Lita Ford: “Kiss Me Once…” & varia περί θηλυκού hard rock
Sunday

2Sep

Lita Ford: “Kiss Me Once…” & varia περί θηλυκού hard rock

Δημοσιεύθηκε από:

02/09/2018

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

6432
Το τελευταίο πάρτυ του καλοκαιριού είναι να γίνει σ’ ένα παλιό εξοχικό, στη βορινή κόγχη της πόλης, πάνω απ’ τις γραμμές του τραίνου.
Μια μονοκατοικία απ’ αυτές που στον καιρό τους τις λέγαν αρχοντικά, με γαλάζια δίφυλλη εξώπορτα, σιδερένια καγκελάκια να περιφρουρούν το ανάγλυφο κρύσταλλο, στενά μπαλκόνια ίσα να στέκονται δύο άτομα το ένα δίπλα στ’ άλλο και την αυλή από πίσω, αφού ανέβεις τα πέντε σκαλιά της εισόδου, περπατήσεις το ξύλινο πάτωμα του σαλονιού κι έναν φαρδύ διάδρομο σα δωμάτιο κανονικό, περάσεις από τα δεξιά την κουζίνα και από τ’ αριστερά δύο υπνοδωμάτια και βγεις σε μια σκεπαστή αραξάδα που μπροστά της απλώνεται αυλή, προστατευμένη γύρω γύρω από πυκνά αναρριχητικά ταπετσαρισμένα σε δίμετρο τσιμεντότοιχο.
Αυτή τη φορά, το πάρτυ το κάνουν οι ένα χρόνο μικρώτεροι, αυτοί που έχουνε μπροστά τους ολόκληρη τη χρονιά που για μας έχει πια τελειώσει, τους δώδεκα μήνες - αγγούρι της Τρίτης Λυκείου. Αν και ο οικοδεσπότης, ο Μάκης ο ψηλός, απέχει από τέτοιου είδους ανησυχίες («Πέμπτη Δέσμη και στ’ @ρχίδι@ μου τα δυό»).
Η επιμέλεια του ακροβολισμού των ηχείων στις τέσερις γωνιές της πλακόστρωτης αυλής, με τα καλώδιά τους προστατευμένα από σελοφάν πλαστικό, καταδείκνυε ότι πράγματι είχε αποφασίσει να δώσει βάση μόνο σε όσα μετράνε. Πάνω σ' ένα αμπρί σχήματος «Π» από καφάσια ζαρζαβατικών της λαϊκής ενωμένα γερά μεταξύ τους και δεμένα με σπάγγο τόσο χοντρό σαν παλαμάρι ψαρόβαρκας που βγαίνει πυροφάνι, ένα βαρύ νοβοπάν υποβαστάζει τα δύο MKII, τον μαύρο ενισχυτή ΑΚΑΙ – ελαφρώς λιγδωμένο γύρω  απ’ τα κουμπιά - και το ασημί γκέτο μπλάστερ με εξαρθρωμένες και τις δυό του κασσετόπορτες.



Στις οχτώμισυ πάει να νυχτώσει, εννιά αρχίζουνε και σκάνε οι ορδές, στις δέκα ξεκινάει το αναμενόμενο χάος. Ηχεία σφυροκοπάνε, ραντάκια αποχωρίζονται μαυρισμένους ώμους ένεκα και τα ιδρωμένα χοροπηδητά, κόκκινα κουτάκια Henninger ξοδεύονται πάνω σε πουκάμισα με γιακάδες Μάο και ξώκοιλα φανελλάκια, Μάρλμπορα φυσιώνται ελευθέρας ανάμεσα από κουρτινοειδείς χωρίστρες, πατατάκια τσαλαπατιούνται υπό βιμπράτα Ρικ Άστλεϋ, Τζαντ Νέλσον χώστηδες επιχειρούν κυκλωτικές κινήσεις προς αυταρέσκα υποψιασμένες Μπαναναράμες, ημιδημόσια μπλαμούτια εκτυλίσσονται στις πιο σκιερές γωνιές του φυσικού φράχτη, πάει η ώρα μία, μίαμιση τα μεσάνυχτα, οι πιο χαρωποί αρχίζουνε τα διαγγέλματα «ρε γαμ@καλοκαλόκαιρο δεν τελειώνεις, γιατί δε σ’ αφήνουμε να τελειώσεις», τέτοια.
Πάνω που τα βινύλια έχουνε ζεσταθεί σε θερμοκρασία “Dude (Looks Like A Lady)” και “Ride Like The Wind”, ο με κρου - κατ Φάνη Χριστοδούλου ντιτζέη – γνωστή μούρη στo σιρκουί των μπιλιάρδων -  εξασφαλίζει ότι, όπου νά’ ναι, απ’ τους αλαλαγμούς κατάνυξης θα σκάσει μύτη και το εκατό. Βγάζει το σινγκλάκι με την καθιστή ξανθιά που παλαμαριάζει προστατευτικά το κιθαρικό της. “I went to a party last Saturday night…”.
To 1988 γυναίκες στο hard rock και το heavy metal στην ουσία δεν υπάρχουν : Η Lee Aaron είχε πάει για λίγους μήνες μέσα στο ’85 να μας φορεθεί σαν “Metal Queen”, περισσότερο γιατί είχε κυκλοφορήσει κι έναν δίσκο μ’ αυτόν τον τίτλο, όμως από το ’87 τό’ χει γυρίσει στο A.O.R.. Εκεί όμως ήδη βασιλεύουν οι αδελφές Wilson και δεν χρειάζονται υπασπίστρια και μάλιστα Καναδέζα.
Οι Girlschool – ήρθαν και στο «ΡΟΔΟΝ» το Μάϊο- υποφέρουν από τη δυσάρεστη στο μάτι αναλογία «τρεις άσχημες - μία που βλέπεται», ενώ η δυνάστρα -τσουλάρα - κορμάρα - κερβερόφατσα Wendy O’ Williams, ως πολλαπλώς μολυσμένη από τον Lemmy, παραείναι εκφοβιστική.
Η θεόμουρλη κιθαρίστρια Great Kat τό’χει τερματίσει αυτοανακηρυσσόμενη «η καλύτερη κιθαρίστρια στον κόσμο», σε μια ανυπόφορα γραφική συνέντευξη στον Lord τον Ιανουάριο του ’88, ενώ η Ann Boleyn είναι μια ψυχωμένη μάγισσα Κλο-Κλο και το έχει το ουρλιαχτό, αλλά η μπάντα της είναι μέχρι για παραλλαγές Priest και τίποτα παραπάνω. H τραγουδίστρια των Sacrilege όσο και να λυσσομανάει πάνω από κιθαριστικά αποφάγια κοπής Iommi, παραμένει οπτικά ακίνδυνη όσο μια Καίτη Φίνου και η Doro Pesch των Warlock – που έχουν ακουστεί αρκετά με το “All We Are” – μια μελαχροινή βαμμένη με το ζόρι ξανθιά που μιλάει αγγλικά χειρώτερα κι από ξέμπαρκη γερμανίδα τουρίστρια στις ντουζιέρες φτηνιάρικου κάμπινγκ στο Τολό [1].
Είναι απ’ αυτά που ξέρουμε χωρίς να τα συζητήσουμε ποτέ [2]:
Oι γυναίκες δεν έχουν καμιά δουλειά να παίζουν heavy metal.
Δεν το επινοήσαμε εμείς, ούτε το επιδιώξαμε, έτσι το βρήκαμε [3]
Το σωστο όταν ακούμε και γουστάρουμε είναι να είμαστε μόνο εμείς κι οι κολλητοί, μεταξύ μας. Να μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτές χωρίς την αφύπνιση που επιβάλλει η παρουσία τους, να μοιραζόμαστε καψούρες και φαντασιωτικές παραμυθίες για πάρτη τους, αλλά όχι και να μας τραγουδάνε αυτές, τί νόημα νά' χει κάτι τέτοιο; [4]
Η Janis ήταν μία και είχε πεθάνει προ αμνημονεύτων, αν το hard rock ήτανε γραφτό να γεννήσει πριγκίπισσες και βασίλισσες, θα το είχε κάνει μέχρι τώρα.  Παρ' όλα αυτά, στο πίσω μέρος του μυαλού μας υπάρχει μια εξαίρεση, που το καλοκαίρι του '88 έκανε χώρο και βγήκε μπροστά : Η Lita Ford.


