουσικής βιομηχανίας. Πριν απ΄όλα όμως, είχε αφυπνιστεί από το ίδιο το μένος του Waters. Είχε όχι μόνο να αποδείξει ότι άξιζε το όνομα Pink Floyd, αλλά ότι με το όνομα αυτό μπορούσε να συντρίψει τον «τύραννο». Αποσύρθηκε στο στούντιό του, το Astoria, σ' ένα εξοχικό στις όχθες του Τάμεση.
Στενά συνεργαζόμενος με τον παραγωγό του "The Wall", Bob Ezrin, ξεδίπλωσε αρκετή μουσική. Με την βιομηχανία ζεστή για μια ακόμη χρυσοποίκιλτη επιστροφή σιτεμένων θρύλων, του διατέθηκαν οι καλύτεροι:
Οι σαξοφωνίστες Tom Scott και Tom Page, o μπασίστας Tony Levin, στα τύμπανα ο Jim Keltner και ο Carmine Appice. Ο ίδιος ο Bob Ezrin συμπλήρωσε πλήκτρα και ενορχήστρωσε, τα γυναικεία φωνητικά (από τριπλέτα φωνών) ήταν και πάλι εντυπωσιακά.
Για να γίνει πιο πειστικό το όλο εγχείρημα, κλήθηκε να μπει ως «δεύτερο μέλος» ο Nick Mason (για τον οποίο οι κακές γλώσσες λένε ότι η πιο καίρια συνεισφορά του ήταν στις φωτογραφίες του εσωφύλλου). Μέχρι και ο Wright επιστρατεύτηκε, όχι βέβαια σαν πλήρες μέλος (αυτό είχε συμβατικά αποκλειστεί), αλλά σαν «αμειβόμενος μουσικός». Την καίρια συμβολή όμως στο άλμπουμ προσέφερε ένας ιδιοφυής 23χρονος αμερικάνος κημπορντίστας, ο Jon Carin, τον οποίο ο Gilmour τσίμπησε από τη μπάντα του Bryan Ferry, μετά την κοινή τους εμφάνιση στο Live Aid.
Ο Gilmour δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του («βρήκα κάποιον που υποδύεται τον Rick Wright καλύτερα κι απ΄τον ίδιο τον Rick Wright») για τον άνθρωπο που θα γινόταν τελικά ο κατεξοχήν υπεύθυνος για την ηχητική ταυτότητα των καινούριων συνθέσεων. Ο Carin έφθασε στο Astoria στα τέλη του '86 και εκεί, παρατηρώντας την αέναη ροή των νερών του Τάμεση και την αμέριμνη πανίδα να πηγαινοέρχεται, έβαλε κάτω το βασικό σκελετό ενός κομματιού που θα ονομαζόταν "Learning To Fly". Αυτό ήταν που έδωσε τον τόνο του όλου άλμπουμ.
Ο Gilmour, βέβαια, χρειαζόταν κάτι ακόμη. Στίχους. Διάφοροι εξωτερικοί στιχουργοί δοκιμάστηκαν, αλλά τελικά προτιμήθηκε ο Anthony Moore, κάποτε μέλος των βρετανών prog rockers Slap Happy.
Ηχητικά δουλεμένο μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας ώστε να παραπέμπει στη μυστηριακή δόνηση των οργανικών σημείων του "Wish You Were Here" και του "The Wall", το νέο άλμπουμ ήταν ένα μουσικό προϊόν σύγχρονο, με ροκ γωνίες όσο και ατμόσφαιρες, πάνω απ' όλα όμως προσεκτικά σχεδιασμένο: Δεν υπήρχε στην καρδιά του καμιά βαρύγδουπη ενιαία ιδέα. Υπήρχε πολλή και καλή κιθάρα, hooks που το απομάκρυναν από το διηγηματικό ύφος που προσπαθούσε να επιβάλει ο Waters και δεν υπήρχαν πλατειασμοί που παρέπεμπαν στα δεινοσαυρικά '70s. Το πρώτο βίντεο κλιπ άρχισε να παίζει στο MTV μαζί με τη μαζική διαφήμιση για το πρώτο σκέλος μιας αμερικανικής περιοδείας.

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στα μέσα Σεπτεμβρίου του '87 σε όλον τον κόσμο, διπλωμένο σ΄ένα υποβλητικό εξώφυλλο από τον ίδιο τον Storm Thorgerson. Μια ατέρμονη σειρά από κρεββάτια, εκτεθειμένα στην παλίρροια και την άμπωτη μιας αχανούς παραλίας, με μοναδικό σημάδι ζωής, έναν αγουροξυπνημένο, ίσως απεγνωσμένο φιλοξενούμενο και μια καμαριέρα που φαίνεται στο οπισθόφυλλο, να συμμαζεύει, σ΄ έναν συμβολισμό για τα ίχνη μιας σειράς από απούσες ανθρώπινες σχέσεις που χάνονται στον ορίζοντα.
Η καμπάνια που συνόδευσε την κυκλοφορία του και η αναμονή για το τί θα μπορούσε να κάνει ένα τόσο μεγάλο γκρουπ χωρίς τον βασικό της καθοδηγητή, εκτόξευσε τις πωλήσεις στα ύψη από τις πρώτες εβδομάδες.
Οι πωλήσεις υπερκέρασαν αυτές του "Radio Κ.A.O.S" αμέσως. Η ανωνυμία των Pink Floyd, το ότι τα μουσικά τους έργα δεν μπορούσαν στα μάτια του κοινού να συνδεθούν με συγκεκριμένα πρόσωπα μέσα απ΄το γκρουπ, στοιχείο το οποίο στο παρελθόν είχαν και οι ίδιοι οι Floyd επιδιώξει να υψώσουν ως ασπίδα προς το κοινό τους, λειτούργησε τελικά σε βάρος του Waters. Το όνομα του συγκροτήματος ήταν εκεί, μ' ένα κομψό logo, στη δεξιά πάνω γωνία κάθε αντιτύπου δίσκου ή cd. Η κλασσική οφθαλμαπάτη των εξωφύλλων, εκεί. Τα mid tempo, συνοφρυωμένα κομμάτια με τη λυτρωτική κιθάρα, εκεί. Η φωνή επίσης εκεί  - ένας θεός ξέρει πόσοι από τα εκατομμύρια των φανς διέκριναν ποιός τραγουδάει τί, μεταξύ Waters και Gilmour. Τα άλμπουμ έφευγαν από τις προθήκες των δισκοπωλείων χωρίς δεύτερη σκέψη. Η επιτυχία ήταν τεράστια.

Ο Roger Waters αναγκάστηκε πικρόχολα να δηλώσει : «Το κοινό είναι το μόνο που θα μου δώσει τη δικαίωση που αναζητώ από τα δικαστήρια. Όσο για το άλμπουμ τους; Ναι, είναι μια αρκετά πετυχημένη πλαστογραφία».


Η περιοδεία του Waters στις Η.Π.Α. ξεκίνησε από το Rhode Island στις 14 Αυγούστου του 1987. Ο ίδιος, με μαύρα γυαλιά, σακκάκι και λευκό φανελλάκι, στεγνός και νευρώδης, πολύ νεώτερος από τα 44 χρόνια του, αλλά και τραγικά κοντά στον μανιακό δικτάτορα του «Τείχους». Τα κλασσικά των Floyd παίχτηκαν δίπλα στα καινούρια σ΄ένα σετ που υπερέβαινε τις τρεις ώρες. Εκπληκτικά ακριβής ήχος, μπάντα επιλέκτων, βίντεο προβολές με ψευδοδιαφημιστικά μηνύματα ανάμικτα με σκηνές καταστροφής, προεκλογικά μηνύματα της πρώτης εκστρατείας του Ρήγκαν και ζωντανά ερωτήματα των θεατών από τον Ladd. Όμως καμία απ' τις αίθουσες δεν ήταν γεμάτη (μεγαλύτερο κοινό που συγκεντρώθηκε οι 16.000 θεατές στο Madison Square Garden της Νέα Υόρκης, 24/8/1987).

Ήταν μια παράσταση για να κάνει τον θεατή να σκεφθεί. Το ημερολόγιο όμως έδειχνε  1987. Ο Ρήγκαν βρισκόταν στο Λευκό Οίκο, η ποπ επιφάνεια κυριαρχούσε και τα πολιτικά μηνύματα, δυσκολοχώνευτα και κουραστικά, ιδίως από έναν «γέρο» ρόκερ, απέβησαν άσφαιρα. Το μεγαλύτερο μέρος του αμερικάνικου κοινού δεν ήταν και βέβαιο αν ήθελε ή αν μπορούσε να σκεφτεί περισσότερο απ΄όσο ο τότε ηγέτης του. Μπορεί να ειπωθεί χωρίς υπερβολή ότι απεναντίας απώθησαν το αμερικανικό κοινό, μέρος του οποίου σκεφτόταν βγαίνοντας απ΄την αίθουσα μήπως πέταξε τα δολλάριά του στη συναυλία κανενός «κομμουνιστή». Όσο κι αν ο Waters δήλωνε δημόσια ότι «η ποιότητα του κοινού αντισταθμίζει την ποσότητα», σύντομα κατάλαβε ότι έχανε τη μάχη.

«Πιθανολογώ ότι 10.000 παραπάνω θα παρακολουθήσουν απόψε τους πρώην συναδέλφους μου, λόγω του ονόματος. Καλή τους τύχη. Είμαι στο δρόμο και ανταγωνίζομια τον εαυτό μου. Το φοβερό είναι ότι έρχομαι δεύτερος» θα πει πικρόχολα το Νοέμβριο του '87. Η περιοδεία του σύντομα υπερχρεώθηκε και τα σχέδια για επέκτασή της ματαιώθηκαν οριστικά.

Η σύγκριση με την ταυτόχρονα εκτυλισσόμενη περιοδεία των Pink Floyd ήταν εύγλωττη : Πληρώνονταν 1 εκατομμύριο δολλάρια τη βραδιά και γέμιζαν στάδια και αίθουσες με προσέλευση από 27.000 (Οντάριο, 9/9/1987) έως και 146.000 κόσμου. Η ζήτηση ήταν τέτοια που απανωτές βραδιές προστέθηκαν, μέχρι που έφθασε Ιούλιος, όχι του 1988, αλλά του 1989. Σε μια αξέχαστη βραδιά για όσους ήταν εκεί, πέρασαν κι απ΄το Ολυμπιακό Στάδιο στις 31 Μαίου της χρονιάς εκείνης.
Δύο μέρες πριν τα Χριστούγεννα του 1987, οι δύο πλευρές είχαν φθάσει σ' έναν άβολο και εξαχρειωτικό για το παρελθόν τους συμβιβασμό : ο Waters θα κρατούσε τα αποκλειστικά δικαιώματα στο κόνσεπτ του "The Wall", σε μια σειρά από σκηνικά, οπτικά εφέ και τα δικαιώματα στις ταινίες. To γουρούνι θα μπορούσε να υπερίπταται στις συναυλίες των Floyd, αντί 800 δολλαρίων ανά συναυλία. Σε κάθε εμφάνισή του θα έπρεπε να αναφέρεται "Original pig concept : R. Waters". Ο Gilmour ζήτησε από την ομάδα παραγωγής του να σχεδιαστούν και να προστεθούν σ΄αυτό δύο τεράστιοι όρχεις και συνέστησε να γραφεί το credit πάνω σ΄αυτούς.
Μαύρο, κατάμαυρο αίμα εξακολούθησε για χρόνια να ρέει μεταξύ των δύο. Οι τέσσερις Pink Floyd ξαναέπαιξαν όλοι μαζί, μία μόνο φορά για «φιλανθρωπικό σκοπό» στο Live 8 του 2005. O Syd Barrett πέθανε απομονωμένος το 2006. Το 2008, νικημένος από τον καρκίνο, ο Rick Wright. Μέσα στα χρόνια υπήρξαν άπειρες προσφορές αμύθητων ποσών για επανασύνδεση, περιοδείες ή καινούριο άλμπουμ. Κανείς τους δεν τα χρειαζόταν.
Μέχρι το 2010. Στις 10 Ιουλίου ο Waters δέχθηκε να εμφανισθεί στην ίδια σκηνή με τον Gilmour σ' ένα ακόμη «φιλανθρωπικό» event για τα παιδιά της Παλαιστίνης. Η «χάρη» ανταποδόθηκε, στις 12 Μαίου του 2011, όταν κατά το ανέβασμα του "The Wall" στο O2 του Λονδίνου, ο Gilmour εμφανίστηκε ξαφνικά στην κορυφή του τείχους και σε έκρηξη ενθουσιασμού τραγούδησε την τρίτη και την τέταρτη στροφή του "Comfortably Numb" παίζοντας τα δύο αειθαλή σόλο, με τον Waters να χτυπά στο δεύτερο το τείχος με τις γροθιές και κείνο να εκρήγνυται. Με το τείχος να έχει καταρρεύσει υπό τις εκκωφαντικές επευφημίες του κοινού, ένας συγκρατημένα συγκινημένος Waters ευχαρίστησε τον Gilmour για την «τεράστια τιμή» και ανακοίνωσε : «...Ένα ακόμη απομεινάρι του παλιού γκρουπ είναι απόψε κοντά μας». Στη σκηνή ανέβηκε Nick Mason. Και οι -δύο, πλέον- Pink Floyd, συνόδευσαν τον Waters στο "Outside The Wall".

Το 2013, ο Waters δήλωσε σε συνέντευξή του: «Έκανα λάθος μ' όλη αυτή την ιστορία, με τα δικαστήρια και τα λοιπά. Ασφαλώς και έκανα λάθος».
Κάπου κει ψηλά, από το 9ο σύννεφο του άλλου κόσμου, το τρελλό διαμάντι θα έχει ξεσπάσει σε παρανοημένα γέλια. Τουλάχιστον εκείνος διάλεξε να καγχάσει στης ματαιοδοξίας τα μούτρα πολύ πριν χρειαστεί εκείνη πρώτη να τον γονατίσει.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου
 

// Old Time Rock

// Live Favorites