Και τότε, μπήκε ο Οκτώβριος του ’87....
Μη γελιέστε. Παρ’ ότι το “Power Of The Night” παίζεται αραιά και πού εν μέσω σκοτεινής μέθεξης στην υπόγα της Victoria, παρ’ ότι το “The Dungeons Are Calling” –απ’ το ανίερο e.p. με το κατσαβιδωμένο κρανίο στο εξώφυλλο- έχει κάνει το ντεμπούτο του υπό τα παρακρουσιακά φωτορυθμικά της Όμπρε, το παγερό φθινόπωρο του ΄87, από τους χεβυμεταλλάδες που ψώνιζαν δίσκους από τον πρώτο όροφο του “Happening” στη Χαριλάου Τρικούπη, πολύ λίγοι γνώριζαν τί εστί Savatage.
Μετά την τραγελαφική φλόμπα “Fight For The Rock”, δίσκο στον οποίο η Atlantic προσπάθησε με την πηχτή σα χυλό για νοσηλευόμενους σε σανατόριο παραγωγή του Stephan Galphas να τους μετατρέψει σε τρίτης κατηγορίας Quiet Riot, οι Savatage δεν είχαν πολλά περιθώρια. Κυρίως, γιατί ήξεραν ότι είχαν κάνει λάθος και γιατί. «Όταν έχεις τέσσερις τύπους που για πέντε χρόνια ζουν με ψωμί του τοστ και φυστικοβούτυρο, ό,τι και να τους προτείνεις, όπως και να τους καθοδηγήσεις, θα πέσουν στην παγίδα. Θα το κάνουν. Τί χειρότερο μπορεί να τους συμβεί;»
Αυτό θυμάται εκ των υστέρων ο Jon Oliva. Από τον οποίο, οι υπεύθυνοι της Atlantic είχαν φθάσει στο σημείο ακόμη και να ζητήσουν να γράψει κομμάτια που θα τα έλεγαν άλλοι, καθιερωμένοι καλλιτέχνες του ρόστερ της εταιρίας, όπως ο ...John Waite. Με το που το “Fight For The Rock” πατώνει, οι άνθρωποι της Atlantic Records αποφασίζουν να διακόψουν το συμβόλαιο, παρ’ ότι προβλέπει δύο ακόμη δίσκους.
Από το πουθενά, προκύπτει εν αγνοία των Savatage μια τελευταία ευκαιρία. Ένας μακρυμάλλης 30άχρονος, τυπικά συνεργαζόμενος με την Atlantic ως συνθέτης, δέχεται μια πρόταση. Αν αναλάβει εκείνος την παραγωγή του επόμενου δίσκου τους με το ελάχιστο κόστος που επιτρέψει το μπάτζετ, η Atlantic μπορεί να μην ξαποστείλει τη μπάντα αμέσως. Ο γεννημένος το ’56 στο Queens της Νέας Υόρκης μουσικός και συνθέτης μεγαλωμένος με Pink Floyd, Queen, Black Sabbath και κλασσική μουσική, που ξεκίνησε από παιδί για όλες τις δουλειές στη φίρμα των Leber-Krebs για να εξελιχθεί σε αυτόνομο promoter, θα αρπάξει την ευκαιρία.
Με το πρώτο αεροπλάνο πετάει στην Tampa, όπου κατοικοεδρεύει η μπάντα, η οποία έχοντας πάρει το μήνυμα ότι έχουν μείνει εκτός εταιρίας, δίνουν μια αποχαιρετιστήρια συναυλία. «Μπαίνω μέσα στην αίθουσα, ενώ η συναυλία έχω προχωρήσει αρκετά. Με το που ακούω τη φωνή του JonOliva, παθαίνω. Θυμάμαι να λέω από μέσα μου έκπληκτος “ο τύπος τις έχει τις τέσσερις οκτάβες !” Μετά τη συναυλία τους βρίσκω. Δεν είχα υπόψη μου για το υλικό τους. “Από πού πού ξεφυτρώσατε;” τους ρωτάω. Μου λένε “οι μάνατζερ λένε ότι το heavymetalείναι πια νεκρό, μς βάλανε και κάναμε έναν ποπ δίσκο και τα σκατώσαμε”. Οπότε, το κυριώτερο που έπρεπε να κανουμε με τον καινούριο δίσκο είναι να αποκτήσουν ξανά την αξιοπιστία τους. Τις επόμενες μέρες, ακούγοντας προσεκτικά τον τρόπο που έπαιζε κιθάρα ο Chrisκαι τη φωνή του Jon, τους λέω “παιδιά πιστεύω ότι μπορείτε να γίνεται η πρώτη prog – metalμπάντα”.
Είχα στο μυαλό μου μερικά μουσικά χωρία, ακριβώς στα μέτρα τους, φτιαγμένα λες αιώνες πριν, για να παιχτούν από μια metalμπάντα. Το “HallOfTheMountainKing” του EdvardGrieg. Το σκεφτόμουν ίσως δεμένο με κάτι πιο γνωστό, το “Mars, TheBringerOfWars” του GustavHolst”. Κανείς από την μπάντα δεν είχε στα ακούσματά του κλασσική μουσική.
Βρεθήκαμε τελικά μια ολόκληρη μέρα να συζητάμε πάνω στο θέμα αυτό».
«Έτσι ξεκίνησε μια μουσική συνεργασία που έμελλε να μακροημερεύσει αν΄μέσα σε μένα και τον Jon. Δεν είναι απλώς ένας τρομερός τραγουδιστής, είναι ένας από τους πιο ολοκληρωμένους μουσικούς που έχω γνωρίσει ποτέ. Παίζει κιθάρα, πιάνο, ντραμς, drums, όλα χωρίς να έχει πάει σε χολή, αυτοδίδακτος. Δεν έχει μόνο μια εντυπωσιακή φωνητική έκταση, έχει και το χάρισμα του MelBlanc. Του λες, “Jon, τραγούδησε εδώ σαν τον FreddieMercury Ή σ’ αυτό το σημείο θέλω να γίνεις ο JohnLennon”.
Ανοίγει το στόμα του κι ορκίζεσαι ότι ακούς αυτόν τον καλλιτέχνη που έφερες σαν παράδειγμα να τραγουδά στο δωμάτιο, δίπλα σου. Από την ικανότητά του αυτή, προκύπτει κι ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Ο,τιδήποτε κι αν του γράψεις, μπορεί να το ερμηνεύσει».
Για τον 30χρονο Paul O’ Neil η συνάντηση με κείνο το άγνωστο συγκρότημα από την Tampa ηταν η εκπλήρωση του πιο δυνατού από τα μουσικά του όνειρα. Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 ήταν σε μια μπάντα που λεγόταν Slow Burn και πάσχιζε να βρει έναν τραγουδιστή που να μπορεί να δώσει ζωή στις μελωδίες που συνέθετε. «Στο τέλος, κατάλαβα ότι πρόβλημά μου ήμουν εγώ ο ίδιος. Έγραφα μελωδίες που εκτείνονταν σε τρεις οκτάβες. Κανείς δε βρισκόταν να τις ερμηνεύσει. Στον Jon συνάντησα ένα πραγματικό φωνητικό θηρίο. Χτυπαει αυτές τις απίστευτα ψηλές νότες χωρίς καν να δοκιμάσει το φαλσέττο του. Τεράστια φωνή».
O Paul O’ Neil θα διοχετεύσει στην τετράδα από τη Florida όλη τη δημιουργική του ορμή. Γράφει τους περισσότερους στίχους, τους μιλά για το ύφος που «πρέπει» ν’ αποκτήσουν για να ξεχωρίσουν, ξημεροβραδιάζεται στο Record Plant Studios, κάνει υποδείξεις τόσο στον πιο φτηνό ηχολήπτη των στούντιο Jimmy Ball όσο και στους υπεύθυνους για τη μίξη Roy Cicala και Nick Schiralli, για ν' αποτυπώσουν τον ήχο των Savatage έτσι όπως εκείνος τον έχει στο μυαλό του. Επιμένει.
Όσο για τους τέσσερις της μπάντας, τους συντάσσει, τους διαμορφώνει, τους ακούει να τζαμάρουν. Έχει στα χέρια του μια δύναμη που την ενώνει και την σείει το αίμα: τον 27χρονο Jon Oliva και τον τρία χρόνια μικρότερο αδελφό του, Chris.
Ο πρώτος, παλεύοντας από μικρός με τα παραπανίσια κιλά του έχει μέσα στους τρεις δίσκους (κι ένα e.p.) γυμνάσει το ουρλιαχτό αδικημένης νυχτερίδας που έχει για φωνή, μεταμορφώνοντάς το σ’ ένα ερμηνευτικό πολυεργαλείο.
Ο δεύτερος, είναι ό,τι πιο πλούσιο, λυρικό και οξυγώνιο έχει παραγάγει το αμερικάνικο metal σε six-stringer μετά τον αδόκητο χαμό του Randy Rhoads.
Ο δίσκος ξεκινά μάλλον διερευνητικά με το προβλέψιμο “24 Hours Ago”, στο οποίο τα αδέλφια Oliva επιδιώκουν να βγάλουν μάτια. Ειδικά ο Chris, ορμά πάνω στο ριφ – το φέρον υπογραφή «εμού του ιδίου»- και σολάρει ακατάπαυστα, οδηγώντας το κομμάτι σ’ ένα παρατεταμένο jam, ενώ πριν ο Jon έχει κατ’ εξακολούθηση τρυπήσει τ’ αυτιά του ακροατή, εκτοξεύοντας του μια ελλειπτική ιστορία απόδρασης στιχουργημένη εκ των υστέρων – κάτι που προσδίδει στο τραγούδι μια έκκεντρη ποιότητα, ένα «κάτι έχει συμβεί εδώ που δεν μας το λένε ολόκληρο».
Είναι όμως από το δεύτερο κομμάτι και μετά που συνειδητοποιεί κανείς ότι ξετυλίγεται, μέσα από έναν πυκνό, ασύμβατο με το στεγνό μπάτζετ και τις ελάχιστες προσδοκίες της εταιρίας τους, ογκώδη ήχο, ένα fantasy trip που θα αποδειχθεί σπάνιας επιδραστικότητας για το αμερικάνικο metal. Ναι, έχουν προηγηθεί οι –εκπληκτικοί, όμως ελάχιστα τότε γνωστοί και σε μικρή εταιρία- Crimson Glory με το πρώτο τους άλμπουμ, οι με φτωχό ήχο αλλά δυνατοί Heir Apparent, οι σκληροτράχηλοι Omen, οι Lizzy Borden, οι Καναδοί Virgin Steele και το αυτάρεσκο μέχρις απωθήσεως κουαρτέτο του baby oil, το οποίο κατέληξε να παρωθεί ν’ «ανατινάξεις τα ηχεία σου με ροκ-εν-ρολ», όμως γκρουπ που να ανήκει σε πολυεθνική δισκογραφική εταιρία και να μπορεί να χωρέσει σε μια πλευρά βινυλίου κομμάτια όπως τα “Beyond The Doors Of The Dark”, “Legions” και “Strange Wings” δεν υπάρχει στις 28 Σεπτεμβρίου του ’87 που το άλμπουμ των Savatage τοποθετείται στις προθήκες των δισκοπωλείων.
Το πρώτο είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά του ήχου τους, όπως τον φορμάρισε ο Paul O’Neil.
Βαρύς, συμφωνικός, ορμητικός, με ξεσπάσματα, με μια φωνή που εγγράφεται βαθιά το μυαλό του ακροατή.
Όσο κι αν από το ’84 με τα “City Beneath The Surface” και “Sirens” οι Savatage έχουν ήδη καταθέσει σήμα για το μονολιθικό καλούπι του ήχου τους, ο καινούριος δίσκος είναι μια ευδιάκριτη υπόθεση αναβάθμισης αυτού του ήχου. Μέσα από λεπτομέρειες, που όμως κάνουν τη διαφορά, ιδίως στην ηχογράφηση, τη μίξη και το φινίρισμα, όπως τα ψευδοχορωδιακά φωνητικά που εμφανίζονται συχνά πυκνά ως αντίστιξη στην σκληρή σαν γιγαντιαίο διατρητικό μηχάνημα φωνή του Jon Οliva.
Ακολουθεί το “Legions”, το χτισμένο πάνω σε μια μπασογραμμή του John Lee Middleton που όλο και δυναμώνει ποτίζοντας τον ακροατή μ’ ένα υψηλής απόσταξης μεταλλικό groove, για νά’ρθει και μια και δυό φορές ο Chris Oliva να χτυπήσει με πυκνές ριπές από νότες. Και μετά έρχεται το “Strange Wings”, ένα για άλλα συγκροτήματα ιδανικό single, χάρις, μεταξύ άλλων, στο ιδιοφυώς μελωδικό του ρεφραίν, όπου ο ελάχιστα γνωστός τότε Ray Gillen, λίγο μετά το αποτυχημένο πέρασμα απ’ τους Sabbath, κάνει ένα αλησμόνητο σιγόντο στον Jon Oliva. Ρεφραίν και κουπλέ σε τυλίγουν με μια μαύρη κάπα και σε απογειώνουν σε μια νυχτερινή υπερπτήση – οι φωνές των δύο όπως ακολουθεί στα ύψη η μία την άλλη, είναι απλά συνταρακτικές.
Για να έρθει η δεύτερη πλευρά, που ανοίγει με το έπος που ο Paul O ‘Neil είχε στο μυαλό του ως ιδανικό για την μεταλ-μόρφωση των Savatage. Ο Νορβηγός μουσικοσυνθέτης Edvard Grieg είχε συνθέσει το κομμάτι “In The Hall Of The Mountain King” αρχικά ως ορχηστικό το 1875, για να ντύσει την 6η σκηνή ενός θεατρικού έργου που είχε γράψει οκτώ χρόνια νωρίτερα ο κορυφαίος – επίσης Νορβηγός- θεατρικός συγγραφέας Χένρικ Ίψεν με τίτλο “Peer Gynt”. Με το πέρασμα των ετών όμως, η αναγνωρισιμότητά του το έφερε να παίζει κύριο ρόλο στη στην τελευταία σκηνή του έργου. Έτσι και εν έτει 1987.
Το “Prelude To Madness”, η διασκευή στο θέμα του Grieg, με εισαγωγή από το “Mars The Bringer Of War” του Gustav Holst είναι αυτό που κορυφώνει την πλοκή στο δισκο, δίνoντας με συνταρακτική αρμονία τη θέση του στο ομώνυμο εξάλεπτο επίκεντρο. Το “Hall Of The Mountain King” είναι ένα αριστοτεχνικό κομμάτι μέταλλο τυλιγμένο σε μυθική ατμόσφαιρα, με τον Chris Oliva να χτίζει το χαλύβδινο ριφ και να το περιτυλίγει με κιθαριστική φρασεολογία που αναλογεί στον πιο παραστατικό διηγηματογράφο και τον Jon Oliva να αλυχτάει -αυτή η συγκοπική ανάσα κραυγή “ah-ah-ah”, 28 φορές πριν σκίσει την οροφή με την 29η και σκάσει σαν ηλεκτρική εκκένωση το σόλο, εγκαθίσταται με το πρώτο άκουσμα στις πλέον συναρπαστικές στιγμές της metal ιστορίας.
Τη fantasy ατμόσφαιρα ολοκληρώνει το εξώφυλλο του Gary Smith, του γραφίστα που σχεδίαζε με αερογράφο τα σκάφη από τις κιθάρες του Criss Oliva. Ένας σκυθρωπός βασιλιάς, δαιμονική λες φιγούρα από πίνακα του Francis Bacon, με ολόλευκη γενειάδα και κορμό υπεραθλητή, στο θρόνο του, μπροστά από τα σύμβολα της ισχύος – χρυσά πλούτη που ξεχειλίζουν απ’ το σεντουκι, πολυκαιρισμένος ανοιχτός τόμος που υπαινίσσεται σοφία και μυστικά και κοφτερός διπλός πέλεκυς που παραπέμπει στο άρρητο δόγμα κάθε μονοκρατορίας -ό,τι δεν πείθεται, αποκεφαλίζεται.
Δεν ήταν βέβαια μόνον το ορχηστρικό του Grieg που έμοιαζε έτοιμο επί έναν αιώνα να μεταλλοποιηθεί, αλλά και το ίδιο το δισκογραφημένο κομμάτι, το οποίο ζητούσε διακαώς βίντεο κλιπ. Προβάλλεται πρώτη φορά στη μεταμεσονύχτια εκπομπή του MTV “Headbangers Ball” τον Οκτώβριο του ΄87. Το εξάλεπτο θολό παραμύθι, με τον άπληστο νάνο να πέφτει τυχαία σε μια κρύπτη μέσα στο δάσος, να καταλήγει στη σπηλιά του Ορεσίβιου Βασιλιά, όπου η μπάντα παίζει και κείνος, μαρμαρωμένος, ζωντανεύει μόλις ο νάνος πάει να δραπετεύσει με μια αγκαλιά λάφυρα θεάται με οικειότητα, σε μια εποχή που η ταινία “Excalibur” του Boorman, έξι χρόνια παλιά, κάνει πλέον θραύση διεθνώς και στα ενοικιαζόμενα βίντεο, ενώ οι πιο πρόσφατες με fantasy θέματα, το “Legend” του Ridley Scott και το “Labyrinth” με τον David Bowie στο ρόλο του Jareth του Βασιλιά των Ξωτικών, σημείωσαν σημαντική εισπρακτική επιτυχία.
Σχεδόν κανείς βέβαια δεν μπορούσε, πίσω από το παραπλανητικά προσιτό βίντεο, να υποψιαστεί ότι αυτή η “insanitywiththepowerthatitbrings” του πανίσχυρου στην απομόνωσή του μονοκράτορα, ήταν από τις πρώτες στιχουργικές μεταφορές που χρησιμοποίησε –με τη βοήθεια του O’ Neil- ο Jon Oliva για να μιλήσει για τη δική του –σχετικά χαλιναγωγημένη ακόμη τότε- εξάρτηση από την κοκαίνη. Πράγμα που –με την εκ των υστέρων γνώση- είναι διακριτό και στα δύο κομμάτια που ακολουθούν: “The Price You Pay” και “White Witch” (με κοπάνημα άγριο, σαν παρμένο από τους πρώτους δίσκους τους). Το δε αποκαλυπτικό “Devastation”, με το ριφ των Sabbath “Hole In The Sky καρφωμενο” στο μυοκάρδιο, διακατέχεται κι αυτό από την διαδεδομένη σκοτοδίνη του εθισμένου στη σκληρή ντρόγκα, που τού’ ρχεται φυσικά να προβλέπει ή να οραματίζεται ότι κάποια στιγμή, κοντοζυγώνει το τέλος των πάντων, καθαίροντας έτσι και το δικό του μαρτύριο.
Η μπάντα θα βγει στο δρόμο από 18 Σεπτεμβρίου από τα μέρη τους, το St. Petersburgh της Φλόριντα. 30 ακόμη εμφανίσεις μέχρι το τέλος του χρόνου θα ακολουθηθούν από 67 ακόμη μέσα στην επόμενη χρονιά. Αρχικά, μέχρι το τέλος Μαρτίου του ’88, ανοίγοντας το πρόγραμμα στην περιοδεία “Dream Evil” του Dio, μαζί με τους Megadeth. Στη συνέχεια, σε εναλλασσόμενα σχήματα με Sanctuary, Testament, Nuclear Assault, Helstar.
To “Hall of the Mountain King” δε θα φτάσει ποτέ πιο ψηλά από το No. 116 στο top-200 του Billboard (10/10/87), όμως, έναν χρόνο περίπου μετά την κυκλοφορία του, το παγκόσμιο metal κοινό γνωρίζει πλέον με τί έχει να κάνει.
Είναι heavy, έχει δύναμη και δεν θ’ αλληθωρίσει ποτέ ξανά προς το mainstream. Είναι ένα βήμα πιο μπροστά από τους κακόφωνους ιεράρχες Manilla Road και Cirith Ungol, πιο συμπαγές και φροντισμένο από τους διαρκώς δεινοπαθούντες στις στουντιακές τους κυκλοφορίες θρυλικούς Riot, σαφώς πιο αιχμηρό από τους εγκεφαλικούς αλλά κάπως φλύαρους Fates Warning.
Κάπως άχαρος, ταυτολογικός και εσωστρεφής ο όρος, αλλά όλοι αυτό εννοούν, όσο κι αν δεν συμφωνούν και πολύ στο πώς θα το αρθρώσουν: για καλό ή για κακό, το μέταλ των μεταλλάδων, το power metal, έχει μόλις γεννηθεί.