No Rest For the hammered. Ο μικρούλης Jeff Weilandt στη χώρα του Ozz.
Monday

3Dec

H δυσοσμία που περιέβαλλε το παρεκκλήσι της Αγγλικανικής Εκκλησίας στο νεκροταφείο του Ανατολικού Λονδίνου έπειθε ότι κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει.
Στα πέτρινα επιτύμβια, η νύχτα είχε εγκαταστήσει για τα καλά τη συνηθισμένη χειμερινή ομίχλη, όμως από το εσωτερικό του ναού, βρυχηθμοί και φώτα δημιουργούσαν για τον περαστικό μια αίσθηση Poltergeist.
Μήπως καμιά χούφτα ανυπόμονοι για τη Δευτέρα Παρουσία νεκροί εγκατέλειψαν τους χωμάτινους κοιτώνες τους και κατέφυγαν στο εσωτερικό του ναού κανένα σάπιο πάρτυ μέχρι το κόκκαλο; Απίθανες τέτοιες υπερβάσεις για το 1988. Μια heavy metal μπάντα γύριζε βίντεο κλιπ για τον καινούριο της δίσκο. Όμως προς τί η αφόρητη μπόχα;
Η ομάδα του σκηνοθέτη Wayne Isham – κάμεραμεν, ηχολήπτες, μακιγιέρ, υπεύθυνοι φωτισμού και φροντιστές- είχαν συνεργαστεί τα τελευταία χρόνια μ’ όλα τα ενφάν γκατέ της hard rock συνομοταξίας, όμως δεν είχαν ποτέ φανταστεί ότι θα δουλέψουν υπό τέτοιες συνθήκες.
Την πρώτη φορά που το playback της μουσικής ξεχύθηκε με ένταση απ’ τα ηχεία, τα 60 εκπαιδευμένα γουρούνια που είχαν αμολυθεί για τους σκοπούς του βίντεο στο παρατημένο παρεκκλήσι, από το φόβο τους έσπειραν το στρωμένο με άχυρα δάπεδο με περιττώματα.
Με υψηλή ως συνήθως την περιεκτικότητα σε αλκοόλ να κυλά στις φλέβες του, ο πρωταγωνιστής του βίντεο Ozzy Osbourne κυνηγά τις ροζ αγέλες που σκούζουν πανικόβλητες ανάμεσα στους διαδρόμους του κυρίως ναού, πατώντας ανάμεσα σε σκούρα καφετιά λοφάκια και χαρίζοντας τις πατενταρισμένες υστερικές γκριμάτσες με το στόμα ορθάνοιχτο σε τρεις αεικίνητους κάμεραμεν – τον ανεβασμένο σε γερανό. «Φορούσα ένα ζευγάρι ολοκαίνουριες σουέτ μπότες. Ήταν η πρώτη και τελευταία τους φορά. Πού να φύγει κείνη η γαμημένη βρώμα».
Η απόλυτη αηδία, συγχρόνως όμως η πιο ταιριαστή εκδίκηση για το πρόσωπο το οποίο στόχευαν οι δηλητηριώδεις του τραγουδιού. Aπό το 1971, ο 53χρονος Jimmy Swaggart μεσουρανούσε στην καλωδιακή τηλεόραση των Η.Π.Α. ως ένας από τους πλέον πειστικούς ευαγγελιστές, που πουλούσαν σωτηρία της ψυχής πείθοντας τους τηλεθεατές να «ανοίξουν το συρτάρι, να πάρουν την πιστωτική τους κάρτα και να σχηματίσουν τον αριθμό που αναβοσβήνει στο κάτω μέρος της οθόνης», κάνοντας δωρεά στο δικό του εταιρικό παράρτημα της Πεντηκοστιανής Εκκλησίας.
Λάβρος κατά του «έκφυλου» ροκ ν’ ρολ όσο και άλλοι εκπρόσωποι της ηθικής πλειοψηφίας των Η.Π.Α. και με συνήθη παραδειγματισμό στα τηλεοπτικά κηρύγματα καθαρότητας τα πεπραγμένα του Ozzy, ο Swaggart είχε οργιάσει, ιδίως μετά το ’85, όταν ο 19χρονος John Mc Callum τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, με τους γονείς του να ισχυρίζονται ότι τον οδήγησε σ’ αυτό το κομμάτι “Suicide Solution” του Ozzy.  
Όμως, ο τρελλός του ροκ ν' ρολ έμελλε να έχει τη ρεβάνς όλη δική του. Το Μαϊο του ’88, O Swaggart αναγκάστηκε να ομολογήσει από την ίδια του την εκπομπή, πνιγμένος στα κροκοδείλια δάκρυα, ενώπιον εκατομμυρίων τηλεθεατών, ότι «αμάρτησε». Μια όχι και τόσο τυχαία τοποθετημένη κάμερα τον κατέγραψε να μπαινοβγαίνει σ’ ένα βρωμερό δωμάτιο μοτέλ, όπου δεχόταν την πελατεία της μια φθηνή ιερόδουλη, περιφερόμενη από πολιτεία σε πολιτεία.
