David Bowie: Heroes, just for one day
Saturday

7Jan

David Bowie: Heroes, just for one day

Δημοσιεύθηκε από:

07/01/2017

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

10149
Aπόγευμα Ιουλίου του 1977 στο Δυτικό Βερολίνο. Σ’ ένα διάλειμμα των ηχογραφήσεων, ο David Bowie κοιτάει έξω απ’ το παράθυρο των Hansa Studios. Παρατηρεί ένα ζευγάρι ερωτευμένων. Στέκονται αγκαλιασμένοι και ψιθυρίζουν ο ένας στ’ αυτί του άλλου. Κάθε φιλί και πιο βαθύ, πιο δοτικό, ακόρεστο, πεισματικά αδιάφορο για τόπο και χρόνο.
Πίσω τους, τέσσερα μέτρα ψηλό, το τείχος του Βερολίνου κι ακόμη πιο πίσω η δυσοίωνη ομίχλη. Της Ανατολικής πλευράς, της χρονικής συγκυρίας, του άγνωστου μέλλοντός τους.
Η βασική δομή της σύνθεσης είχε πάρει μια πρώτη μορφή από τον Bowie και τον Brian Eno μερικές εβδομάδες νωρίτερα, με τον Tony Visconti να κάθεται πίσω από την κονσόλα. Η μέθοδός τους στο Βερολίνο, μετά από εννιά περίπου μήνες διαμονής εκεί, είχε πια παγιωθεί:
Ηχογραφούσαν ρυθμικές βάσεις και πάνω τους άπλωναν
overdubs από ατμοσφαιρκούς ήχους ή δούλευαν λεπτές αποχρώσεις. Μέσα απ’ αυτήν την επεξεργασία ξεπηδούσαν οι ιδέες για τη μελωδία και τους στίχους. Κάτι σα να φτιάχνεις πρώτα το κάδρο και να περιμένεις μέσα απ’ αυτό ν’ αποκτήσει ζωή ο πίνακας από μόνος του.
Ο Brian Eno είχε εισφέρει στη δημιουργική κονίστρα ένα δικής του επινόησης παιχνίδι. Κάρτες, τις οποίες σκορπούσε στο στούντιο ή καρφίτσωνε στον πίνακα ανακοινώσεων. Πάνω τους έγραφε σκόρπιες φράσεις, ή λέξεις, μια ατυπική πρώτη ύλη για να πυροδοτηθούν συναισθηματικοί συνειρμοί, beat εικόνες και freestyle λεκτικές ακροβασίες.
O Bowie τρεφόταν από κάτι τέτοια.
Έγραφε μερικές συγχορδίες και μετά προσπαθούσε πειθαρχημένα να κινηθεί μέσα σ’ αυτές, γράφοντας χωρίς να τις βελτιώνει. Ακολουθούσε τη φόρμουλα πιστά, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το συναίσθημα. Τα sessions του Βερολίνου ήταν μια κατεξοχήν εγκεφαλική αναμέτρηση. Ηρωίνη, κοκαίνη και ζωή μετά τα μεσάνυχτα ανάμεσα στα πιο αμφιλεγόμενα καταγώγια της πόλης και μετά περίμενε το έργο να υλοποιηθεί. Η μουσική σύνθεση έπρεπε να γονιμοποιηθεί, με τη γεύση που έφερνε η αξημέρωτη νύχτα που μόλις είχε τελειώσει. Στα συν η ψυχρή, κλινική, προσέγγιση της Krautrock σκηνής που παρείχε στον Bowie μια θεραπευτική κατεύθυνση για την ακαταστασία της ζωής του.


Σε συνέντευξή του την Άνοιξη του ’77 το είχε πει όσο πιο στεγνά μπορούσε: «Αντιλαμβάνομαι όλο και πιο συχνά ότι πρέπει να βάλω τον εαυτό μου σε τέτοιες καταστάσεις για να γράψω κάτι καλό. Κάθε φορά που βρίσκομαι σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, σε μια ξένη χώρα, αυτή μου η ανάγκη παραμένει. Πρέπει να μπω σε μια κατάσταση επικίνδυνη, συναισθηματικά, πνευματικά ή και σωματικά μερικές φορές, όπως αυτή που είμαι τώρα: Ζω στο Βερολίνο, έχω μια καθημερινότητα σπαρτιατική θα έλεγα για άνθρωπο με τα δικά μου μέσα και αναγκάζω τον εαυτό μου να ζει και να κινείται μέσα στους περιορισμούς και τις συνθήκες αυτής της πόλης».

Καθώς το καλοκαίρι προχωρούσε, ο Bowie παρουσίασε τη δική του αφαιρετική ακολουθία από ακκόρντα στην μπάντα. Κι εκείνοι μπήκαν μέσα της, την ακολούθησαν και την επεξέτειναν, ώσπου προέκυψε ένα οκτάλεπτο κύμα, με “motorik” αίσθηση, αυτή που δημιουργούσε το beat των Kraftwerk, των Neu! και των Can, σα να κινείσαι με αυτοέλεγχο διαρκώς προς τα μπρος σε μια στρωτή autobahn. Το κιθαριστικό ριφ ήρθε από τον Carlos Alomar, η μουντή μπασογραμμή με την υπνωτιστική δύναμη από τον George Murray και ο παλμός των κρουστών από τον Dennis Davis.
Όλοι τους δίπλα στον Λεπτό Λευκό Δούκα από το “Station To Station” του ’75, παίκτες ακριβείς, είχαν πλέον αποκτήσει μεταξύ τους ένα δέσιμο τέτοιο, ώστε απελευθερωμένοι να σμιλεύουν το συναίσθημα μιας σύνθεσης.
Ο Brian Eno από την αρχή περιέγραψε την αίσθηση της μουσικής του συγκεκριμένου κομματιού με τη λέξη που στριφογύριζε στο μυαλό του, καθώς το άκουγε να κτίζεται σιγά – σιγά: «ηρωϊκή». Το κομμάτι ήταν σχεδόν έτοιμο, αλλά όχι ολοκληρωμένο χωρίς εκείνον.
Έγραψε και μιξάρισε πάνω στο κομμάτι μερικές δικές του στρώσεις από τις διάσημες ατμόσφαιρές του, χρησιμοποιώντας ένα
EMS, ένα μίνι-συνθεσάϊζερ που κουβαλούσε παντού μαζί του σ΄ένα βαλιτσάκι.



Πάνω στον καμβά του αδιαμφισβήτητου μάγιστρου του ambient, προστέθηκαν οι τελικές πινελιές από έναν άλλο μαέστρο. Ο Rοbert Fripp των King Krimson, ο κιθαρίστας που είχε μέσα σε λιγώτερο από δέκα χρόνια οριοθετήσει ένα προσωπικό ηχητικό περίγραμμα που εκκινούσε από την ψυχεδέλεια και με ενδιάμεσες στάσεις το συμφωνικό ροκ και το progressive έφθανε ως το πρώϊμο new age, πρόσθεσε μια σειρά από feedback λούπες και μικρά σόλο, που έδιναν στο κομμάτι μια εξώκοσμη ποιότητα.
Σχολαστικός όσο κανένας, ο Fripp είχε σημειώσει με κολλητική ταινία στο πάτωμα του στούντιο τα σημεία όπου οι drone ήχοι που έβγαιναν απ’ τη Gibson του ταίριαζαν τονικά καλύτερα στη μελωδική γραμμή που είχε χαράξει ο Bowie με τα δοκιμαστικά φωνητικά.

Το κομμάτι παρέμεινε ημι-instrumental μέχρι τη μέση του καλοκαιριού του ’77, όταν ο Bowie, από την τυχαία εκείνη συνάντηση των δύο εραστών με φόντο το τείχος του Βερολίνου, ένιωσε να αναβλύζει ο στίχος που αναζητούσε η γραμμένη μουσική.
Το ζευγάρι ήταν ο Tony Visconti κι η Γερμανίδα φιλενάδα του, Antonia Maas. Ο Visconti βρισκόταν στους τελευταίους μήνες ενός γάμου που διαλυόταν. Την είχε γνωρίσει όσο οι μουσικοί βρίσκονταν στο Βερολίνο. Ήταν τρελλά ερωτευμένος μαζί της, αλλά κι οι δυό τους ήξεραν ότι μόλις η κουστωδία του Bowie εγκατέλειπε την πόλη, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ξαναβλέπονταν ποτέ. Το επικείμενο τέλος όμως δεν έδειχνε καθόλου να τους απασχολεί, τουλάχιστον εκείνο το απόγευμα του Ιουλίου.
Ο Bowie τραγούδησε το στίχο με ένα πάθος συντριπτικό, με μια συναισθηματική παράδοση απαράμιλλη στην μέχρι τότε δισκογραφία του. Καθώς η φωνή του απογειώνεται στο ρεφραίν, ο ακροατής δεν είναι ποτέ σίγουρος από πού ξεπήδησε το ον αυτό που μελωδεί.
Ένα αμάλγαμα Ζαν Ντ’ Αρκ, καστράτου τροβαδούρου σε μεσαιωνική αυλή και απόκληρου Ρωμαίου προς την Ιουλιέττα των ονείρων του, που, ειδικά ο τελευταίος, ενώ είναι βέβαιος πως θα την χάσει, κάνει μια τελευταία προσπάθεια να περισώσει ό,τι τους ενώνει, μόνο για μια μέρα.


“Though nothing, will keep us together
We could steal time, just for one day
We can be heroes, forever and ever
What'd you say?”




Το  “Heroes κυκλοφόρησε σαν σινγκλ το Σεπτέμβριο του 1977 (με το ομώνυμο άλμπουμ να ακολουθεί στις 14 Οκτωβρίου) κι έφθασε μόνο μέχρι το Νο 24 στα Βρετανικά charts. Στην Αμερική, δε, πέρασε εντελώς απαρατήρητο. Όμως έκτοτε, η λυρική του δύναμη υπερίσχυσε κατά κράτος του χρονισμού της κυκλοφορίας του. Σε όλες τις μεταμορφώσεις της καρριέρας του Bowie εξακολούθησε να βρίσκεται εκεί, ανάμεσα στα πλέον επιδραστικά και χαρακτηριστικά του τραγούδια.

“I, I will be king
And you, you will be queen
(…) And you, you can be mean
And I, I'll drink all the time
'Cause we're lovers, and that is a fact
Yes we're lovers, and that is that”

 
Δέκα σχεδόν χρόνια μετά τη ηχογράφησή του, κι ενώ είχε παιχτεί πάμπολλες φορές και είχε στεφθεί ήδη «κλασσικό», ήρθε η στιγμή που θα γινόταν αξέχαστο και στον ίδιο το δημιουργό του. Ήταν 6 Ιουνίου του 1987, στην περιοδεία “Glass Spider Tour”, όταν ο Bowie με την 8μελή μπάντα του έπαιζε μπροστά σε 80.000 κοινού στο Δυτικό Βερολίνο, στην Platz der Republik, ακριβώς απέναντι από τα Hansa Studios του Βερολίνου, εκεί που το κομμάτι είχε γραφτεί.  



«Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν μια από τις πιο συναισθηματικά φορτισμένες παραστάσεις που έχω δώσει ποτέ μου. Είχαν τοποθετήσει τη σκηνή έτσι ώστε πίσω μας ήταν το ίδιο το τείχος, σαν ένα φυσικό σκηνικό. Όσο ήμασταν στη σκηνή ακούγαμε από την άλλη πλευρά του τείχους μια αναστάτωση, ιαχές κόσμου.
Ήταν σα μια συναυλία με δύο ακροατήρια. Ένα φανερό, κι ένα άλλο που δεν μπορούσαμε να δούμε, αλλά μόνο ν΄ακούσουμε, πίσω από το τείχος. Τους ακούγαμε να τραγουδούν τους στίχους. Τα χειροκροτήματα έρχονταν όχι μόνον από μπροστά, αλλά κατά περίεργο τρίπο και πίσω από την πλάτη μας. Ηταν σαν το συγκεκριμένο τραγούδι να διαπερνούσε το αμετακίνητο τείχος που χώριζε για χρόνια τόσους ανθρώπους.
Δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια μου. Μόνον αργότερα μάθαμε πόσες χιλιάδες κάτοικοι του Ανατολικού Βερολίνου είχαν πλησιάσει κοντά στο τείχος για να μπορούν να μας ακούσουν. Ακόμη και τώρα που το σκέφτομαι κόμποι ανεβαίνουν στο λαιμό μου. Δεν είχα νιώσει ποτέ κάτι τέτοιο στη ζωή μου. Και ούτε πιστεύω ότι θα το ξανανιώσω».


“I, I can remember (I remember)
Standing, by the wall (by the wall)
And the guns, shot above our heads (over our heads)
And we kissed, as though nothing could fall (nothing could fall)
And the shame, was on the other side”

Για τα εκατομμύρια όχι μόνο των φανς του Bowie, αλλά γενικά των μουσικόφιλων ανά τον κόσμο, το κομμάτι περικλείει την ζωηφόρο δύναμη ενός παιάνα. Μιας ωδής στο μoναδικό συναίσθημα που ακόμη και στις πιο στείρες και αντίξοες συνθήκες μπορεί να σε κάνει να υπερβείς όλα τα εμπόδια.

Έστω και για μια μέρα. 
“Oh, we can beat them, forever and ever
Then we could be heroes, just for one day”.


Παναγιώτης Παπαϊωάννου