Ξέραμε ότι ήτανε παλιά με την Joan Jett, σε μια μπάντα μόνο με κορίτσια, τις Runaways. Όμως από τότε, ελάχιστα την είχαμε ακούσει, αν εξαιρέσουμε εκείνο το κομμάτι, το “Gotta Let Go”, που στο βίντεο ντύνεται στα μαύρα δερμάτινα και πλακώνει με την κόκκινη κιθάρα της στις γρήγορες κάτι σκληρά αντράκια που έχουνε μπουκάρει στο σαλόνι της και τσαμπουκαλεύουνε αυτήν και τον άντρα της τον ξενέρα.
Τα είχε με τον Tony Iommi των Black Sabbath, γεγονός που – μαθεύονταν αυτά, χωρίς να μπορούμε πάντως να τα εξακριβώσουμε - δεν της βγήκε σε καλό. Με μόνο του καθημερινό μέλημα το πώς θα γεμίσει τη μύτη του κοκαίνη, ο Ιommi της είχε κάνει τη ζωή μαρτύριο. Αλλοπρόσαλλος, βίαιος, μουσικά και διαπροσωπικά αναξιόπιστος. Μέχρι και ολόκληρο άλμπουμ για την Polygram τη βοήθησε να ολοκληρώσει, όμως οι άνθρωποι της εταιρίας, άρχισαν να έχουν δεύτερες σκέψεις : ποιός θ’ αγοράσει ένα hard rock δίσκο φτιαγμένο και τραγουδισμένο από μια γυναίκα; [5] Καθυστέρησαν, την πίεσαν ν’ αλλάξει λουκ και τραγούδια, όλα στο πιο soft.  «Κινδύνευα να καταλήξω να κάνω ένα άλμπουμ που θ’ ακουγόταν σαν Meat Loaf», εξηγούσε με αποστροφή στο τεύχος Μαίου ’88 του Metal Hammer [6].
H απεμπλοκή της από τον Iommi είχε έρθει στα μέσα του ’86, όταν εκείνος, έχοντας «δανειστεί» τον μπασίστα (Dave Spitz) και τον ντράμερ της (Eric Singer) για να ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις του προσωπικού του άλμπουμ (εκείνο που κατέληξε να γίνει το “Seventh Star”), χωρίς να της πει τίποτε, τους προσέλαβε για τη δική του περιοδεία, εκείνη την ιλαροτραγωδία με τον Glenn Hughes (και μετά τον Ray Gillen) στη φωνή, που διέσυρε το όνομα των Sabbath για τα καλά.
Η αρπαγή των μουσικών της πάνω που προσπαθούσε να χτίσει την καρριέρα της ήταν για την Lita η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Όμως, προ του κινδύνου να χυθεί απ’ το ξεχειλισμένο ποτήρι όλο το Τζακ Ντάνιελς με τα παγάκια στο πάτωμα, ορισμένοι γεννημένοι ιδιοτελείς έσπευσαν πρόθυμα να μαζέψουν την υγρασία με απορροφητικά υλικά, αδράχνοντας το υπόλοιπο ποτήρι και το περιεχόμενό του για πάρτη τους.
Λέγε με Sharon Osborne. Έχοντας βάλει σκοπό της ζωής της να ευτελίσει με κάθε τρόπο το όνομα των Sabbath, εξαρτώντας το από το brand name του συζύγου της που πλέον έλεγχε απόλυτα η ίδια, προκαλούσε με κάθε τρόποδολιοφθορές στις εταιρίες μάνατζμεντ που διαχειριζόταν ο πατέρας της, ο πολύς Don Arden, με τον οποίο μετά την επιτυχία του Ozzy η κόρη είχε αναπτύξει μια νοσηρή, ολομέτωπη έχθρα. Με το που η Lita αποδεσμεύεται από την Polygram, η Sharon αναλαμβάνει να την μανατζάρει.
Της προσφέρει κατευθείαν συμβόλαιο με την RCA και της εξασφαλίζει την κυκλοφορία του δίσκου που 3 χρόνια δεν μπορεί να έχει. Την φέρνει μάλιστα σε επαφή με τον 39χρονο Αυστραλό Mike Chapman, τον παραγωγό που την προηγούμενη δεκαετία είχε αναδείξει σε διεθνούς εμβέλειας σταρ ονόματα όπως η Suzi Quatro, οι Blondie και οι The Knack και που στην τωρινή είχε προλάβει να καθιερώσει στο soft rock στερέωμα την Pat Benatar. O Chapman τα είχε καταφέρει γιατί δεν υπήρξε ποτέ ένας απλός επιμελητής του ηχητικού προϊόντος: επενέβαινε από την αρχή καθοριστικά στη σύνθεση των τραγουδιών, σχηματοποιούσε το ύφος του καλλιτέχνη συνολικά και είχε λόγο για το πώς θα στηνόταν πάνω στα χαρακτηριστικά του πουλέν του το κατάλληλο μάρκετινγκ.



«Όλοι όσοι έχουν δουλέψει μαζί του λένε ότι είναι ιδιαίτερα απαιτητικός, σε σημείο να γίνεται ανυπόφορος αν δεν είσαι έτοιμος να ενεργήσεις όπως σου υποδεικνύει. Μετά την άτυχη εξέλιξη με την Polygram και τον δίσκο που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ήξερε ότι δεν ήμουν και 'γω καμία που θά 'κανα πίσω, δεχόμενη τα πάντα. Του τηλεφώνησα στην αρχή για να δω αν είχε τίποτα τραγούδια που έβλεπε κατάλληλα για μένα. Καταλήξαμε να συναντηθούμε και να γράψουμε ένα – δύο μαζί. Βρήκε και τον Mick Smiley, που έγραψε το “Kiss Me Deadly”. Tα πήγαμε πολύ καλά μαζί. Ήμασταν στο ίδιο μήκος κύματος. Πήρε τις ιδέες μου και τις έκανε να ακούγονται υπέροχα. Μέχρι ένα σημείο με άφηνε να τον καθοδηγήσω, αφού δεν είχε συνεργαστεί πριν με heavy καλλιτέχνη. Έχει όμως τον τρόπο ώστε να λέει πάντα εκείνος την τελευταία λέξη».
Το αποτέλεσμα κυκλοφορεί τον Απρίλιο του ’88. Έχει στο εξώφυλλο το όνομά της, “Lita”(US#29, 28/5/88), γραμμένο με ροζ κραγιόν και την ίδια με βλέμμα αγέρωχο ίσια στα μάτια παρά σέξυ, τατουάζ με δράκο κάτω από τη δεξιά κλείδα, σε βαθύ κάθισμα σα σε στάση προθέρμανσης διατάσεων για αεροβική, ξεκαρφωμένη όμως από μυτερά μποτάκια, ασημοδαντελέ κατά προσέγγιση μαγιώ και κρεμαστά σκουλαρίκια συνομοταξίας Χέδερ Λοκληαρ. Στο βάθος μια ασορτί ροζ B.C. Rich υπανίσσεται το μουσικό περιεχόμενο, χωρίς όμως και να το διαλαλεί.
Ξεκινάει με κείνο το μεταμεσονύκτιο ροκάκι του πάρτυ, που από την εισαγωγή το ακούς και λες ότι δεν κρατιέται να ξεσπάσει.
Με κλιπ φτιαγμένο από τον μάστορα των τρίλεπτων Aqua Net ονείρων, Marty Callner – πρόσφατοι οι οπτικοί θρίαμβοι Whitesnake, Heart, Aerosmith- το “Kiss Me Deadly” είναι ένα ξεκάθαρο διάβημα προς το pop metal που κυριαρχεί στα τσαρτς [7].
Υπόγεια υποφωτισμένη αποθήκη το stage, η Lita μοστράρει κώλο υπό ποικίλες γωνίες, κρέμεται πάνω από μια -κόκκινη αυτή τη φορά - B.C. Rich, την ξαπλώνει στο υγρό δάπεδο και της την πέφτει, υπογραμμίζοντας κάθε τετράστιχο μ’ ένα ευσυνόπτως ξετσίπωτο “uh-huh”. Μέχρι που προλαβαίνει να τα χώσει και μ’ ένα βιαστικό σόλο πριν το fade out, ενώ ανάμεσα από μπλόκια ψεύτικου πάγου, τα τρία αγόρια της μπάντας ποζεροκάρουνε ασύστολα. “Kiss me once, kiss me twice, c’mon pretty baby, kiss me deadly”.

«Νομίζω ότι το κομμάτι είναι σε μια πολύ καλή φόρμουλα. Εμπορικό σίγουρα, αλλά καλό εμπορικό. Είναι ένα πολύ άμεσο, δυνατό σινγκλ για να προωθήσει το αλμπουμ. Δώσαμε σημασία και σε ορισμένες λεπτομέρειες : αλλάξαμε το στίχο “didnt get laid” σε didnt get made”. Βέβαια στο βίντεο, αν προσέξετε τα χείλη μου, λέω το στίχο κανονικά». Η επιμέλεια φωτογραφίας είναι για γκράμμυ και μόνο για το εγχείρημα να πλασσάρει την Lita ως σεξ θεότητα εφαρμόζοντας όλα τα ελλειπτικά, ψευδαισθησιακά τρυκ [8].
Πρώτη φορά παραδίδεται στα πεινασμένα αρσενικά μάτια τόσο προσεγμένα μια αγριογκόμενα πρωταγωνίστρια σε hard rock βίντεο κλιπ. Η εμβέλειά του εξαπλώνεται από το MTV με ρυθμό οπτικής επιδημίας, από κείνες που ξεπηδούσαν τότε παραλλαγμένες κάθε βδομάδα. Στις 18 Ιουνίου του ’88 το single έχει πλησιάσει μια ανάσα από το τοπ-τεν (US#12), βάζοντας τη Lita για τα καλά στο παιχνίδι των τσαρτ. Λίγο πριν το άλμπουμ κυκλοφορήσει, η Lita έχασε τον πατέρα της από όγκο στον εγκέφαλο. «Ήμουν 30 χρόνων παρά κάτι μήνες όταν, μετά από 12 χρόνια καρριέρας στη μουσική βιομηχανία, τελικά κατάφερα να έχω ένα hit single. Δυστυχώς, ο πατέρας μου δεν πρόλαβε να είναι εκεί για να το δει».
Το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου είναι στέρεο hard rock – όπως το “Blueberry” που μάλιστα έγραψε ο ίδιος ο Chapman, το “Can’t Catch Me”, μια θύελλα από διπλομποτιές που στη μέση παρασύρεται από έναν σαμπαθικό γκοθ αέρα, σε στίχο και γραμμή φωνητικών από τον ίδιο τον Lemmy («ανέκαθεν πίστευα ότι είναι από τους καλύτερους στιχουργούς, αν καθήσεις και διαβάσεις του στίχους του ξεχωριστά από τη μουσική»). Το “Falling In And Out Of Love” -αυτό έπεισε τον Mike Chapman να αναλάβει την παραγωγή του δίσκου- είναι μια ιδέα του Nikki Sixx, του «πρώτου έρωτά της», από τότε που οι Motley ζούσαν σε κείνον τον βρωμερό τεκέ των 30 τετραγωνικών στην Sunset Blvd.
Οι συνεργασίες της με τον κημπορντίστα David Ezrin αποφέρουν δύο από τα πιο άξια κομμάτια του δίσκου. Στο “Fatal Passion” παίρνει χώρο για να δείξει ότι κατέχει από σόλο κιθάρα. Το “Under The Gun”, με τα υποβλητικά κήμπορντς του Ezrin είναι καταδικό της, περιέχει μάλιστα ένα από τα καλύτερα κιθαριστικά της σόλο. Στα “Broken Dreams” και “Back To The Cave” με το παλλόμενο ραδιοφωνικό μπητ στην καρδιά τους, η Lita βρίσκει χώρο για να ακουστεί η δική της χροιά.
«Δούλεψα σκληρά για τα φωνητικά μου, παίρνοντας μαθήματα που με βοήθησαν πολύ. Πολλά ροκ γκρουπ ακούγονται ίδια αυτόν τον καιρό. Πάνω από τις κιθάρες που είναι γραμμένες πολύ δυνατά, ακούς τραγουδιστές που μπορούν να φτάσουν όσο ψηλά θέλουν. Θέλησα να τραγουδήσω σε χαμηλώτερο κλειδί, συνδυάζοντας τα φωνητικά με τις μελωδικές γραμμές της κιθάρας, ώστε ο κόσμος να νιώθει περισσότερο το δίσκο όταν τον ακούει».


Καταλυτική επίδραση στην όλη αίσθηση του δίσκου ασκεί το κομμάτι που κλείνει τη δεύτερη πλευρά. Μια σπαρακτική μπαλάντα, ντουέτο με την αυτού μεγαλειότητα τον σύζυγο της μάνατζέρ της, Ozzy Osbourne, το “Close My Eyes Forever”, που έμελλε να γίνει η μεγαλύτερη επιτυχία όλης της καρριέρας της.
«Ο Οzzy είχε τον τίτλο και 'γω τη μουσική. Όταν άκουσε τη μουσική, σκέφτηκε τις μελωδίες και μετά κaθήσαμε και γράψαμε μαζί τους υπολοιπους στίχους. Τραγούδησε με το δικό του τρόπο, ανεβάζοντας το κομμάτι σε ένα άλλο επίπεδο».
Ένα κομμάτι για την απώλεια, που στοιχειώνει μυαλό  -πέρα από κείνο το αριστοτεχνικά σκισμένο τζην της Lita- για την παγερή, στα όρια μεταξύ θρήνου και παράνοιας ερμηνεία του Ozzy και το δραματικό ντουμπλάρισμα της κιθάρας, όταν από ακουστική γίνεται ηλεκτρική. Κυκλοφορώντας σε single το Φεβρουάριο του ’89, μέσα στην κορύφωση της εποχής των power ballads, έφθασε 4 μήνες μετά να μπει στο τοπ-10 του Billboard (US#8, 17/6/89), ξεπερνώντας και το “Kiss Me Deadly”.
Για έναν ολόκληρο χρόνο, αυτόν ανάμεσα στο καλοκαίρι του ’88 και κείνο του ’89, η Lita έχει στην αδιαπραγμάτευτη κατοχή της το στέμμα της “glam metal rock chick”, παίζοντας ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο. Η ίδια, χωρίς να ποντάρει στην θωριά που λάξευε γι’ αυτήν η κάμερα του Callner, αξιοποίησε το hype της προβολής, ακριβώς τη στιγμή που η καρριέρα της το χρειαζόταν. Μετά τις εντυπώσεις των πρώτων μηνών, οι σεξιστικά φορτισμένες αγκυλώσεις που έφτιαχναν γύρω της το προκατασκευασμένο καλούπι «ξανθιά πρόθυμη γκόμενα που προσποιείται ότι παίζει κιθάρα και τραγουδάει πλέϊ μπακ όσο μας σερβίρει γάμπα -  μπούστο - γλούταρους» υποχώρησαν, θέλοντας και μη. Στην περιοδεία για την προώθηση του “Lita” – από τον Απρίλιο του ‘88 ως το τέλος του χρόνου (πάνω από 90 βραδιές με Britny Fox και Poison σε Η.Π.Α., Βρετανία και βορειοδυτική Ευρώπη), δεν άργησε να αναδειχθεί η προσωπικότητα, το πάθος, η μουσική ικανότητα και η αυτοπεποίθησή της. Η Lita πραγματικά ίδρωνε στο σανίδι, πραγματικά ήξερε να τραγουδάει, πραγματικά είχε (συγ)γράψει ένα μάτσο καλά τραγούδια, ενώ σόλαρε καλύτερα και με περισσότερη ορμή από αρκετά μακρυμάλλικα αγοράκια της ροκ πιάτσας.
Καθώς το καλοκαίρι του ’88 έδινε τη θέση του στο φθινόπωρο, οι ανταγωνίστριες της RCA πολυεθνικές δισκογραφικές άρχισαν, για πρώτη φορά να ποντάρουν σε θηλυκά hard rock πρόσωπα. Στις Femme Fatale της Lorraine Lewis, που για πολλούς άδοξους λόγους, δεν είχαν συνέχεια. Στις Vixen, το πρώτο all girl συγκρότημα δυνατού A.O.R., που με τη βοήθεια του Richard Marx έκαναν το ντεμπούτο τους χρυσό, βελτιώνοντας την οφθαλμόδουλη μενταλιτέ των αρρένων καταναλωτών («δυόμισυ ωραίες, μίαμισυ έτσι κι έτσι»). Η δε Joan Jett επανήλθε κι αυτή πριν κλείσει ο χρόνος δυνατά, με ενισχυμένα ρεφραίν made by Desmond Child.
Όσον για την ίδια την Lita, η βασιλεία της διήρκεσε για άλλα δύο άλμπουμ (“Stilleto”, “Dangerous Curves”) μέχρι και το 1991 καθώς τότε παντρεύτηκε το συνομίληκό της αποκαίδι ονόματι Chris Holmes των W.A.S.P., που τότε βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση από αλκοόλ και ντραγκς.
Το 1994 – με το grunge να έχει σβήσει το hard rock από τον μουσικό χάρτη διεθνώς– παντρεύτηκε μετά από δύο βδομάδες γνωριμίας τον ημιατάλαντο πρώην glam rocker Jim Gillette, που την απομόνωσε στα παραδείσια νησιά Turks And Caicos, έκανε μαζί της οικογένεια. Μετά από 20 χρόνια, ενώ στο μεταξύ ο Gillette είχε μεταμορφωθεί σ΄έναν ζηλόφθονο, κακοποιητικό χτίστη τίγκα στα αναβολικά, η Lita χώρισε, μέσα στον συνήθη κόλαφο από δίκες για την επιμέλεια των δύο γιων τους και τη διανομή της γαμικής περιουσίας.


Aπό το 2009 ενεργοποιήθηκε ξανά, με επιλεγμένες κυκλοφορίες και στοχευμένες μικρές περιοδείες, διαπιστώνοντας ότι το όνομά της είχε τεράστια ζήτηση, ιδίως μεταξύ της γενιάς που την είχαν γνωρίσει από το "Lita", το καλοκαίρι του '88. Ακόμη και σήμερα δεν έχει υποβληθεί σε καμία επέμβαση αισθητικής και εξακολουθεί να σολάρει, και πάλι καλύτερα από πολλά μακρυμάλλικα αγοράκια της ροκ πιάτσας. Όταν βραβεύεται ή συμμετέχει σε τιμητικές εκδηλώσεις παίζει τουλάχιστον το ένα από τα δύο μεγάλα της hits από “Lita”, που κανείς δε μοιάζει να έχει ξεχάσει. Συχνά, πριν ξεκινήσει στέκεται μπροστά στο μικρόφωνο και λέει με χαμόγελο μερικές κουβέντες που συνοψίζουν το «γυναικείο ζήτημα στο hard rock n’ roll» [9]:
«Ο κόσμος έκανε πάντα ένα λάθος. Δεν έχει και μεγάλη διαφορά στο ροκ αν είναι άντρας ή γυναίκα. Οι άντρες φοράνε τα balls στα παντελόνια τους, απλώς, εμείς οι γυναίκες, τα φοράμε κάπως ψηλώτερα».

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Οι αντιλήψεις του μεταλλικού κοινού των ‘80s έχoυν έκτοτε ερευνηθεί από μουσικολόγους και κοινωνιολόγους εκτεταμένα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σεξιστικές συμπεριφορές στους κόλπους του έχει καταγραφεί ότι εκδηλώνονταν όχι μόνον τότε, αλλά και τις δύο επόμενες δεκαετίες με ποικίλες μορφές : ως συχνώτερες, δε, αναφέρονται οι αναπαραστάσεις μισογυνισμού στα εξώφυλλα και τους στίχους, η συμπεριφορά απέναντι στις γυναίκες στις hard rock και metal συναυλίες, η αξίωση από τις γυναίκες φανς να «αποδεικνύουν» το πόσο άξιες είναι σε γνώσεις και πόσο "πιστές" στους ήρωές τους και η προκατάληψη απέναντι στις γυναίκες μουσικούς, που δεν θεωρούνται «σχετικές» με το αντικείμενο, ούτε αρκετά ικανές με βάση τα ποιοτικά πρότυπα που έχουν θέσει οι άνδρες μουσικοί (HILL, Rosemary Lucy (2016): Gender, Metal & The Media - Women Fans And The Gendered Experience of Music, Palgrave/McMillan U.K., pp 133-158).

[2] Διαχρονικά έχει διατυπωθεί η θέση ότι τα Μ.Μ.Ε. κάθε εποχής, από την δεκαετία του ’80 έως και σήμερα, ελέγχουν την ροή και την αναπαραγωγή αυτών των σεξιστικών στερεοτύπων, ιδίως στους κύκλους του metal. Σε αυτούς, οι άντρες «πρέπει» να παρουσιάζονται ως αρρενωποί, επιβλητικοί και επικυρίαρχοι, ενώ οι γυναίκες ως υπάκουες, υποτελείς και αποπρόσωπα σεξουαλικοποιημένες (α.α. HILL (2016), pp.14 και PATTISON, Robert, The Triumph Of Vulgarity: Rock Music In The Mirror Of Romanticism, New York, Oxford University Press, 1987, WELLS, Alan, Women And Popular Music ”Britain And United States”, paper presented at the annual meeting of Western Social Association, Reno, Nev. April 1986).

[3] Βλ. σχετ. BRYSON, Bethany (1996), Anything But Heavy Metal : Symbolic Exclusion and Musical Dislikes, American Sociological Review 61 (Oct. 1996), pp. 884-899 και BRAKE, Michael (1985), Comparative Youth Culture: The Sociology Of Youth Cultures And Youth Subcultures In America , Britain and Canada, London, Routledge and Kegan Paul.

[4] Βαθιά ριζωμένο – παρ’ ότι άρρητο - υπήρξε για δεκαετίες το αξίωμα μεταξύ των αρρένων metal οπαδών ότι οι γυναίκες fans της σκηνής ενδιαφέρονται αποκλειστικά για το σεξ με τους μουσικούς, ενώ το στοιχείο του θαυμασμού για τις μουσικές ικανότητές τους είναι από δευτερεύον ως ανύπαρκτο (WALSER, Robert (1993), Running with the Devil: Power, Gender and Madness in Heavy Metal Music, Connecticut, Wesleyan University Press, HILL, (α.α. 2016), pp. 100-102). Αυτή τη αντίληψη έχει γεννήσει και εκθρέψει την "κουλτούρα της groupie", τουλάχιστον για τρεις δεκαετίες θεμελιώδη για τον τρόπο που η ίδια η σκηνή διεθνώς αντιλαμβάνεται τους μηχανισμούς της, αλλά και για τον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι άλλοι το σκοπό της ύπαρξής της (α.α. HILL (2016), pp.161 και WEINSTEIN, Deena (1994), ‪”Expendable Youth : The Rise And Fall Of Youth Culture, In Adolescents And Their Music: If It’s Too Loud, You’re Too Old, edited by Jonathan Epstein, pp. 67-85, Hamden, Conn.: Garland).

5] Στην πραγματικότητα, την ίδια στιγμή που στη δεκαετία του ’80 τα στερεότυπα αυτά κυριαρχούσαν στις αναπαραστάσεις των media (GREESON, Larry E. & Rose Ann WILLIAMS “Social Implications of Music Videos for youth: An Analysis of the content and effects of MTV, Youth And Society, 18, No 2 (December 1988), pp 177-189), η απεικόνιση της γυναίκας ρόκερ ως σεξουαλικού αντικειμένου αποτελούσε θέμα διαλόγου στα έντυπα fora, όπως, λ.χ., μεταξύ των αναγνωστών του αγγλικού περιοδικού “Kerrang!” (DOME, Malcolm (1985), “I Heard It On The X, Kerrang! Extrano 5, pp. 28-31), όπου γράμματα γυναικών αναγνωστών απαξίωναν την στάση των συντακτών του (κριτική, σχόλια, τρόπος παρουσίασης) ως σεξιστική απέναντι στη γυναίκα, αναφέροντας μάλιστα ότι «ταιριάζουν με τη νοοτροπία των ηλίθιων αναγνωστών του» (GLENN, (1986), “The Girl Behind the Masque, Kerrang! no 132, p.p. 13). Συζήτηση επίσης υπήρχε από τότε για το γιατί δεν υπάρχει χώρος να αναπτυχθεί ροκ σκηνή με κυρίως γυναικεία γκρουπ : τελικά, οι γυναίκες hard rock μουσικοί καταλήγουν να συμπεριφέρονται όπως ακριβώς και οι άνδρες (WHITEHALL, T. (1987), “Nancy’s Bust-up,” Kerrang! no  154, pp. 31).

[6] Για τα αποσπάσματα της συνέντευξης, βλ. κυρίως “Heavy Metal & Metal Hammer”, ελλ. έκδοση, τεύχος Μαίου 1988.

[7] Βλ., μ.α., BERGER, Harris M. (1999), Metal, Rock and Jazz : Perception and the Phenomenology of Musical Experience, Hanover, N.H.: Wesleyan University Press, 1999

[8] α.α. GREESON, Larry E. & Rose Ann WILLIAMS (1988), pp. 177-189.

[9] Από την επιτυχία των Evanescence (2003) και μετά, η συμμετοχή των γυναικών μουσικών – πιο συχνά τραγουδίστριες - στα δρώμενα της παγκοσμιοποιημένης πλέον metal σκηνής είναι όχι μόνο ποσοτικά ευρύτερη σε σχέση με κάθε άλλη φορά , αλλά και συνολικά αναβαθμισμένη, καλλιτεχνικά παραδεδεγμένη και εμπορικά επιτυχημένη (βλ., μ.α., Halestorm, Within Temptation, Arch Enemy, The Gathering, Epica, Theater Of Tragedy - SCHAAP, Julian & Berkers, Pauwke (2014), “Grunting alone? Online gender inequality in extreme metal music”, Journal of the International Association of Popular Music, vol. 4, no 2, pp. 101-116). Πρόσφατες ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές μονογραφίες στοιχειοθετούν ότι η επί 15 τουλάχιστον χρόνια διαρκώς αυξανόμενη αποδοχή για τη γυναίκα μουσικό στον κόσμο του metal, έχει – δε θα μπορούσε κι αλλιώς – διαμορφώσει μια νέα γενιά γυναικών φανς : Δεν εντάσσονται στο πεπαλαιωμένο "θεώρημα της groupie", καθώς αντλούν από την απόλαυση της μουσικής και την συμμετοχή στη μουσική σκηνή "μια αίσθηση ελευθερίας, συντροφικότητας, ρομαντισμού και δυνατότητας να φαντασιωθούν, μια ολοκληρωμένη εμπειρία με στοιχεία ερωτισμού και κάθαρσης που τέρπουν τις ψυχικές ανάγκες μιας σύγχρονης προσωπικότητας" (α.α. HILL (2016), pp.163, πρβλ. και WEINSTEIN, Deena (2000), Heavy Metal: the Music and its Culture, ‪ ‪Boulder, Colo.: Da Capo Press.‪). Στο πλαίσιο του μεταλλικού ιδιώματος, το να θεωρούμε το φύλο του μουσικού ένα πρόβλημα προς αντιμετώπιση που περιορίζει τα ερευνητέα ερωτήματα σχετικά με τους ρόλους των φύλων και τα σημαινόμενά τους στο δεδομένο πολιτισμικό πλαίσιο (PHILLIPOV, Michelle (2012),‪ Death Metal and Music Criticism: Analysis at the Limits, ‪ ‪Plymouth: Lexington Books). Διατυπώνεται βέβαια και η αντίθετη άποψη (‪CLIFFORD-NAPOLEONE, Amber, Queerness In Heavy Metal Music, 2015), ότι δηλαδή το ζήτημα του φυλετικού αυτοκοαθορισμού βρίσκεται στην καρδιά του metal και επομένως είναι κρίσιμο το να αποδεχθεί κανείς αυτή τη βάση, ώστε να κατανοήσει το ίδιο το ιδίωμα.  

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites