Μετά από κάθε αλλαγή του χρόνου, κι ενώ η ώρα έγραφε μία, δύο το πρωί, η διευρυμένη ξαδερφοπαρέα το συνήθιζε. Στην τραπεζαρία με το μπορντώ τα γυμνασιόπαιδα στρώνανε μουτζούρη, ξερή ανελέητη και συνεχίζανε, με τη συμμετοχή και τουλάχιστον δύο μεγάλων ως επιτηρητών με πόκερ «του ατζαμή», με ποντάρισμα το πολύ κατοστάρικο.
Ανέκαθεν ο βαλές μου έκανε φλωρούμπα, μουστακάκι Άραμη και χεράκι υψωμένο κομψευόμενα, σα φυτό πρώτου θρανίου που μιλάει τελευταίο για ν’ απολαύσει που ενώ κανείς δεν το βρήκε, εκείνος θα πει το σωστό. Τη Ντάμα με τα μαλλιά μαζεμένα πίσω, όσο και σε κάποιες τράπουλες να νεανίζει, γριέτζω είναι, καμουφλαρισμένη. Αυτός που στα μάτια μου επιβάλλει κάποιο σεβασμό είναι μόνον ο ο κύριος «Κ». Ο Ρήγας, ο Βασιλιάς. Αγαμέμνονας, Δούκας του Κάστρου του Οτράντο, προεστώς, γενικώς. Σκάει μύτη με τα μωβ, τα ελεκτρίκ και τα πορφυρά του, βαρύς, σοφός, χωρίς πολλά – πολλά. Στην ξερή δε βιάζεται να τα μαζέψει όλα για πάρτη του, όπως το κοκκοράκι ο βαλές. Τον νοιάζει να μη λείπει από την κέντα, κι αν τον φάνε αποχωρεί διακριτικά. Έτσι κι αλλιώς στο τελικό μέτρημα είναι φιγούρα που μετράει, όχι μαλακίες. Έχει κύρος. Μυστήριο. Μια από τις ξενύχτικες αλλαγές χρόνου, του ’81 προς το ’82, τον είδα το Ρήγα, επιβλητικά αδιάφορο σε κείνο το σκουρόχρωμο εξώφυλλο δίσκου, τοποθετημένο όρθιο στο πάτωμα ακουμπισμένο στο σκρίνιο, δίπλα σε Depeche Mode, Police, Madness και Air Supply. Μπορεί να διαλέγανε τα λυκειόπαιδα τί θα μπει στο πικάπ, όμως παρέμενε πολύτιμη παράδοση η μουσική βεγγέρα τελευταία μέρα του χρόνου. Με το χαρτί να παίρνει φωτιά και τα χασμουρητά ν’ αναμιγνύονται με την ενοχλητική νεύρωση «θα τους κερδίσω όλους», ο Ρήγας έμεινε εκεί στη γωνία όλο το βράδυ. Αγνοούσα τότε ότι μας παρακολουθούσε ένας concept δίσκος για το ρίσκο, την έκσταση και τον κίνδυνο του τζόγου. Τα μυστικά του θα τα μάθαινα αργότερα. Χωρίς τράπουλα. O γεννημένος το Δεκέμβριο του ’48 Alan Parsons είχε ξεκινήσει στα 18 να δουλεύει στο τμήμα της ΕΜΙ που είχε δουλειά του την εγγραφή ηχοφραγημάτων σε μαγνητοταινίες και κατέληξε να δουλεύει στα Abbey Road Studios που διασυνδεόνταν οργανωτικά με το συγκεκριμένο τμήμα. Στάθηκε τυχερός από πολλές πλευρές. Οι περικοπές κόστους οδήγησαν σε απολύσεις κάποιων εργαζομένων των studio, στη θέση των οποίων προσλήφθηκαν μερικοί νεαροί, άπειροι και πιο φθηνοί μηχανικοί ήχου. Στην πρώτη του κιόλας παρουσία σαν μαθητευόμενος ηχολήπτης είχε την τύχη να παρευρίσκεται στα session ενός δίσκου με τίτλο “Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band”. Σύντομα απέσπασε την εμπιστοσύνη του Paul McCartney και συμμετείχε ενεργά στην ηχογράφηση του άλμπουμ “Abbey Road”, του τελευταίου πριν διαλυθούν οι Beatles που αναμενόμενα έφτασε στην κορυφή των τσαρτς παντού στον κόσμοαπό ένα συγκρότημα. Ακολούθησαν τα session για το "Atom Heart Mother" των Pink Floyd, το πρώτο άλμπουμ των Wings του McCartney και μετά η καθοριστική συμμετοχή του ως ηχολήπτης στο “Dark Side Of The Moon”, για την οποία και προτάθηκε για πρώτη φορά για Grammy ηχοληψίας το ’73.
Την επόμενη χρονιά γνωρίζει στα Abbey Road Studios τον Σκωτσέζο πιανίστα Eric Woolfson. Τρία χρόνια μεγαλύτερος του Parsons, o Woolfson δούλευε σαν session πιανίστας και ανεξάρτητος παραγωγός. Μετά την γενναία όσο και ριψοκίνδυνη απόφαση του Parsons να απορρίψει την πρόταση των Pink Floyd να γινει ο ηχολήπτης τους επιλέγοντας να βάλει μπροστά ένα δικό του “project”, ο Woolfson τον αναλαμβάνει ως manager. Μαζί ηχογραφούν μια σπονδυλωτή σύνθεση του Woolfson εμπνευσμένη από το έργο του μεγάλου Edgar Allan Poe. Αυτό και θα γίνει ο πρώτος δίσκος του “Project”, το “Tales of Mystery and Imagination” (UK#56, Αύγουστο και US#80 – Οκτώβριο του ’76).
Έχοντας το πλεονέκτημα ότι κατέχει τα μυστικά ενός από τα καλύτερα στούντιο στον κόσμο των Abbey Road Studios, το δίδυμο απαλλαγμένο εξαρχής από τη βασική υποχρέωση των συμβατικών ροκ γκρουπ – δεν σκοπεύουν να περιοδεύσουν- και με την πολυεθνική Arista Records να τους υποστηρίζει, προκύπτει παραγωγικό. Τρεις δίσκοι, όλοι βασισμένοι στη συνθετική σύζευξη Parsons και Woolfson, με ολοένα και μεγαλύτερη επιτυχία, ένας κάθε χρονιά, ο καθένας τους περιστρεφόμενος γύρω από ένα κεντρικό θέμα. Το “I Robot”, εμπνευσμένο από το ομώνυμο βιβλίο του Isaac Asimov για την τεχνητή νοημοσύνη, θα τους χαρίσει τον πρώτο τους πλατινένιο δίσκο στην Αμερική (US#9, Οκτώβριο ’77 και UK#30 τον Αύγουστο). Το “Pyramid” για τα μυστήρια των Πυραμίδων θα γίνει χρυσό (US#26 και UK#49, καλοκαίρι του ’78), το ίδιο και το “Eve”, που εξερευνά την μάχη των δύο φύλων (US#13, UK#74, φθινόπωρο ’79). Στο τέλος της δεκαετίας του ’70, το fm rock αποτελεί την πλέον προσοδοφόρο εκδοχή εμπορικής μουσικής μαζί με την disco. Ο ήχος του Project, άρτιος, απλός, καθαρός, πραγματικά κλινικός ακόμη και στις συνήθως συμφωνικές εξάρσεις του, ταιριάζει γάντι στα γούστα του ενήλικου ροκ ακροατηρίου Αγγλίας και Αμερικής. Εκτελεσμένη με ακρίβεια προσφέρει το ηχητικό βάθος και την οικειότητα της προσχεδιασμένης εξέλιξης που ζητά η απόλαυση της ακρόασης με άριστο ηχοσύστημα, αξία πολύ υψηλή στη δεδομένη χρονικηλ καμπή.
Το Alan Parsons Project είχε έναν ήχο δοκιμιακό, κατά τους επικριτές του άψυχο σαν ταπετσαρία χειρουργείου, που μπορεί να παραβληθεί περισσότερο με ανάγνωση βιβλίου και διατηρεί λίγα κοινά σημεία με το rollercoaster που υπόσχεται σχεδόν εξορισμού το ροκ. Όμως οι Parsons και Woolfson, κι οι δύο με περασμένα τα τριάντα, στοχεύουν στην εμπειρία του ακροάματος, όχι στην ψυχοσωματική διέγερση. Με τη βοήθεια, από το πρώτο κιόλας άλμπουμ, του 31χρονου Andrew Powell, σπουδαστή του Stockhausen, συνεργάτη του Pierre Boulez και μαέστρου στη διάσημη Λονδρέζικη Philharmonia Orchestra, διοχέτευσαν τις συνθετικές τους ιδέες μέσα από την καθαρότητα της ηχογράφησης, αναθέτοντας το εγχείρημα πρόκλησης συγκινήσεων στα ορχηστρικά μέρη και τις συναισθηματικές κορυφώσεις στην ποικιλία των τραγουδιστών που είχαν την πολυτέλεια κάθε φορα να προσκαλούν για να δώσουν μορφή στους στίχους τους. Το “Turn Of A Friendly Card”, ηχογραφημένο στο Παρίσι το χειμώνα του ’79 προς ’80 θα επικεντρωθεί στις πνευματικές παρενέργειες από τον εθισμό στα τυχερά παιχνίδια, συχνή διέξοδο ιδίως για τους άντρες που διέρχονται κρίση μέσης ηλικίας. Η κεντρική ιδέα ανήκει και πάλι στον Woolfson, ο οποίος πέρασε μια ολόκληρη νύχτα στο Καζίνο του Μόντε Κάρλο παρατηρώντας πρόσωπα και συμπεριφορές γύρω του, ενώ ο τίτλος προέρχεται από ένα κομμάτι που είχε γράψει παλιότερα. Είναι μάλιστα τόσο ενθουσιώδης με τη νέα θεματική, που ζητά και πείθει τον Parsons να τον αφήσει για πρώτη φορά να τραγουδήσει σε μερικά από τα κομμάτια του άλμπουμ. Χωρίς να σημαίνει ότι και αυτή τη φορά, οι φωνητικές μελωδίες του δίσκου δε θα σφραγίζονταν από ορισμένες προσφιλείς υπογραφές. Του Dave Terry -κατά κόσμον Elmer Gantry, των Stretch, που έγραψαν ιστορία με τη μεγάλη επιτυχία “Why Did You Do It?” (UK#16, 6/12/75)- του 34χρονου Σκωτσέζου με την πολυσχιδή όσο και non-star σόλο καρριέρα, Chris Rainbow, που τραγούδησε και στο “Eve” καθώς και του 23χρονου βρετανού πακιστανικής καταγωγής Lenny Zakatek με το βελούδινο βιμπράτο, ενός από τα αγαπημένα παιδιά του Parsons, o οποίος φρόντιζε και τη δική του – χαμηλότονη – σόλο καρριέρα.
Δίπλα στους Parsons και Woolfson που παίζουν και προγραμματίζουν ό,τι πλήκτρα ακούγονται, βρίσκονται οι σταθεροί συνεργάτες τους. Στα τύμπανα ο 27χρονος Stuart Elliot που αν και γνώρισε επιτυχία με τους Cockney Rebel, βρήκε πιο προσοδοφόρο τη session παροχή υπηρεσιών. O 31χρονος David Paton, που παράλληλα παίζει σε μια μπάντα που καθοδηγεί ο Parsons, τους Pilot, είναι στο μπάσο, ενώ ο 27χρονος Σκωτσέζος Ian Bairnson έχει αναλάβει όλες τις κιθάρες.
Η στουντιακή υπερομάδα εισάγεται στα αυλάκια του δίσκου από τα επικά πνευστά της Philarmonia που υπό την μπαγκέτα του Powell οδηγούν ομαλά σ’ ένα σταθερό funkοειδές beat. Με τη σειρά του, ο Elmer Gantry, με λιγώτερη βραχνάδα και περισσότερη αγωνία και ανασφάλεια αρθρώνει το κεντρικό θέμα του δίσκου.
«Κάτι δεν πάει καλά σήμερα στον Οίκο αυτόν Όσο ο Άρχοντας βγήκε να ιππεύσει, οι Υπηρέτες βάλθηκαν να παίξουν Κάτι δεν πάει καλά σήμερα στον Οίκο αυτόν Κάτι γίνεται εδώ κι ίσως κάποιος γι’ αυτό να πληρώσει Κάτι κακό συμβαίνει, θα βγει εκτός ελέγχου Είμαι αβοήθητος, να το φέρω στα ίσα δε μπορώ Κάτι άδικο έχει κατέχει την ψυχή μου Κι είναι κρύο μέσα στην κάψα της νύχτας».
Σημαντικό μέρος της μουσικής δύναμης του Project βρίσκεται πάντα στην αίσθηση χρονικού αποπροσανατολισμού που προκαλεί. Πού βρίσκεται ο αφηγητής; Στη μεσαιωνική, τη Βικτωριανή ή τη σύγχρονη Βρετανία; Η αδρεναλίνη του τζογαδόρου χύνεται στις φλέβες του σαν κάτι απειλητικό, ανθρωπίνως σταμάτητο, κι αυτό δεν έχει εποχή. Σαν ταινία του βρετανικού νέου κύματος, ο ήχος του Project – προσεκτικός, ελεγχόμενος, ακριβής - μεταδίδει με την φαινομενική ηπιότητά του μια αίσθηση καχυποψίας και αναστάτωσης, περιμένεις ανά πάσα στιγμή την αυτοσυγκράτηση των χαρακτήρων να σπάσει.
Το “GamesPeoplePlay” διατρέχεται από ένα appreggio προγραμματισμένο με συνθεσάϊζερ– την τέχνη που έχει εισαγάγει ο Pete Townshend από το “Who’s Next” και οι δύο συνεταίροι έχουν εύλογα εξελίξει. Πάνω του πατάνε γερά οι συγχορδίες του πιάνου, που οδηγούν τις κιθάρες του Bairnson. Τα φωνητικά του Lenny Zakatek πάνε να τυλίξουν το συναίσθημα στην αποστασιοποίηση ενός άχρονου αναθεωρητή, με αποτέλεσμα, αυτή η αποτυχημένη προσπάθεια να κάνει το τραγούδι ακαριαία απτό τον ακροατή.
«Πού πάμε μετά από ‘δω – τώρα που όλα τ’ άλλα παιδιά μεγαλώνουνε Και πώς τον καιρό μας θα περνάμε–ενώ δεκάρα δε δίνει κανείς; Δε θέλω άλλο εδώ να ζήσω, δε θέλω να μείνω Την υπόλοιπη ζωή μου δε θα περάσω σβήνοντας σιωπηλά Παιχνίδια των Ανθρώπων – Είσαι μέσα ή είσαι έξω Αυτά που λένε, νόημα δε βγάζουν Την αλήθεια σουο λέω εδώ και τώρα, δε με πιστεύεις; Παιχνίδια των Ανθρώπων – Βαθιά στη νύχτα μέσα»
To break στο μέσο – που τριμάρεται στην εκδοχή που προορίζεται για 45άρι single- παραπέμπει σε prog παρελθόν, δίνοντας ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην περίφημη αρμονία του Ian Bairnson που, σαν τον Άρτσι Γκέμμιλ, ανοίγει λίγα μέτρα τη μπάλα για να αποφασίσει αν θα κάνει τη σέντρα όπως τη θέλει ή θα μπουκάρει, κάνει χώρο στον εαυτό του για να ρίξει ένα από τα πιο σύμμετρα με τη φύση του τρακ κιθαριστικά σόλο που ηχογραφήθηκαν ποτέ. Όλα τα παραπάνω θα το οδηγήσουν στο tοp-20 του Billboard (US#16, Φεβρουάριος του ’81).
Το πρώτο κομμάτι με την προσγειωμένη, εμφορούμενη από δέος σαν από μέλος εκκλησιαστικής χορωδίας, φωνή του Eric Woolfson είναι το “Time”. Τα φωνητικά των δύο πρωτεργατών του Project συνδυάζονται σε μια μπαλλάντα με αραχνούφαντη, αλά “Us And Them” ενορχήστρωση, που ξεκινά με πιάνο και στην πορεία χρωματίζεται με ορχηστικό υπόβαθρο. Παρά την ελλειπτική μελαγχολία του στίχου («Αντίο έρωτά μου, ίσως για πάντα, η παλίρροια με περιμένει – Ποιός ξέρει αν πότε θα ξανασυναντηθούμε – όμως ο Χρόνος κυλά σαν ποταμός προς τη θάλασσα – ώσπου να χαθεί για πάντα»), θα γίνει η μεγαλύτερη επιτυχία του Project (US#15, Αύγουστος του ’81). Η παγερή κατήφεια μετριάζεται από το με την μινόρε, αγωνιώδη εισαγωγή και το ύπουλο funk σώμα “I Don’t Wanna Go Home”, όπου ο Lenny Zakatek περιγράφει την αυτοπαγίδευση του τζογαδόρου : «Είμαι ένα σκισμένο, ξεβρασμένο κουρέλι, εύχομαι να μην είχα γεννηθεί – Αλλά να γυρίσω σπίτι, δε θέλω». Η δεύτερη πλευρά συνιστά πιθανόν την καλύτερη πλευρά όλων των δίσκων του σχήματος. Ξεκινά με τον «Χρυσό Σακραβαίο». Το ινστρουμένταλ που έχει τον τίτλο της κλασσικής νουβέλας του Έντγκαρ Άλαν Πόε για το παράξενο έντομο, που στο μυαλό όσων το έχουν, φέρνει τύχη και αμύθητα πλούτη, ξεκινά μ’ ένα διαπεραστικό σφύριγμα σαν από σπαγγέττι γουέστερν και προχωρώντας οικοδομείται πάνω σε επάλληλες μελωδίες πλήκτρων (clavinet, autoharp, πιάνο, ό,τι μπορούν οι Parsons και Woolfson να προγραμματίσουν και να παίξουν), με πιο προτεταγμένη μια προσομοίωση σαξόφωνου.
Για να έρθει η σειρά του μεγαλεπήβολου “TheTurnofaFriendlyCard”. Οι δύο ιθύνοντες νόες του Project έχουν ξαναδοκιμάσει την φόρμα της σουίτας. Στο πρώτο άλμπουμ υπάρχει «Η Πτώση του Οίκου των Άσερ», μια 16λεπτη μίνι όπερα βασισμένη σε ένα άλλο –επίσης ομότιτλο- διήγημα του Πόε. Όμως, αυτή τη φορά, το ελάχιστα δευτερόλεπτα μεγαλύτερο από 16μισυ λεπτά επικό κομμάτι που κορυφώνει και κλείνει το δίσκο κάνει το υπόλοιπο υλικό να δείχνει συμβατικό. Έχει κι αυτό πέντε διακριτές οπερατικές πραξεις, με ξεχωριστό ύφος η κάθε μία, όπου το τυχαίο, το μοιραίο, η νεύρωση, ο εθισμός και η αποξένωση καθορίζουν την πορεία ενός πλάνητα χωρίς όνομα. Το πρώτο μέρος ξεκινά με την λιτότητα αγγλικής φολκ, φωνητικά από τον Chris Rainbow και διακριτική χρήση πλήκτρων από τον Woolfson.
H συνέχεια ροκάρει ελεγχόμενα με το “SnakeEyes” -ό,τι πιο κοντινό σε ραδιοφωνικό single, θα κάνει μέτρια πορεία στα τσαρτ (US#67, Νοέμβριο του 1981)- που περιλαμβάνει ένα καθαρό σόλο από τον Bairnson και είναι γεμάτο από ηχηγτικά εφέ από πραγματικό καζίνο. «Οι ήχοι του Καζίνο του Μόντε Κάρλο πίσω στη δεκαετία του ’70 ήταν πολύ διαφορετικοί. Μηχανικοί ήχοι, πραγματικά κέρματα να κουδουνίζουν μεταλλικά, άνθρωποι να εξωτερικεύουν το πάθος, την επιθυμία, την άγρια χαρά ή την απογοήτευσή τους. Ο Eric, η αλήθεια είναι, υπήρξε μια περίοδο τζογαδόρος. Είχε κολλήσει με έναν κουλοχέρη που σε περίπτωση jackpotυποσχόταν μια ολοκαίνουρια Ferrari. Δεν τα κατάφερε ποτέ, αν και είχε μερικές καλές βραδιές στη ρουλέτα. Κι εγώ βέβαια, δεν το αρνούμαι, έριξα.
Το ινστρουμένταλ “TheAceofSwords” έχει τσέμπαλο από τον Parsons, ένα ορχηστρικό ανέβασμα και σημεία όπου προσομοιώνουν τον χτύπο της ανθρώπινης καρδιάς οι δύο της ρυθμικής βάσης, David Paton και Stuart Elliot. Το δεύτερο σημείο του δίσκου με τον Woolfson στην πρώτη φωνή, είναι το μέρος με τίτλο “NothingLefttoLose” που έχει πλούσια δεύτερα, έντονα κοντά στους Bee Gees, και ακκορντεόν, αφήνοντας μια γλυκόπικρη αίσθηση, που είναι και η μόνη περιουσία που απομένει στον κατεστραμμένο παίχτη όταν η συγκίνηση του τζόγου ξεθωριάζει. Ο στίχος κινείται σε έναν προσγειωτικό διδακτισμό («Το βιβλίο τέλειωσε, γύρισες σελίδα – Ν΄αλλάξεις τη ζωή σου γίνεται, με χίλιους τρόπους – Η αυγή της λογικής τα μάτια σου φωτίζει – Με το κλειδί ανοίγεις της σοφίας το βασίλειο»), πριν σε αποπροσανατολίσουν μερικά μέτρα ρέγκε και έρθει το καλύτερο σημείο, εκεί που το ριφ του “Snake Eyes” επανακάμπει, κάποιος πατάει το γκάζι κι αρχίζουν τα hard rock σόλο, δίνοντας την αίσθηση ότι από τη συγκίμνης αυτή είναι δύσκολο ο παίκτης να ξεφύγει. “TheTurnofaFriendlyCard (PartTwo)” ολοκληρώνει συμφωνικά τραγούδι και άλμπουμ, μ’ ένα διφορούμενο μήνυμα που χαρακτηρίζει όλο το έργο του Project καθώς κι έναν σημαντικό αριθμό έργων τέχνης ποτισμένων με βρετανικότητα: «Το παιχνίδι ποτέ δεν τελειώνει, αφού όλος σου ο κόσμος εξαρτάται από το να σου γυρίσει ένα καλό χαρτί».
Το εξώφυλλο αυτό, με τον φίλιο στα ανήλικα μάτια μου Ρήγα, φωτιζόμενο σαν αγιογραφία σε θολωτό παράθυρο καθολικής εκκλησίας, αργότερα διάβασα ότι ανήκει στους Godley & Creme, ένα ακόμη περίφημο βρετανικό δίδυμο εικόνας και ήχου.
Ο Ρήγας δεν μ’ έθελξε ποτέ περισσότερο για κανένα λόγο, κι ας μάθαμε στην Πρώτη Λυκείου να παίζουμε πόκερ όλη η τάξη. Τους Alan Parsons Project όμως – ακόμη μού’ρχεται δύσκολο να πιστώνω το Project μόνο στον Alan, καθώς ο EricWoolfson, ο οποίος έφυγε από καρκίνο στο συκώτι το 2009, είχε τουλάχιστον ίσο μερίδιο στην έμπνευση και την υλοποίηση της μουσικής τους που έχει ξεπεράσει ατ πενήντα εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως- ήταν δύσκολο να τους ξεχάσω. Δεν είναι ότι έκανε διεθνώς αξιοσημείωτη επιτυχία (UK#38, 22/11/80 και US#13, 21, 28/2/1981). Είναι που στη μισή μας εφηβεία και παραπάνω, ο Χρήστος Οικονόμου στην εκπομπή του «Σάββατο Μία Μισή» είχε σήμα το “Lucifer” από το “Eve”, ενώ κάποιο αφανές τζιμάνι στην πολυάνθρωπη παραγωγή της «Αθλητικής Κυριακής» της ΕΡΤ, είτε είχε κεντράρει ότι οι Alan Parsons «βγάζανε κάτι ωραία μουσικά χαλιά» είτε, να μην αποκλείεται, ά κ ο υ γ ε Alan Parsons κι επέλεγε εν αγνοία του κοινού να διασώζει τη μουσική του προτίμηση σπρώχνοντας τα ινστρουμένταλ “Golden Bug”, “Sirius”, “Pipeline”, “Mammagamma”, “Hawkeye” και πάει λέγοντας στη δημόσια τηλεόραση κι από κει στο υπουνείδητό μας. Γιατί πάνω σ’ αυτά ακούγαμε τις Κυριακές τα βράδια τις φωνές του Βαγγέλη Φουντουκίδη, του Γιάννη Μαμουζέλου, του Νίκου Κατσαρού και του Στράτου Σεφτελή να μας σερβίρουν τα αποτελέσματα («και τα σημεία του ΠΡΟ-ΠΟ») της αγωνιστικής του πρωταθλήματος που είχε τελειώσει πριν από λίγες ώρες.
Κάτι τέτοιο, εξάλλου, εννούσε να εκθειάσει ο ποιητής με το «Γύρισμα του Καλού Χαρτιού»: Τις καλοπροαίρετες συγκυρίες που ενώνουν, σώζοντας από τη μικρότητα το ανθρώπινο γένος.