Πριν όμως εξιστορήσει κανείς τη χρησιμότητα εκείνου του βίντεο κλιπ, flashback 14 μήνες πίσω.
Αρχές του ’87 και ο 20χρονος Jeffrey Wielandt είναι ένας από τους εκατοντάδες φιλόδοξους κιθαρίστες με μακρύ μαλλί που διψάνε να κερδίσουν το κοινό στα συνοικιακά μπαρ της ευρύτερης περιοχής του New Jersey. Στην κωμόπολη με το όνομα Βαyonne, ο νεαρός Jeff δουλεύει τα πρωϊνά σε βενζινάδικο και συμπληρώνει το εισόδημά του κάνοντας τα απογεύματα μαθήματα κιθάρας σε πιτσιρίκια. Τα βράδια παίζει με την τοπική μπάντα Zyris, που έχει αρχίσει να γίνεται γνωστή σε έκταση μερικών δεκάδων οικοδομικών τετραγώνων.
«Λάτρευα τους Sabbath, τον Ozzy, γούσταρα τον Randy, πίστευα ότι κι ο Jake E. Lee ήταν φοβερός, φυσικά. Ήταν τότε που άκουσα μια συνέντευξή του Ozzy στον Howard Stern. Ανακοίνωσε επίσημα ότι ψάχνει για κιθαρίστα. Η Barb – έγινε αργότερα η γυναίκα μου και μητέρα των παιδιών μου – βλέποντάς με κολλημένο με το αυτί στο ραδιόφωνο, μου το πέταξε: “Τί θά’ λεγες αν τού’ στελνες και συ μια απ’ τις κασσέττες σου;”. “Ναι, καλά”, κάγχασα. “κaι πώς θα γίνει αυτό, μου λες;”.
Η απάντηση έρχεται ουρανοκατέβατη κάτι βδομάδες αργότερα, όταν οι Zyris παίζουν σ’ ένα μικρό κλαμπ στο Sayreville του New Jersey, το “Close Encounters”.
«Σαββατιάτικη συναυλία, περίπου εκατό άτομα, τίποτε σπουδαίο. Τελειώνουμε κι αρχίζω να μαζεύω τα πράγματά μου, όταν με πλησιάζει ένας τύπος. Μου συστήνεται με το όνομα Dave Feld και μου λέει “Φίλε, σού’χει περάσει από το μυαλό να κάνεις ένα δοκιμαστικό για τον Ozzy;”. Τον κοίταξα βαριεστημένα. “Ο.Κ., dude, ό,τι πεις. Τώρα θα μου ξεφουρνίσεις ότι ξέρεις και τους Zeppelin έτσι;”. Αλλά ο τύπος επέμεινε. Μου είπε ότι αν έφτιαχνα ένα demo και διάλεγα μερικές φωτογραφίες μου, θα τις έδινε σ’ ένα φίλο του φωτογράφο, ονόματι Mark Weiss, που μόλις εκείνη την περίοδο είχε κάνει μια φωτογράφηση με τη μπάντα του Ozzy. ”Δε σου υπόσχομαι τίποτε, αλλά είναι μια ευκαιρία. Τί έχεις να χάσεις;” μου είπε. Πράγματι, έτσι ήταν. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, σε λίγες μέρες του έδωσα ένα demo με μερικά δικά μου ριφ και σόλο, συν δύο ακουστικές εκτελέσεις από κομμάτια του Ozzy με τον Randy Rhoads, το “Mr. Crowley” και το “Flying High Again”. Είχα δύο φορητά κασσετόφωνα. Έγραψα πρώτα τις ρυθμικές κιθάρες, πάτησα το rewind, γύρισα την ταινία πίσω κι έγραψα τα σόλο μου από πάνω, ηχογραφώντας στο άλλο».
Απροσδόκητα, ο Feld κατάφερε να φθάσει το demo εκεί που έπρεπε, δίνοντάς το πράγματι στον Mark Weiss μέσω του οποίου και προσγειώθηκε στο στρατόπεδο του Ozzy. O Feld δεν ήταν κανένας ερασιτέχνης. Αργότερα άρχισε να δουλεύει κανονικά στην Atlantic Records. Μάλιστα ήταν αυτός που λίγο καιρό μετά έφερε σε επαφή μια άλλη μπάντα του New Jersey, τους Skid Row με τον τραγουδιστή τους, έναν ψηλό Καναδό με εγγενή αντιπάθεια στο ντουζ, με το ψευδώνυμο Sebastian Bach.
Μέσα Απριλίου του ’87, το τηλέφωνο στο πατρικό του Jeff Weilandt χτυπάει. Είναι η σύζυγος και manager του Ozzy, η Sharon. Τον προσκαλεί να ταξιδέψει στο L.A. για μια «κανονική» ωντισιόν.
«Στην αρχή πίστεψα ότι κάποιος μαλάκας από την παρέα μου θα είχε στήσει το κόλπο, βάζοντας τη μάνα του να πάρει τηλέφωνο για να σπάσουνε πλάκα μαζί μου οι υπόλοιποι. Όμως μια βδομάδα αργότερα, έφτασε με το ταχυδρομείο ένα αεροπορικό εισιτήριο για το L.A. με το όνομά μου γραμμένο πάνω του. Ήταν αλήθεια».
Χωρίς να το γνωρίζει, ο Jeff Wielandt, που έχει πριν κάτι μήνες αλλάξει το μικρό του όνομα στο πιο εύηχο “Zakk”, είναι ένας από τους εκατοντάδες κιθαρίστες που έλαβαν αντίστοιχη πρόσκληση από τη Sharon Osborne. Με τις αποσκευές του γεμάτες ελπίδες και attitude, φτάνει σ’ ένα παλιό στούντιο για πρόβες έξω απ’ την Lankershim Boulevard στο Los Angeles.
«Μπαίνω μέσα, και νά’ μαι. Πρώτη φορά στο  L.A. και μπροστά μου ο Ozzy Osbourne με σάρκα και οστά. Έρχεται προς το μέρος μου, με κοιτάει καλά – καλά και μισοκλείνοντας τα μάτια μονολογεί : “Μήπως εμείς οι δύο έχουμε ξανασυναντηθεί;”. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη».



«Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε ξανασυναντηθεί, αλλά τον είχα ξαναδεί», θυμάται ο Ozzy πολλά χρόνια αργότερα. «Τον θυμήθηκα γιατί ανάμεσα από τις εκατοντάδες φωτογραφίες και τις κασσέττες που πέρασαν απ’ τα χέρια μου, κάποια στιγμή έπεσε το μάτι μου στη δική του. Άλλος ένας κλώνος του Randy Rhoads, είπα και την προσπέρασα. Ήταν πολύ νέος, με αθώο πρόσωπο και μαλλί τεράστιο. Ένα αγοράκι».

«Πολλές φορές με ρωτάνε, πώς ήταν εκείνες οι πρώτες στιγμές, ποιές οι πρώτες κουβέντες που σου είπε ο Ozzy πριν ξεκινήσεις να παίζεις σ’ εκείνη την ωντισιόν; Μου είπε λοιπόν κατά λέξη αυτά, δεν είναι κι εύκολο να τα ξεχάσω. “Zakk, το μόνο που θέλω από σένα, είναι να παίξεις from your fucking heart”. Και μερικά δευτερόλεπτα μετά, γυρίζει προς το μέρος μου και μου λέει "Ν’ αλλάξεις παντελόνι. Αυτό είναι χάλια. Και πού’σαι. Φτιάξε μου κι ένα σάντουιτς με ζαμπόν. Με το μαλακό τη μουστάρδα"».
Σε κείνο το παλιό προβάδικο, μαζί με τον Ozzy βρίσκονται ο ντράμμερ Randy Castillo και ο μπασίστας Phil Soussan – στην ουσία η μπάντα που με τον Jake E. Lee στην κιθάρα έχει ηχογραφήσει το πλατινένιο “Ultimate Sin”, ενάμισυ χρόνο πριν. Ο Zakk παίζει μαζί τους τα “Suicide Solution”, “Bark at the Moon” και “Crazy Train”.
«Τις λίγες μέρες που βρέθηκα εκεί, ξανάπαιξα μαζί τους στο σ’ ένα στούντιο που είχε στηθεί στο ξενοδοχείο Hyatt, στη Sunset Boulevard. Καλούσαν εκεί κόσμο ατελείωτο από κιθαρίστες και τους δοκίμαζαν. Περιμένοντας τη σειρά μου, έπιασα κουβέντα με αρκετούς από κείνους τους τύπους. Ήταν άλλοι μεγάλοι, άλλοι μικροί σε ηλικία σαν και μένα. Άλλοι ντυμένοι και βαμμένοι σαν έτοιμοι  ν’ ανεβούν σε 5 λεπτά στη σκηνή, άλλοι με t-shirt και τα μαλλιά πιασμένα πίσω. Όλοι ρωτάγανε με ανυπομονησία πόσα θα βγάλουνε από μια τέτοια δουλειά, πόσο να πληρώνει ο Ozzy, το ένα και το άλλο, κυρίως όμως για λεφτά. Δεν είδα κανέναν τους να είναι ήταν fan των Sabbath ή του Ozzy, δεν έδιναν δεκάρα τσακιστή. Όλοι θέλανε διακαώς να παίξουνε στην καλύτερη ομάδα, σα να λέμε στους Yankees, των οποίων είμαι οπαδός μια ζωή και μου αρέσει να χρησιμοποιώ την αναλογίες μ΄αυτούς, για να εξηγήσω αυτό που θέλω. Όλοι τους λοιπόν ήθελαν να παίξουν στην κορυφαία ομάδα γιατί εκεί έβλεπαν ότι θα είναι όλα τα λεφτά. Την ίδια στιγμή, εγώ είχα τις αφίσες από κάθε παίκτη της ομάδας αυτής στο δωμάτιό μου. Ήξερα τα στατιστικά τους, τί έκαναν σ’ όλες τις προηγούμενες σαιζόν. Θεωρούσα και θεωρώ ιερή τη σχέση με ορισμένα σύμβολα όπως το σήμα ή τα χρώματα της φανέλλας της ομάδας μου. Και αυτή την ομάδα, τους Sabbath με τον Ozzy, την ακολουθούσα μια ζωή. Θυμάμαι, λοιπόν, να λέω από μέσα μου “Γάμησέ τους, μαλάκες είναι όλοι τους, δεν πιάνουν μία. Αυτή τη δουλειά είναι δική μου. Εγώ πρέπει να την πάρω και θα την πάρω”».

Πριν καλά – καλά το καταλάβει, ο Jeff “Zakk” Wielandt παίρνει πράγματι τη δουλειά και βρίσκεται στην Αγγλία με τον Ozzy και την μπάντα του σ’ έναν παλιό στάβλο κοντά στο Brighton που είχε μετατραπεί σε ξενώνα, μ’ ένα ευρύχωρο στούντιο για πρόβες στο μπροστινό μέρος.
«Το καλύτερο ήταν ότι υπήρχε μια pub ούτε ένα τετράγωνο μακριά. Στις δέκα το πρωί ο Ozzy βρισκόταν πάντα εκεί, κατεβάζοντας τα πρώτα κοκτέϊλ. Τζαμάραμε όλη τη μέρα και μετά πηγαίναμε πάλι όλοι μαζί εκεί, μέχρι ο μπάρμαν να κλειδώσει και να μας διώξει».
Από την Αγγλία, στο Albuquerque του New Mexico, όπου τα sessions για τη σύνθεση νέων κομματιών συνεχίζονται. Ο Soussan αποχωρεί από το γκρουπ και μετακαλείται ο παλιός και ικανός Bob Daisley, ο άνθρωπος με την τεράστια συμβολή στα τρία πρώτα άλμπουμ του Ozzy, η οποία επειδή ακριβώς δεν είχε αναγνωριστεί οικονομικά, τον είχε απομακρύνει η προσωπική πικρία. Τα καινούρια κομμάτια προκύπτουν πολύ heavy, ακατέργαστα, επιθετικά, με την Les Paul του νεοφερμένου Ζαkk να κυριαρχεί. Ο Ozzy θέλει με κάθε τρόπο ν’ αφήσει πίσω τις μέρες του Ron Nevison και του «εμπορικού», συμπιεσμένου ήχου του “Ultimate Sin”. Ο παραγωγός που αναλαμβάνει να δώσει μορφή στον νέο ήχο του Ozzy είναι ο 42χρονος Roy Thomas Baker, ένας μαέστρος των studio, με απαράγραπτα τα παράσημα της προηγούμενης δεκαπενταετίας: Queen, Journey, The Cars, Foreigner, Joe Lynn Turner, Cheap Trick. Όμως, οι ηχογραφήσεις στα Enterprise Studios στο Burbank της California δεν εξελίσσονται καθόλου ευοίωνα, όπως τουλάχιστον έδειχνε ότι θα συμβεί στα χαρτιά.


«Είχα μεγάλο ενθουσιασμό όταν τον πρωτοσυνάντησα στο στούντιο. Τι διάολο, θα ασχολιόταν μαζί μου ο άνθρωπος που έφτιαχνε τον ήχο της κιθάρας του Brian May. Ήμουν σίγουρος ότι και μόνο το γεγονός αυτό θα έκανε τη μαγεία να πάρει τα ηνία. Προσγειώθηκα όμως απότομα. Μια μέρα άκουγα τις πομπίνες με τις μέχρι εκείνη τη στιγμή ηχογραφήσεις μας και γυρίζω και λέω στον κο Roy Τhomas Baker, που στεκόταν δίπλα μου όρθιος μπρος από την τεράστια κονσόλα: “Μου φαίνεται χρειάζεται να’ χει περισσότερο, πώς να το πώ, κρέας ο ήχος της κιθάρας μου”. Eκείνος υπεροπτικά μου απαντάει : “Kαι τί κάθεσαι Zakk; Βρες το κουμπί που γράφει πάνω ‘κρέας’ και πάτα το». Ήταν φανερό ότι δε θα μ’ άφηνε να νιώσω άνετα μαζί του».
Τα πράγματα χειροτερεύουν, καθώς Ozzy και Zakk παραμένουν ανικανοποίητοι από το πώς ακούγονταν τα demo τους στα χέρια ενός τόσο διάσημου παραγωγού. Το αποτέλεσμα είναι άνευρο, ασύνδετο, μακριά από το δίσκο που έχουν στο μυαλό τους. Με τα πολλά, ο μικρός το αποτολμά.
«Αποφασίζω να πάω στη Sharon. “Ο δίσκος ακούγεται λάθος. Πιστεύεις ότι θα μ’ άφηνε να ξαναγράψω τις κιθάρες;”. “Πήγαινε να του το ζητήσεις ο ίδιος”, μου λέει εκείνη. Μπαίνω λοιπόν στο booth, να τά’ χω κάνει άνω μου απ’ το δέος – ήμουν δεν ήμουν 21 ετών – και πήγαινα να παραπονεθώ στον τύπο που έχει τόσους πλατινένιους και χρυσούς δίσκους. Του λέω, όσο πιο ευγενικά μπορώ: “Sir, θα μπορούσα να σας ζητήσω κάτι; Μπορώ να ξαναγράψω τις κιθάρες μου;”. “Για να δούμε, Zakk. Σε ποιό τραγούδι;”. “Σε όλα”, απαντάω. Εκείνος χτυπούσε νευρικά ένα μολύβι πάνω στην άκρη της κονσόλας. Με το που ακούει να λέω «σε όλα», για ένα δευτερόλεπτο παγώνει. Με μια κίνηση, πετάει το μολύβι ίσια πάνω και το καρφώνει στην ηχομονωμένη οροφή. Σηκώνεται, παίρνει τη βαλίτσα του, ανοίγει την πόρτα και φεύγει απ’ το στούντιο. Ο ηχολήπτης με κοιτάει δαγκωμένος. “Αυτό μάλλον ήτανε λάθος σου να το πεις”».  
Νέα δεδομένα μετά τη φυγή του Baker. Η Sharon έρχεται σ΄ επαφή με τον παραγωγό Keith Olsen, παίρνουν τις ταινίες με τις μέχρι τότε ηχογραφήσεις από τον Baker και μετακομίζουν στα studios “Goodnight L.A.”, εκεί που ο Olsen, έχει γαλβανίσει των ήχο πολυπλατινένιων lp, ονομάτων ευρέως φάσματος, από Heart και Foreigner μέχρι Fleetwood Mac, Loverboy και Rick Springfield. Ο Οlsen ασχολείται υπομονετικά με τον τόνο της κιθάρας του Zakk και θέτει στη διάθεση του νεαρού κάποια καλά δοκιμασμένα τρυκ.
«Συζητούσα με τον Keith πώς ήθελα ν’ ακούγομαι και του έβαλα το δίσκο των TNT, το “Tell No Tales”. “Άκου τί γαμάτος ακούγεται ο Ronnie LeTekro στο “10,000 Lovers (In One)”. Εκείνος, κοιτάει την μαυρόασπρη Les Paul μου και λέει: “Εντάξει, Zakk, τό’ πιασα. Θέλω να σ’ ακούσω να φοράς αυτό το μαραφέτι”. Με βάζει να κουμπώσω το βύσμα σ’ έναν Marshall JCM 800 combo — τον ίδιο με τον οποίο ο John Sykes ηχογράφησε το “Whitesnake ‘87”. Με συνδέει μ’ έναν Marshall 4x12 cab, χώνω πάνω και το δικό μου πετάλι, ένα Boss SD-1 Super Over Drive και γράφω τα πάντα δύο φορές. Αυτό ήταν. Ο ήχος βγήκε ένα σκέτο θηρίο. Ήταν η πρώτη φορά που θ΄ακουγόμουν να παίζω σε δίσκο. Ήθελα να ξεχωρίσω απ’ όλους τους σπουδαίους κιθαρίστες της εποχής, Yngwie Malmsteen, Eddie Van Halen, George Lynch, ψάχνοντας ταυτόχρονα να βρω την δική μου κιθαριστική φωνή. Άρχισα λοιπόν να αποκλείω μία προς μία τις τεχνικές και τα εφέ που χρησιμοποιούνταν συνέχεια και που παρέπεμπαν σε άλλους, ώστε να μη θυμίζω κανέναν τους. Sweep picking – έξω. Αρμονικές μινόρε κλίμακες – έξω. Tapping – έξω. Στο τέλος διαπίστωσα ότι είχα ξεμείνει με τα βασικά : τις πεντατονικές. Ξεκίνησα λοιπόν από κει, βρήκα μάλιστα έριξα μέσα και μερικά κόλπα, της country, chicken pickin’ και συναφή, μου φάνηκαν πολύ ζόρικα».
Το πρώτο ριφ γράφει ο Zakk για το δίσκο είναι αυτό που τελικά θα μπει πρώτο στην πρώτη πλευρά. Το βίντεο κλιπ του είναι εκείνο το δυσώδες μεταμεσονύκτιο γουρουνοκυνηγητό, που ο Ozzy επέλεξε για να σταυρώσει τον υποκριτή Swaggart με το ίδιο σύμβολο που καταχράτο.
«Βρισκόμασταν στο στούντιο εγώ κι ο Randy και παίζαμε κάτι funky σχήματα. ήχος από την κιθάρα μου ήταν κάτι σαν παιγμένο από τους Kool & The Gang. Κάποια στιγμή, ο Randy Castillo αρχίζει να ροκάρει το ρυθμό. Τον ακολουθώ κι αρχίζω να παίζω το ίδιο θέμα, όμως όλο και πιο heavy. Ο Ozzy το πιάνει αμέσως. “Yeah, man, com’ on, don’t stop !”. Κι αρχίζει να τραγουδάει ό,τι τού’ρχεται εκείνη τη στιγμή. “I’m looking for some miracle man… to buy me some chi-i-i-ps”. Μιλάμε, ο άνθρωπος μπορεί να πει τραγουδιστά ο,τιδήποτε. Σ’ ένα λεπτό μέσα, καταλήγουμε να βγάλουμε αυτό το τερατώδες metal groove, από ένα disco τζαμάρισμα. Για το κιθαριστικό σόλο, ήθελα κάτι διαφορετικό. Προσπάθησα να παίξω τη φράση “Mi-ra-cle-Man”.
Ο
John, που έπαιζε τα πλήκτρα στο άλμπουμ, με ηχογράφησε μ’ ένα φτηνό μικρόφωνο των 24 δολλαρίων, εκείνο που βρήκε  πρόχειρο. Το πέρασε μέσα από το vocoder που χρησιμοποιεί στα keyboards για να βγάζει όλους εκείνους του γοτθικούς ήχους και τα εφέ και το έγραψε για να το σώσουμε σ’ ένα κασσετόφωνο Fostex.
Στην αρχή ακουγόταν αστείο, όμως το κρατήσαμε. Όταν προσπάθησα να το παίξω πάλι για την κανονική εγγραφή του δίσκου, παρ’ όλο τον εξοπλισμό του στούντιο, δεν τα κατάφερα. Έτσι βάλαμε στην τελική εγγραφή εκείνη την πρώτη ηχογράφηση από το
Fostex».

Ο Keith Olsen βελτιώνοντας τα ημιτελή tracks του Baker, καταφέρνει έναν πολύ καθαρό, τρισδιάστατο και ζωντανό ήχο, με το μπάσο του Bob Daisley να θέτει ως συνήθως τον κορμό, τον Randy Castillo να εισφέρει τα πιο γεμάτα τύμπανα που έχουν γραφτεί μέχρι τότε σε δίσκο του Ozzy και τις κιθάρες του Zakk να σκούζουν αγρίως από δω κι από κει, υπογραμμίζοντας κάθε φράση με τη στριγγλιά που έγινε αμέσως σήμα κατατεθέν του. Στην εκτεταμένη διαφημιστική εκστρατεία που το προώθησε, κυρίαρχη ήταν η σέπια φωτογραφία του Bob Carlos Clarke, του επονομαζόμενου και "Βρετανού Helmut Newton". Αξιοποιώντας στο έπακρο την περί τον Ozzy σκοτεινή σημειολογία, τον εμφανίζει ως έναν σκοτεινό μοναχό, σ’ ένα ξύλινο θρόνο εστεμμένο με κρανίο και τραγοκέφαλο, περιστοιχησμένον από τρία παραφύσει σοβαρά ανήλικα κορίτσια, που το ένα τους του ουρλιάζει στ’ αυτί.
Το “No Rest For The Wicked” μπαίνει στο top - 20 του Billboard (US#13, 19.11.88) και γίνεται χρυσό αμέσως μετά Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς. Προέκυψε φρέσκο και δυναμικό, όμως από πλευράς ποιότητας τραγουδιών, θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Περισσότερο εντυπωσιάζει ο 21χρονος κιθαρίστας, που, παρ’ ότι δεν βρίσκεται κοντά από άποψη τεχνικής σε Randy Rhoads, Jake E. Lee, ακόμη και Brad Gillis, είναι θυελλώδης, με άγνοια κινδύνου, πωρωτικός και ικανός να διαχειρίζεται έναν αναμφισβήτητα δικό του τόνο.
Το “Fire In The Sky” βασίζεται σ’ ένα θέμα που ο John Sinclair είχε στο συρτάρι από χρόνια, από τότε που έπαιζε πλήκτρα στους Uriah Heep. Τα “Tattoed Dancer” και “Demon Alcohol” ακούγονται εξωστρεφή, με τα πρώτα ίχνη μιας πολλά υποσχόμενης χημείας μεταξύ του γέρο – τρελλού και του άγουρου αλλά γεμάτου φλόγα κιθαρίστα.
To “Crazy Babies”, αποπαίδι του “Flying High Again”, γεννήθηκε από ένα jam και διαθέτει ένα εθιστικό mid– tempo heavy groove. Το βαρύ σαν τανκ Sheridan σε λασπωμένο στίβο μάχης “Breaking All The Rules” είναι ιδανικό για συναυλιακούς εκτροχιασμούς, με τη φωνή του Ozzy να τρυπάει το μυαλό με τα πρίμα του, αυτά που μπορούν να αναστήσουν ακόμη και βεδουίνο ημιθανή κάτω από τόνους άμμου στην έρημο Σαχάρα.


Το πάθος του Zakk για να μπει πανέτοιμος σε μια μουσική συνουσία που ο κάθε κιθαρίστας της ηλικίας του ονειρευόταν, δεν διαφεύγει της προσοχής του μουσικού του αφεντικού. «Σ’ αυτό το δίσκο ο Zakk έχει κάνει μερικά εκπληκτικά σόλο. Άξιο θαυμασμού και σπάνιο για την ηλικία του το ότι τα είχε μελετήσει όλα, ένα προς ένα με ακρίβεια, από την αρχή ως το τέλος. Απέφυγε την ευκολία να γεμίζει το χώρο με παιχνιδίσματα, επιδείξεις τεχνικής και τέτοιες μαλακίες. Όταν άκουσα το σόλο του στο “Devils Daughter” έμεινα με το στόμα ανοιχτό». 
«Λένε ότι έχω ταλέντο να βρίσκω νέους ικανούς κιθαρίστες. Όμως, στην πραγματικότητα ο Randy Rhoads και ο Jake E. Lee βρέθηκαν στο δρόμο μου τυχαία. Ο Zakk με ρωτούσε συνέχεια για τους παλιώτερους. Τον Tony, τον Randy, τον Jake. Ήθελε να μάθει περισσότερα. Και γινόταν ολοένα και καλύτερος. Με ρωτάνε πολλές φορές "πώς και δεν πήγες σε μια σίγουρη λύση, σ’ έναν παίκτη - αστέρι;". Και απάντησή μου είναι ότι πολύ πιο ωραίο είναι να βλέπεις κάποιον που ξεκινά έχοντας την επιθυμία να γίνει o ο ίδιος ένας παίκτης - αστέρι και να τον βλέπεις να δουλεύει σκληρά για να εξελίσσεται σ’ έναν τέτοιον παίκτη. Ο Zakk ήταν μια τέτοια περίπτωση».
Δύο μήνες μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, η μπάντα είναι έτοιμη να ξεκινήσει περιοδεία στις αρένες των Η.Π.Α. με support τους Anthrax. Όμως μια ακόμη αλλαγή στη σύνθεση ανακατεύει πάλι την τράπουλα, αυτή τη φορά για καλό. Ο Bob Daisley δεν τα βρίσκει με τον οργανισμό του Ozzy στα οικονομικά και ο μεγάλος Geezer Butler έρχεται στη θέση του, πράγμα που σημαίνει ότι ο Zakk θα βρεθεί σύντομα να παίζει το “Paranoid” και το “Iron Man” με το ήμισυ της σύνθεσης της αγαπημένης του ομάδας. Όχι των Yankees, αλλά των Black Sabbath. Αυτός, ένας εντελώς άγνωστος στο παγκόσμιο κοινό, έχει έρθει η ώρα να γίνει γνωστός. Όμως πώς, με πιο επώνυμο; Wielandt;

«Παίζοντας στο Jersey, είχα ήδη αρχίσει να γράφω αλλιώς το επώνυμό μου, από Wielandt σε Wylant, καθώς όλοι δυσκολεύονταν να το προφέρουν. Λίγες μέρες αφ’ ότου μου ανακοίνωσαν ότι πήρα τη δουλειά, κάθομαι μαζί με τον Ozzy και τότε μου το πετάει, με κείνον τον ήρεμο τόνο που δεν σ’ αφήνει αμέσως να καταλάβεις αν σοβαρολογεί: “Πάντως, πρέπει να σου αλλάξουμε όνομα. Δε γίνεται να παίζουμε στο Madison Square Garden και να γράφει η κωλο-μαρκίζα “Ozzy Osbourne & Zack Wylant””.
To ίδιο βράδυ, έχουμε βγει έξω και έχουμε γίνει λιώμα. Κάποια στιγμή, στην τηλεόραση του μπαρ που παίζει MTV ξεκινάει ένα κομμάτι της ξανθιάς αγγλιδούλας με το όνομα Kim Wilde. “Fuck it, Ozz, ορίστε το όνομά μου… τι λες για ZakkWylde, με “Y”;” Ο Ozzy, ήδη κ@λοτρυπίδα, σκασμένος στα γέλια, συμφωνεί : «Yes, Yes ! Καλό είναι ! Μας κάνει». 
Με το όνομά του πλέον αναμορφωμένο και αυτό, ο Zakk Wylde έχει περάσει και το τελευταίο στάδιο μύησης στο ροκ ν’ ρολ τσίρκο. Το αρχικό στάδιο, οι πρώτες εμφανίσεις του πάνω στη σκηνή με τη μπάντα του Ozzy, έχουν γίνει τον Ιούλιο του ’87. Και αν κανείς θα προσπαθούσε να εφεύρει μια δοκιμασία επάξια παρανοημένη όσο και το όνομα Ozzy Osbourne, αυτή ήταν ο ορισμός του crash test. Το κοινό δεν ήταν οι θαμώνες κάποιου μικρού club, ή ένα ασφαλές venue με φανατικούς οπαδούς. Ήταν οι φυλακές Wormwood Scrubs του Δυτικού Λονδίνου, μπροστά από ένα ακροατήριο σκληρών καταδίκων.
«Αν είχα άγχος; Ας το θέσω έτσι. Οι τύποι στο ακροατήριο ήταν γεροδεμένοι, με ουλές στο πρόσωπο, μπράτσα γεμάτα τατουάζ και βλέμματα ικανά να σκοτώσουν, χωρίς εκείνοι να κουνήσουν το μικρό τους δαχτυλάκι. Κι εγώ ήμουν φρεσκοξυρισμένος, 20 χρονών, 70 κιλά, με ξανθά μαλλιά ως τη μέση. Δηλαδή, ό,τι πιο κοντινό στην Farrah Fawcett μπορούσαν αυτοί οι τύποι να δουν στη ζωή τους. Οπότε, ναι, σκέφτηκα, καλά θα κάνω να μην τα σκατώσω. Γιατί είχα καταλάβει ότι ο Ozzy ήταν ικανός να μ' αφήσει εκεί πέρα και να φύγει, αν κάτι πήγαινε στραβά».


Η περιοδεία του No Rest for the Wicked κράτησε εννέα πυκνούς μήνες και ολοκληρώθηκε με μια εκτροχιασμένη εμφάνιση στο “Moscow Music and Peace Festival” τον Aύγουστο του 1989 ενώπιον 100.000 νεαρών σοβιετικών μεθυσμένων από την περεστρόϊκα και τον Ozzy εξίσου λιώμα από απανωτές φιάλες βότκα, να προσπαθεί να πετύχει με το φλέμμα του την κάμερα - και να το πετυχαίνει με την τρίτη.
Μέσα στους εννιά αυτούς μήνες, ο μικρούλης Ζakk Weilandt μεταμορφώθηκε στον υπερήρωα Zakk Wylde για τα καλά. Όσο για το μεγάλο αφεντικό, άρχισε τότε να υπόσχεται στον εαυτό του και στο σεληνιασμένο κοινό του τα αδύνατα.
«Δε νομίζω ότι μπορώ να τα παρατήσω αν το άλμπουμ δεν πάει καλά. Ένας Θεός ξέρει τί θα γίνω όταν όλα αυτά τελειώσουν. Είμαι 40 χρονών και δεν μπορώ να φανταστώ με τίποτα τον εαυτό μου να κάνει τη δουλειά αυτή στα 50 μου. Δεν έχω βέβαια και την παραμικρή ιδέα για το τί θα κάνω τότε. Δεν έχω άλλα ενδιαφέροντα ή χόμπυ. Δε μ’ αρέσει να πηγαίνω σε συναυλίες άλλων. Όταν καμιά φορά τύχει και πάω, συνέχεια μού’ ρχεται να πω “δεν το κάνεις σωστά, κάτσε ν’ ανέβω να σου δείξω πώς γίνεται”».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου