George Thorogood: “B-B-B-Bad. Bad To The Bone”
Thursday

26Jan

George Thorogood: “B-B-B-Bad. Bad To The Bone”

Δημοσιεύθηκε από:

26/01/2017

Κατηγορία: Rocktime Songs

9732
Στις 9 Οκτωβρίου του ’81 οι Rolling Stones ανέβηκαν στη σκηνή του Los Angeles Memorial Coliseum, με τα πλήθη από κάτω να παραληρούν. Από τα παρασκήνια, ένας 31χρονος λευκός από το Delaware παρακολουθούσε εκστατικός. Τί έχουν αυτοί που εκείνος δεν έχει; Ό,τι κι αν είναι, προσπαθούσε προσηλωμένος στη συναυλία να το οσμιστεί.
Γιατί θα’ θελε να το βρει, έστω και στο ένα χιλιοστό του. Η μπάντα του, οι Delaware Destroyers τα είχε καταφέρει αρκετά καλά για να προσκληθεί σαν ένα από τα τρία σαπόρτ ονόματα στην American Tour, τη πιο επικερδή περιοδεία σ΄όλο τον κόσμο εκείνη τη χρονιά. Το όνομα του ήταν George Thorogood. Και αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, εκείνη η λαοθάλασσα που αποθέωνε τους Stones είχε ελάχιστα συγκινηθεί από το σετ από τις νευρώδεις blues διασκευές του.



«Όταν έπαιξαν το “Start Me Up”, μ’ αυτή την εισαγωγή με τις δύο – τρεις νότες και μετά αμέσως την παύση, η αντίδραση του κοινού ήταν το κάτι άλλο – το αναγνώριζαν αμέσως. Είπα, λοιπόν, Georgie boy, πρέπει να σκεφτείς ένα κομμάτι ρε φίλε. Πρέπει να γράψεις κάτι που να προκαλεί τέτοια ανακλαστικά όταν το ξεκινάς. Γιατί αν δεν το κάνεις, σε δέκα χρόνια θα λένε ’’τον θυμάσαι κείνον τον πως-τον-λένε που έπαιζε κάτι διασκευές Chuck Berry; Πού νά’ ναι τώρα;”».
O Thorogood στρώθηκε στη δουλειά. Ήθελε να φτιάξει ένα κομμάτι που να είναι άμεσο, να θυμίζει εκείνον και τη μπάντα του. Να έχει ρίζες στα blues, αλλά να μην μοιάζει υπερβολικά σε κάτι που έχει ήδη γραφτεί. Ανάμεσα από δεκάδες ριφ και εκατοντάδες ώρες τζαμάρισμα με τον μπασίστα Bill Blough και τον ντράμερ Jeff Simon, κατέληξε σε ένα. Το πρώτο πράγμα που έκανε όταν ένιωσε ότι το ριφ έβγαινε τόσο αβίαστα από τη λευκή Gibson Byrdland, ήταν το να αναθέσει σ’ έναν ειδικό πνευματικής ιδιοκτησίας να του πιστοποιήσει ότι θα μπορούσε να το κατοχυρώσει χωρίς να τον κίνδυνο να τρέχουν στο κατόπι του αγωγές από την πρώτη μέρα που θα το κυκλοφορούσε. 
Οι στίχοι αντλούν από την περιαυτολογία της παράδοσης του blues, από μια macho σκοπιά, στα όρια μεταξύ ξεροκέφαλης αυτοπεποίθησης και αυτοσαρκασμού. Μιλάει σε πρώτο πρόσωπο ένας τύπος που δε μασάει, που είναι γεννημένος να ραγίζει καρδιές και να παίρνει αυτό που θέλει.
«Πολλοί πιστεύουν ότι μιλούσα για τον εαυτό μου, αλλά δεν είναι έτσι. Πρόκειται για καθαρή φαντασίωση. Τα αγόρια το ακούνε και λένε ‘θέλω να είμαι ένας τύπος σαν κι αυτόν’ και τα κορίτσια ‘θέλω να είμαι με έναν τύπο σαν κι αυτόν’. Αλλά, όχι δεν είναι για μένα. Δεν είμαι έτσι εγώ».


