Στο σπίτι με το γαλάζιο φως. Το ’87 μόλις ξεκίνησε
Saturday

1Aug

Το ’87 έχει ξεκινήσει με κάτι ύπουλα κρύα. «Ιστορικά χαμηλά» τα λέει ο -φτυστός για συμπρωταγωνιστής του Λουί Ντε Φινές- Δημήτρης Ζιακόπουλος στην ΕΡΤ. Αλλά δεν θα πάθουμε και τίποτα, ιδίως αφού στο σχολείο έχουμε μόλις παραλάβει μια παρτίδα φορητά καλοριφέρ, από έρανο του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων.
Οι λίγοι που διαβάζουμε εφημερίδα απ΄τις μπροστινές σελίδες -κι όχι μόνο τ’ αθλητικά- έχουμε τροφή για συζήτηση μπόλικη. Βγαίνει πρωτοσέλιδο ένα απόρρητο πόρισμα Εισαγγελέα, καποιου Λογοθέτη, που μιλάει για φρικτά βασανιστήρια σε κρατουμένους στις φυλακές της Θεσσαλονίκης.
Μα γίνονται στ΄αλήθεια τέτοια πράγματα; Στο μυαλό έρχονται οι σκηνές από τον «Πεταλούδα», που τό’χουμε δει και διπλοδεί στο θερινό. Στα πολιτικά, σκοτωμός γίνεται στη μικρή ΕΔΑ, για το ποιός θα διαδεχθεί τον Μανώλη Γλέζο που φεύγει από βουλευτής για ν’ αναλάβει πρόεδρος κοινότητας σ΄ένα χωριό στη Νάξο.

Σα να μην έφτανε αυτό, ο Χρήστος Ρούσσος, ο «Άγγελος», μπαίνει στο νοσοκομείο των φυλακών μετά από δύο μήνες απεργία πείνας. Δεν του δίνει λέει «χάρη» ο Σαρτζετάκης. Τί χάρη ; Σαν κοτόπουλο τον έσφαξε τον Διονύση Ξανθό, μπορεί να ήταν ακατάλληλο, αλλά το είδαμε σε βιντεοκασσέττα.
Λίγο πριν τις 15 Ιανουαρίου, αρχίζει ένα μπαράζ απεργιών μαζικό. Στην Καλαμάτα διαμαρτύρονται γιατί τρεις μήνες μετά το μεγάλο σεισμό, η Κυβέρνηση δεν έχει κάνει τίποτα και ο κόσμος ζει στα χαλάσματα. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δημόσιων και ιδιωτικών υπαλλήλων καταγγέλλουν την «πολιτική της λιτότητας». Μέχρι και οι υπάλληλοι, λέει, της Βουλής απεργούν, για πρώτη φορά στην ιστορία.
Δύο φορές, 15 και 28 Ιανουαρίου, ανακοινώνεται ότι θα κάνουμε αποχή όλα τα Λύκεια της χώρας, για να διαμαρτυρηθούμε για την απόφαση του Υπουργείου Παιδείας που είχε αναγγείλει περικοπή του αριθμού των εισακτέων στις πανελλαδικές. Υπό ψοφόκρυο και συννεφιά μαζευόμαστε στο προαύλιο και βλέπουμε τον πρόεδρα του 15μελούς, τον Μήτσο τον «Μανιτάρι» (ένεκα αφάνας Grand Funk Railroad), να κάνει χώρο με τα μποτικά, ανάμεσα απ΄τους καθηγητές, να βουτάει το μικρόφωνο κάπως άγαρμπα από τον γεννημένο ζοχαδιακό κοντοκάραφλο Λυκειάρχη μας, να το φέρνει κοντά στα μούσια του (αυτά που τον είχαν αποκλείσει απ΄ όλες τις παρελάσεις και του είχαν εξασφαλίσει αποβολές) και με φωνή βραχνή απ’ τα τσιγάρα και τα ξενύχτια – πάει και δεύτερη δέσμη –να ανακοινώνει:
«Λοιπόν, ακούτε ‘δω λίγο! Αμέσως τώρα, μετά από απόφαση του δεκαπενταμελούς, όλοι σήμερα απέχουμε από τα μαθήματα, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την περικοπή των εισακτέων. Όλοι κάτω στη Δημαρχία, να δώσουμε το παρών. Μας αφορά όλους!». 
Πέφτει χειροκρήτημα. Τα ραφτά “Sex Pistols – Never Mind The Bollocks” και η σημαία του νότου στην πλάτη του τζην μπουφάν του, όσο αντιφατικά και να δείχνουν, άλλο τόσο δε σηκώνουνε δεύτερη κουβέντα. Το παράστημα του Μήτσου και ο τόνος της φωνής του κάνουν το μήνυμα διαπεραστικό. Ούτε το βλοσυρό βλέμμα του Λυκειάρχη, που σηκώνεται στις μύτες για να κοιτάξει ποιοί χειροκροτάνε, μπορεί να μας κόψει τον ενθουσιασμό.



Ακολουθεί πορεία στο κέντρο της πόλης, χύμα, ούτε τμήματα, ούτε τριάδες, ούτε επιτήρηση. Πολύς κόσμος, όλα τα Λύκεια του νομού. Αστυνομικός κλοιός. Μπροστάρης ο Αλέκος, το μόνο ξανθό κεφάλι, με τζην από πάνω ως κάτω και ντουντούκα ανά χείρας, ανεβασμένος σε ώμους, να δίνει ρυθμό στα συνθήματα, στην κεφαλή της πορείας. «Όχι στην περικοπή των ει-σα-κτέων», οι πρώτες σειρές με τις γροθιές ψηλά. Σαν σε γήπεδο, στριμώχνονται στις ασπίδες των ΜΑΤατζήδων κι αρχίζει το πανηγύρι.
Το ίδιο απόγευμα, η μάζωξη στο σαλόνι του Διονύση έχει σοβαρό σκοπό. Έχει φέρει τον καινούριο δίσκο των Deep Purple εισαγωγής από τη Γαλλία, προπαραγγελία από τον Νοέμβριο μέσω τέλεξ στο fan club τους, με όνομα διεύθυνση και τέτοια. Μιλάμε για γεγονός. Η αλήθεια είναι ότι και οι τέσσερις παρευρισκόμενοι περιμέναμε τον πρώτο γερό δίσκο της χρονιάς με ανυπομονησία. Οι Robert Palmer, οι Kenny Loggins κι οι Berlin ήταν πολύ κοντά στο να μας ξεγυμνώσουν εντελώς από τη ροκ πανοπλία που φτιάχναμε με την ταπεινοφροσύνη και το φανατισμό μαθητευόμενου μοναχού. Ήρθε κοντά στα Χριστούγεννα και το “Final Countdown” και παράγινε το πράμα. Και η κουτσή Μαρίκα έλεγε πλέον ότι ακούει «και» hard rock.
Πριν δύο χρόνια, το “Perfect Strangers ήταν μια ευκαιρία που απροσδόκητα μας σέρβιραν οι εποχές οι περασμένες, αυτές που δεν προλάβαμε να ζήσουμε ούτε ξυστά. Και την αρπάξαμε. Κι από τον οριακό εκείνο δίσκο και μετά, τό’ χαμε πιστέψει: Δε θα ξεμέναμε με τα κλέη του “Made In Japan” και του “Made In Europe”. Οι πέντε Purple θα μας έδιναν και καινούρια μουσικά κεφάλαια, για να ντύσουμε τις δικές μας ημέρες. Ήταν μια δεύτερη παρουσία.


Ο οικοδεσπότης έχει ήδη τοποθετήσει στρατηγικά τα τασάκια στο χαμηλό τραπεζάκι του σαλονιού κι έχει βγάλει κουτάκιa με Henninger πάνω στα ανύποπτα στρογγυλά σουβέρ της -απούσας- μαμάς του, όταν αρχίζει τελετουργικά να σκίζει μ’ ένα κοπίδι ανοίγματος σελίδων βιβλίου με μαύρη λαβή το σελοφάν του δίσκου. Αν είναι αλήθεια ότι ένας δίσκος σε γραπώνει απ’ το εξώφυλλο, τότε τούτος ο άθλιος «ο του κουτιού» τα έχει καταφέρει. Μια βαριά πόρτα με καμάρα μισάνοιχτη, κι από μέσα να βγαίνει ένα μυστήριο βαθύ γαλάζιο φως. Να θες να την ανοίξεις, να μπεις μέσα ρε παιδί μου. Το βινύλιο βγαίνει από το εσώφυλλο, ο Διονύσης το κρατάει με την προσοχή του Γκάλαχαντ που έχει μόλις βρει το ιερό δισκοπότηρο. Γίνεται κάποια ειρηνική μάχη για το ποιός θα πασπατέψει πρώτος το εξώφυλλο, ποιός θα πάρει το εσώφυλλο με τους στίχους, την ώρα που το πλατώ του MKΙΙ υποδέχεται το καινούριο άλμπουμ των Deep Purple.
Το πρώτο λέγεται “Bad Attitude”. Η εισαγωγή από τα συμφωνικά πλήκτρα του Lord σπάει βιαστικά από ’να ογκώδες μπάσιμο, σε δύο δόσεις. H μπάντα μπαίνει, μ’ ένα ελλειπτικό, κατακέφαλο ριφ, σα δεινόσαυρος που μόλις πάτησε κάτι απροσδόκητα αιχμηρό. Τα πλήκτρα γεμίζουν το σαλόνι, o Gillan ακούγεται σαν απηυδισμένος χαμάλης του λιμανιού, που στο τέλος μιας ακόμη σκληρής μέρας δε σηκώνει και πολλά - πολλά (“You got yourself a load of trouble now - You got yourself a bad deal - You say I've got a bad attitude - How d'you think I feel). Ίσα που μένει χώρο σ΄ένα σόλο γεμάτο τεθλασμένες νότες από τον Blackmore. Καλό! Καλό!


Ήταν η εποχή που η πρώτη ακρόαση είχε την ιεροτελεστία της, τις ανατροπές, τις διαφωνίες και τα ευτράπελά της. Το “House Of The Blue Light” μας επιβλήθηκε με την πρώτη, περισσότερο μέσα από τον ώριμο, δουλεμένο ήχο του και λιγώτερο από τη λάμψη κάποιου συγκεκριμένου τραγουδιού.
To The Unwritten Law ξαφνιάζει κάπως με τα ηλεκτρονικά περάσματα κι ένα ακόμη αναποφάσιστο σόλο του Blackmore. Ενώ το εκτεταμένο «κάτι σαν σόλο» ντραμς του Ian Paice οδηγεί σ΄ένα αλαφρωίσκιωτο ποπ “Call Of The Wild, που ξενίζει για Purple. «Πάνε κι αυτοί, αλλοιθωρήσανε προς Μαντόνα», άρχισε να στραβομουτσουνιάζει η Πνύκα του σαλονιού. Mέχρι που ξεκινάει το Mad Dog”, γεμάτο τσαμπουκά και μια αίσθηση ότι ο Blackmore πασχίζει να ξεχυθεί να τα χώσει. Τα πλήκτρα του Lord κάνουν το κομμάτι να τρέχει, δάχτυλα χτυπάνε στις πολυθρόνες και πόδια στα πατώματα, ενώ η κιθάρα πάλι υπεκφεύγει, σα να θέλει να της υπογράψουν υπεύθυνη δήλωση ότι το κομμάτι θα γίνει δεκάλεπτο για να νιώθει άνετα. Το Black & White, έχει οδηγό τη φυσαρμόνικα του Gillan και μια φανκ μπασογραμμή του Glover. «Γεροντάματα. Λες κι είναι τζαμάρισμα απ΄το “Who Do We Think We Are”».
H δεύτερη πλευρά ξεκινά σα δεύτερο ημίχρονο, με την ομάδα να έχει πάρει οδηγίες απ΄τον προπονητή να διορθώσει ό,τι δεν έκανε στο πρώτο. Το ορμητικό ριφ του Hard LovinWomanγράφει στην ούγια Mk.II, ο Gillan μέσα από τη στιχουργική σκοπιά «τά’ θελα και τά’ παθα» μοιράζει κολακείες προς αδρά περιγραφόμενες θηλυκές ηρωίδες χωρίς όνομα.
Για να έρθει το “Spanish Archer” και να μοιράσει ξανά επιφωνήματα επιδοκιμασίας στο σαλόνι. Επιτέλους ο Blackmore κυριαρχεί με συνεχόμενες φράσεις και σχέδια απ’ άκρη σ’ άκρη του τραγουδιού, το μπάσο του Glover γεμίζει τα ηχεία όγκο, ο Gillan δοκιμάζει κραυγές και διηγείται παθιασμένα μια ιστορία έρωτα, φευγιού και απειλής, με το μοτίβο ενός ισπανικού σουγιά να έρχεται ξανά και ξανά να τις υπογραμμίζει.


Στo διηγηματικό “Strangeways”, με τo ιδιότροπο θέμα των πλήκτρων («Μου θυμίζει τη μουσική του ‘Βιολιστή στη Στέγη’, ρε»), το στίχο για τις παραδοξότητες της κανονικής ζωής και τους πυκνούς σχολιασμούς της κιθάρας κρυμμένους μέσα του, κάτι φαίνεται ότι έχει πάει στραβά στην μίξη. Ενώ είναι φορτωμένο λεπτομέρειες, καταλήγει ν’ ακούγεται επίπεδο, χωρίς το βάθος και την περιπέτεια που φαίνεται ότι στόχευε να αναδείξει. Την πίκρα διορθώνει το σούπερ λάγνο blues “Mitzi Dupree(«Όνομα είν’ αυτό για γκόμενα, ή για κινούμενο σχέδιο;»). Ο Gillan πεισματικά δε θέλει να μας αποκαλύψει σε τί είναι καλή ακριβώς η σχιστομάτα σούπερ γκρούπι με την οποία δείχνει απορροφημένος, αλλά ένα “I Love You”, του το κλέβει.
Ο δίσκος τελειώνει με το γρήγορο και αποφασιστικό “Dead Or Alive”, που έρχεται να πείσει ότι οι Purple είναι ακόμη γεμάτοι ενέργεια και όρεξη. Ο διδακτισμός για το κρακ (που δεν ξέραμε τότε τί είναι, με αποτέλεσμα η ομήγυρη να δώσει διάφορες ερμηνείες, κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου) μάλλον περισσεύει στο στίχο, που πέφτει σε δεύτερη μοίρα, καθώς Lord και Blackmore ανταλλάσσουν σόλα προς μεγάλη τέρψη κάθε πεινασμένου για Purple ακροατή.
«Έλα, βάλ΄το τώρα από την αρχή, να το ακούσουμε κανονικά», πέταξε ο ένας. «Θα κάτσω δίπλα στο αριστερό ηχείο, κάτι μυστήριο άκουσα νά’ ρχεται από δω», είπε ο άλλος. «Δεν πιάνεις και τίποτα μπύρες;».
Κι έτσι η πρώτη πλευρά ξαναμπήκε. Και μετά  η δεύτερη.
Δύσκολο να είχαμε ακούσει ένα νέο Perfect Strangers”, το ξέραμε, αλλά έτσι ήταν εκείνες τις πρώτες μέρες του ’87. Τα καινούρια άλμπουμ ήταν σαν υποχρεωτικά κεφάλαια ύλης, σα μάθημα. Έπρεπε κάπως να το χωνέψεις πρώτα, για να μπορέσεις να το μάθεις καλά, μήπως και πέσει στις εξετάσεις.
Κι εκείνη τη χρονιά, η ύλη ήταν μεγάλη και γινόταν όλο και πιο ενδιαφέρουσα.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου