Paul Kossoff: Heartbreaker, αυτοφυώς
Wednesday

2May

Paul Kossoff: Heartbreaker, αυτοφυώς

Δημοσιεύθηκε από:

02/05/2018

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

5799
H κραυγή της ξανθιάς αεροσυνοδού έκανε όλους τους επιβάτες να καταλάβουν ότι πολύ άσχημο συνέβαινε. Η νυχτερινή πτήση από Λος Άντζελες προς Νέα Υόρκη είχε μόλις προσγειωθεί στο JFK.
Τα μέλη της μπάντας με το όνομα Back Street Crawler και η μικρή κουστωδία τους, χυμένοι υπό την βάναυση αναισθησία ενός ύπνου κόπωσης στο μισοάδειο business class σαλόνι του Boeing 727 ξύπνησαν απότομα. Ο τουρ μάνατζερ John Taylor βλέποντας το σπριντ της αεροσυνοδού στο διάδρομο, έκανε ένα γύρο με το βλέμμα για να διαπιστώσει αν ήταν όλοι τους εκεί, προσπερνώντας χωρίς δεύτερη σκέψη την άδεια θέση που φιλοξενούσε τον κιθαρίστα και αρχηγό τους. Δεν πήγε το μυαλό του. Σε μια πτήση αραιοκατοικημένη, στη μέση της νύχτας, αρκετοί επιβάτες συνήθιζαν ν’ αλλάζουν θέση.
Λιγώτερο από ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, κλιμάκιο των αστυνομικών που έφερε ψηλά στον ώμο την οικοσημοειδή σήμανση “N.Y.P.D.” επιβιβάζεται στο αεροσκάφος. Και τότε, μαθεύτηκε απ’ όλους η αλήθεια. Το άψυχο κορμί του Paul Kossoff μεταφέρεται με την ειδική σελοφάν συσκευασία έξω από την στενή τουαλέτα, όπου είχε, άγνωστο πόση ώρα πριν, κατά τη διάρκεια της πτήσης, τρυπώσει. Ήταν επτά παρά τέταρτο το πρωί, 19 Μαρτίου 1976 και ο νεκρός ήταν μόλις 25 ετών και επτά μηνών.
Είχε προλάβει να ζήσει μια σύντομη ζωή, ανάλογη πρωταγωνιστή Σαιξπηρικής τραγωδίας. Φήμη, χρήμα, ναρκωτικά και μια βαθιά, ανεπίλυτη εσωτερική ταραχή συνέβαλαν στην άδοξη πτώση του, από την οποία η αποθέωση του κοινού, ακόμη και η αμέριστη εκτίμηση των ομοτέχνων του, δεν κατόρθωσαν να τον διασώσουν.
Ο Paul Francis Kossoff γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1950 στο Hampstead του Λονδίνου. Ο πατέρας του, David Kossoff, γιος ρωσοεβραίων μεταναστών, ήταν γνωστός ηθοποιός του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, πιο αναγνωρίσιμος για το ρόλο του ως “Alf Larkin”, ένας cockney πάτερ φαμίλιας στην τηλεοπτική σειρά “The Larkins” που προβαλλόταν στα τέλη του ’50 στο BBC. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο δευτερότοκος Paul μεγαλώνοντας διακρίθηκε για μια εξυπνάδα πέρα απ’ την ηλικία του, που συχνά διέβαινε τα χωράφια της αυθάδειας και φανέρωνε μια τάση για «ριψοκίνδυνα, όχι και τόσο ήρεμα και λογικά πράγματα».
Στα οκτώ του χρόνια, ο Paul παρακολουθεί την πρώτη του συναυλία: Tommy Steele, o ξανθός Elvis της Βρετανίας, στο London Palladium. Λίγο αργότερα, αποκτά την πρώτη του κιθάρα, δώρο από τους γονείς του και αρχίζει μαθήματα κλασσικής. Μπορεί στο σχολείο οι επιδόσεις του να ήταν ανεπαρκείς και η συμπεριφορά του αδιάφορη και απρόθυμη απέναντι σε ο,τιδήποτε απαιτούσε οργάνωση και συγκέντρωση, όμως τα γερά, ευλύγιστα δάχτυλά του μπορούσαν με σχετική ευκολία να δώσουν ζωή στην ταστιέρα.
Η συμμετοχή του σ’ ένα μαθητικό συγκρότημα και οι επίμονες πρόβες τους στο οικογενειακό γκαράζ δεν αφήνουν τους γείτονες των Kossoff σε ησυχία. Στα 15 παρατά το σχολείο και αποφασίζει να βγει στο δρόμο, σαν μαθητευόμενος βοηθός σκηνογραφίας σ’ έναν από τους περιοδεύοντες θιάσους τους οποίους διευθύνει και στους οποίους πρωταγωνιστεί ο πατέρας του.
Ένα βράδυ του Δεκεμβρίου του 1965 θα παραστεί σημαδιακό: μετά την παράσταση, βλέπει για πρώτη φορά live τον Eric Clapton με τους Bluesbreakers του John Mayall. Οι ιαχές του κοινού “God ! God !” τρυπώνουν στην ψυχή του Paul για τα καλά.

 


Σύντομα αναπτύσσει πυρετώδες ενδιαφέρον για το ο,τιδήποτε έχει ηχογραφήσει ο Clapton, ο Peter Green, αλλά και οι τρεις blues «βασιλιάδες»: Albert, Freddie και B.B. King. Η δουλειά που βρίσκει στο κατάστημα μουσικών οργάνων Selmer’s, στο Charing Cross Road του Λονδίνου του δίνει την ευκαιρία να ζει καθημερινά μέσα στη μουσική. Εκεί, αρχές Νοεμβρίου του ’66, ως απλός πωλητής, εξυπηρετεί έναν άγνωστο αφροαμερικάνο. Τον παρατηρεί εμβρόντητος ν’ αναποδογυρίζει μια Stratocaster και να παίζει με το αριστερό, εκτοξεύοντας ήχους που δεν έχει ποτέ διανοηθεί ότι μπορούν να βγουν από έξι χορδές. Το όνομα του πελάτη είναι Jimi Hendrix. Όπως αργότερα θα δηλώσει ο Paul, «με το που τον είδα και τον άκουσα, τον λάτρεψα μέχρι θανάτου».
Λιγώτερο από 12 μήνες μετά από κείνη την επιφοίτηση, ο Kossoff έχει ενταχθεί σε μια λονδρέζικη blues μπάντα με το όνομα “Black Cat Bones”, ξεχωρίζοντας για το παθιασμένο του παίξιμο. Μετά από μια μικρή περιοδεία σαν σαπόρτ στον πιανίστα Champion Jack Dupree, μπαίνει στις τάξεις του γκρουπ ένας 17χρονος ντράμερ, ονόματι Simon Kirke.
«Για την υπόλοιπη μπάντα δεν ήμουν και πολύ σίγουρος. Όμως αυτός, ένας μικρόσωμος τύπος με κοκκινόξανθα μαλλιά που λες και είχαν εκραγεί ολόγυρα στο κρανίο του, ήταν ξεχωριστός. Μου έκανε εντύπωση που δεν προσπαθούσε να μιμηθεί τους κιθαρίστες της εποχής, παίζοντας γρήγορα. Είχε μια ιδιαίτερη αίσθηση του χώρου στον ήχο. Περισσότερη σημασία είχαν αυτά που δεν έπαιζε, παρά τα όσα έπαιζε». 
Σύντομα Kossoff και Kirke βρίσκονται να προβάρουν σ’ ένα σπίτι στο Golders Green μαζί μ’ ένα άλλο νέο και φιλόδοξο σχήμα, τους Wildflowers. Τραγουδιστής τους ο γιος ενός λιμενεργάτη από το Middlesbrough, ονόματι Paul Rogers. Όταν το γκρουπ του διαλύει, ο Rogers παραμένει στο Λονδίνο, τζαμάροντας στα club της blues σκηνής που τότε οργιάζει. 
«Μου άρεσε το στυλ του Koss, το πώς ντυνόταν και το χιούμορ του. Παίζαμε μαζί κομμάτια όπως το “Stormy Monday Blues” ή το “3 OClock In The Morning” του B.Β. King και από κάτω γινόταν χαμός. Όταν όμως μου ζήτησε να μπω στους Black Cat Bones, αρνήθηκα. Ήθελα να φτιάξω ένα καινούριο γκρουπ».
Κατά σύμπτωση, το ίδιο και οι Kossoff και Kirke. Στα μέσα του 1968, δεν υπάρχει νεαρός βρετανός μουσικός που να μην γνωρίζει το όνομα Alexis Korner. Στη μουσική κολλεκτίβα του, Blues Incorporated, έχουν εκπαιδευτεί ουκ ολίγοι μετέπειτα διάσημοι κιθαρίστες. Μέσα απ’ αυτόν, βρίσκουν τον μπασίστα που τους λείπει, στο πρόσωπο ενός 15χρονου μιγά με ρίζες από τη Γουϊάνα, πρώην μαθητή του Korner, ονόματι Andy Fraser. Οι τέσσερις τζαμάρουν πρώτη φορά στις 19 Απριλίου 1968 στο Nag’s Head του Battersea ως μέλη των Wildflower. Η χημεία μεταξύ τους, ιδίως ανάμεσα σε κιθαρίστα και τραγουδιστή είναι αισθητή από την πρώτη μέρα συνύπαρξής τους. Το παίξιμο του Kossoff είναι ακόμη πρωτόλειο, αλλά με κάποιο μυστήριο τρόπο δένει με τον τρόπο που ερμηνεύει ο Rodgers, τον τρόπο ενός μαύρου 40χρονου – μόνο που ο ίδιος είναι 19, από το Middleborough και λευκός.
«Ήταν έντονος και συναισθηματικός στο πώς έπαιζε μουσική, όπως κι εγώ». 
Αμέσως βγαίνουν στο δρόμο, support στον Alexis Korner. Στην μετά “Sergeant Pepper’s …” εποχή της βρετανικής μουσικής σκηνής, επιλέγουν το όνομα Free, προσπαθώντας να υπογραμμίσουν ότι πρεσβεύουν μια προσέγγιση άμεση, απαλλαγμένη από ψυχεδελικές φιοριτούρες.
Ο Korner, πασίγνωστος για το ανιδιοτελές μουσικό του αισθητήριο, συστήνει τη μπάντα των νεαρών στο αφεντικό της Island Records, Chris Blackwell. Είναι Ιούνιος του 1968. Η Island, ανερχόμενη και εκλεκτική μουσική ετικέττα, έχει ήδη υπό τη σκέπη της ονόματα όπως οι Spooky Tooth και ο Jimmy Cliff, με πιο προβεβλημένους τους Traffic των Steve Winwood και Jim Capaldi, όπως πάντοτε ψάχνει για νέα ταλέντα. Παρ’ ότι δεν εντυπωσιάζουν τον μάνατζερ John Glover, το γεγονός και μόνο ότι είναι ικανοί πάνω στη σκηνή και τραβούν κόσμο στις συναυλίες τους είναι αρκετό για να τους εξασφαλίσει δισκογραφικό συμβόλαιο.

«Η μουσική για τον Koss ήταν ολόκληρη η ζωή του. Τα υπόλοιπα, οι μπίζνες και οι καρριέρες ήταν γι’ αυτόν περισπασμοί τουλάχιστον ανεπιθύμητοι. Ήταν ο μόνος από τη μπάντα που είχε δίπλωμα οδήγησης, γι’ αυτό ήταν εκείνος που οδηγούσε το Ford Transit με το οποίο μετακινούνταν, γράφοντας εκατοντάδες χιλιόμετρα κάθε βδομάδα. Ήταν πολύ συγκεντρωμένος, εγκάρδιος, ξύπνιο παιδί. Εύστροφος, με κλίση στις αστείες μιμήσεις. Του λέγανε μάλιστα ότι θα γινόταν καλός ηθοποιός».

Το πρώτο τους άλμπουμ, με τον τίτλο Ton Of Sobs κυκλοφορεί το Μάρτιο του ’69, σε παραγωγή ενός από τους εσωτερικούς παραγωγούς της Ιsland που αργότερα θα παίξει κρίσιμο ρόλο σε επόμενα κεφάλαια της ροκ ν΄ρολ ιστορίας, του «τρελλού επιστήμονα» Guy Stevens. Περιέχει το “Walk In My Shadow” και την σκληρή διασκευή στο “The Hunter” των Booker T & The MG’s, αλλά δεν καταφέρνει να μπει στα τσαρτ.
Το δεύτερο άλμπουμ, με τίτλο το όνομά τους, Free, κυκλοφορεί τον ίδιο Οκτώβριο. Τα συνθετικά ηνία αναλαμβάνουν οι Paul Rodgers και Andy Fraser. Την παραγωγή κάνει ο ίδιος ο Chris Blackwell, αν και οι νεαροί έχουν σχηματίσει μιa κλειστή ομάδα που δεν επιτρέπει έξωθεν παρέμβαση στο ηλεκτροφόρο blues τους. Ο Kossoff δεν είναι ιδιαίτερα γόνιμος σαν συνθέτης, καθώς το στυλ του είναι ρευστό, ακόμη ασχημάτιστο.
Μπορεί, όπως λέει ο Alexis Korner που πάντα παρακολουθεί και συμβουλεύει τους μαθητές του, να είναι «μάστορας με τις νότες, αλλά ακόμη καλύτερος στο πώς μεταχειρίζεται τις σιωπές», αλλά ο Kossoff αρχίζει να νιώθει παρείσακτος απέναντι στη ρυθμική, δομημένη, συνθετική κατεύθυνση του διδύμου Rodgers - Fraser.
Ο μεγάλος Andy Johns - τότε στα πρώτα του βήματα ως ηχολήπτης, θυμάτaι ότι ο Kossoff ντρεπόταν που χρειάστηκε πάνω από μια φορές να του δείξει ο Fraser πώς θα παίξει συγκεκριμένα ακκόρντα. Ο μικρός, πάντως, δεν έχει μικρή ιδέα για τον εαυτό του. Έχοντας συναίσθηση των ικανοτήτων του, χωρίς να πει κουβέντα στους άλλους, στήνεται στην ουρά και περνά από ωντισιόν για τους μεγάλους Rolling Stones, που βρίσκονται στη διαδικασία αντικατάστασης του άδοξα χαμένου Brian Jones. Δεν επιλέγεται. Επιστρέφει στο συγκρότημά του, χωρίς να πει τίποτε.
Παρ’ όλα αυτά, οπουδήποτε εμφανίζεται ο μικρόσωμος κιθαρίστας με την Les Paul και την ασσορτί επί κεφαλής κοκκινόξανθη λεοντή που όλο και διογκώνεται, δρέπει επαίνους, ιδίως από τους κιθαρίστες. Τον Ιούλιο του ’70, οι νεαροί Free περιοδεύουν με τους Blind Faith, τη συνεργασία Steve Winwood και Eric Clapton, που ο τύπος της εποχής αποκαλεί με έναν υπερθετικό που στο μέλλον θα γράψει τη δική του ιστορία : “supergroup”. Ο 25χρονος Clapton, o κιθαρίστας τον οποίο τα γκράφιτι στους τοίχους του Λονδίνου προσφωνούσαν πριν λίγα μόνον χρόνια “God”, μπαίνει ένα βράδυ στα παρασκήνια και απευθύνεται στον Kossoff.
«Πώς στο διάβολο το κάνεις, θα μου πεις επιτέλους;».
«Μιλάς σε μένα;».
«Βέβαια σε σένα ! Πώς διάολο το κάνεις αυτό το βιμπράτο;».
«Θα αστειεύεσαι. Από σένα το’ χω πάρει».

Χωρίς ούτε μιας μέρας ρεπό, κατευθύνονται από την περιοδεία στο στούντιο. Ηχογραφούν το τρίτο τους άλμπουμ, Fire And Water”, που κυκλοφορεί αρχές Ιουνίου του 1970. Τo ομώνυμο και το Mr. Big είναι υποδείγματα ενστικτώδους σχεδόν ιδιοφυούς, όπως την επιχειρούν οι 20χρονοι βρετανοί, αξιοποίησης του χώρου σε μια σύνθεση blues rock. Ο Kossoff δηλώνει : «Δεν θέλω να παίζω μόνο σόλο, μου φτάνει να ακούω καθαρά τη φωνή του Paul Rodgers και να τη συνοδεύω, χωρίς να την σκεπάζω».


 

Ο Chris Blackwell θέλει διακαώς το συγκρότημά του να αποκτήσει ένα hit κι έχει γι’ αυτό το σκοπό βάλει στο μάτι ένα από τα καινούρια τους, το απλοϊκό, ξεροκέφαλο ριφ του “All Right Now”.
Είναι ένα jam γραμμένο στο πόδι, σαν απόπειρα ανόρθωσης ηθικού μετά από μια μάλλον αποτυχημένη εμφάνιση στο Φοιτητική Λέσχη του Durham, νωρίτερα μέσα στο χρόνο. Τους ζορίζει να το «κόψουν» και να το κυκλοφορήσουν σαν single. Η πίεση όμως του Blackwell αποδίδει: Σε δυό βδομάδες, κι ενώ η μπάντα ξαναβρίσκεται ήδη στο δρόμο, το κομμάτι φθάνει από το Νο 30 στο Νο 4 των βρετανικών singles και εξακολουθεί ν’ ανεβαίνει. Μέσα σε μια νύχτα, η “Free-mania”, όπως επιγράφει το εβδομαδιαίο φύλλο της η Melody Maker, χτυπά τη Βρετανία. Η μπάντα του Kossoff βρίσκεται κάτω από τα faux χίππικα φώτα του “Top Of The Pops”, αμήχανη όσο λίγες μπάντες που αναγκάζονται να παίξουν πλέϋ-μπακ το «γνωστό κομμάτι τους».
To άλμπουμ φτάνει κι αυτό ένα βήμα από την κορυφή (UK#2, 11/7/70), ενώ η μεγάλη στιγμή έρχεται στις 30 Αυγούστου. Με το “All Right Now να σκαρφαλώνει και στο Billboard (US#4, 1/10/70), οι Free παίζουν στην τελευταία μέρα του μεγαλειώδους φεστιβάλ του Isle Of Wight, ενώπιον προσέλευσης ρεκόρ 600.000 ατόμων, σε μια σύνθεση αποτελούμενη, μεταξύ άλλων, από Moody Blues, Jethro Tull, Joan Baez, Leonard Cohen, Ritchie Havens και Jimi Hendrix. Ο Kossoff περιμένει εναγωνίως να ξαναδεί από κοντά τον τύπο στον οποίο ανύποπτος παρέδωσε εκείνη τη Stratocaster, το φθινόπωρο του ’66. Θα περιμένει μέχρι τα ξημερώματα της 31 Αυγούστου, όταν ο Hendrix θα ανέβει και θα ισοπεδώσει τα πάντα.
Λίγες ώρες πριν, ο ίδιος ο Kossoff έχει ανέβει στη σκηνή. Θα δώσει μαζί με τους τρεις συνοδοιπόρους του μια μνημειώδη παράσταση. Με τα μάτια κλειστά σε κάθε νότα που ξεπετά απ’ την κιθάρα του, άλλοτε να καταπίνει, άλλοτε να δαγκώνει τον αέρα, σα να φέρνει ο ίδιος στο κόσμο την νότα και να μορφάζει απ’ τον πόνο της γέννας. Η ψυχή του υπαγορεύει και χιλιάδες έκθαμβους θαυμαστές, επώνυμους και ανώνυμους, πολλοί από τους οποίους θα τον βαφτίσουν σύντομα ήρωα και πρότυπό τους, κρατούν σημειώσεις.


 

Δεκέμβριο του ’70 κυκλοφορεί το τέταρτο, επί τροχάδην ηχογραφημένο άλμπουμ των Free, το Highway (UK#41, 23/1/71). Ανέφικτο όμως να επαναληφθεί η επιτυχία του “All Right Now”. Οι έριδες έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους, αυτή τη φορά μεταξύ του Rodgers και του Fraser, στο ποιός θα έχει το συνθετικό πάνω χέρι. Συγχρόνως, προσθέτει στην ένταση η περίπου συλλογική αδυναμία των τεσσάρων να διαχειριστούν τις προσδοκίες της εταιρίας απέναντί τους.
Στο “Stealer” ο Kossoff παραμένει γεμάτος πάθος, ενώ στο “Be My Friend” αποκαλύπτει μια φλέβα γεμάτη soul («Είναι ό,τι καλύτερο έχουμε γράψει μέχρι τώρα», δηλώνει γεμάτος αυτοπεποίθηση) αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, ούτε το ότι το -εκτός lp- single “My Brother Jake” φτάνει στο Νο 4 της Βρετανίας (1/5/71), ενδείκτης ότι η δημοτικότητά τους παραμένει ακμαία. Εγωϊσμοί και απώλεια αυτοκυριαρχίας οδηγούν τους Free σε καυγάδες και πρόωρη παύση, μετά την εκπλήρωση και της τελευταίας κλεισμένης εμφάνισης της περιοδείας στο Randwick Racecourse του Sydney. Το ημερολόγιο γράφει 9 Μαΐου 1971.
Το ηχογραφημένο σε διάφορες σκηνές ανά τη Βρετανία Free Live!” έρχεται μερικούς μήνες αργότερα, ως υστερόγραφη επιβεβαίωση του πόσο δυνατοί ήταν επί σκηνής.
Η διάλυση των Free επηρεάζει τον Kossoff όχι απλώς εντονώτερα από τους υπόλοιπους, αλλά συντριπτικά. Ο κόσμος του έχει πάρει ήδη μια κλειστή, σκοτεινή, στροφή από εκείνο το απόγευμα στα τέλη Σεπτεμβρίου, όταν παράτησε τα sessions του “Highway”, κατευθύνθηκε εσπευσμένα στο Heathrow, πήρε το αεροπλάνο και πέταξε για το Seattle, για να παραστεί στην κηδεία του Jimi Hendrix. Αμέσως μετά τη διάλυση, ο Kossoff μετακομίζει σε ένα σπίτι στο Golborne Mews κοντά στο Portobello Road του Λονδίνου. Εκεί στήνει το κρησφύγετο του. Έναν βωμό στο είδωλό του και τα ντραγκς κάθε είδους.
Όταν, το φθινόπωρο του ’71, ο τεξανός πιανίστας John “Rabbit” Bundrick αρχίζει να τον επισκέπτεται εκεί, έχοντας κυρίως μουσικά κίνητρα, τον βλέπει να ακούει διαρκώς Hendrix στη διαπασών και να πασχίζει να παραγεμίσει το κενό που χάσκει μέσα του από τη διάλυση των Free με το ισχυρότατο ηρεμιστικό Mandrax. Είναι 21, συζεί με τη φιλενάδα του Sandie Chard και περνά μερόνυχτα ημιλυπόθυμος από τον ένα καναπέ στον άλλον. O “Rabbit” τον πείθει να φτιάξουν ένα σχήμα μαζί με τον Simon Kirke και τον Ιάπωνα μπασίστα Tetsu Yamauchi, με φανκ και blues προσανατολισμούς, περισσότερο ως μια αφορμή να κινητοποιηθεί ο Kossoff και να ξαναπαίξει.
«Ο Koss ήταν καλόβολος, ευγενικός και γενναιόδωρος. Γι’ αυτό ήταν εύκολος στόχος. Φίλοι έρχονταν και του έδιναν χάπια, πείθοντάς τον ότι του κάνουν και χάρη. Ας πούμε, ένας άθλιος γιατρός στην Harley Street του έγραφε συνταγές για ό,τι χάπι ήθελε. Πριν το καταλάβει καλά – καλά, είχε φτάσει τα 20 Μandrax την ημέρα».

Οι γονείς του Kossoff επιχειρούν να παρέμβουν, όμως εκείνος τους διώχνει οργισμένος. Καθώς το ’71 τελειώνει, ένας ανήσυχος Andy Fraser αναζητά τον πρώην κιθαρίστα του, μαθαίνει για την κατάντια του και αποφασίζει να λάβει δραστικά μέτρα. Με τη βοήθεια ενός roadie, σπάει την πόρτα του σπιτιού στο  Golborne Mews, προσπερνά σώματα που κείτονται αναίσθητα σε όλο το καθιστικό και κυριολεκτικά απαγάγει τον Kossoff. Τον υποχρεώνει να μείνει μαζί του στο Sussex για να «καθαρίσει». Εκείνος συνέρχεται, αλλά μόλις, μετά από δυό βδομάδες, ξαμολιέται στο Λονδίνο, πηγαίνει κατευθείαν στο Soho να ταΐσει την αρρώστια του.
Ο John Glover, ο μάνατζερ των Free από την πρώτη μέρα, συνειδητοποιεί ότι το μουσικό όχημα με Yamauchi και Rabbit δεν θα γίνει Free ποτέ και ξεκινά επαφές με τους Fraser και Rodgers – ξεχωριστά, καθώς δε θέλουν να βλέπει ο ένας τον άλλο ούτε ζωγραφιστό – με σκοπό να πετύχει μια επανασύνδεση. «Τα πράγματα είναι σοβαρά. Ο Koss έχει ξεφύγει. Τί λέτε να ξαναβάλουμε μπροστά την μπάντα, ίσα για μια περιοδεία, για να τον βοηθήσουμε;».


 

Η επανένωση των Free δημοσιοποιείται τον Ιανουάριο του ’72. Ο Kossoff νιώθει λυτρωμένος. «Πέρασα τέσσερα – πέντε χρόνια από τη ζωή μου όντας το ένα τέταρτο μιας ολοκληρωμένης μουσικής προσωπικότητας – γιατί αυτό ήταν οι Free», θα δηλώσει στη μουσική εφημερίδα “Sounds”. «Και όταν διαλύσαμε, έμεινα μόνος μου. Δεν ήξερα τί να κάνω. Τώρα όμως είμαστε πάλι μαζί. Αυτοί οι τύποι κατά κάποιον τρόπο με βγάζουν από το λάκκο μου».

Ήταν αυτό που επιθυμούσε, όμως δεν ήταν αρκετό. Στην περιοδεία που οργανώνεται αμέσως, ο Kossoff είναι τη μια στιγμή απολύτως διαυγής και την άλλη, όταν αρχίζει η επίδραση των Mandrax, δεν μπορεί ούτε να βρεί την τρύπα να κουμπώσει το βύσμα της κιθάρας του στον ενισχυτή. Στο Newcastle City Hall, μετά από δύο μόλις κομμάτια, καταρρέει πάνω στη σκηνή.

Σε πείσμα της αδυναμίας του κιθαρίστα, κανείς από τους Free δε θέλει να τα παρατήσει. Ξαναμπαίνουν στο στούντιο και ηχογραφούν το Free At Last, που γίνεται ένθερμα δεκτό (UK#9, 17/6/72), προσφέροντάς τους μάλιστα μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους (“Little Bit Of Love” - UK#13, 27/5/72).
O ηχολήπτης Richard Digby – Smith επιβεβαιώνει ότι τα ναρκωτικά και το αλκοόλ έρρεαν άφθονα για όλους, όμως ο Kossoff ήταν αυτός που «γινόταν» περισσότερο και πιο εύκολα απ’ όλους. «Κατά παράδοξο πάντως τρόπο, όσο παρέμενε νηφάλιος, έπαιζε υπέροχα. Η κιθάρα και ο ίδιος γίνονταν ένα. Μια μέρα στις πρόβες, ένας άλλος κιθαρίστας πήρε στα χέρια του τη Les Paul του Koss και δεν μπορούσε να παίξει νότα από το feedback. Μόνον αυτός κατείχε τον τρόπο να παίζει με τον τρόπο του μέσα από κείνον τον Marshall».
Οι φορές όμως που παραμένει νηφάλιος λιγοστεύουν όλο και περισσότερο. Πάνω στη σκηνή δυσκολεύεται πάρα πολύ ν’ αναπαραγάγει ό,τι έχει ηχογραφήσει στο στούντιο. Και πάλι στο Newcastle, αυτή τη φορά στη σκηνή του Mayfair, παθαίνει κρίση και σωριάζεται με σπασμούς στο σανίδι, από την στέρηση των Mandrax. Ο Geoff Docherty, τουρ μάνατζερ των περισσότερων περιοδειών τους μέχρι εκείνη τη στιγμή, επισημαίνει:
«Οι γιατροί μου το είπαν καθαρά. Αν συνεχίσει έτσι, είναι νεκρός. Η απόδοσή του είχε πάρει την κάτω βόλτα. Έφτανε να δεις μόνο την έκφραση στο πρόσωπο του Paul Rodgers με το που τέλειωνε ένα τραγούδι, για να καταλάβεις ότι το τέλος ήταν και πάλι μόλις ένα βήμα μακριά».

Πρώτος εγκαταλείπει ο Fraser, την παραμονή μιας ιαπωνικής περιοδείας, δηλώνοντας «δεν αντέχω να βλέπω τον Koss να κάνει αυτό το πράγμα στον εαυτό του». Ο κιθαρίστας εισάγεται, θέλοντας και μη, σε πρόγραμμα νευροθεραπείας με ηλεκτροσόκ, στην ίδια μέθοδο που, όπως διαδίδεται στους ροκ κύκλους, έχει σώσει τη ζωή του Eric Clapton από την ηρωίνη. Οι Free επιστρατεύουν τους Tetsu Yamauchi και Rabbit Bundrick σε μπάσο και πλήκτρα αντίστοιχα και με τον Paul Rodgers να παίζει κιθάρα ξεκινούν για την περιοδεία στην Ιαπωνία, για πρώτη φορά χωρίς δύο από τα ιδρυτικά τους μέλη.
Τον Οκτώβριο του ’72 ο Kossoff, χωρίς η κατάστασή του να έχει καλυτερεύσει μετά τη θεραπεία, επανεντάσσεται στους Free, που, πλέον πέντε και χωρίς τον Fraser, ξεκινούν να δουλεύουν πάνω στο επόμενο άλμπουμ. Ο τίτλος του, κατά τραγική ειρωνεία αντανακλά την αποσάθρωση ενός πριν λίγο μόλις καιρό ασταμάτητου συγκροτήματος: Heartbreaker. O Rodgers γράφει το γεμάτο πίκρα και νοσταλγία “Come Together In The Morning” έχοντας στο μυαλό του τον Kossoff:
It makes me sad to think of you - because I understand the things you do - there is no one else can take your placesee the world the same as me”. Και κείνος, του φυτεύει στην καρδιά ένα συγκλονιστικό, θρηνητικό σόλο, σα να γράφει τον δικό του επιτάφιο με όσες νότες του έχουν απομείνει. Δεν είναι σε θέση να ολοκληρώσει ούτε καν τις ηχογραφήσεις, καθώς διαρκώς σωριάζεται αναίσθητος στο πάτωμα του booth, περιμένοντας να του δώσουν το παράγγελμα να ξεκινήσει να γράφει την επόμενη εκτέλεση. Ένας φίλος του “Rabbit Bundrick” από το Texas, o Snuffy Walden, συμπληρώνει κιθάρες στις ηχογραφήσεις. Παρ’ όλα αυτά, ο καινούριος δίσκος κυκλοφορεί στις αρχές του ’73 με αξιοσημείωτη επιτυχία, παρουσιάζοντας έναν πιο γεμάτο και σκληρό ήχο (UK#9, 3/2/73), με το ομώνυμο και το “Wishing Well” (UK#7, 13/1/73) να υιοθετούνται αμέσως από το κοινό.
Στην αμερικάνικη περιοδεία με τους Traffic, ο Kossoff δεν είναι δυνατό να ακολουθήσει, με τον Wendell Richardson των Osibisa – που επ’ ουδενί δεν είναι Kossoff - να τον αναπληρώνει. Επισήμως ανακοινώνεται ότι είναι απορροφημένος με την ηχογράφηση του πρώτου προσωπικού του άλμπουμ, όμως στην πραγματικότητα έχει αποσυρθεί στην Τζαμάϊκα, σε μια προσπάθεια για απεξάρτηση. Ώσπου, για κακή του τύχη, διαπιστώνει ότι τα Mandrax είναι διαθέσιμα σε κάθε φαρμακείο χωρίς να χρειάζεται καν συνταγή γιατρού.
Η περιοδεία είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Τρία «καινούρια» μέλη έναντι του Rodgers και του Kirke, άπλετα ναρκωτικά και μικρή συνοχή πάνω στη σκηνή καταλήγουν σε διαλυμένα δωμάτια ξενοδοχείων, συμπλοκές, μάτια πρησμένα από γροθιές και τελεσίδικες αποφάσεις. Οι Free παίζουν το τελευταίο τους κονσέρτο στις 17 Φεβρουαρίου του 1973, στο Hollywood Sportatorium του Miami.
Μέσα στο ‘73, ο σπανίως λειτουργικός Kossoff πράγματι κατορθώνει να συγκεντρώσει υλικό ικανό να γεμίσει το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, την ώρα που έχει αρχίσει να διολισθαίνει και στην ηρωίνη. Το Backstreet Crawler κυκλοφορεί τον Νοέμβριο. Στο εξώφυλλο, ο ίδιος ποζάρει δίπλα σ΄ έναν κάδο  σκουπιδιών σ’ ένα δρομάκι πίσω από το σπίτι του στο Golborne Mews. Για την ηχογράφησή του έχει βοηθήσει πληθώρα μουσικών της Island - μέχρι και ο Paul Rodgers ακούγεται στο “Molten Gold”, ενώ το “Time Away” θυμίζει τη φόρτιση του παλιού, καλού Kossoff.


Καθώς μπαίνει το 1974, τα μέλη της πρώην μπάντας του έχουν βάλει μπροστά καινούρια σχέδια. Rodgers και Kirke έχουν ήδη φτιάξει τους Bad Company, την ώρα που ο Kossoff φαίνεται να αρκείται σε σποραδικές συναυλίες σε pub.
O – μια φορά μάνατζερ, για πάντα μάνατζερ- John Glover θα ισχυριστεί ότι έχει στην κατοχή του demo της πρώϊμης φάσης των Bad Company με τον Kossoff στην κιθάρα, όμως μικρή σημασία έχει. Οι συνεργασίες του με τον Mike Kelly των Spooky Tooth και τον Peter Green δεν οδηγούν πουθενά συγκεκριμένα, ώσπου φθάνει το φθινόπωρο το ’74. Ο πατέρας του, David Kossoff, που εξακολουθεί να είναι προβεβλημένος ηθοποιός, εκείνη την εποχή κυρίως του ραδιοφώνου, τηλεφωνεί στον Glover και του ανακοινώνει ότι ο γιος του είναι καθαρός. Ο Glover μυρίζεται ψητό και προσεγγίζει πάλι τον Chris Blackwell της Island για έναν νέο συμβόλαιο, διαβεβαιώνοντάς τον ότι ο 24χρονος είναι πια «αναγεννημένος». Ο Blackwell πείθεται. Υπογράφει αμέσως και του παραδίδει μια επιταγή 20.000 λιρών. Λίγο καιρό αργότερα, ο Glover ανακαλύπτει τον Kossoff αναίσθητο στο σπίτι του, καθώς έχει για πολλοστή φορά υποτροπιάσει. Αναγκάζεται να επιστρέψει την επιταγή.
Την ίδια εποχή, ο διοργανωτής συναυλιών Geoff Docherty προσπαθεί να ταιριάξει τον Terry Slesser, έναν τραγουδιστή που εκπροσωπεί, με κάποιον καλό κιθαρίστα. Επισκέπτεται τον Kossoff στο Golborne Mews και βρίσκεται μπροστά σε μια θλιβερή κατάσταση.
«Ο Paul ήταν αναίσθητος με την Sandie να τον φροντίζει. Χτυπά η πόρτα και να ένας dealer που περιμένει απ’ έξω. Η Sandie ταρακουνάει τον Paul βίαια και τον ξυπνάει. Εκείνος σέρνεται στα τέσσερα, σα σκυλί, βγάζει από ένα συρτάρι ένα μπλοκ επιταγών, υπογράφει μία και τη δίνει στη Sandie να την παραδώσει στον dealer».
O Docherty τηλεφωνεί στον πατέρα του Kossoff και τον ενημερώνει ότι τον παίρνει αμέσως από τον τεκέ του Golborne Mews. «Αν δεν τον απομακρύνει κάποιος από ΄δω, αμέσως, ο γιος σου θα πεθάνει σαν αδέσποτο».
Φορτώνει τον ανήμπορο Kossoff σ’ ένα βαν και τον μεταφέρει στο δικό του διαμέρισμα, στον 12ο όροφο στον πύργο του Wearside και εκεί επιχειρεί να τον ξεκόψει μέσα από το σκληρό δρόμο, το δρόμο που λέγεται “cold turkey”.
«Καθημερινά τον τάϊζα ψάρι στη σχάρα, λαχανικά και χυμούς. Δεν τον άφηνα ποτέ να πάρει το ασανσέρ. Τον ακολουθούσα και τον έβαζα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει με τις σκάλες, να κτίσει κάποια αυτοπειθαρχία. Δεν ήταν εύκολο. Οι γιατροί του είχαν γράψει καταπραϋντικά για να τον βοηθήσουν να αποτοξινωθεί. Τα έκρυβα στο φούρνο μου και του τα έδινα σύμφωνα με τη συνταγή. Μια μέρα τα βρήκε και άρχισε να τα κατεβάζει με τις χούφτες. Πήγα να τον σταματήσω και κείνος μου πέταξε μια τηλεφωνική συσκευή στο κεφάλι, παρά λίγο να με σκοτώσει».
Ο Docherty, πρώην πορτιέρης νυχτερινών club στο Ανατολικό Λονδίνο, είχε τον τρόπο του να τον συνεφέρει. Το έπαθλο που επιφύλασσε στον Kossoff για τις προσπάθειές του ήταν ότι τον άφηνε να επισκεφθεί το night club που βρισκόταν στο ισόγειο – κατεβαίνοντας πάντα με τις σκάλες και υπό την επιτήρησή του. «Αν ήταν φρόνιμος τον άφηνα να πίνει ελεγχόμενα. Μόνο που επέμενε να πίνει αποκλειστικά crème de menthe κι έτσι με έβαζε να γυρνάω όλα τα κοντινά μπαρ και ν’ αγοράζω ό,τι μισοάδειο μπουκάλι είχε απομείνει από δαύτο. Φυσικά, στην επιστροφή δεν του έκανα χάρες. Όσο και να είχε πιει, τον έβαζα ν’ ανεβεί τις σκάλες κανονικά, δίνοντάς του παραγγέλματα σα λοχίας. Μετά από λίγο καιρό, η σκληραγώγηση αυτή έπιασε τόπο. Μου είπε ότι ήταν έτοιμος πλέον να φτιάξει πάλι μια μπάντα».

O Docherty τον φέρνει επιτέλους σ’ έπαφή με τον τραγουδιστή Terry Slesser. Επιστρατεύοντας μουσικούς της τοπικής σκηνής, ο Kossoff ξεκινά πρόβες. Το αποτέλεσμα είναι φρέσκο, υγιές, εντυπωσιακό. Παίζει καλύτερα από ποτέ. Η είδηση ότι o Kossoff στέκεται και πάλι στα πόδια του δεν αργεί να μαθευτεί. Ο μάνατζερ John Glover αρχίζει να του τηλεφωνεί. Σύντομα του ρίχνει το δόλωμα. «Σου έχω έτοιμη μια μπάντα». Ο Kossoff αφήνει τον άνθρωπο που τον συνέφερε και επιστρέφει στο κέντρο του Λονδίνου. «Μπορεί ο Docherty να είναι ο κορυφαίος διοργανωτής συναυλιών στο βορειοανατολικό Λονδίνο, αλλά εγώ είμαι μάνατζερ και η δουλειά μου είναι να εκπροσωπώ καλλιτέχνες». Αυτή τη φορά ο μάνατζερ έχει βοήθεια εκ των έσω. Ο πατέρας του Paul, David Kossoff, αναλαμβάνει ενεργό ρόλο. Θέτει το γιο του υπό επιτήρηση για να παραμείνει καθαρός, νοικιάζοντάς του σπίτι στο Tilehurst του Reading, μένοντας κι ο ίδιος σ’ ένα αντίστοιχο, ούτε 100 μέτρα μακριά.
Στη μπάντα, που αυτοαποκαλείται εύλογα “Back Street Crawler”, συμμετέχει ο Terry Slesser και τρεις αμερικάνοι μουσικοί. Mike Montgomery στα πλήκτρα, Terry Wilson σε κιθάρα και μπάσο και Tony Branaugel στα τύμπανα. Ό,τι τους λείπει σε επιδεξιότητα, το αναπληρώνουν με ενέργεια και πάθος για να γίνουν καλύτεροι. Ο Kossoff περνά επιτυχημένα και την ύστατη δοκιμασία, μερικές μέρες στο δρόμο καθαρός, σε μια μικρής έκτασης περιοδεία με τον πετυχημένο folk τραγουδοποιό John Martyn.
Έρχεται αντιμέτωπος με τον πειρασμό, όταν παίρνει μερικά χάπια στα κρυφά, αλλά επανέρχεται, το ελέγχει. Μένει καθαρός. Ο John Glover  έχει στο μεταξύ βάλει σε ενέργεια το τελευταίο στάδιο του σχεδίου του. Βάζει στο παιχνίδι τον τεράστιο Ahmet Ertegun, τον ιδιοκτήτη και πρόεδρο του δισκογραφικού κολοσσού της Atlantic, που ήδη έχει στο ρόστερ της Led Zeppelin και Rolling Stones.

 

Back Street Crawler υπογράφουν με την Atlantic ένα πριγκηπικό συμβόλαιο, παίρνοντας προκαταβολή έναντι μελλοντιών δικαιωμάτων, πριν καν ηχογραφήσουν νότα, ύψους 250.000 δολλαρίων. Ο ίδιος ο Ertegun επιφυλάσσει την καλύτερη προώθηση για το νέο του απόκτημα. Ανακοινώνει δημόσια ότι «επιστρέφει στη δισκογραφία ο Αυτοκράτορας του blues, Paul Kossoff». Ο Glover το μόνο πλέον που έχει να κάνει είναι να προσέξει σαν κόρη οφθαλμού τις συνήθειες του αποτοξινωμένου του πουλέν. Προσλαμβάνει λοιπόν ως τουρ μάνατζερ, στην ουσία ως προσωπικό φρουρό του Kossoff, τον John Taylor, που δεν αργεί να παρατηρήσει ότι κλειδί για τη συμπεριφορά του εύθραυστου προστατευόμενού του ήταν η σχέση του με τον πατέρα του.

«O Koss ήταν αξιαγάπητο άτομο. Αλλά πολύ εύπιστος. Εύκολα τον έκανε κανείς ό,τι ήθελε. Εκτός από τον πατέρα του. Ο πατέρας του προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον κάνει να ξεκόψει από τα ναρκωτικά. Αλλά ο Paul δεν τα πήγαινε καλά μαζί του από χρόνια – ήταν φανερό ότι υπήρχαν πράγματα που κανείς μας δεν γνώριζε και που είχαν οδηγήσει τον Paul στο να αντιδρά σα μικρό παιδί, να κάνει το αντίθετο από αυτό που κάθε φορά του λέει ο πατέρας του.
Μικρά πράγματα για τη σχέση τους μπορούσε κανείς να τα παρατηρήσει, αν ήταν προσεκτικός κι ενδιαφερόταν γι’ αυτόν. Έμπαινες, ας πούμε στο αυτοκίνητο του
Paul και ο πατέρας του, για να τον συνεφέρει και να τον κάνει να σκεφτεί, είχε κολλήσει παντού, στο ταμπλώ, στο τιμόνι, στα τζάμια, μικρά αυτοκόλλητα χαρτάκια με οδηγίες. “Είσαι σε θέση να οδηγήσεις; Αν όχι, βγες να πάρεις ταξί”. “Αν ναι, άναψε τώρα τα μεγάλα φώτα”. Ο Paul μ’ αυτή την καθοδήγηση τα έπαιρνε όλο και πιο πολύ στο κρανίο».


Όπως την ημέρα που οι Back Street Crawler φωτογραφίζονται κατά την υπογραφή του νέου τους συμβολαίου με την Atlantic στα Olympic Studios του Λονδίνου. Ο Paul κλειδώνεται επίτηδες στο μπάνιο, προσπαθώντας να αποφύγει φρουρούς κι επιτηρητές. Κάνει ό,τι κάνει και διαφεύγει από το παράθυρο. Πηδάει μέσα στ’ αυτοκίνητό του, βάζει μπρος και στουκάρει πάνω σε μια σειρά από οχήματα δημόσιας χρήσης πού’ ναι παρκαρισμένα απ’ έξω. Παρατά το αυτοκίνητο κι επιστρέφει σπίτι με τα πόδια. Ή όπως τον Σεπτέμβριο του ’75, όταν οι Back Street Crawlers είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν εμφανίσεις, με πρώτη σ’ ένα φεστιβάλ στο Βέλγιο. Ο Taylor μένει στο Tilehurst καθώς έχει αναλάβει το πρωί να πάει οδικώς με τον Kossoff στο αεροδρόμιο. Το βράδυ περνά από το σπίτι ο Lemmy, με αποτέλεσμα το επόμενο πρωί, ο Kossoff να οδηγείται από τον Taylor στο αεροδρόμιο υποβασταζόμενος. Αστυνομικοί της φρουράς του αεροδρομίου απειλούν να τους συλλάβουν και τους δύο αν δεν απομακρυνθούν. Η πτήση χάνεται και η συναυλία ακυρώνεται.
Το άλμπουμ The Band Plays On, γραμμένο κυρίως από τον κημπορντίστα Mike Montgomery, μπορεί να υπολείπεται σε σχέση με την καθαρότητα της μελωδίας και τις ραφιναρισμένες γραμμές των Bαd company που εκείνη την εποχή βρίσκονται στο Νο 1 του Billboard, όμως έχει μεστές στιγμές όπως τα “It’s A Long Way Down To The Top”, “Train Song”, “Jason Blue”, “Rock N’ Roll Junkie” και αποκαλύπτουν έναν Kossoff σε φουλ φόρμα.


 

Η υγεία του πάντως, για μια ακόμη φορά, δεν βρίσκεται καθόλου σε φόρμα. Μέρες μόνον πριν την έναρξη της βρετανικής περιοδείας, διακομίζεται εσπευσμένα στο Northwick Park Hospital. Έχει πέσει σε κώμα. Η καρδιά του σταματά να λειτουργεί για αρκετά λεπτά ώσπου οι γιατροί να καταφέρουν να τον επαναφέρουν με τη χρήση απινιδωτή.
Ο John Taylor τον επισκέπτεται στο νοσοκομείο, 10 μέρες αργότερα και έρχεται ενώπιος με μια απρόσμενη αλλαγή. Με ορατά τα σημάδια του απινιδωτή στο στήθος του, το δέρμα του σφριγηλό από την ξεκούραση και την καλή διατροφή και το χρώμα του να έχει επανέλθει, ο Kossoff δηλώνει «καθαρός». Σε λίγο όμως ακολουθεί η περιοδεία. Με το ξεκίνημά της, δίνει συνέντευξη στον Bob Harris του BBC, λέγοντας : «Όλοι καμιά φορά μπορούν να κάνουν από μέσα τους μια ευχή ευθανασίας. Πάντως εγώ δε θέλω να πεθάνω». Πάνω στη σκηνή, το κοινό θα δει κάποιες εκλάμψεις από τον παλιό εντυπωσιακό Kossoff, αλλά πολύ περισσότερη ασυνέπεια. Ξεχνάει τα ακκόρντα, επιδίδεται σε μακριούς ασυνάρτητους διαλόγους με το κοινό, κάποιες φορές καταρρέει πάνω στη σκηνή. 
Ο John Taylor τον παρακολουθεί εκ του συστάδην. «Ηχογράφησα σε κασσέττα κάθε συναυλία της περιοδείας εκείνης. Την επόμενη μέρα του τις έβαζα να τις ακούσει. Κάποιες φορές τον ενθάρρυνα: “Hey, Koss! Άκουσε ’δω! Ωραίο!”. Κάποιες άλλες, τον κατέκρινα: “Hey Koss! Άκουσε ’δω, τα σκάτωσες, you c@nt!”». Ο παλιόφιλος “Rabbit” Bundrick σε λίγο καιρό καλείται να αντικαταστήσει τον Montgomery στα πλήκτρα. Σύντομα και κείνος διαπιστώνει ότι ο Kossοff είναι σε άσχημη κατάσταση.
«Το πρόβλημά του ήταν οι απ’ έξω. Πάντα έβρισκαν τρόπο να έρθουν κοντά του και να του δώσουν αυτό που δεν έπρεπε. Τουλάχιστον μία φορά είδα ο ίδιος τον μπασίστα Terry Wilson να ορμάει και να βγάζει τον dealer έξω από το δωμάτιο του Koss με τη βία».
Ανάμεσα σε μια σειρά εμφανίσεων στην Αμερική, πραγματοποιούνται σε διάφορα στούντιο σποραδικές ηχογραφήσεις για ένα δεύτερο άλμπουμ των Back Street Crawler, στο οποίο δίνεται ο τίτλος “2nd Street. Και πάλι, η κακοδαιμονία επιφέρει το αναμενόμενο. Ο Kossoff, φτιαγμένος και εκτός ελέγχου, επιτίθεται στον μάνατζερ John Glover, που έχει έρθει να παρακολουθήσει από κοντά πώς πάει η περιοδεία (και να εισπράξει), με ένα άδειο μπουκάλι ουίσκυ.
Ο Glover αμύνεται και του σπάει δύο δάχτυλα. O Kossoff αδυνατεί να παίξει. Καλείται εσπευσμένα ο Snuffy Walden και ο Kossoff υποχρεώνεται κάθε βράδυ να συστήνει τη μπάντα του στο κοινό και μετά να παρακολουθεί τη συναυλία σαν ένας απλός θεατής. Ακόμη και τότε όμως είχε την ικανότητα, όταν ήταν νηφάλιος, να εκπλήσσει τους πάντες. Ένα βράδυ στο Connecticut που η μπάντα καθυστερεί να φτάσει στην ώρα της, ο Kossoff καταφέρνει να ηρεμήσει τον εξαγριωμένο promoter, μιλώντας στο κοινό για μία ολόκληρη ώρα. «Είχε την ικανότητα να διηγείται ιστορίες και να κάνει τους γύρω του να περνάνε καλά. Ήταν ένα ταλέντο που προφανώς είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του».

Τα δάχτυλα του Kossoff επανέρχονται όταν η περιοδεία πλησιάζει στο τέλος της. Μπαίνει Μάρτιος του ’76 και οι Back Street Crawler θα παίξουν στο Starwood του L.A., τις ίδιες βραδιές που οι Bad Company έχουν κλείσει στο Forum. Μια απ’ αυτές, ο Kossoff βλέπει με έκπληξη και ανυπόκριτη χαρά τους Rodgers και Kirke ν’ ανεβαίνουν στη σκηνή και να τζαμάρουν όλοι μαζί σε κομμάτια των Free. Εκείνη τη βραδιά, δεν ξεχνά τα ακκόρντα, δεν καταρρέει. Παίζει με πάθος και συναίσθημα σαν τον παλιό καλό Kossoff.
Το κοινό ξεσπά σε ζητωκραυγές, μην πιστεύοντας την τύχη του. Στα παρασκήνια, η σαμπάνια ρέει άφθονη και οι καρδιές μοιάζουν μετά από πολύ καιρό ανοιχτές. Ο Koss είναι συγκεντρωμένος, στα συγκαλά του, το απολαμβάνει. Το επόμενο πρωί όμως, ενώ παίρνουν πρωϊνό στο Hyatt του Los Angeles, ζητά από τον John Glover χρήματα και όλοι ξέρουν πού σκοπεύει να τα χρησιμοποιήσει. Το ίδιο βράδυ, Taylor, Glover και η μπάντα έχουν κανονίσει να πετάξουν με τη νυχτερινή πτήση για Νέα Υόρκη, έχοντας μαζί τους τα masters του καινούριου άλμπουμ, για να κάνουν την τελική μίξη.
«Θυμάμαι να τον βλέπω να περπατά στο διάδρομο του αεροδρομίου εκείνο το πρωί. Περπατούσε μπροστά μου και μονολογούσε. Ήταν μακάριος, είχε μια σχεδόν θρησκευτική μακαριότητα. Δεν ξέρω τί είχε πάρει».


Στην διάρκειας πέντε ωρών πτήση της 19ης Μαρτίου 1976 προς Νέα Υόρκη, κανείς δε θυμάται τον Kossoff να διαμαρτύρεται. Αντίθετα. Επειδή οι επιβάτες ήταν λίγοι, τον άκουσαν να λέει «λοιπόν, λέω να πιάσω όλη τούτη τη σειρά μόνος μου, έτσι;». Ήταν τα τελευταία λόγια που θυμούνται να είπε.
Αντίθετα με ό,τι οι περισσότεροι έχουν κατά νουν, ο Paul Kossoff δεν έφυγε από υπερβολική δόση.
Η αναγραφόμενη στο πιστοποιητικό αιτία θανάτου του ήταν «πνευμονικό οίδημα και εγκεφαλικό επεισόδιο». Ο John Taylor ανέλαβε το βαρύ καθήκον να μεταφέρει τη σωρό του στην Αγγλία και να ανακοινώσει σε οικείους και μη τα άσχημα νέα. Ο Simon Kirke ενημερώθηκε για το κακό λίγο πριν ανέβει στη σκηνή με τους Bad Company. Δεν είπε τίποτε στον Paul Rodgers για μερικές μέρες. Δεν ήθελε να τον ταράξει, εν μέσω περιοδείας.
Όσο πρόωρη και στενάχωρη κι αν ήταν η αναχώρησή του, η συνεισφορά του Paul Kossoff στο ροκ ν’ ρολ υπήρξε μεγάλη και σημαντική. Από τους AC/DC και τους Lynyrd Skynyrd μέχρι τους Black Crowes, τους Rival Sons και τον Joe Bonamassa, κάθε μια από τις γενιές του ροκ ν΄ ρολ δεν παραλείπει να αποτίει φόρο τιμής στον απογυμνωμένο, ηλεκτρικό blues ήχο του.
Οι ρηματικές και μουσικές παραπομπές στο ύφος του από ανθρώπους όπως ο Peter Green, ο Eric Clapton και ο Brian May είναι μέσα στα χρόνια διαρκείς, αναδεικνύοντας το πόσο επιδραστικός πρόλαβε να υπάρξει. Τί κρίμα που τα κρατήματα στις νότες, το ανεπεξέργαστο συναίσθημα και οι ενστικτώδεις παύσεις του δεν μπόρεσαν να ωριμάσουν και να εξελιχθούν πέρα από τα 25 χρόνια της ζωής του.
Πέντε μήνες πριν το θάνατό του, ο ίδιος είχε πει σε συνέντευξη: «Δεν υπάρχει για μένα τίποτε πέρα από τη μουσική. Δεν έχω άλλα χόμπυ, θέλω απλώς να παίζω». Ανήσυχος από μια εσωτερική αγωνία που δεν πρόλαβε να αποκρυπτογραφηθεί και επιρρεπής στην αυτοβλάβη, οδηγήθηκε σαν από το πνεύμα του ειδώλου του Jimi Hendrix στην αυτοανάφλεξη και την αθανασία, καθώς δεν χωρούσε στις συνθήκες που οι μπίζνες, ο περίγυρός του και οι ίδιες του οι ικανότητες είχαν διαμορφώσει για την σύντομη πορεία του στη ζωή. Στην επιτάφια πλάκα του στο Golders Green Crematorium του Λονδίνου γράφει μια μόνο φράση: “All Right Now”.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

 

// Old Time Rock

// Live Favorites