Με το κομμάτι ολοκληρωμένο επί χάρτου, ο Thorogood άρχισε να σκέφτεται ότι θα’ ταν καλό για το προφίλ του να το έδινε σε κάποιον καταξιωμένο bluesman. Προσπάθησε να προσεγγίσει τον Muddy Waters, πιστεύοντας ότι ταιριάζει γάντι στο στυλ του. Όμως η πόρτα τού ’κλεισε κατάμουτρα με πάταγο. «Ο Muddy δεν πρόκειται να ηχογραφήσει κανένα τραγούδι γραμμένο γι΄αυτόν από λευκούς – κάτι τέτοιο θα τον προσέβαλλε», έγραφε η ανακοίνωση του μάνατζέρ του.
«Μαλακίες. Αν ήμουν ο Clapton ή ο Keith Richards θα τό’χε ηχογραφήσει στο λεπτό. Απλώς δεν ήμουν αρκετά γνωστός, αυτό είν’ όλο».
Ο Bo Diddley ήταν ο επόμενος. Η γκαζωμένη διασκευή του George στο “Who Do You Love?” του πρώτου ήταν ήδη από τα πιο γνωστά κομμάτια του συναυλιακού του σετ, ήδη από το ’79. Ο Diddley ενδιαφέρθηκε, αλλά υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα.  Εκείνη την περίοδο, όπως και πολλοί παλιοί bluesmen, βρισκόταν στα αζήτητα, χωρίς καν δισκογραφικό συμβόλαιο.
Μοιραία, το κομμάτι κατέληξε να ηχογραφηθεί από τον ίδιο το δημιουργό του και τους «Καταστροφείς» του. Τον Απρίλιο του ’82, οι Destroyers μπήκαν στο στούντιο “Jamaica Plains” κοντά στη Βοστώνη για το νέο τους άλμπουμ, το πρώτο για την πολυεθνική ΕΜΙ.
Εκεί, με σφιχτό budget και μ’ ελάχιστα overdubs, οι τέσσερις Destroyers ηχογράφησαν 10 κομμάτια, πειράζοντας οι ίδιοι με τη βοήθεια του εκάστοτε ηχολήπτη βάρδιας τα κουμπάκια της κονσόλας. Απροσδόκητα, στο στούντιο παρεπιδημούσε μια πολύ σημαντική προσωπικότητα.
Ο μεγάλος
Ian Stuart, ο «έκτος Rolling Stone», που είχε γνωριστεί με τους Destroyers από την περιοδεία του ’81, προσφέρθηκε να παίξει όλα τα πλήκτρα, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στο άλμπουμ. Τα περισσότερα απ’ τα κομμάτια ήταν διασκευές, από Isley Brothers και Chuck Berry έως Bob Dylan, Jimmy Reed και Nick Gravenites. Από τα τρία πρωτότυπα του George, το “Bad To The Bone” έδωσε και τον τίτλο στο άλμπουμ, ξεχωρίζοντας από χιλιόμετρα.
Για το βραχώδες ριφ, το βρωμερό slide, το εκκωφαντικό σαξόφωνο του Hank “Hurricane” Carter, που έδινε στους Destroyers το προβάδισμα του να ακούγονται αυθεντικοί, κι όχι απλώς ένα ακόμη roots rock χωνευτήρι. To feeling βέβαια καθοδηγεί η βραχνή φωνητική ερμηνεία του ίδιου του Thorogood, που σε πιάνει σα νταής απ΄το γιακά. 17 χρόνια μετά το My G-G-G-generation του Daltrey και 8 μετά το B-B-B-B-baby you aint seen nothinyet του Randy Bachman, ο Thorogood ξανάφερε το τραύλισμα στο ροκ προσκήνιο. Κι αυτή τη φορά δεν ήταν τραύλισμα αγωνίας, εφηβικής ανασφάλειας ή προσμονής, αλλά το γλωσσικό παιχνίδισμα μιας αρρενωπής αυτοπεποίθησης που συγκρατιέται με το ζόρι να μην πετάξει το (από φιδίσιο δέρμα) σακάκι και τα κάνει όλα λαμπόγυαλο.

Η κυκλοφορία του άλμπουμ και του σινγκλ έκανε ελάχιστη αίσθηση το καλοκαίρι του ’82. Όμως οι συναυλίες του George και των Delaware Destroyers συνεχίστηκαν επίμονα απ΄άκρη σ΄άκρη των Η.Π.Α.. Παρ’ ότι δεν υπήρξαν ποτέ υπολογίσιμη δισκογραφική δύναμη, το αντίστροφο ίσχυε στο σανίδι κάθε κλαμπ ή αίθουσας συναυλιών από την Βαλτιμόρη μέχρι την Αλάσκα που δεχόταν να φιλοξενήσει ένα κονσέρτο παλιού καλού ροκ ν΄ρολ, όσο ντεμοντέ κι αν ηχούσε κάτι τέτοιο στην εποχή της Μαντόνα.
Εκείνο που σταδιακά ανέβασε, ξεχώρισε και διέσωσε το
Bad To The Bone από την κυρίαρχη τότε πλαστική ποπ ήταν η ανεξάρτητη ροκ ραδιοφωνία. Η hard boiled μπλουζιά πού’ χει καρφωμένη στην ψυχή του, το έκανε να ακούγεται άχρονο. Θα μπορούσε να είχε βγει με την ίδια ευκολία το ’72 ή το ’62. Η φήμη του George και των Destroyers ως αξιόπιστης live μπάντας ήταν που τους ανέβασε στις 13 Ιουλίου του ’85 στη σκηνή JFK της Φιλαδέλφεια στη μεγαλύτερη συναυλία που έγινε ποτέ, στο Live Aid, όπου συνοδεύτηκαν από τον ίδιο τον Bo Diddley, κάτω από τα βλέμματα εκατομμυρίων τηλεθεατών.
Το “Bad To The Bone”, λατρεύτηκε πολύ γρήγορα από τα περιθωριακά στοιχεία όπως οι φατρίες των bikers και άρχισε να διευρύνει το cult κοινό του το ’84, όταν έγινε μια οπτικοακουστική σταθερά για πρώτη φορά στην ταινία τρόμου του John Carpenter “Christine” (εκείνη με την κόκκινη Plymouth που ζωντανεύει μόνη της κι αρχίζει να σκοτώνει κόσμο).
Το 1989, και τούτο δείχνει ακριβώς την διεισδυτικότητά του στο
mainstream, το κομμάτι έγινε το λάϊτ – μοτίφ του Barry Champlain, ήρωα του Oliver Stone στην ταινία “Talk Radio”. Ο αθυρόστομος, ατακαδόρος, κυνικός ραδιοφωνικός παραγωγός (o Eric Bogosian σε ρόλο ζωής), έμπλεκε κάθε βράδυ στον αέρα ζωντανά  σ΄ένα λεκτικό μπρα ντε φερ με κάθε λογής πειραγμένο ακροατή, ξεγυμνώνοντας το αμερικάνικο όνειρο : ρατσισμός, ημιμάθεια, παραδοπιστία, αναλγησία, φοβικότητα, ιδιοτέλεια, υποκρισία. Κάθε φορά που ξεκινούσε τη νυχτερινή εκπομπή του, έπεφτε σαν σήμα το ακαριαία γνώριμο ριφ του Thorogood, σαν προειδοποίηση : τώρα, με τις λέξεις μου, θα φάτε ξύλο.

Σήμερα είναι πια ένα αυτοδύναμο κομμάτι κουλτούρας με ξεκάθαρα αμερικάνικες ρίζες που σουμάρει ένα πλούσιο μουσικό παρελθόν μέσα από μια μονοκόμματη, όσο και διαχρονική υπενθύμιση : όταν έχεις έναν πραγματικά δικό σου τρόπο, αξίζει τον κόπο να πηγαίνεις μπροστά μ’ αυτόν και απ’ αυτόν, όσο ξεροκέφαλο κι αν φαίνεται ή ακούγεται κάτι τέτοιο.


Παναγιώτης Παπαϊωάννου