Warren Zevon: Sentimental Hygiene, δια βίου
Thursday

21Sep

Warren Zevon: Sentimental Hygiene, δια βίου

Δημοσιεύθηκε από:

21/09/2017

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

4488
Το κομμάτι με το αλύχτημα του λύκου στο ρεφραίν το πρωτάκουσα Άνοιξη του ’87 στο «Χρώμα του Χρήματος» του Σκορτσέζε: Η σκηνή με τον Τομ Κρουζ να ξεπαστρεύει τον αντίπαλό του με τη στέκα πάνω απ’ την πράσινη τσόχα, χορεύοντας με την αυταρέσκεια του δεξιοτέχνη μπιλιαρδόβιου κωλοπαιδαρά (“…I saw a werewolf drinking pina colada at Trader Vic’s – His hair was perfect”) δεν σου φεύγει κι εύκολα απ’ το μυαλό.
Στο τεύχος Οκτωβρίου του «ΠΟΠ & ΡΟΚ» μια δισέλιδη αναφορά στο συνθέτη και τραγουδιστή του “Werewolves Of London”, κάπως βεβιασμένα μεταφρασμένη, μ’ έβαλε για πρώτη φορά στον κόσμο του Warren Zevon. O καινούριος του δίσκος, με τίτλο “Sentimental Hygiene” είχε κυκλοφορήσει ένα μήνα πριν και το ομώνυμο κομμάτι – και πρώτο single – είχε ακουστεί από την εκπομπή του Πετρίδη, ένα απόγευμα καθημερινής, πάνω που είχαν αρχίσει τα σχολεία.


Γεννημένος στις 24 Ιανουαρίου του ’47 στο Σικάγο και μεγαλωμένος στην Καλιφόρνια, ο Zevon, γιος ρωσοεβραίου μετανάστη που εξελίχθηκε στο Los Angeles σε δεξί χέρι του μεγαλονονού της μαφίας και μητέρας από οικογένεια μορμόνων με αγγλική ρίζα, ξεκίνησε νωρίς να σπουδάζει «μοντέρνα» κλασσική μουσική. Διέκοψε στα 16, όταν οι γονείς του χώρισαν και κείνος παράτησε το σχολείο και έφυγε απ΄το L.A. για τη Νέα Υόρκη, σκοπεύοντας να γίνει τραγουδιστής της φολκ. Εργάστηκε για χρόνια σαν σέσσιον μουσικός, φτιάχνοντας συγχρόνως jingle για το ραδιόφωνο και συνθέτοντας τραγούδια για καλλιτέχνες που δισκογραφούσαν. Μια από τις πρώτες του συνθέσεις, ελαφρώς διασκευασμένη, μπήκε στο soundtrack της ταινίας “Καουμπόϋ του Μεσονυκτίου” του Τζων Σλέσιντζερ (’69, με Γιον Βόϊτ και Ντάστιν Χόφμαν) που βραβεύτηκε με 3 Όσκαρ. Συγχρόνως, κυκλοφορεί τον πρώτο του δίσκο, “Wanted Dead Or Alive”, που περνά απαρατήρητος.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, όταν στην Καλιφόρνια αρχίζει να αναδεικνύεται ο χαλαρός ήχος των Eagles, έχει ήδη φτιάξει καλό όνομα μεταξύ μουσικών και τραγουδοποιών στη δυτική ακτή και γι’ αυτό βρίσκεται να δουλεύει σαν πιανίστας, ενορχηστρωτής και μέλος της μπάντας περιοδειών των Everly Brothers.
Όταν Don και Everly το διαλύουν κι αποφασίζουν ν΄ακολουθήσουν ξεχωριστή σόλο καρριέρα ο καθένας, περιοδεύει και ηχογραφεί και με τους δύο. Aπογοητευμένος από τα πενιχρά έσοδα, αποσύρεται σ’ ένα χωριό για μερικούς μήνες έξω από τη Βαρκελώνη, όπου ζει σαν πλανόδιος μουσικός, μη σταματώντας να γράφει και να δουλεύει δικά του τραγούδια. Επιστρέφει στο L.A. τον Σεπτέμβριο του ’75, συγκατοικεί με τη Stevie Nicks και τον Lindsay Buckingham που τότε μόλις είχαν ενταχθεί στους Fleetwood Mac και γίνεται φίλος με τον φολκ-ροκ τραγουδοποιό Jackson Browne. Αυτος τον πείθει ότι έχει στα χέρια του το υλικό που χρειάζεται για να ξαναμπεί στη δισκογραφία, γίνεται μάλιστα το ’76 παραγωγός του δεύτερου άλμπουμ του Zevon, με τίτλο το όνομά του, στο οποίο συμμετέχουν μέλη των Fleetwood Mac και των Eagles. Παρά τις ελάχιστες πωλήσεις, το στυλ του, ένα προσωπικό κράμα από country, folk και δυνατού ροκ ν’ ρολ στο οποίο κυριαρχεί το μαύρο χιούμορ, η ανατροπή και η καυστική σάτιρα κυρίως σε πρότυπα και ιδεοληψίες δεμένες με το αμερικάνικο όνειρο, γίνεται γρήγορα αναγνωρίσιμο.
Με τα κομμάτια του γραμμένα κυρίως στο πιάνο, πλαισιωμένος από ικανότατους μουσικούς όπως ο Waddy Wachtel και ο David Lindley στις κιθάρες και με στίχο να αντανακλά την οξύτητα της πρώτης περιόδου του ηλεκτρικού Dylan και το ροκ πείσμα του Neil Young, ο Zevon, με τον επόμενο δίσκο του, το “Excitable Boy” του ΄78 (US#8, Απρίλιος ’78) συγκαταλέγεται στους πιο ιδιαίτερους συνθέτες – τραγουδιστές της δεκαετίας του ’70. Πέρα από το “Werewolves Of London” (US#21, 13/5/78), που με το απατηλά ενθουσιώδες πιανάκι του καταφέρει να φέρει στο Νο 21 του Billboard μια αστεία μεταφορά για το πώς είναι να ξεχωρίζει κανείς στο πλήθος, υπό τη φθονερή, φοβική ματιά της σιωπηρής πλειοψηφίας, ο δίσκος περιέχει το ομώνυμο κομμάτι: ένα ανατριχιαστικά χαρωπό αφήγημα για τη δολοφονική μανία που καταλαμβάνει έναν έφηβο στο χορό του σχολείου.
Δίπλα σε δηλητηριώδη κομμάτια όπως τα “Lawyers, Guns And Money” (για το πώς κινείται το χρήμα) και “Roland, The Headless Thomson Gunner” (για έναν ανελέητο λευκό μισθοφόρο που τον ξεκάνει ένας συμπολεμιστής του με εντολή της CIA) αντίβαρο μια πικρή ερωτική μπαλάντα με τίτλο “Accidentally Like A Martyr”. Όλα τους δεν έλειψαν σχεδόν ποτέ έκτοτε από το σετ των ζωντανών του εμφανίσεων.


Η αυγή της νέας δεκαετίας τον βρίσκει περιοδεύοντα, σε διαρκή ζήτηση, επιρρεπή στην ασωτία, όσο και στάσιμο από πλευράς πωλήσεων. Το “Bad Luck Streak In Dancing School” (US#20, Μάρτιος ’80), το live “Stand In The Fire” (US#80 Ιανουάριος ’82) και το “The Envoy” (US#93, Αύγουστος ’82), παρά το εκλεκτό περιεχόμενο, τις έξυπνες ενορχηστρώσεις και στέρεες συνθέσεις όπως το “Play It All Night Long”, “Jeanny Needs A Shooter” (γραμμένο μαζί με τον Bruce Springsteen), “Jesus Mentioned” και “Looking For The Next Best Thing” δεν κατορθώνουν να τον βάλουν στο mainstream. Χωρίζει από τη γυναίκα του – έχει ήδη δύο παιδιά- και μαθαίνει από ένα μονόστηλο στο “Rolling Stone” ότι Asylum διέκοψε το συμβόλαιό του. Φανερά δυσκολοχώνευτος για τις ανάγκες της ποπ βιομηχανίας νιώθει ξοδεμένος και ανεπιθύμητος και διολισθαίνει στην μαύρη τρύπα της ηρωίνης και του αλκοόλ. 
Το “Sentimental Hygiene” έρχεται στα τέλη Αυγούστου του 1987, πέντε ολόκληρα χρόνια μετά. Έχει πλέον κλείσει τα 40, έχει αποτοξινωθεί, η Virgin Records του παρέχει την ευκαιρία να επιστρέψει και ο ίδιος σφύζει από ενέργεια και μουσικές ιδέες. Παρ’ ότι από την αρχή της καρριέρας του πιανίστας στα μουσικά σχήματά του, επιλέγει να γράψει τα καινούρια του κομμάτια στην κιθάρα. Έχοντας ως backing band τα τρία τέταρτα των R.E.M. – στην κιθάρα ο Peter Buck, μπάσο ο Mike Mills και ντραμς  ο Bill Berry - οι οποίοι ακριβώς εκείνη την εποχή κυκλοφορούν το “Document”, βλέπει την κοινότητα των μουσικών, πολλοί από τους οποίους δημόσια τον αναφέρουν ως επιρροή κυρίως για το ασυμβίβαστο, έξω από τάσεις προσωπικό του στίγμα, έτοιμη και πρόθυμη να δώσει το παρόν στο νέο του ξεκίνημα.
Από τον Bob Dylan και τον Neil Young μέχρι τον Flea των ανερχόμενων Red Hot Chili Peppers, μια all star ομάδα συρρέει γύρω του και συνεισφέρει στις συνθέσεις του με μια σπάνια ταπεινότητα, χαρακτηριστική για το θαυμασμό και την πίστη της στη συνθετική ιδιοφυΐα του Zevon.
Το άλμπουμ ξεκινά με το ομώνυμο τρακ. Μια εξομολογητική υπογραφή για τον καιρό της απουσίας του και ταυτόχρονα ένα στιβαρό «παρών» σ’ έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από τότε που ξεκίνησε, με στίχο που αφορά τον καθένα (“Everybody's had to hurt about it - No one wants to live without it - It's so hard to find it  - Sentimental hygiene”) και βίντεο – κλιπ ένα μαυρόασπρο road movie όπου γκρο πλαν απίθανων χαρακτήρων εναλλάσσονται με αυτά της περιπλάνησης του Zevon σε οικεία τοπία της Καλιφόρνια, την ώρα που ο ίδιος ο Neil Young ακούγεται να ξεδιπλώνει δύο από τα απολαυστικά κακόφωνα, με σφιγμένα δόντια, κιθαριστικά σόλο του.


Είναι σαφές ότι η κατακτημένη «συναισθηματική υγεία» δεν έχει κάνει τον Zevon να λοξοδρομήσει. Εξακολουθεί να σκιαγραφεί σκληροτράχηλα πορτραίτα αληθινών ηρώων, όπως του δημοφιλούς πυγμάχου Ray “Boom Boom” Mancini: στον τελικό για τον τίτλο των μεσαίων βαρών τον Νοέμβριο του ’82, κέρδισε στα σημεία τον Κορεάτη πρωταθλητή Duk Koo Kim, με τον τελευταίο όμως να σωριάζεται με εγκεφαλική αιμορραγία και να πεθαίνει στο νοσοκομείο, τέσσερις μέρες αργότερα. Ο Mancini συντετριμμένος παρέστη στην κηδεία του αντιπάλου του και έπεσε στην κατάθλιψη, αντιμετωπίζοντας το μένος κοινής γνώμης ως «φονιάς». Όταν τον ρώτησαν αν ένιωθε υπεύθυνος, είχε πει “somebody should have stopped the fight, and he told me it was him”.

Εξακολουθεί να καυτηριάζει την ανθηρή στη μουσική μπίζνα διπροσωπία, μιαρό πρότυπο που ξεχειλίζει προς τις διαπροσωπικές σχέσεις του κοινού, στο τραχύ ροκαμπιλοειδές "Even a Dog Can Shake Hands", με κιθάρα από τον Rick Richards των Georgia Satellites. Τα πέντε χρόνια που έχουν περάσει, φορτωμένα από την οδύνη της αποτοξίνωσης, τον έχουν βοηθήσει να εκτίθεται περισσότερο, μη διστάζοντας να εξοπλίσει την κριτική του ματιά με υλικό από τις προσωπικές του εμπειρίες. Φαίνεται καθαρά στο “Detox Mansion”, έναν λιτό απολογισμό για το πέρασμά του από τις πανάκριβες κλινικές αποτοξίνωσης, με ισχυρές δόσεις υπόγειας ειρωνείας και νευρωτικό slide από τον David Lindley ("I've been rakin' leaves with Liza - Me and Liz clean up the yard - It's tough to be somebody - And it's hard not to fall apart - Up here on Rehab Mountain - We gonna learn these things by heart"). Στο "Bad Karma" με το σάζι και τα δεύτερα φωνητικά από τον Michael Stipe, αλλά και στο "Trouble Waiting to Happen" -με το σολάκι από τον Brian Seltzer των Stray Cats και τα διακριτικά δεύτερα από τον Don Henley- ο Zevon δε μοιρολατρεί. Κάνει την αυτοκριτική του για τις δικές του μονομανίες, που έδωσαν αφορμή να τυποποιηθεί έως και να περιθωριοποιηθεί από τον τύπο.
Όμως υπάρχουν και μπαλάντες όπως το “Reconsider Me” (με τον Don Henley στα δεύτερα φωνητικά και τον Mike Campbell των Heartbreakers στην ακουστική κιθάρα), ή το ανυπόκριτο “The Heartache”, με την Jennifer Wαrnes να προσδίδει unisex ειλικρίνεια στο ρεφραίν, πρωτόγνωρα άμεσες για το μέχρι τότε υλικό του ("If it's still the past that makes you doubt - darlin', that was then - and this is now – Reconsider Me".
Ο μέγας Bob Dylan εισφέρει ένα σόλο φυσαρμόνικα στο "The Factory", υπενθυμίζοντας ότι «εκείνος εφηύρε τη δουλειά μου», όπως άρεσε στον Zevon να λέει δημόσια. Παρά τη συνεύρεση πλειάδας guest αστέρων, το υλικό του “Sentimental Hygiene” είναι συμπαγές. Ο ήχος του, οργανωμένος από τον μάστορα της roots rock Americana Nico Bolas – που λίγα χρόνια αργότερα θα συνδεθεί στενά με ανεξίτηλες στιγμές μεταξύ άλλων του Neil Young και των R.E.M. - είναι στεγνός, λιτός, αφήνοντας την πλούσια σε βαρύτονο χρώμα φωνή του Zevon να γεμίζει το χώρο. Ακόμη και η σχετικά αδύναμη στιγμή του άλμπουμ, μια απόπειρα χορευτικής συνθ-ποπ στον έθνικ δρόμο που χάραξαν οι Peter Gabriel και Paul Simon, το ενορχηστρωμένο από τον George Clinton – και με μπάσο από τον Flea- "Leave My Monkey Alone" έχει λόγο ύπαρξης. Δίνει την ευκαιρία στον Zevon να ρίξει καλοζυγισμένα βέλη προς τους αποικιοκράτες λευκούς, τους δυνάστες της Αφρικής.


Το άλμπουμ παίρνει πολύ θετικές κριτικές, αλλά σε πωλήσεις αποτυγχάνει και πάλι  (US# 63, Σεπτέμβριος ’87). Γράφτηκε εκείνη την εποχή ότι ο Zevon είναι σαν κάθε φορά να βάζει σκόπιμα και μια ανορθογραφία στους δίσκους του, ώστε να μην επιτρέψει στον εαυτό του την επιτυχία. Έκτοτε, ξαναδιάβασα γι’ αυτόν τον Απρίλιο του ’90, σε μια κριτική, πάλι στο «ΠΟΠ & ΡΟΚ», για το πληθωρικό, αλλά πάλι εμπορικά αποτυχημένο “Transverse City”. Η επιμονή και το ψάξιμο στα μεταχειρισμένα τα επόμενα χρόνια άρχισαν να μου αποκαλύπτουν τον ποιητή, τον στοχαστή, τον φανατικό βιβλιοφάγο και sui generis ρόκερ Warren Zevon. Επανεφευρίσκει τον εαυτό του, αποτυγχάνει, περιοδεύει, γράφει, βλέπει τα τραγούδια του να διασκευάζονται και χαίρει σταθερά μεγάλης εκτίμησης ενός ειδικού κοινού, αυτού που αγαπάει να παρακολουθεί τους μουσικούς auteurs. Το “Sentimental Hygiene” εξακολούθησε να με συντροφεύει πιστά, τα περισσότερα χρόνια από την ίδια ελληνικής εκτύπωσης κόπια της Virgin, του ’87, οδηγός τουλάχιστον για ένα πράγμα : ότι αξίζει να ακολουθείς το δρόμο το δικό σου, χωρίς δάνειες παρακαμπτήριες και βεβιασμένες αναθεωρήσεις που σε κάνουν να ξεμακραίνεις απ’ αυτό που σου λέει το ένστικτό σου. 
Τον Αύγουστο του 2002, διαγνώνεται με καρκίνο στον πνεύμονα σε τελευταίο στάδιο και οι γιατροί του δίνουν το πολύ τρεις μήνες ζωής. Αμέσως, ρίχνεται να ηχογραφεί όσα περισσότερα τραγούδια μπορεί, προκειμένου να προλάβει να κυκλοφορήσει τον επιτάφιο δίσκο του.



Μέσα σε μερικές μέρες τα δυσάρεστα νέα μαθεύονται και δεκάδες μουσικοί σπεύδουν με δική τους πρωτοβουλία να συμμετέχουν. Don Henley, Timothy B. Schmidt, Mick Fleetwood, Jackson Browne, Bruce Springsteen, T-Bone Burnett, Joe Walsh, Tom Petty, Ry Cooder, πολλοί.
Στις 30 Οκτωβρίου του 2002 κάνει την τελευταία του τηλεοπτική εμφάνιση στην εκπομπή του David Letterman, προσωπικού του φίλου. Ο παρουσιαστής, γνωρίζοντας καλά την αίσθηση του χιούμορ που διαθέτει ο προσκεκλημένος του, τον ρωτά: «Λοιπόν, μετά τη διάγνωσή σου, τί άλλαξε; Υπάρχει κάτι, που από τη δική σου οπτική γωνία έχεις μάθει παραπάνω από μας για τη ζωή και το θάνατο;». Εκείνος, σκέφτηκε μια στιγμή και απάντησε με τη παροιμιώδη ευθύτητά του: «Όχι και πολλά περισσότερα απ’ το ότι … θα πρέπει να απολαμβάνεις το κάθε σάντουιτς».  
Αρνείται να ξεκινήσει χημειοθεραπεία για να μην αλλοιωθεί η φωνή του και να προλάβει να ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις, αλλά όταν πείθεται να το κάνει αντιμετωπίζει με ηρεμία και χιούμορ τις εκτεταμένες της παρενέργειες. Ξεπερνά το τρίμηνο ζωής της αρχικής πρόβλεψης, ολοκληρώνει το δίσκο ανάμεσα σε φίλους και στενούς συνεργάτες και τον Ιούνιο του 2003 βλέπει να γεννιούνται τα δίδυμα της κόρης του («ένας από τους τελευταίους σημαντικούς στόχους μου»). Ο δίσκος θα ονομαστεί “The Wind” και θα κυκλοφορήσει στις 26 Αυγούστου του 2003. Στις 7 Σεπτεμβρίου ο Warren Zevon θα χάσει και την τελευταία άνιση μάχη. Κατά τραγική ειρωνεία, την πιο τραγική της καρριέρας του, της γεμάτης από στίχους οξείς και ιδιότροπα σατυρικούς, θα γίνει χρυσός (US#12, Σεπτέμβριος 2003), θα προταθεί για πέντε βραβεία Grammy και θα πάρει τα δύο, λίγους μήνες μετά το θάνατό του.
«Ήταν ένας ηθικολόγος ντυμένος με τα ρούχα του κυνικού. Κατάφερε και συνέλαβε ένα κομμάτι του χαρακτήρα της Αμερικής που σπάνια καταγράφεται στην ποπ μουσική», όπως είπε γι’ αυτόν ο Bruce Springsteen.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites