Alice Cooper: Trashολεθρίαμβος '89
Wednesday

26Jul

Alice Cooper: Trashολεθρίαμβος '89

Δημοσιεύθηκε από:

26/07/2017

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

13440
Βαθύ καλοκαίρι του '89. Eν μέσω ολονυκτιών σε παραθαλάσσια κλαμπ, όπου η πρακτική του ποζεροκαρφώματος αποκτούσε διαστάσεις on the job επιστήμης και μαζικές σπονδές με Β-52 λάμβαναν χώρα υπό τους ήχους του «Μη μου μιλάς για καλοκαίρια» της Σοφίας Αρβανίτη, του «Ελλάς» του Βασίλη, του “Stars” των Simply Red” και του “Back To Life” των Soul To Soul, όλο και πιο συχνά, μετά τις μιάμισυ, οι dj άνοιγαν το 20λεπτο «ροκ» πρόγραμμα, πετώντας ένα κομμάτι που -το καταλάβαινες από τις πρώτες νότες της εισαγωγής- είχε ξεπεταχτεί από μιαν άλλη διάσταση κι ερχόταν να επισφραγίσει την λαϊκή απήχηση του πριν από τρία μόλις χρόνια κατάπτυστου «χέβυ μέταλ».
“Your cruel devise - Your blood, like ice - One look could kill – My pain, your thrill…”
 Η βαβέλ των θαμώνων, κυρίζια με κούρεμα New Kids On The Block και θήλεα εξώλης με αφαλούς εκτεθειμένους και κολάν κομμένα κάτω απ’ το γόνατο αλα Neneh Cherry, το συνήθισε, το καλοδέχτηκε σιγά – σιγά, μέχρι και με οικτρές απόπειρες air guitar το συνόδευε. Αγκυλωμένοι από τα χρόνια στην απ’ έξω, ε μ ε ί ς – όσοι παρακαλάγαμε και τρώγαμε πόρτα από τους dj μήπως και βάλουν 2 λεπτά και 40 δευτερόλεπτα από το “Sharp Dressed Man” – δεν ξέραμε αν πρέπει να χαρούμε ή να τσαντιστούμε με το φαινόμενο. Σήμαινε κάτι για μας ότι «μπαίναμε» πλέον και δίπλα στις πάσης φύσεως φλωριές, ότι μας αναγνώριζαν έστω και αναγκαστικά σε εμποροπανηγύρεις και νυφοπάζαρα που έτσι κι αλλιώς ήμασταν ανεπιθύμητοι;
«Μεγάλη επιτυχία. Να τη χαίρεστε τη μουσική σας», κάγχασε ρίχνοντας αλάτι στην ελιτίστικη ροκ πληγή η λαϊκοσκυλέντεχνη τύπισσα που είχε βαλθεί να με παρασέρνει στις τρέντυ παραλιακές μαζώξεις του καλοκαιριού του ’89.
Πού να ξέρει τί εστί Alice Cooper;
Η ρευστοποίηση της εμπορικής δυναμικής του hard rock είχε ξεκινήσει δύο χρόνια πριν. Υπό την επιβλητική οπτικοακουστική σκιά του Whitesnake ’87 και με την ώθηση της φωτογένειας του Μπον του Τζόβι, η επιδρομή ηχητικά άρτιων και προσεκτικά λανσαρισμένων δίσκων υπήρξε διαρκής : ήρθαν το Σεπτέμβριο του ’87 οι Kiss με το “Crazy Nights” και μαζί τους οι –αποτοξινωμένοι- Aerosmith του “Permanent Vacation” και των hit του Desmond Child. Επισκιάστηκαν κι οι δύο από την άνευ προηγουμένου “Hysteria” των Def Leppard και του γκουρού της κονσόλας Mutt Lange, ενώ το καλοκαίρι του ’88 απασφάλισε η βόμβα νετρονίου με τον τίτλο “Appetite for Destruction” και έναν χρόνο από την κυκλοφορία του, χτύπησε κορυφή στην Αμερική, ανοίγοντας τις πόρτες στο gypsy, τοξικό ροκ ν’ ρολ του L.A. (Faster Pussycat, L.A. Guns και λοιποί).
Τους επόμενους μήνες η σκυτάλη παραδόθηκε στο πριγκιπάτο της
power ballad, που μοιράζονταν τα γκρουπ που ξεκινούσαν από “W” (White Lion, Winger, Warrant) και την Άνοιξη του ’89 οι The Cult έχτισαν πάνω στο νεύρο του “Electric” έναν «Ηχητικό Ναό» που γύρισε τα γούστα στην εποχή των Zeppelin και των Doors. Πάνω στο καυτό καλοκαίρι της πολιτικής σύγκρουσης, των ιστορικών συμβιβασμών για την περιβόητη «κάθαρση» και του «Τσοβόλα, δώστα όλα», ο ροκ θεός που μοίραζε εγκεφαλικά σε εκατομμύρια θηλυκά λεγόταν Sebastian Bach, ενώ υπήρχε τέτοιος hard rock αναβρασμός που ακόμη κι οι ελαφρώς κακομούτσουνοι Great White αψήφησαν όλες τις επετηρίδες φωτογένειας κι ανέβηκαν στο No 1 του Billboard με το “Once Bitten, Twice Shy”. Και τότε, έσκασε το “Poison”.


Οπλισμένο μ’ ένα άκρως εθιστικό πλέγμα από κουπλέ/ ρεφραίν που έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ, τριζάτο digital background (ακόμη και το τελευταίο πιατίνι ακούγεται τρισδιάστατο) και από πάνω του να κυριαρχεί το ακαριαία αναγνωρίσιμο γρύλισμα του Alice, το Poison έφθασε μέχρι το Νο 7 του Billboard (και UK#2 τον Αύγουστο του ’89), ανασταίνοντας στην κυριολεξία μετά από μια δεκαπενταετία εξαρτήσεων και παταγωδών εμπορικών αποτυχιών τον 41χρονο αρχι-shock rocker.
Η επίδραση του τρακ ήταν διεθνής. Tο MTV Europe -που είχαμε αρχίσει πλέον να το πιάνουμε κανονικά και στην Ελλάδα- έπαιζε σε heavy rotation το κλιπ και μετά τα μεσάνυχτα πρόβαλε την εκδοχή με την βαμπ μοντέλα Rana Kennedy, με μάτια άψυχα και χαμόγελο παγωμένο να ποζάρει χωρίς τοπ ανεβάζοντας το αίμα στα κεφάλια, την ώρα που ο Alice περιφερόταν σ’ ένα S&M σκηνικό ανάμεσα σε δεκάδες αλυσίδες που κρέμονταν δυσοίωνα από ψηλά.
Το “Trash” έγινε σε χρόνο ρεκόρ το πρώτο πλατινένιο άλμπουμ του Alice μετά το ΄75, χάρις έναν ποπ ήχο μελετημένο μέχρι κεραίας και κομμάτια του Desmond Child, ο οποίος υπέγραφε και ως παραγωγός. Η επανεφεύρεση (για άλλους ξεπούλα) των hard rock ηρώων των ’70s με τη βοήθεια «εξωτερικών συνθετών» είχε ξεκινήσει νωρίτερα, αλλά με το “Trash” σχεδόν τελειοποιήθηκε.
Το χέρι του Child, με βοηθούς δύο άλλους μάστορες, τους Steve Thomson και Michael Barbiero στην υποδειγματική μίξη (μέρη του άλμπουμ ηχογραφήθηκαν σε 11 διαφορετικά στούντο), έχει λαξέψει τη δομή των τραγουδιών μέτρο προς μέτρο. Έχει co-writing credit μαζί με τον Alice σε όλα τα κομμάτια, ενώ μια δεκαπενταριά rockers πρώτης και δεύτερης γραμμής έχουν συμβάλλει επώνυμα στα κομμάτια του δίσκου.
Τα σπηνταριστά “Spark In The Dark” και “Why Trust You” κλείνουν ανάμεσά τους ένα σλογκανάκι επινοήσεως Joan Jett, το “House Of Fire” (US#56, Ιανουάριος ’90) στο οποίο σολάρει –χωρίς και ιδιαίτερο κόπο ή χρώμα είναι η αλήθεια- ο Joe Perry.


Το ραδιοφωνικό girl-friendly “Only My Heart Talkin” (US#89, Απρίλιος ’90), με δεύτερa φωνητικά από τον Steven Tyler των Aerosmith, είναι κατά βάση γραμμένο από τον Bruce Roberts, συνθέτη-τραγουδιστή που είχε δουλέψει με μερικές από τις πιο προβεβλημένες κυρίες της ποπ (Donna Summer, Whitney Houston, Barbra Streisand).
Η δημαγωγική διακήρυξη σαδομαζοχιστικών υπαινιγμών με τίτλο “Bed Of Nails” (UΚ#38, Οκτώβριος ‘89), στο στυλ του παλιού καλού Alice, έχει ένα σαρωτικό ρεφραίν γραμμένο από μια άλλη μαιτρ της power pop μελωδίας, την Dianne Warren καθώς και κιθάρα από τον πρώτο και μοναδικό σφίχτη guitar hero, τον Kane Roberts που μέχρι πριν από ένα χρόνο ήταν στη μπάντα του Alice.
Στο ομώνυμο και κάπως επιτηδευμένα funk/sleazy (“Trash”), παίζει η ρυθμική βάση των Aerosmith (Hamilton/ Kramer), ενώ ένα πραγματικά δυνατό χαρτί είναι η μπαλάντα Hell Is Living Without You”, γραμμένη από Bon Jovi / Ritchie Sambora, με δεύτερα από τον Jon και κιθάρα από τον Steve Lukather των Toto. Φανερά πάνω από τον μέσο όρο των power ballads που συνωστίζονταν τότε στα fm, δεν έγινε ποτέ single, όμως παραμένει από τα κομμάτια που προσδίδουν ουσία σε μια τόσο φανερά προσχεδιασμένη εμπορική προσπάθεια. Ιδίως με στίχους που ο Alice ερμηνεύει επιβλητικά, όπως το "[…] In life's big parade - I'm the loneliest spectator - Cuz you're gone without a trace, in a sea of faceless imitators".


Ήταν η πρώτη φορά που ο Alice εγκατέλειψε το βάψιμο του ζωντανού σκελετού (με τους μαύρους κύκλους γύρω απ’ τα μάτια και την κάθετη «ρωγμή» στα ζυγωματικά), ώστε να τρομάζει όσο το δυνατόν λιγώτερο τους υποψήφιους καταναλωτές του προϊόντος που θα έφερε το όνομά του.
Στο δε εξώφυλλο, ο ίδιος, σαν από ντροπή, σκύβει το κεφάλι, αφήνοντας να μιλήσει το
gimmick: η στάμπα στο t-shirt του παραπέμπει στο γνωστό μακάβριο μακιγιάζ, όμως ο ίδιος είναι ένας άλλος ρόκερ. Ύπουλα μελωδικός. Όχι τρομακτικός, αφοπλιστικός.
Οι άνθρωποι της Epic δε θα ρίσκαραν ποτέ τα λεφτά τους σ’ ένα απρόβλεπτο απολειφάδι. Αφού του έθεσαν όρο το να παραμείνει απαρεγκλίτως καθαρός από ουσίες και «επαγγελματίας» στις εμφανίσεις του, τον καθοδήγησαν να κινηθεί μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια : θα προωθούσε το νέο του άλμπουμ ευχαριστώντας με κάθε ευκαιρία την εταιρία, αποφεύγοντας να μιλήσει για τις «παλιές καλές μέρες», προβάλλοντας το προφίλ του μετανοημένου και πλήρως σωφρονισμένου χρήστη ουσιών, δίνοντας στο βάρος στο «ακίνδυνο» και «ψυχαγωγικό» του επί σκηνής show και εξαντλώντας κάθε δυνατότητα να πουλήσει ο ίδιος τον εαυτό του.
Στις συνεντεύξεις της περιόδου 1989 – ’90, κάνει κάθε προσπάθεια να δείξει πόσο ευγνώμων και μετρημένος είναι πλέον («είναι το καλύτερο άλμπουμ που έχω κάνει ποτέ», «είμαι δευτεροκλασάτος ρόκερ μπροστά στον Bon Jovi»), επαναλαμβάνοντας μέχρι αηδίας και με κάθε αφορμή τον τίτλο του καινούριου του άλμπουμ, με αμέτρητα ευτελή, μισοψημένα ή και εντελώς ηλίθια λογοπαίγνια με τη λέξη “trash”.
Στις 19 Ιουλίου 1990, σχεδόν έναν ημερολογιακό χρόνο μετά την κυκλοφορία του “Trash”, ο Alice Cooper εμφανίστηκε στην Λεωφόρο, γινόμενος δεκτός μετά Βαΐων και Κλάδων από την αυξάνουσα και πληθύνουσα φυλή των ροκάδων, που χωρούσε πλέον από μεταλλάδες, τρέντηδες μέχρι και παλαιοχίππιδες.
Η απροσδόκητη απήχηση του άλμπουμ στην Ελλάδα οδήγησε μέχρι και στην επανακυκλοφορία εδώ ενός παμπάλαιου και ξεχασμένου “
Greatest Hits” του ’74. Ήταν η πρώτη συναυλία στα μέρη μας αμερικάνου γερόλυκου των ’70s, απ’ αυτούς που διαβάζαμε στα περιοδικά και στα αφιερώματα ότι ήταν πρωτοπόρος στο «θεατρικό» ροκ.
Στο πλευρό του είχε, εκτός από πολλά προηχογραφημένα μέρη, μια μπάντα, από την οποία ορισμένα ονόματα θα γίνονταν αργότερα πολύ οικεία: Derek Sherinian στα πλήκτρα, Eric Singer στα ντραμς, Pete Friesen στην κιθάρα, Tommy Caradonna στο μπάσο. Ο ίδιος ο Alice έδωσε μια προβλεπόμενη, σχεδόν δίωρη, παράσταση με αρκετή χοντροκομμένη πόζα και όλες τις σκηνικές του ευκολίες (διαμελισμό κούκλας, πλαστικά μωρά, γκιλοτίνες και τα τοιαύτα) στην πρώτη γραμμή. Δεν έμειναν και πολλοί με σοβαρά παράπονα. Στο κάτω – κάτω, μαθαίναμε ακόμη. Μόλις τα τελευταία χρόνια είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε ότι οι καιροί είχαν οριστικά αλλάξει και ότι θα βλέπαμε – επιτέλους- τους ήρωές μας ζωντανούς πάνω στη σκηνή.
Μπορεί σήμερα, για την τριτοτέταρτη γενιά ποζεράδων, το “Trash” να είναι μια ακόμη αναντίρρητη «δισκάρα». Να είναι το “Rocks” ή το “Destroyer” που ποτέ δεν πρόλαβαν να ζήσουν σε πρώτο χρόνο. Η αλήθεια είναι ότι είναι ένας απολαυστικός ποπ δίσκος φτιαγμένος για να ξεγελάει πολύ πειστικά το ροκ αυτί, που κατάφερε και ένωσε διαφορετικές μουσικές φυλές και διεύρυνε τα γούστα. Όσο γινόταν, τουλάχιστον.
«Μπορεί να νομίζετε ότι μας εξημερώσατε, αλλά σε 20 χρόνια όχι μόνο θα είμαστε 'δω, όχι μόνο θα είμαστε πιο πολλοί, αλλά θα σας έχουμε πάρει και τα σώβρακα».
Η καλλίπυγος λαϊκοσκυλέντεχνη, εκείνη τη βραδιά του καλοκαιριού του ’89, με άκουσε με σηκωμένο φρύδι και μού’ ριξε μια ειρωνική ματιά. Σιγά μην συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites