Georgia Satellites: Είναι και μερικοί που δε νοιάζονται μία να μεγαλώσουν
Μέσα της πρώτης προεδρίας Ρήγκαν στο Buckhead της Atlanta. Είναι Πέμπτη, δυόμισυ μετά τα μεσάνυχτα στo “Hedgen’s”, μια λέσχη με πάλκο για ζωντανή μουσική, απ' αυτές που θά’ θελαν σ΄ένα κανονικό κοσμοπολίτικο οδηγό πόλης να κατατάσσονται στα “men’s clubs”.
Στη σκηνή, τέσσερις τύποι ιδρωμένοι σα μετά από βάρδια σε συνοικιακό φαναρτζίδικο, έτοιμοι να ξεκινήσουν το τρίτο σερί σετ της βραδιάς, μπροστά από μια διαλυμένη συνομωσία από βλαχορεφενέδες και ξανθιές με σκούρα ρίζα και ομιχλώδεις προθέσεις. Ο τραγουδιστής τους κουμπώνει καλά το βύσμα στη Les Paul, κάνει ένα φεγαλέο νεύμα στη μπάντα, απ' αυτά που τά’ χουν μάθει πια καλά μεταξύ τους και κολλάει το στόμα στο μικρόφωνο: «Αυτό είναι σε Ρε. Είναι γρήγορο. Αφήστε το πάνω μου. Φύγαμε».
Τσάνκα–τσανκα-τσάνκ, χτύπημα Ωλσταρ στο σανίδι, τσάνκ-τσάνκα-τσάνκα. Τρία ακκόρντα γνέθονται απ΄τις δύο κιθάρες, καθώς μπάσο και ντράμς τρυπάνε τον αέρα του “Headgen’s”. Οι σερβιτόρες μοιράζουν άλλον ένα γύρο νοθευμένου μπέρμπον και άγνωστης ετικέτας lite, απ’ αυτές που οι τάπες τους ανοίγουν μ’ ελάχιστο ζόρι του αντίχειρα. Είναι το “Don’t Pass Me By”, κομμάτι του Ringo Starr απ΄τοWhite Album”, αγνώριστο.
Το συγκρότημα λέγεται Georgia Satellites και απέχουν μερικά σκληρά και αβέβαια χρόνια από το να γίνουν ανέλπιστα οι σταρ του Φλεβάρη του '87. Πρώτα όμως θα μοχθούσαν, θα φυτοζούσαν, θα εγκλωβίζονταν στην επαρχιώτικη αφάνεια της νοτιοανατολικής ακτής. Θα το διέλυαν, ο καθένας απ’ τους τέσσερις θά’ πιανε διάφορες πρωϊνές δουλειές, όμως δε θ' άντεχαν στο μικρόβιο της μουσικής και θα ξανάμπλεκαν με βραχύβια σχήματα που δεν πηγαίναν πουθενά, έτσι, «για να παίζουν».
Και τελικά θα ξανάσμιγαν, σα να ήξεραν ότι η αποστολή τους ζητούσε ολοκλήρωση. Τα στοιχεία που τους διέσωσαν και τους ξεχώρισαν -με διαφορά φιδίσιας μπότας με μεταλλική μύτη- από τις εκατοντάδες ομόηχες μπάντες που, με φιλοδοξίες αντιστρόφως ανάλογες της ανάγκης τους να παίξουν, διασκεύαζαν
Fogerty, Skynyrd και Allmans, ήταν δύο : η προσήλωσή τους στην παράδοση του ροκ ν΄ ρολ και η σκυλίσια εργατικότητά τους πάνω στη σκηνή. Η τελευταία, απόρροια χιλιάδων ωρών παιξίματος του ενός δίπλα στον άλλο σε αποθήκες, υπόγεια και λέσχες όπως το “Hedgen’s”.

Ο κιθαρίστας Rick Richards, γέννημα – θρέμμα της Atlanta (σκυθρωπός σωσίας του Robin Williams, διπλοσάγωνο, πρωτοSlash αφάνα), ήταν ένας έμπειρος blues κιθαρίστας με ευχέρεια στα σόλο που ήξερε και να τραγουδάει. Ο μπασίστας Rick Price, φανατικός των πειραγμένων αγωνιστικών αυτοκινήτων, είχε κι αυτός καλή σχέση με το μικρόφωνο, ενώ είχε πατεντάρει μια μόδα δική του στα μακριά γιλέκα και τις διαγώνιες χωρίστρες. Αυτός μαζί με τον μακρυχέρη ντράμερ Mauro Magellan έπαιζαν μαζί με τον Richards για χρόνια. Beatles, Stones, ηλεκτρικό Dylan, Yardbirds, Faces και country. Ο Dan Baird, ο μικρώτερος απ΄ τους τέσσερις Satellites, γεννημένος στο San Diego το Δεκέμβρη του ’53 και μεγαλωμένος στην Atlanta, παρέμενε κι αυτός κολλημένος στα ακούσματα της εφηβείας: Elvis, Jerry Lee Lewis, Chuck Berry, Neil Young. Και country.
Η αγαπημένη του κιθάρα ήταν μια Fender Esquire που την είχε αγοράσει κάποτε δίνοντας όλα του τα υπάρχοντα, όταν έμαθε ότι πιθανόν να ανήκε προαιωνίως στον Steve Marriott. Ήταν γραφτό ο Dan να γίνει ο Tom Petty αυτών των αουτσάϊντερ απ΄την «Πολιτεία της Ειρήνης», με το προγειωμένο νότιο twang του, τα Ωλσταρ, την Τελεκάστερ και τη νευρώδη απόδοση των στίχων που έγραφε ο ίδιος. Για έρωτες, προδοσίες, κακά γκάζια, καημούς από ωράρια 9 με 5 σε δουλιές που κανείς δεν ήθελε, για εξομολογήσεις και προειδοποιήσεις προς μέλλουσες πρώην γκόμενες, γενικώς.
To φθινόπωρο του ’85, κι ενώ το συγκρότημα είχε ανεπισήμως διaλύσει, οι τέσσερις μουσικοί ενημερώθηκαν ότι ο πρώην ατζέντης τους στην Αγγλία είχε δώσει το demo τους σε μια μικρή εταιρία στο Yorkshire και κείνοι το είχαν κυκλοφορήσει στην Αγγλία σαν E.P., με τίτλο “Keep The Faith”, συναντώντας ενθαρρυντική ανταπόκριση από τα μουσικά Μ.Μ.Ε. Παραγωγός του demo εκείνου ήταν ο Jeff Glixman, ο άνθρωπος πίσω από τα lp των Kansas, από το “Live At Fillmore East ” των Allmans, από το “Let’s Get It On” του Marvin Gaye”, που είχε δώσει και σκληρόηχα διαπιστευτήρια με το “Victims Of the Future» του Gary Moore και “Power And The Glory” των Saxon.



Tα τηλέφωνα έπεσαν. Ο Glixman χτύπησε την πόρτα της Elektra Records και τους είπε ότι είχε στα χέρια του κάτι «κάπως traditional, αλλά καλό». Οι Satellites ξαναμαζεύτηκαν και αποφάσισαν να βάλουν ό,τι καλύτερο είχαν γράψει μέχρι τότε σε δίσκο. Μπορεί και νά’ ταν ο μοναδικός της καρριέρας τους, αλλά θα το έκαναν να αξίζει τον κόπο.  Το καλοκαίρι του ’86, στα Chesire Studios της Atlanta, υπό την επίβλεψη του Glixman, ηχογράφησαν το άλμπουμ με τίτλο το όνομά τους. Τον Οκτώβριο κυκλοφόρησε, έχοντας στο εξώφυλλο τη μπάντα στριμωγμένη σ' ένα διάδρομο, απ΄αυτούς που οδηγούσαν από τα παρασκήνια σε πάλκα όπως του “Hedgen’s”, όπου συνήθως τους περίμενε κοινό «πολιτισμικά στερημένων και συναισθηματικά μειονεκτούντων», όπως έλεγε ο Baird.
Μέσα σε 37 λεπτά, συμπύκνωνε ένα αμετανόητο κοκτέϊλ rock revival, ήχων ξεχασμένων κι αχρείαστων για τις μουσικές τάσεις της εποχής των συνθεσάϊζερ. Περιείχε το γκαζωμένο slide του “Cant Stand The Pain” γραμμένο απ΄τον Richards, το  “Railroad Steel”, ένα boogie που με οδηγό το μπάσο του Price βρυχάται σαν το “Down Down” των Status Quo, μια θαρραλέα διασκευή από Rod Stewart (“Every Picture Tells A Story”), μια Skynyrd-ική cowboy ballad (“Golden Light - “You can tell me Im no different - but I hear the full moon call my nameyou can tell me how nothinchangesnothingstays the same), το άμεσα επιδραστικό, γεμάτο μεθυσμένα φωνητικά Battleship Chains, το φτιαγμένο για παραβίαση κόκκινων φαναριών με Σεβρολέτ  pick-up  4x4 ενώ παίζουν στο τέρμα Van Halen απ΄το 8-track κασσετόφωνο (κάτι τέτοιο λέει και στο στίχο) Red Light και μερικά ακόμη τρίλεπτα πειστήρια του ότι οι Georgia Satellites ήταν μια καλολαδωμένη bar band έτοιμη να τα χώσει ανά πάσα στιγμή.
Η πρώτη πλευρά όμως του δίσκου ξεκινούσε με ένα άλλο κομμάτι. Αυτό που έμελλε να μετατρέψει τους άσημους τέσσερις «Δορυφόρους» σε ποπ σταρ μέσα σε μερικούς μήνες.
«Είχα πάρει το λεωφορείο κι επέστρεφα σπίτι μετά από μια ακόμη κουραστική μέρα από την πρωϊνή μου δουλειά στην οικοδομή, λιώμα στην κούραση. Το μυαλό μου για κάποιο λόγο ήταν γεμάτο από κιθαριές του Carl Perkins. Στην τσέπη μου είχα μόνο τέσσερα δολλάρια. "I got a little change in my pocket/ going jing-a-ling-a-ling...". Άρχισα να χτυπάω το πόδι μου στο ρυθμό δυό ακκόρντων και καθώς ένιωθα να με παίρνει ο ύπνος στη γαλαρία του λεωφορείου, μου βγήκε ένα yodeling, σαν της Ντόλυ Πάρτον. Μισό μίλι απ΄το σπίτι μου, ήξερα ότι τό’ χα όλο το κομμάτι στο μυαλό μου. Με το που μπαίνω στο σπίτι,  έρχεται η –τότε- γυναίκα μου  να μ΄αγκαλιάσει, της λέω “περίμενε λίγο”, κάθομαι επί τόπου στο τραπέζι της κουζίνας και γράφω το ρεφραίν και τους στίχους όλους».

To Keep Your Hands To Yourself έχει τα γνωρίσματα ενός τραγουδιού που δεν ξεχνιέται εύκολα. Στο στίχο, ο ερωτύλος νότιος εκλιπαρεί για λίγο παράνομο σεξ την country gal που τού’χει πάρει το μυαλό και κείνη του το παίζει δύσκολη (“no huggie, no kissie, ’til I get a wedding ring), ενώ στη μουσική η μπάντα βαράει με μια παγνιώδη οίηση, πιο καλοψημένη κι από φτερούγα κοτόπουλου σε B-B-Q υπαίθριου πανηγυριού της Nashville. Το βίντεο κλιπ που γυρίστηκε και άρχισε δειλά – δειλά να παίζεται στο MTV, βασιζόταν σε μια πετυχημένη έμπνευση: όλα αυτά τα λέει ο Dan Baird ντυμένος γαμπρός, πάνω στην καρότσα ενός φορτηγού, με τη μπάντα να παίζει, καθώς τον συνοδεύει προς την εκκλησία, όπου τον περιμένει η αγαπημένη του βλαχάρα νύφη, εμφανώς νοκντ – απ. Το πιο-hillbilly-λιποθυμάς κουπλέ του Dan Baird, μια παρωδία μέσα στην παρωδία, σφραγίζει χωρίς πολλά – πολλά για το γιατί μερικές φορές είναι πολύτιμο, πειρασμού aside, να έχεις μάθει να κρατάς τα κουλά σου σε λελογισμένη ακτίνα δράσεως.
«Σ΄αυτή τη δουλειά δε θα το παρατηρήσουν και πολλοί ότι δεν έχεις διδακτορικό. Αρκεί νά’σαι σαν έναν Jethro Bodean απ' τη σειρά Beverly Hillbillies– ίσα νά’ χεις βγάλει το σχολείο. Νά’ χεις το νου ενός απλού, λίγο ανήσυχου αλλά καλόβολου, τύπου απ' τα μέρη μας. Δε χρειάζεται να κάνεις τον έξυπνο, για να πεις αλήθειες. Ας είσαι και λίγο χαζός».


Το βίντεο βοήθησε το σινγκλ να κάνει θραύση στα αμερικάνικα τσαρτ. Η ιλαρότητα του θέματος, το κατάμουτρο delivery και το ρετρό στυλ, έκανε το “Keep Your Hands To Yourself” να ανεβαίνει κατακόρυφα, προσπερνώντας στο δρόμο του Μαντόνες, Σιντερέλλες και Σαμάνθες Φοξ. Μέσα στον Φεβρουάριο του ’87, βρισκόταν στο Νο 2 του Billboard, στερούμενο επί τέσσερις εβδομάδες την κορυφή μόνον εξ αιτίας του  “Livin’ On A Prayer” των Bon Jovi.
Με τα φώτα πάνω τους και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, από mainstream μέχρι country, να παίζουν το single κατά βούληση, ο Dan Baird παρέμεινε προσγειωμένος. Με τα αραιά μπροστινά του δόντια να αποκαλύπτουν αβίαστα ένα χαμόγελο παιδικής πονηρίας, απολάμβανε την επιτυχία μην παραλείποντας ποτέ να ξεκαθαρίζει:
«Ξέρουμε τί είναι η country. Μας αρέσει, αλλά δεν είμαστε country. Είμαστε μια rock n’ roll μπάντα.  Είμαστε σαν τον Carl Perkins με τον Joe Perry στην κιθάρα. Ή σαν τους NRBQ (σ.σ. New Rhythm And Blues Quartet, μπαντάρα των ’60s με πληθώρα επιρροών από rockabilly μέχρι και jazz) και τους Aerosmith μαζί, με πίσω μας να παίζουν τα τύμπανα των AC/DC».
“…Τhere’s some people and they grow up crazy – and there’s some people that never bother to grow up at all” (“Nights Of Mystery”).

Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites