David Lee Roth : “…Αnd I’ ain't never going home”
Saturday

10Mar

David Lee Roth : “…Αnd I’ ain't never going home”

Δημοσιεύθηκε από:

10/03/2018

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

5187
O Μάρτιος του ’88 είχε μπει, Άνοιξη, όμως δε φαινότανε στον ορίζοντα. Σε κανένα επίπεδο. Την πρώτη κιόλας μέρα δολοφονείται ο Αθανασιάδης από τη 17 Νοέμβρη, μέρα - μεσημέρι, σε φανάρι της Κηφισίας κοντά στη Φιλοθέη.
Λίγο μετά, διαβάζουμε στα «Νέα» για μια οικογένεια γεροντοπαλλήκαρων που αυτοκτονούν ομαδικά στη Ραφήνα με υγραέριο, επειδή, λέει, «δεν μπορούν να αντέξουν τα γηρατειά», όπως γράφουν σ’ ένα σημείωμα που περιμαζεύεται απ΄τα αποκαΐδια.
Την πρώτη Κυριακή του Μαρτίου, σε νευρωτική λασπομαχία στο ΟΑΚΑ, πασχίζουμε μπας και ρεφάρουμε απ’ το στραπάτσο Καζιμιέρσκι, αλλά αυτά δε γίνονται. Ένα ξερό του Ρότσα στα τυφλά και 1-1, ενώ πλάκα – πλάκα η Λάρισα παραμένει πρώτη στο πρωτάθλημα. Σιγά μην αντέξει εκεί ψηλά ως το τέλος.

Γεννιέται, λέει, το πρώτο στην Ελλάδα παιδί από «παρένθετη μητέρα» - άκουσον άκουσον, λες να γεννιούνται κάποτε παιδιά και μέσα από άλλα γραμματικά σημεία και τέρατα, από εισαγωγικά ή αγκύλες, ας πούμε; Οι ταξιτζήδες ανακοινώνουν ότι ετοιμάζονται για μαζικό ντου παραβιάζοντας τσαμπουκά το δακτύλιο, επειδή, λένε, το νέο κυκλοφοριακό, που κλείνει το παραδοσιακό κέντρο για τα αυτοκίνητα, τους στέλνει στην ανεργία.
Κι ενώ Ζισκάρ Ντ΄Εσταίν και Χέλμουτ Σμιτ σε κοινή τους δήλωση στο πλαίσιο διμερούς συνάντησης οραματίζονται, άκου τώρα λέει, «ένα κοινό νόμισμα για όλη την Ευρώπη» («Αυτό δε θα γίνει ποτέ των ποτών. Δεν αφήνουν οι Αμερικάνοι», λέει ο πατέρας), ένας περίεργος Κλάους κατιτέτοιεν, προτείνει Παπαντρέου και Οζάλ για το Νόμπελ Ειρήνης, «για την πρωτοβουλία που ανέλαβαν στο Νταβός».
Απ’ το «Μουσικόραμα» ο αξύριστα χαριτοδιπλωμένος Τζωρτζ Μάϊκλ μας έχει πρήξει κάθε αδένα ειδικού προoρισμού και στο εξώφυλλο του «ΠΟΠ και ΡΟΚ» ο Bryan Ferry μιλάει για το “Bete Noir” μέσα στο κaινούριο του Αρμάνι.
Επαναληπτικά τεστ στην ημερησία, καθώς ολοκληρώνεται πια και το δεύτερο τρίμηνο. Το οριστικό τέλος 12 χρόνων πρωϊνού ξυπνήματος – με τις πανελλαδικές να αχνοφαίνονται μέσα από ομίχλη, σαν το παγόβουνο απ’ το κατάστρωμα του  Τιτανικού- απέχει πλέον μόνο μια εποχή του χρόνου. Μένει μόνο μια Άνοιξη. Στη μέση της οποίας μας περιμένει το ιερό δισκοπότηρο της Τρίτης Λυκείου, η «πενταήμερη». Όλοι περιμένουμε τον κούκο, έστω έναν τρελλό κούκο, να φέρει την Άνοιξη.



Τον έχουμε μέσα στα πόδια μας αλλά τον υποτιμούμε σταθερά. Δεν τον θεωρούμε «σοβαρό». Μας παραπέφτει πολύς. Ετοιμόλογος, ακατάβλητος, εκνευριστικά ευδιάθετος, ερωτευμένος με τον εαυτό του, με ρούχα που δεν είχαμε δει κανέναν να φοράει χωρίς να σταμπαριστεί πάραυτα ως αδερφή του ελέους, ο David Lee Roth έχει μόλις κυκλοφορήσει τον καινούριο του δίσκο, το Skyscraper”.
Έχει πάνω του μια πυκνή περίληψη ό,τι πιο φανταχτερό έχει να παρουσιάσει το Hollywood από την εποχή των big bands, του boogie woogie και των πρώϊμων rockers. Ο γιός που ο Έρρολ Φλυνν ποτέ δεν απέκτησε, ένας ιδανικός ομοτράπεζος του Groucho Marx, που πίνει απ’ το ποτήρι του Elvis, επιδεικνύει αυτάρεσκα λάμψη ανάλογη ενός Liberace, κινείται επί σκηνής με την ακροβατική ευλυγισία ενός Houdini, αυτοπαρωδείται με τρόπους Chaplin, μιμούμενος συγχρόνως κάτι από τον μαγνητισμό του Sinatra.  
Το “Eat ’Em And Smile, είχε κυκλοφορήσει την Άνοιξη του ’86 και αποδείχθηκε αποστομωτικό σε όσους στοιχημάτιζαν ότι ο πολυλογάς τραγουδιστής των Van Halen δεν θα πήγαινε πουθενά χωρίς την κιθάρα του Eddie. Σκληρό, άμεσο και γρήγορο σαν ευκαιριακό σεξ, με τις κιθάρες του 26χρονου Steve Vai, στρατολογημένου από τις τάξεις της αυτού ιδιοφυΐας του Frank Zappa, να καταληστεύουν απ’ άκρη σ’ άκρη τις εντυπώσεις και γνήσια Ληρόθειες ερμηνείες σε κομμάτια όπως τα “Goin’ Crazy”, “Big Trouble”, “Elephant Gun και “Ladies Nite In Buffalo”. Ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο αντίτυπα στην Αμερική, χωρίς όμως να καταφέρει να πλησιάσει τους πρώην συμπαίκτες του, που με την προσθήκη του Sammy Hagar είχαν πραγματοποιήσει μια ανέλπιστη επιστροφή στα τοπ με το “Ε5150”. Τώρα, δύο Άνοιξες αργότερα, ο Roth ήταν έτοιμος για τον επαναληπτικό μιας αναμέτρησης ρέστλινγκ που πολύ θά’ θελε να κερδίσει κατά κράτος. Για να το πετύχει, ήθελε ένα μουσικό προϊόν όχι μόνο ευπώλητο, αλλά και με καλλιτεχνική οντότητα.
Μέσα στο δεύτερο μισό του ’87, ο Roth είχε εμπιστευθεί για τις ηχογραφήσεις την ίδια ομάδα: τον Steve Vai στις κιθάρες, τον βιρτουόζο μπασίστα Billy Sheehan και τον Gregg Bissonette, επιλεγμένο μέσα από εκατοντάδες ντράμερ, προσθέτοντας μάλιστα σ’ αυτούς τον κημπορντίστα Brett Tuggle, τύπο με συνθετικές αρετές, ακονισμένες αρκετά χρόνια στις αρένες με πρώτα ονόματα όπως ο Rick Springfield και οι Fleetwood Mac. Μόνον σε έναν απ΄αυτούς όμως ο Roth άφησε άπλετο δημιουργικό χώρο.
«Με τον Dave χαιρόμασταν να δουλεύουμε μαζί. Φτιάξαμε στην πραγματικότητα μια μικρή ομάδα παραγωγής οι δυό μας. Στην αρχή σκαλίζαμε μουσικά μέρη σκόρπια εδώ κι εκεί, τα ενώναμε ή τα πειράζαμε με τη βοήθεια του στούντιο. Είπαμε να το συνεχίσουμε και να δούμε τί θα καταφέρουμε στην πορεία. Αυτή μας η απόφαση κατέληξε να αποτελέσει τη βασική διαδικασία παραγωγής ολόκληρου του δίσκου».
«Από τη αρχή ήταν ξεκάθαρο. Θα έβγαινε ένα τελείως διαφορετικό αποτέλεσμα σε σχέση με τον πρώτο δίσκο. Ο Ted Templeman που δούλευε με τον Dave τόσα χρόνια, από την εποχή των Van Halen, είχε έναν πολύ συγκεκριμένο, ενστικτώδη τρόπο προσέγγισης: Σε πέταγε μέσα σ’ ένα στούντιο, ξεκωλωνόσουν να παίξεις ό,τι καλύτερο μπορούσες και αν κάτι του ακουγόταν καλό, το άφηνε περίπου όπως τό’ παιξες. O Dave αυτή τη φορά ήθελε κάτι διαφορετικό. Ήταν πρόθυμος να εξελιχθεί και καλωσόρισε τις δικές μου ιδέες. Η δημιουργική ευελιξία είναι δικαίωμα κάθε καλλιτέχνη, πόσο μάλλον ενός καταξιωμένου καλλιτέχνη».  
Ο Vai δε θα μπορούσε να ελπίζει σε τίποτε καλύτερο. Καινοτόμος, σχολαστικός, πειθαρχημένος και με σταθερή κλίση προς τους εξώκοσμους ήχους, ο Vai πειθάρχησε στις απαιτήσεις ενός «συμβατικού» ροκ ν’ ρολ άλμπουμ, όμως με τον δικό του τρόπο. Αν το ακούσει κανείς συγκρίνοντάς το με τη ναυαρχίδα της μουσικής παραγωγής, το “Hysteria” των Leppard, του οποίου κάθε στροφή και ρεφραίν ακούγεται ποτισμένο με ιδρώτα και επιμονή εκατοντάδων takes και ατέλειωτων ωρών στο στούντιο, το “Skyscraper” ακούγεται αυθόρμητα ψυχαγωγικό. Η αίσθηση που αφήνει η τελική μίξη είναι ότι, παρά τις φίνες επιστρώσεις ήχου, το άλμπουμ ηχογραφήθηκε χωρίς πολλή προσπάθεια, με τη μπάντα να ρολλάρει σε φουλ ιπποδύναμη μέσα στο στούντιο.
Όμως δεν ήταν καθόλου έτσι: οι μικρές, εναλλασσόμενες εκπλήξεις που ξεπηδούν από τα ηχεία, στην πραγματικότητα έκρυβαν πολύωρη επεξεργασία και στρατηγική.



«Όταν έχεις να συνυπάρξεις στον περιορισμένο χώρο ενός στούντιο ηχογραφήσεων με μια προσωπικότητα του μεγέθους του David, που δύσκολα χωράει σε τέσσερις τοίχους, εύκολα μπορεί η ζωή σου να μετατραπεί σε κόλαση. Αντίθετα μ’ ό,τι πολλοί μπορεί να φαντάζονται, τα πήγαμε πολύ καλά οι δυό μας.
Είχαμε γίνει φίλοι.
Ο
Dave είναι όλα όσα βλέπει και αντιλαμβάνεται ο κόσμος από την εικόνα του: ένας τρελλός ροκ σταρ που επιδιώκει την προσοχή. Όμως με τίποτε δεν είναι μόνον αυτά. Σαν συνεργάτης, έχει τ’ αυτιά του ανοιχτά, δεν κάνει ότι τα ξέρει όλα και δεν νιώθει υποχρεωμένος να έχει τη λύση σε κάθε ζήτημα. Έχει επίσης την ικανότητα να επιλέγει προσεκτικά ανθρώπους.
Περιστοιχίζεται πάντα από ικανούς και ταλαντούχους ανθρώπους. Εντάξει, δεν χρειάζεται να του πας και κόντρα, ας μην ξεχνάμε ότι η μπάντα είναι δική του, όμως αν του παρουσιάσεις ένα σχέδιο, μια προοπτική, τον ενδιαφέρει πραγματικά να την ακούσει. Και αν μια ιδέα είναι καλή, την ακολουθεί ευχαρίστως».

Μια από κύριες ανησυχίες του Roth ήταν ο ήχος του άλμπουμ να φτάσει όπως πρέπει στο ράδιο κάθε αυτοκινήτου και στο φτηνό, made in Japan γουώκμαν κάθε πιθανού οπαδού, από την Αλάσκα ως τη Γη του Πυρός. Επινόησε λοιπόν την «επιτροπή». Κάθε τραγούδι που ολοκληρωνόταν, το έπαιρνε σε μια κασσέττα και την περνούσε μέσα από ένα αρκετά πολύπλοκο σύστημα που απέληγε σε υποδοχές για ghetto blaster, γουώκμαν και μεσαίας κλάσης ηχεία δωματίου, τις συσκευές που έχει η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων που θα αγόραζαν το δίσκο.
Ήθελε να διαμορφώσει ο ίδιος γνώμη για το τί θα χανόταν στο δρόμο από το προϊόν το υψηλής πιστότητας του στούντιο ως το αυτί του τελικού κριτή, που είναι πάντα το κοινό. «Αυτή τη φορά, δεν υπάρχουν διασκευές ή ξαναδουλεμένο υλικό. 10 κομμάτια πρωτότυπα. Τίποτε δεν παίρνει έγκριση αν δεν δώσει πρώτα το Ο.Κ. η “επιτροπή”».
«Γράφω τραγούδια. Έχω επιρροές, όπως κάθε καλό αμερικανάκι της ηλικίας μου, από μεγάλα γκρουπ όπως οι Zeppelin, οι Stones, οι Who ή οι Beach Boys, που όλοι έγραφαν υλικό με ρεφραίν, γέφυρα, σόλο. Όμως αυτή τη φορά πήραμε την πρωτοβουλία να ανοιχτούμε λίγο, να βγούμε από τη ζώνη ασφαλείας. Έχουμε τη γνώση και την εμπειρία εγώ κι ο Steve. Έχουμε την βοήθεια της τεχνολογίας. Οπότε, πάμε, φύγαμε. Ας παίξουμε με την καρριέρα μου στο κάτω – κάτω».
 «Σε κάθε άλμπουμ προσπαθώ να δουλέψω με την καρδιά. Γράφεις τη μουσική που σ’ αρέσει και θέλεις ν’ ακούσεις τη δεδομένη στιγμή. Μετά παίρνεις τα τραγούδια και τα βάζεις κάτω από το φως, να τα δεις καλά. Ο.Κ., εσύ είσαι καλός δρομέας, θα τρέξεις στα charts.
Εσύ έχεις καλή υποδοχή. Εσύ είσαι πολύ βαρύ, ογκώδες, θα παίξεις
quarterback. Μαζεύεις τα τραγούδια, εξετάζεις τα γνωρίσματά τους και αποφασίζεις τί τους ταιριάζει. Μετά μπαίνεις στο στούντιο, έχοντας το πνεύμα του καθενός στο μυαλό σου.
Τα αναλύεις και τα επεξεργάζεσαι σχολαστικά, προσπαθώντας να κρατήσεις και να δυναμώσει αυτό που τα κάνει πετυχημένα. Αν δεν το κάνεις πρώτος εσύ αυτό, θα πρέπει να ξέρεις ότι τους επόμενους μήνες και χρόνια θα το κάνουν σίγουρα οι άνθρωποι που θα αποκτήσουν το
lp.
Χρειάζεται πολύ κόπο και χρόνο για να αιχμαλωτίσεις αυτό που ο ακροατής ακούει σαν αυθόρμητο και να μοιάζει στ’ αυτιά του τέτοιο ακόμη και μετά από έναν μήνα».

Το άλμπουμ είναι κτισμένο πίσω από το hit single Just Like Paradise (US#6, 12/3/88), ένα κομμάτι μουσικής που σερφάρει πάνω σε κήμπορντς ευεξίας του Brett Tuggle, διάστικτο από κιθαριστικές πινελιές του Vai.
Στο βίντεο ο Roth κρέμεται όντως από κείνη την κατακόρυφη πλαγιά λευκού βράχου, σε μια οροσειρά στα βορειοανατολικά της Καλιφόρνια όπου η ομάδα τρελλών ορειβατών που ακολουθούσε εκείνη την περίοδο είχε επιλέξει να σκαρφαλώσει. Γρήγορα όμως μεταφέρεται στη σκηνή, όπου με στολή Κλέφτης της Βαγδάτης συναντάει Μπρους Λη ντυμένον Τζέην Φόντα, κλωτσάει τους αιθέρες, ανεβαίνει σε ρινγκ, πετάει δεμένος, με δίπλα του τον Steve Vai –μπότα, καπέλο με ίσιο γείσο- να επιδεικνύει μια αδιανόητη κόκκινη κιθάρα σε σχήμα καρδιάς με τρία μπράτσα, το ένα κάθετο, που ελάχιστοι θεατές μπορούσαν να φανταστούν ότι υπήρχε, ενώ ο Gregg Bissonette παίζει ντραμς σ’ ένα υπερυψωμένο σκαμπώ στη μια πλευρά των τυμπάνων.


Το παίξιμο του Vαi είναι πρωτόγνωρο γιa δίσκο hard rock προοριζόμενο για μαζική κατανάλωση. Μια σπάνια σύζευξη δεξιοτεχνίας που σχεδόν υποσκάπτει την ποπ δομή με ατμόσφαιρες και λεπτομέρειες που απαιτούν προσοχή, αλλιώς είναι δύσκολο ακόμη και να γίνουν αντιληπτές.
Ελεγχόμενη δύναμη στο Knucklebones, κοφτό ριφ και συνεχεία ακροβασίες στο Perfect Timing, jam στο Two Fools For A Minute, υπερηχητικό σόλο σε στυλ pac-man που έχει καταπιεί μια χούφτα speed στο Hot Dog And A Shake, καρτούν σχολιασμοί στο Stand Up (US#64, 14/5/88).
Δεν προσπαθεί να συγκριθεί με τον Eddie Van Halen, ούτε καν να αντιγράψει τις δικές του ταχυακροβασίες από το “Eat ‘Em And Smile”. Σχεδόν αδιαφορώντας για το εμπορικό στάτους που θα έπρεπε να αποκτήσει το άλμπουμ, δημιουργεί ένα προσωπικό του άλμπουμ μέσα στο άλμπουμ του υψηλού προφίλ εργοδότη του.
«Είχα όλο το χρόνο που χρειαζόταν για να μελετήσω αρμονίες, να ηχογραφήσω διαφορετικές κιθάρες, να βεβαιωθώ προσωπικά ότι το παίξιμό μου είναι ακριβές και ποικίλο, όπως ακριβώς το ήθελα. Το Hina ίσως είναι και το αγαπημένο μου απ’ ολόκληρο το δίσκο. Χρησιμοποιώ το delay και ο ήχος ακούγεται να πηγαίνει από το ένα ηχείο στο άλλο. Είναι εντελώς ιδιαίτερο».
Το κομμάτι που δίνει τον τόνο στον σχεδόν πειραματικό ήχο του άλμπουμ είναι το ομώνυμο. «Δεν μπορείς να το εντάξεις σε καμιά κατηγορία, πριν τουλάχιστον το ακούσεις πάρα πολλές φορές. Ακόμη και τότε, ενώ αυτό που άκουσες ξέρεις ότι δεν ακολουθεί τη γνωστή φόρμα κουπλέ - ρεφραίν, έχεις την αίσθηση ότι κατάλαβες να υπάρχει, αρχή, μέση, τέλος, αντιπαλότητα, λύση, όλα τα πράγματα που συμβαίνουν σε έναν καλό τραγούδι ή και σε κάθε δυνατή σχέση γενικώτερα», θα πει ο Roth με το γνωστό χειμαρρώδες στυλ του.
Το ακουστικό Damn Good”, με 12χορδες κιθάρες αλλά “Bron-Y-Aur” εισφέρει ακόμη και ευαισθησία, με αναμνησιακό στίχο από τον Roth (“Hey, take a look at these pictures - can u believe that was you? – And who’s  standing there in the corner – not me! ah, the crazy things we used to do”).



Μετά το τέλος των ηχογραφήσεων, ο Billy Sheehan έφυγε για να σχηματίσει τους Mr. Big και στη θέση του ήρθε ο αδελφός του ντράμερ, Matt Bissonette.
«Με τον Billy ήταν απολύτως φιλικός και πολιτισμός ο χωρισμός. Και αντί να προσπαθήσω να βρώ έναν μπασίστα που να προσπαθήσω να τον κάνω να δέσει με τον ντράμμερ μου, όπως πολλά γκρουπ, που χρησιμοποιούν διάφορα τρυκ, εγώ ακολούθησα τον απλό κανόνα του dna. Απευθύνθηκα στην ίδια τη μητέρα που μου έδωσε τον ντράμερ μου και αναζήτησα εκεί το ιδανικό ταίρι για τη ρυθμική μου βάση».
Η περιοδεία του “Skyscraper” βγήκε στο δρόμο στις 28 Φεβρουαρίου του 1988. Μια γιγαντιαία παραγωγή, με τεράστια σκηνή, ποικιλία κοστουμιών, μεγάλη σειρά από χορογραφημένα stunts και τον Roth να σερφάρει απ’ άκρη σ’ άκρη της αίθουσας, ισορροπώντας σε μια ειδική σανίδα κρεμασμένη από την οροφή από ατσάλινες τροχαλίες.
Ο μεγαλύτερος φαφλατάς του ροκ ν’ ρολ μαζί με τον κιθαρίστα που ο κόσμος ταύτιζε με τη δαιμονιώδη φιγούρα από το “Crossroads”, που είχε παιχτεί ανά τον κόσμο ένα χρόνο πριν.
98 εμφανίσεις, μία από τις οποίες στις 20 Αυγούστου στο “Monsters Of Rock” του Donington, ακολουθώντας τους Megadeth και πριν τους KISS, με headliners τους Maiden του “Seventh Son”.



Μεγάλο μέρος από τις κριτικές της εποχής υπήρξαν σκληρές με τον Roth. «Ο κλόουν της σχολικής τάξης αυτή τη φορά έμεινε πίσω από την κλάση των συμμαθητών του σ’ αυτόν τον δίσκο», έγραψε το “Rolling Stone”.
Άλλες γραφίδες είδαν με ενδιαφέρον την πειραματική, ελίτ προσέγγιση του Vai πλάϊ στην δημαγωγική δύναμη του Roth. O Chris Willman των L.A. Timesέγραψε: «Το δεύτερο άλμπουμ του David Lee Roth είναι το πιο απολαυστικό και θορυβώδες hard rock άλμπουμ, από … τότε που βγήκε το πρώτο άλμπουμ του David Lee Roth».
Στον δικό μας περιορισμένης εμβέλειας μεταλλικό τύπο το πρώτο τρίμηνο του ’88 υπήρχε ακόμη σαφής η διαφοροποίηση μεταξύ «καθαρόαιμων» και «φλωρομεταλλάδων». Όμως η πληθώρα φροντισμένων κυκλοφοριών, οδήγησαν τον Νίκο “Metal Merchant” Σουλτάνη να γράψει, μεταξύ άλλων:
«O Vai είναι από τους πιο ολοκληρωμένους κιθαρίστες σήμερα, αφού έχει τη δυνατότητα να παίξει οποιοδήποτε είδος με αξιώσεις», αλλά «(…) περιορίζεται σε γεμίσματα και στουντιακά τεχνάσματα και μόνο στο “Hot Dog & A Shake” και “Knucklebones” δίνει κανονικά σόλο». Για τον δε δίσκο συνολικά, με το παροιμιωδώς άγνωστο στον αναγνώστη μετρικό σύστημα, έδωσε «69/100», γράφοντας:
«Προτιμάται μεταξύ των άλλων εμπορικών δίσκων που έχουν κυκλοφορήσει τώρα τελευταία (να μην κάθομαι να αναφέρω τώρα). Απαραίτητη προϋπόθεση να αρέσουν σε κάποιον τα φωνητικά του Lee Roth».


Εντάξει, μπορεί ο Roth να μην είχε ποτέ ιδιαίτερη φωνή, να λάτρευε με ευλάβεια να τον παρακολουθούν και να τον ακούνε να φλυαρεί επί παντός επιστητού, να είχε εθιστεί από νωρίς στη ντόπα της ίδιας του της εικόνας – ένας ανιματέρ να παρασύρει ενήλικα μουσικά πλήθη σε διονυσιακά όργια χωρίς ξημέρωμα - αλλά, τουλάχιστον εκείνη τη χρονιά, το προσπάθησε.
Άφησε εύκρατο έδαφος στον αυλόγυρο του τσίρκου του για να φυτρώσει καλλιτεχνικό άλλοθι, έπαιζε live μόνο 4 κομμάτια της «προηγούμενης μπάντας του», ξόδεψε απεριόριστες καραβιές δολλάρια για να εξασφαλίσει ότι δίπλα του θα στέκουν οι καλύτεροι, διαπίστωσε όμως ότι το κοινό στο οποίο στόχευε λειτουργούσε με όρους franchising:
Το μάλλον πεζό, δυσκίνητο, παρ’ ότι συγκροτημένο και επαγγελματικό “OU812” των άσπονδων πρώην φίλων του, πούλησε περίπου τα διπλά από το δικό του άλμπουμ. Συγχρόνως αντιμετώπισε μια γνωστή συνθήκη : οι έμμισθοι συνεργάτες έχουν πάντα την τιμή τους.
Ο Steve Vai, πεπεισμένος ότι η διάρκεια ζωής του ως κορυφαίου κιθαρίστα στα poll των εξειδικευμένων μουσικών εντύπων κοντά στον Roth θα έφθινε ταχύτατα. Έτσι, με τη σκέψη πάντα σε σόλο σχέδια, πήδηξε απ’ το καράβι για ένα επταψήφιο ποσό δολλαρίων και τους Whitesnake.
Παρά τις προσδοκίες του, ως κούκος με κάπως δυσανάλογη ιδέα για τον εαυτό του, ο Roth δεν κατάφερε να φέρει μόνος του την Άνοιξη το Μάρτιο του ’88. Είχε όμως, με τον τρόπο του, κατεβάσει για πάρτη μας κάπως πιο νωρίς τα καλοκαιρινά, υπενθυμίζοντας στα φουλ από ιερή άγνοια χρόνια της εφηβείας μας ότι στο ποτήρι της ζωής, έχει σημασία να κυνηγάς τον άσπρο πάτο, αλλά πάντως με το δικό σου στυλ και τις δικές σου επιλογές.
16 Ιουλίου, δύο μέρες πριν το τελευταίο μάθημα των Πανελλαδικών.
Όρθιος στο στενό μπαλκονάκι καφετέριας γενικής παιδείας της πόλης, ταπεινή Άμστελ πάνω σε νικελένιο στρογγυλό τραπεζάκι για δύο, σόουλμεϊτ έτοιμη για πολλά και διάφορα νήερμπάϊ, να μοστράρει Μάρλμπορο μαλακό πρώτη φορά δημοσίως, θέα θάλασσα και στο βάθος φώτα από τον απέναντι φλοίσβο, για πρώτη φορά τόσο υποσχόμενα.
Κάποια ανώτερη δύναμη διαλέγει το σάουντρακ της στιγμής και αδειάζει τα πλήκτρα της ευφορίας του Tuggle πάνω μας. «Rockin’ steady in her daddy’s car – she got the stereo with the big guitars – and that’s all right…». «Συνειδητοποιείς ότι έχουμε τελειώσει;». «”… anI dont wanna go home…”.
Damn good times. «Να μην κάθομαι να αναφέρω τώρα».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

 

// Old Time Rock

// Live Favorites