The Police : Reggatta εν Αθήναις (κι ένα μήνυμα σε μπουκάλι)
Thursday

5Dec

Στους κύκλους της μουσικής βιομηχανίας ήταν γνωστό το δηλητηριώδες, όσο και συχνά εύστοχο, inside joke. Εκεί που ο πρώτος δίσκος έχει κάνει θραύση, μυώδης, καλυγυμνασμένος και γεμάτος ενέργεια, καταφθάνει ο δεύτερος με την πλαδαρή κοιλιά να κρέμεται και απογοητεύει τους πάντες.
Η καθίζηση, το ξεφούσκωμα από έμπνευση και πρωτοτυπία, του δίσκου που ακολουθεί ένα πετυχημένο ντεμπούτο δεν ήταν ασυνήθιστο σύμπτωμα στην καρριέρα των ροκ-εν-ρολ καλλιτεχνών, ιδίως των νέων.
Μόνο που όταν προέκυπτε, ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Όμως, καθώς έμπαινε το καλοκαίρι του ’79, τέτοιες ανησυχίες διέφευγαν εντελώς από το μυαλό της τριάδας των The Police.
Ο 27χρονος Stewart Copeland, που ποτέ δεν έκρυψε ότι ήταν γιος πράκτορα της CIA, μεγαλωμένος στη μέση ανατολική και σε διάφορες περί την Ευρώπη αμερικάνικές βάσεις, o 28χρονος Gordon Sumner, γνωστός με το προσωνύμιο που έγινε καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Sting, γιος γαλατά και από το Wallsend και ο 36χρονος Andy Summers, γιος του πατέρα του, απλώς ήθελαν να σχηματοποιήσουν το μουσικό υλικό που είχαν στα χέρια τους και μάλιστα να το κάνουν εγκαίρως.

Η Α&Μ ζητά εσπευσμένα καινούριο υλικό, καθώς το πρώτο τους άλμπουμ, “Outlandos D’ Amour”, επτά μήνες μετά την κυκλοφορία του έχει φθάσει το Μάϊο στο Νο 6 των βρετανικών chart, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία και στην Αμερική (US#23, 5/5/79).
Εμπιστευόμενοι την καθοδήγηση του μάνατζερ Miles Copeland snr, αδελφού του Stewart, η μπάντα αρνείται για δεύτερη φορά στη σειρά την παχυλή προκαταβολή της A&M και την πρόταση να ηχογραφήσει σε ένα ακριβό αμερικάνικο στούντιο. «Οι μεγάλες προκαταβολές είναι σαν ένα τραπεζικό δάνειο με δυσθεώρητο επιτόκιο» τους έχει προειδοποιήσει. Θα προτιμήσουν να ηχογραφήσουν και πάλι στα οικεία γι’ αυτούς Surrey Studios του Λονδίνου. Το νέο άλμπουμ θα είναι μια συμπαραγωγή της μπάντας και του Nigel Gray, του 30άρη με το κολλεγιακό κούρεμα και το καθωσπρέπει ντύσιμο, που μοιάζει περισσότερο με επαρχιώτη γαμπρό, παρά με μάστορα της πολύπλοκης ηλεκτρονικής ανατομίας του στούντιο. Όμως τους έχει μάθει και τους ακούει, πράγμα πολύτιμο.

Από τον πρώτο χρόνο ζωής των Police είναι φανερό ότι ο μπασίστας και τραγουδιστής Sting είναι, εκτός από ένας συνθέτης με αξιοθαύμαστη παραγωγικότητα, και ένας περιζήτητος ζεν πρεμιέ, με εμβέλεια φανερά μεγαλύτερη από εκείνη του μουσικού κόσμου του Λονδίνου. Στις 16 Αυγούστου 1979 κάνει πρεμιέρα η ταινία “Quadrophenia” του FrankRodham. Στην κινηματογραφική ανάπτυξη της εφηβικής σάγκα των ‘60s, όπως αυτή έχει καταγραφεί πριν έξι χρόνια στο επιβλητικό διπλό άλμπουμ των The Who, ο Sting εμφανίζεται στο ρόλο του παγερού Ace.
Η πρώτη μούρη με το πλατινέ μαλλί, στη σκηνή των mod που, ντυμένοι στην τρίχα, καβαλάνε βέσπες και πλακώνονται μεταξύ τους στο φλοίσβο του Brighton, της πόλης με τα γκρίζα νερά και τον μονίμως κατηφή ορίζοντα. Την ίδια περίοδο, ο Sting έχει απορρίψει κι άλλες προσφορές για κινηματογραφικούς ρόλους, με σπουδαιώτερη αυτή για το το ρόλο του κακού στο επερχόμενο φιλμ του James Bond.

Ο Sting έχει πολλά τραγούδια ήδη έτοιμα. Κρατά συνέχεια ένα παχύ σημειωματάριο, διαστάσεων 17x24 με σκληρό εξώφυλλο και τις σελίδες του γεμάτες στίχους. Για χρόνια πριν φτιάξει τους Police εκεί κρατά τα πάντα. Τραγούδια, διαφορετικές εκδοχές, εναλλακτικές ενορχηστρώσεις, ιδέες και σημειώσεις για το ύφος τους ή το ρυθμό τους. Δείχνει πάντα έτοιμος να ανασύρει από κει μέσα 2-3 ιδέες έτοιμες για επεξεργασία. Η πιο συνηθισμένη φράση που βγαίνει από το στόμα του όταν οι τρεις βρίσκονται μέσα στους ηχομονωμένους τοίχους των Surrey Studios είναι : «Λοιπόν, ακούστε εδώ. Έχω κι αυτό…». 
«Η όλη δουλειά είναι ν’ αρπάζουμε ό,τι ακατέργαστο φέρνουμε ο καθένας μας στις πρόβες και να το κάνουμε ν’ ακούγεται όπως εμείς οι τρεις, να το φέρνουμε στα μέτρα των Police».


Πράγματι, το πράγμα έχει όπως το λέει ο Summers. Ό,τι τους αρέσει, το περνούν από το εντελώς ιδιότυπο φίλτρο που έχουν σχηματίσει: το φαλσέττο του Sting, η δική του ευέλικτη και μονίμως υπανικτική κιθάρα και η ρυθμική ακρίβεια του σπηνταρισμένου χταποδιού που ονομάζεται Stewart Copeland.
Συνήθως, η ιδέα έρχεται έτοιμη από τον Sting. Με το που αρχίζουν να παίζουν όλοι παζί, διάφορα πράγματα δοκιμάζονται με μόνο κριτήριο το τί ταιριάζει καλύτερα στην υπάρχουσα φόρμα.
«Παρά τα οχτώ χρόνια που μας χωρίζουν, ο Sting κι εγώ μεγαλώσαμε ακούγοντας τα ίδια πράγματα. Πολλή jazzMiles Davis, Thelonious Monk – αλλά συγχρόνως Beatles, blues, πολλά και διάφορα. Τα γούστα μας στη μουσική είναι σε μεγάλο βαθμό κοινά. Παίζω κάτι περίεργα φωνήματα στην κιθάρα και κείνος απευθείας, χωρίς κανένα δισταγμό, αρχίζει να τραγουδά ανάμεσά τους. Κάποιος με λιγότερο ταλέντο θα δυσανασχετούσε, θα μου έλεγε “έλα, τί’ ναι αυτά που παίζεις τώρα;”.
Ο
Sting, όμως έχει ένα εκπληκτικό αυτί για τα πάντα. Η  ευελιξία του μου ανοίγει ορίζοντες σαν κιθαρίστα, καθώς ανέκαθεν έπαιζα κλασσική κιθάρα και μελετούσα jazz. Οι Police  είναι το ιδανικό χωνευτήρι για τις δεξιότητές μου σαν κιθαρίστα. Δεν υπάρχει φόρμουλα για κάτι τέτοιο. Είμαστε τρεις πολύ διαφορετικοί άνθρωποι που συναντήθηκαν στο κατάλληλο χρονικό σημείο. Και που αυτά ο καθένας μας συνεισφέρει, ενώ κανονικά δεν θα ταίριαζαν μεταξύ τους, εμείς τα βάζουμε μαζί όλα, φτιάχνοντας ένα μοναδικό ήχο».

Ήδη, η ψευδοreggae που διατρέχει το ντεμπούτο “Outlandos D’ Amour” δεν τους έχει βοηθήσει να αποφύγουν την πριονοκορδέλλα των μουσικοκριτικών. Είναι φανερό ότι πρόκειται για ένα γκρουπ που δείχνει κάποια έφεση στο να παράγει εύστοχα pophits, ναι, αλλά καταφεύγει στη reggae τόσο συχνά και με με τόσο απροκάλυπτο τρόπο που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητος.
Το “So Lonely”, λ.χ., καταγγέλλεται ως μια υπολογισμένη μουσικο-κοπτική. Εκεί που το ανύποπτο κοινό ακούει ένα ασυνήθιστο new wave κομμάτι δύο ταχυτήτων, οι «ειδικοί» διακρίνουν ότι κάποιος έχει βάλει άλλα λόγια πάνω στα ακόρντα του “No Woman, No Cry” του Bob Marley. Ο Elvis Costello μάλιστα δηλώνει στο μουσικό τύπο της Βρετανίας ότι «κάποιος πρέπει να τραβήξει μια κουτουλιά στη μύτη του Sting», για να τον σταματήσει από το να χρησιμοποιεί «αυτή την ψεύτικη τζαμαϊκάνικη προφορά».
Ο Sting όμως έχει στο αίμα του το ρυθμό, όπως πολλοί λευκοί που στο παρελθόν θέλησαν πάση θυσία να δραπετεύσουν από το Newcastle με εισιτήριο τη μουσική.
Οι «Αστυνόμοι», όνομα που έχει διαλέξει και επιβάλει για την μπάντα του ο μεγαλωμένος μέσα στις στρατιωτικόμορφες δομές της CIA και του FBI Stewart Copeland, έρχονται πρεσβεύοντας το καινούριο και το ασυνήθιστο, σ’ έναν διεθνή μουσικό αστερισμό που όσο η παραγωγή αυξάνεται κατά εκατομμύρια δίσκους και κασέττες, τόσο κορεσμένος σε ιδέες ηχεί. Μέσα από τα ραδιοκύματα όσων γεωγραφικών περιοχών έχει φτάσει το ροκ-εν-ρολ, ο τενόρος Sting με τη λιτή αλλά εφευρετική ενορχήστρωση των τραγουδιών ακούγεται σαν μια απτή, άμεσης επίδρασης μουσική πρόταση. Ο τίτλος του νέου δίσκου, μετά από σύσταση του μάνατζερ, καλό είναι να ακούγεται παιγνιώδης, πρωτότυπος, ακατάτακτος όσο και streetwise. “Reggatta De Blanc”. Κάτι σαν «η ρέγκε των λευκών», σε μια γλώσσα που δεν αντιστοιχεί σε καμία ακριβώς από τις γνωστές και κρατούσες στο δυτικό κόσμο.
Με την ηχογράφησή του άλμπουμ να έχει κοστίσει μόλις 6.000 λίρες, ενδεχόμενη εμπορική επιτυχία σημαίνει ότι σε χρόνο μηδέν θα αρχίσουν να ρέουν καθαρά κέρδη προς όλους τους ενδιαφερόμενους.

Οι Police έχουν πολύ γρήγορα καταλάβει ότι το κομμάτι “Message In A Bottle” θα είναι το μεγάλο όπλο του νέου τους υλικού. «Ηχογραφούσαμε σε κείνο το μικρό στούντιο, όταν ήρθαν δύο τύποι της εταιρίας, να δουν αν τίποτε απ’ αυτά που έχουμε γράψει μπορεί να γίνει επιτυχία. Κάθησαν στον καναπέ, τους βάλαμε ν’ ακούσουν το κομμάτι και αμέσως έσκασαν πλατιά χαμόγελα. Είχαμε έτοιμο ένα καινούριο hit και το ήξεραν».


Στις 10 Σεπτεμβρίου του ’79 το single “Message In ABottle”, προπομπός του καινούριου δίσκου, κυκλοφορεί. Τη δεύτερη εβδομάδα της δισκογραφικής του ζωής θα βρεθεί στην κορυφή των βρετανικών charts και θα μείνει εκεί μέχρι και τις 14 Οκτωβρίου, αφήνοντας πίσω του το “Video Killed The Radio Star” των Buggles, το “Dreaming” των Blondie και το “Don’t Stop ’Til You Get Enough” του Michael Jackson, μην επιτρέποντας να πλησιάσουν την κορυφή ο ανερχόμενος Gary Numan και οι καθιερωμένοι Status Quo και Rainbow. H μπάντα ξεκινά μια βρετανική περιοδεία 11 εμφανίσεων, με αρχή την αίθουσα Assembly Rooms του Derby και κατάληξη το Hammersmith Odeon του Λονδίνου.
Στις 27 Σεπτεμβρίου βρίσκονται ήδη στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Παίζουν στο Diplomat Hotel της Νέας Υόρκης, στην πρωτη βραδιά μιας περιοδείας δύο μηνών, που θα περάσει και από το Kennedy Space Center του Houston, εκεί απ’ όπου εκτοξεύονται οχήματα της NASA προς το διάστημα. Στις εγκαταστάσεις του διαστημοδρόμιου θα γυρίσουν και το βίντεο για ένα δεύτερο κομμάτι, προγραμματισμένο να κυκλοφορήσει πριν τα Χριστούγεννα. Είναι το γεμάτο reggae αναπνοές και λεπτεπίλεπτα κιθαριστικά echo “Walking On The Moon”.


Στις 13 Οκτωβρίου το lp “Reggatta De Blanc”, με μια close up μπλε – ασημένια φωτογραφία των τριών μελών της μπάντας στο εξώφυλλο, θα βρεθεί στην πρώτη θέση των βρετανικών τσαρτ όπου και θα παραμείνει για τέσσερις εβδομάδες. Η επιτυχία στην Ευρώπη εξαπλώνεται γρήγορα, με το “Message In A Bottle” να φτάνει στην κορυφή του καταλόγου των επιτυχιών σε Ιρλανδία και Ισπανία, στο Νο2 στον Καναδά και στο Νο5 στην Αυστραλία. Το Νοέμβριο και ενώ η αμερικανική περιοδεία συνεχίζεται, επανακυκλοφορεί σε single το “Fall Out” από το πρώτο άλμπουμ (UK#47). Η ζήτηση για τους Police στο νησί αυξάνεται ραγδαία.
Την 1η Δεκεμβρίου, στην πιο ανταγωνιστική περίοδο του χρόνου για τη μουσική αγορά, το πρώτο τραγούδι της δεύτερης πλευράς, το “Walking On The Moon” κυκλοφορεί σε 45άρι. Μία εβδομάδα αργότερα πατά κι αυτό την κορυφή, προλαβαίνοντας ολόκληρο “Another Brick In The Wall”, του οποίου η κυριαρχία στα τσαρτ ξεκινά αμέσως μετά.

Στις 18 Δεκεμβρίου, παίζουν την ίδια βραδιά στο Hammersmith Palais και στο Hammersmith Odeon, καλύποντας την απόσταση μεταξύ των δύο αιθουσών, επιβαίνοντας σε στρατιωτικό καμιόνι και συνοδευόμενοι από 40 αστυνομικούς, οι οποίοι, τηρώντας την τάξη, ανοίγουν δρόμο ανάμεσα από τους εκατοντάδες fans. Το διαφημιστικό stunt πετυχαίνει το σκοπό του, καθώς οι Police, παρά το μικρό δισκογραφικό τους έργο δείχνουν ένα όνομα ισχυρό, που έλκει στο πλάι της ακόμη και θεσμούς όπως η πανίσχυρη, διάσημη ανά τον κόσμο ως ειρηνικά επιβλητική, βρετανική αστυνομία.
Τελευταίες μέρες της χρονιάς, το single “Message In A Bottle” ανεβαίνει ψηλά και στο Billboard  (US#25, 22/12/79), ενώ τους πρώτους μήνες του 1980, θα επανακυκλοφορήσει εκεί σαν 10ιντσο διπλής όψεως single, προσθέτοντας κι άλλα νούμερα στις πωλήσεις.
Καθώς η νέα δεκαετία μετράει τις πρώτες της εβδομάδες, οι Police εξακολουθούν να βρίσκονται στο δρόμο. Στις 20 Ιανουαρίου παίζουν στο State University της Νέας Υόρκης και ανακοινώνεται ότι φτιάχνουν το δικό τους ίδρυμα, το “Outlandos Trust”, στο οποίο, σε συνέχεια των αμφιλεγόμενων επιλογών τους, τοποθετείται διευθύνων σύμβουλος ο βουλευτής των συντηρητικών Anthony Steen, μέλος της Βουλής των Λόρδων.

Είναι οι Police ένα γκρουπ που νιώθει τόσο σίγουρο για τον εαυτό του ώστε δε φοβάται να προσεγγίσει τα σύμβολα της συντήρησης; Είναι αυτή η κίνηση μια απόδειξη ότι το ροκ είναι συντηρητικό; Μήπως για το ότι η συντήρηση παράγει πλέον το δικό της ροκ; Το βέβαιο είναι ότι παίζουν παντού σε γεμάτες αίθουσες και αναμφισβήτητα αποτελούν ένα από τα κορυφαία «νέα» ονόματα της καινούριας δεκαετίας.



Μετά από 14 ακόμη εμφανίσεις σε Αμερική και Καναδά, ξεκινά στις 14 Φεβρουαρίου του 1980 η παγκόσμια περιοδεία τους. Θα περάσει από 19 χώρες και 37 πόλεις ολόκληρου του κόσμου, μεταξύ των οποίων το Τόκυο, το Σύδνεϋ, η Βομβάη, το Κάϊρο και Αθήνα.

Το νέο ότι επίκειται συναυλία των Police στα μέρη μας προκαλεί ανάμικτες αντιδράσεις, κυρίαρχη ανάμεσα στις οποίες μια γενικευμένη δυσπιστία. Οι Police στην Ελλάδα; Ναι, σιγά μην έρθουν και οι Pink Floyd.
Κοινό γι’ αυτούς υπάρχει, τα κομμάτια τους, ιδίως το “Roxanne” παίζεται διαρκώς στους πειρατικούς σταθμούς και στον «Αμερικάνο» της βάσης. Όμως η  εγχώρια μουσικοκριτική νομενκλατούρα αντιμετωπίζει την επιτυχία τους με τη μπλαζέ αποστασιοποίηση της αυθεντίας. Στο τεύχος Φεβρουαρίου του 1980 του περιοδικού «ΠΟΠ & ΡΟΚ», ο Πητ Κωνσταντέας ξεπετάει και τους δύο δίσκους των Police σ’ ένα τετράστηλο, όπου το μισό πιάνουν οι μαυρόασπρες φωτογραφίες από τα δύο εξώφυλλα. Στο “Outlandos D’ Amour” δίνει χαρακτηρισμό «Β – Β+» και στο “Reggatta De Blanc” δίνει «Γ+-Β».
«Το αμερικάνικο πανκ και πάλι τούτη τη φορά με μεγαλύτερη έμφαση (και κακή επιρροή) στο αγγλικό πανκ. Ο πρώτος δίσκος των Police είναι ο καλύτερος από τους δύο και εκτό από το πολύ καλό κλασσικό κομμάτι του συγκροτήματος, “Roxanne”, παρουσιάζει άλλα τρία τουλάχιστον αξιοπρόσεχτα κομμάτια – τα “So Lonely” (θυμίζει πάρα πολλά), “Hole In My Life” και “Born In The Fifties”. Tο “Truth Hits Everybodyθυμίζει περισσότερο απ’ όσο θα’ πρεπε το “Hanging On The Telephone” των Blondie, ενώ αξίζει να σταθούμε και στοBe My GirlSally” που είναι αφιερωμένο σε μια κούκλα που φουσκώνει και που προορίζεται για ερωτική σύντροφος (μήπως θυμηθήκατε το “Miss Pinky” του Zappa;). O δεύτερος δίσκος έχει περισσότερες μουσικές ατέλειες, αλλά μπορεί να ξεχωρίσει κανείς κομμάτια σαν την πιο πρόσφατη επιτυχία του, Message In A Bottle και τα “Bring On The Night” και “Does Everyone Stare” (πολύ καλή δομή)».
Ό,τι δεν προφταίνει να πει ο Κωσταντέας, το αποτελειώνει η μεταφρασμένη κριτική παρουσίαση του “Reggatta” από την Debra Rae Cohen του “Rolling Stone”:

«Αυτοί που κατηγόρησαν το πρώτο άλμπουμ των Police σημειώνοντας την πανούργα εκμετάλλευση του new wave από το τρίο, θα βρουν πολλά στοιχεία  στο Reggatta De Blanc για να τους αποδώσουν ευθύνες για υποτροπή. Το συγκρότημα για μια ακόμη φορά επιδεικνύει την ίδια αυθαίρετη πλάγια υπεροπτικότητα που ασχήμαινε το “Outlandos DAmour (…) Τα spliff and swagger ρέγκε φωνητικά του μπασίστα επικεφαλής Sting ακούγονται συχνά αναιμικά και συγκαταβατικά, αναζαιτίζοντας μάλλον παρά δίνοντας πνοή στη συγκίνηση (…). Κατασκευάζοντας και επαναλαμβάνοντας πυκνά ρυθμικά μοτίβα, ρυθμικές συνδέσεις, ο Sting, o Stewart Copeland και ο Andy Summers αντιτάσσουν πρότυπα με αντίθετα σχήματα. Τα τραγούδια, ρέγκε ή ροκ, σπάνια τελειώνουν. Κάθε επιτυχία είναι ακονισμένη από μια προσεγμένη απόδοση ή δομικά επινοήματα, μαγικής φύσης : τα φωνητικά στο “No Time This Time”, οι στίχοι στο στυλ του “Subterranean Homesick Blues” του Bob Dylan, στο “Its Alright For You”, στο στυλ του “Magic Bus” των Who, στο “Deathwish”. Στο καλύτερο κομμάτι του Reggatta De Blanc, το “Message In Α Bottle”, o Summers συστρέφει μια ελικοειδή επαναλαμβανόμενη κιθαριστική γραμμή (δανεισμένη από το “Dont Fear The Reaper” των B.O.C., γύρω από το τρεμουλιαστό, ακίνητο μπάσο».

Όση αλήθεια καταφέρνει να μη στομώσει στις κακοτράχαλες στενωπούς της ερασιτεχνικής απόδοσης του αγγλικού κειμένου – φαινόμενο που έμελλε να κατατρέξει για δεκαετίες την πληροφόρηση και το αισθητήριο των μουσικόφιλων στην Ελλάδα – παραμένει στα αυλάκια των δίσκων. Αυτοί είναι οι Police, αυτό είναι το πλέον ανερχόμενο συγκρότημα και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, αυτούς θα δείτε σε λίγο καιρό και ζωντανούς μπροστά σας.

Όπως και νά’ χει, η διαφημιστική καταχώριση της επικείμενης εμφάνισης των Police προλαβαίνει να χωρέσει στις μαυρόασπρες σελίδες των μουσικών εντύπων. «Ήχος & Hi-Fi», «ΠΟΠ & ΡΟΚ», ακόμη και το εφημεριδοειδές «Μουσικό Εξπρές» ανακοινώνουν το νέο. Αρχές Μαρτίου, τις μέρες που το “So Lonely” από το πρώτο τους άλμπουμ επανακυκλοφορεί και γίνεται το τέταρτο top-10 τους στη Βρετανία (10/3/1980, UK#6), η επισημοποίηση και η διάδοση της ανακοίνωσης ταράζει τα εθνικά μας μουσικά ύδατα μ’ έναν δειλό στην αρχή, παλιρροϊκό στη συνέχεια ενθουσιασμό.


«Οι Police στην Αθήνα ! Κυριακή 30 και Δευτέρα 31 Μαρτίου 1980 στο κλειστό γήπεδο του «ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ» στα Άνω Πατήσια». 
Είναι Μάρτιος του 1980 και η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία διάγει τη νηπιακή της ηλικία, δεν έχει κλείσει ακόμη ούτε τα έξι. Η νεολαία της, μετράει μόνο ένα εξάμηνο φοίτησης σε μικτά γυμνάσια και λύκεια, αγόρια και κορίτσια μαζί. Οι σχολικές μέρες είναι έξι – μαθήματα και το Σάββατο - και τα κορίτσια φορούν υποχρεωτικά ποδιές. Μετά τις εκλογές του ’77 υπάρχει νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση και οι μαζικότερες δημόσιες συναθροίσεις που κάθε χρόνο διεξάγονται είναι οι πορείες για την επέτειο του Πολυτεχνείου - οι συμμετέχοντες αριθμούν εκατοντάδες χιλιάδες και η Αστυνομία Πόλεων εξακολουθεί να μένει προσηλωμένη σε ο,τιδήποτε ακούρευτο κινείται. Το αντιαμερικανικό πολιτικό κλίμα που έχει ανδρωθεί μετά τη Χούντα και το Κυπρακό επισήμως θεωρεί το ροκ «ξενόφερτο υποπροϊόν», ενώ στους θύλακες του ροκ, που με επίκεντρα τα δισκοπωλεία και τις μουσικές σκηνές για πρώτη φορά ξυπνούν και αναπνέουν ελεύθερα, κυριαρχούν δίπολα: ο ελληνικός στίχος ή όχι στο ροκ (Dylan ή Σαββόπουλος); Παλιό ροκ ή new wave (Kinks ή Stranglers); Το προοδευτικό (Pink Floyd και Frank Zappa) ή το βαρύ ροκ (Deep Purple και Led Zeppelin) είναι το γνήσιο που δεν ξεπουλιέται;

Στο κάδρο αυτό, η άφιξη των Police που έρχονται για δυό συναυλίες στο «ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ», προσκεκλημένοι από γραφείο εκδηλώσεων διοργανωτή γνωστού από μουσικοθεατρικές εκδηλώσεις στο Ηρώδειο, σηματοδοτεί την έλευση της ζώσας σύγχρονης μουσικής «του εξωτερικού» στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Στην ουσία, μετά από εκείνη τη βιαίως διακοπείσα μετά από 20 λεπτά συναυλία των Rolling Stones τον Απρίλιο του ‘67, τέσσερις μόλις ημέρες πριν βγει το πρώτο τανκ στους δρόμους της Αθήνας, στην ελληνική νεολαία, τόσο στην άγουρη που ζητάει να ξεφύγει απ’ τις μπουάτ και την κομματική γραμμή, όσο και την κάπως σιτεμένη, αυτήν που διατράφηκε στη «Λήδρα», και το «Κύτταρο» με Εξαδάκτυλο και “Socrates Drunk The Conium”, προσφέρεται η παρθενική ευκαιρία: αντί εισιτηρίου 350 δραχμών – περίπου όσο κάνει ένας καινούριος δίσκος βινυλίου - να γίνει μάρτυρας μιας κανονικής ροκ συναυλίας.
Oι Police προσγειώνονται στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου. Τους πάνε τσάρκα με βανάκι στην ηλιόλουστη παραλιακή και φθάνουν μέχρι Σούνιο. Χαμογελούν στο φακό και φωτογραφίζουν κι οι ίδιοι το γαλάζιο του Αιγαίου στη Βάρκιζα. Περιφέρονται σαν τρεις ανέμελοι τουρίστες, στη Σταδίου και τη Φιλελλήνων και ποζάρουν σα σχολιαρόπαιδα σε απρόοπτη εκδρομή με τα λευκά τους t-shirt και τα τζην τους, ενώ οι περαστικοί του κέντρου της πόλης απλώς τους προσπερνούν.

Το συννεφιασμένο απόγευμα της Κυριακής 30 Μαρτίου, χαμός στον Ηλεκτρικό του Αγίου Ελευθερίου. Στη Σαρανταπόρου το πεζοδρόμιο ξεχειλίζει από κόσμο και η Ηλία Ζερβού είναι κλειστή από νεαρούς χωρίς εισιτήριο, που περιμένουν μπας και γίνει κάτι και μπορέσουν να πλησιάσουν το «ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ». Το πούλμαν με τη μπάντα και την κουστωδία της δεν μπορεί να πλησιάσει, παραμένοντας φρακαρισμένο για πάνω από δύο ώρες διακόσια μέτρα από το γήπεδο. Ο Copeland απαθανατίζει τον πανικό μέσα από το λεωφορείο με μια κάμερα χειρός, καταγράφοντας τον έλληνα οδηγό να αγανακτεί, καθώς χειρονομεί στους κολλημένους στη μάσκα του πούλμαν οπαδούθς : «Άντε ρε μαλάκες, κάντε πέρα να φύγουμε, να πάμε στη δουλειά μας !»
Οι κοντά στις 4.000 τυχεροί που έχουν εισιτήριο μπαίνουν και κάθονται, υπό την άγρυπνη επιτήρηση διμοιριών από χλωμούς αστυφύλακες με καχύποπτες κουμπότρυπες για μάτια, μυτερά πηλίκια κι ακούρευτες φαβορίτες.

Τί κι αν το «ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ» έχει φιλοξενήσει μέχρι τότε, εκτός από αγώνες της ομώνυμης ομάδας μπάσκετ, μόνο φεστιβάλ κομματικών νεολαιών; Τί κι αν ο ήχος δεν γίνεται να ανταγωνιστεί του Hammersmith, τί κι αν πίσω από το κεφάλι του Copeland κρέμεται το διχτάκι του καλαθιού της μιας μπασκέτας; Το ελληνικό κοινό ρίχνεται με τα μούτρα σε μια πρωτόγνωρη μέθεξη, πετιέται απ’ τις καρέκλες, αρπάζει το κάλεσμα του λιτού, σφιχτού ρυθμού των Police με τα reggae περάσματα και με τη φλόγα του πρωτάρη στριμώχνεται μπροστά – μπροστά, ούτε ενάμισυ μέτρο μακριά από τον Sting και τον Summers, ενώ στις κερκίδες πλανιέται μια μεθυστική αύρα απελευθέρωσης – κι ας μην ξέρουν παρά ελάχιστοι τους στίχους.

Από τη μιζέρια, τη στέρηση, τον κομματικοκίνητο ψυχαναγκασμό, τη σχέση ανάμεσα σε ελληνόφωνο και ξενοκίνητο, την καταπίεση των ονείρων και των ορμονών του. Μια μικρή αλλά τολμηρή μερίδα της μουσικόφιλης νεολαίας, 4.000 μέσα, 5.000 απ’ έξω καθεμιά από τις δύο μέρες, ανοίγει δρόμο με τους αγκώνες της – κι όχι, όπως της έχουν μάθει, με τους «αγώνες» της – για να μπει στην τροχιά της πραγματικότητας που χαράσσει το ροκ για τους νέους της Ευρώπης και της Αμερικής, του «πολιτισμένου» κόσμου.
Το ελληνικό κοινό, τη μουσική του συγκροτήματος που με χίλιες δυσκολίες, προσκόμματα και αποκλεισμούς ακούει, θέλει από δω και στο εξής να μπορεί και να την δει και να την ζήσει. Ωστόσο υπάρχουν και τα ΜΑΤ, που με τη λήξη της συναυλίας, επισημοποιούν, για πρώτη φορά σε ροκ συναυλία, την παγιωμένη αντίληψη του κράτους περί δημόσιας τάξης σε μαζικές, δημόσιες, μη ελέγξιμες κομματικά, συναθροίσεις: ξύλο μετά ή και άνευ μουσικής.
Δευτέρα 31 Μαρτίου το μεσημέρι ο Summers περπατώντας τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου δίνει μια εκτεταμένη συνέντευξη για τις ανάγκες του βιντεοσκοπούμενου από το BBC χρονικο της περιοδείας τους.
«Χτες το βράδυ καταλάβαμε ότι για πολύ κόσμο ήταν ένα ιδιαίτερα φορτισμένο κονσέρτο, από συναισθηματική άποψη. Άνθρωποι που δεν έχουν δει ποτέ ροκ συναυλία, ήθελαν να μας δουν. Βοήθησε και το ότι οι δίσκοι μας τα πηγαίνουν πολύ καλά εδώ».
Στην πρες κόνφερανς της ίδιας μέρας, οι ερωτήσεις που απευθύνουν οι έλληνες δημοσιογράφοι στον Sting φανερώνουν ότι η διαμεσολάβηση των επαγγελματιών γραφιάδων όχι μόνο έχει πολύ δρόμο να διανύσει μέχρι να συναντήσει τις ανάγκες του μουσικόφιλου κοινού της χώρας μας, αλλά και ότι έχει όλα τα αφόρητα προσόντα να τις αποπροσανατολίσει και να τις εξευτελίσει : «Τί σχέση έχετε με την αστυνομία;». «Γιατί παίρνουν οι μουσικοί του ροκ ναρκωτικά;». «Γιατί χοροπηδάτε πάνω στη σκηνή;».
Ας είναι. Με τη νέα δεκαετία να ανοίγει την αυλαία για ροκ συναυλίες στην Ελλάδα, τίποτε δε θα είναι πια το ίδιο.
Μετά το «ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ» οι Police παρέμειναν σε περιοδεία. Τον Οκτώβριο του ’80 κυκλοφόρησαν το τρίτο τους lp, “Zenyatta Mondata” που έφτασε κι αυτό στην κορυφή μεγαλώνοντας ακόμη περισσότερο την εμβέλειά τους στην παγκόσμια μουσική σκηνή. Επέμειναν στο δικό τους μουσικό ύφος, ακάθεκτοι στο δρόμο τους προς την παγκόσμια καθιέρωση. Η μουσικά μουδιασμένη Ελλάδα του 1980 έγινε ένα ακόμη χνάρι σ’ αυτό το δρόμο, πριν καλά – καλά μπορέσει να το συνειδητοποιήσει. Σα ροβινσώνας σε ξερονήσι, είδε το κύμα να ξεβράζει στα πόδια του το αδέσποτο μπουκάλι, το περιμάζεψε και βρήκε μέσα του, τσαλακωμένο και δυσνόητο, το χαρτί με το ανεκτίμητο μήνυμα.
Τα επόμενα χρόνια, όταν τα μικρά και μεγάλα ονόματα του ροκ θα άρχιζαν, αργά, σπασμωδικά, υπό αντίξοες συνθήκες και με άνισα αποτελέσματα, αλλά σταθερά, να εμφανίζονται και στα μέρη μας, είδαμε ότι το μήνυμα αυτό είχε γραμμένο πάνω του πολλά από τα όνειρά μας.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου