H φωνή και η ψυχή των Warrant, γεννήθηκε την 1η Φεβρουαρίου του 1964, στην πόλη Akron του Ohio των ΗΠΑ. Το πραγματικό του όνομα ήταν John Kennedy Oswald, προς τιμήν του προσφάτως -τότε- αδικοχαμένου αμερικανού προέδρου, John F. Kennedy (τραγική ειρωνεία:και οι δύο “έφυγαν” στην ίδια περίπου ηλικία).
Εντελώς συμπτωματικά, το όνομά του συνδύαζε εκτός από το όνομα του προέδρου, και το όνομα του δολοφόνου του J.F.K. (Lee Harvey Oswald). Αργότερα, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο Lane, οι γονείς του άλλαξαν το όνομά του σε John Patrick Oswald.
Ο John ήταν ο μικρότερος από τα 5 παιδιά του Robert και της Eileen Oswald. Είχε άλλες 3 αδελφές και έναν αδελφό 13 χρόνια μεγαλύτερο, τον Eric Oswald, ο οποίος ήταν σπουδαίος κιθαρίστας και το βιογραφικό του περιλάμβανε συνεργασίες με γνωστά ονόματα, όπως τον Joe Walsh.
Από τον αδελφό του, o μικρός John “κόλλησε” το μικρόβιο της rock μουσικής. Από πολύ νωρίς μυήθηκε σε ακούσματα όπως αυτά των Beatles και, στην τρυφερή ηλικία των 6 μόλις Jani Laneετών, έμαθε να παίζει drums.
Μέχρι και τα 11 του εμφανιζόταν ως drummer- παιδί- “θαύμα” δίπλα στον Eric, σε διάφορα club της περιοχής, υπό το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο "Mitch Dynamite", ενώ μέχρι τα 15 τζάμαρε με τους Cyren, την πρώτη του μπάντα.
Στο Γυμνάσιο, αποδείχθηκε ότι έχει μεγάλη έφεση και στον αθλητισμό, έχοντας κερδίσει πολλές διακρίσεις στις διάφορες ομάδες που συμμετείχε. Παρόλα αυτά, η μουσική ήταν αυτή που τον είχε κερδίσει προ πολλού, αφού εκτός από drums, ήξερε επίσης να παίζει πολύ καλή κιθάρα και πιάνο και πρωταγωνιστούσε σε διάφορες σχολικές μουσικο-θεατρικές παραστάσεις. Μετά την αποφοίτησή του, το 1982, ζητά τη συμβουλή του πατέρα του, "Ozzie", όπως τον αποκαλούσε (το ίδιο παρατσούκλι είχε και ο ίδιος ως παιδί), ο οποίος του συνέστησε να πάει στο κολλέγιο και να πάρει πτυχίο.
Λογικό, για έναν μορφωμένο συγγραφέα, όπως ήταν ο Robert Oswald, να θέλει το παιδί του να σπουδάσει. Μετά από έναν μεγάλο καβγά, και αποφασισμένος να κυνηγήσει το μεγάλο του όνειρο, ο νεαρός Lane απορρίπτει την υποτροφία στις μουσικο-θεατρικές σπουδές και μετακομίζει στη Florida, όπου παίζει drums και τραγουδάει για τους Dorian Gray, μια cover μπάντα, με τους οποίους περιόδευσε επί 3 χρόνια. Σύντομα ο Lane κατάλαβε ότι αυτό που πραγματικά επιθυμούσε ήταν να βγει Jani Laneμπροστά τραγουδώντας τις δικές του συνθέσεις, και όχι απλά να παίζει “κρυμμένος” πίσω από ένα drum kit.
Μη χάνοντας καιρό, ξεκινά μαθήματα φωνητικής και μαζί με τον καλό του φίλο, Steven Chamberlin “Sweet”, ξεκινούν με προορισμό το Hollywood, την πόλη των μεγάλων ευκαιριών και των εκπληρωμένων ονείρων.
Για τα πρώτα έξοδα, αναγκάζεται να πουλήσει τα drums του. Στο L.A., ιδρύει τους Plain Jane, με τους οποίους ανοίγουν συναυλίες για μπάντες όπως οι Guns N' Roses. Εκείνη ακριβώς την περίοδο ο Lane υιοθετεί το καλλιτεχνικό όνομα “Jani Lane”, εμπνευσμένο από τον τρόπο που πρόφεραν οι Γερμανοί παππούδες του το Johnny (ως “Jani”). Την ίδια περίοδο, προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην, ο Lane αναζητά εργασία σε μια αποθήκη πορνογραφικών εμπορευμάτων. Οι Plain Jane δεν κατάφεραν να κλείσουν κάποια ενδιαφέρουσα επαγγελματική συμφωνία και πάνω που ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν και να γυρίσουν πίσω στη Florida, μια μπάντα ονόματι Warrant τους προσεγγίζει. Ο Lane θυμάται χαρακτηριστικά:
“Βρήκαμε ένα σημείωμα στην πόρτα που έγραφε: “Είμαστε τα παιδιά από τους Warrant. Ο τραγουδιστής και ο drummer μας μόλις αποχώρησαν. Εάν μπορείτε να γράψετε κομμάτια, ελάτε στο studio και θα δούμε τι θα γίνει…”
Ο Steve κι εγώ πήγαμε και τους παίξαμε τα “Down Boys”, “Heaven” και “DRFSR”. Τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία…”Jani Lane.Κάπως έτσι σχηματίστηκαν οι Warrant, με την μορφή που τους μάθαμε. Στην αρχή ήταν δύσκολο να κλείσουν δισκογραφική συμφνία. Στον δρόμο τους όμως βρέθηκε η manager, Jamie S., η οποία τους βοήθησε σημαντικά, χρηματοδοτώντας τα πρώτα demo τους και συστήνοντάς τους σε ανθρώπους του χώρου.
Αμέσως προσήλκυσαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων της A&M records, οι οποίοι συμπεριέλαβαν ένα από τα demo τους στο soundtrack της ταινίας “Bill& Ted’s Excellent Adventure” (1989).Τότε γνωρίζουν και τον manager Tom Hullet (Beach Boys, Led Zeppelin, Elvis Presley, etc.) που τους κανονίζει συμβόλαιο με την Columbia Records ένα μήνα αργότερα. Ο Hullet έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Lane. Για αυτόν υπήρξε φίλος, σύμβουλος και πνευματικός καθοδηγητής, μια δεύτερη πατρική φιγούρα στη ζωή του. Ο χαμός του το 1993, του στοίχισε πολύ. Το ντεμπούτο των Warrant πραγματοποιείται με το album “Dirty Rotten Filthy Stinking Rich”, που κυκλοφορεί την ημέρα των γενεθλίων του Lane, το 1989, και από το οποίο προκύπτουν 3 επιτυχημένα single:
τα “Heaven”, “Down Boys” και “Sometimes She Cries”, όλα συνθέσεις του Lane.
Σημειωτέον ότι το “Heaven” το είχε γράψει ο τραγουδιστής για τον πατέρα του, το 1982, όταν είχε κινδυνεύσει η ζωή του μετά από δυο σοβαρά εγκεφαλικά επεισόδια το καλοκαίρι του 1990 οι Warrant ξαναμπαίνουν στο studio για την ηχογράφηση του επερχόμενου νέου δίσκου τους. Μετά την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων, ο διευθυντής της Columbia ζητά από τον Lane ένα επιπλέον κομμάτι, και συγκεκριμένα κάτι αντίστοιχο του “Love In An Elevator”, των αγαπημένων του Aerosmith.
Φτάνουν μόνο ελάχιστα λεπτά, και ο Lane γράφει το “Cherry Pie”, τη μεγαλύτερη επιτυχία των Warrant και το κομμάτι που οδήγησε την μπάντα στην απόλυτη δόξα. Η… “κερασόπιτα” γράφτηκε πάνω σε ένα κουτί πίτσας, το οποίο αποτελεί και έκθεμα στο Hard Rock Café της Florida. Το ομώνυμο album έγινε τελικά 3 φορές πλατινένιο, και οι Warrant αναδείχθηκαν στους απόλυτους rock superstars.
Παραδόξως, ο Lane φαίνεται ότι είχε ανάμεικτα συναισθήματα όσον αφορά το “Cherry Pie”. Από τη μία ήταν ευγνώμων για την τεράστια επιτυχία, αλλά από την άλλη μετάνιωνε που τελικά οι Warrant κατέληξαν να είναι γνωστοί από ένα κομμάτι που γράφτηκε κυριολεκτικά στο πόδι, ενώ είχαν τόση ποιότητα να προσφέρουν. Σε ντοκιμαντέρ του VH1, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: “Θα μπορούσα να αυτοπυροβοληθώ που έγραψα αυτό το κομμάτι”.
Πράγματι, πολλοί έχουν στο μυαλό τους τον Lane ως “τον τύπο από το "Cherry Pie” και τους Warrant ως την μπάντα της μιας επιτυχίας. Αυτό ήταν που και ο ίδιος μισούσε. Στην πραγματικότητα, και για όσους το έχουν ψάξει λίγο παραπάνω, τα κομμάτια των Warrant είναι από τα λίγα ποιοτικά του λεγόμενου 80’s hair-metal, τόσο από στιχουργικής, όσο και από μουσικής άποψης. Στα γυρίσματα του video-clip για το “Cherry Pie”, ο Lane γνωρίζει το μοντέλο Bobbie Brown, με την οποία ερωτεύονται και τελικά παντρεύονται τον Ιούλιο του 1991. Με την ξανθιά σεξοβόμβα ο τραγουδιστής απέκτησε την πρώτη του κόρη, Taylar Jayne Lane, τον Ιανουάριο του 1992.
Ο Lane δήλωνε τότε: “Η Bobbie είναι η πιο υπομονετική κοπέλα που έχω γνωρίσει ποτέ. Όλα είναι υπέροχα στη ζωή μου!” Από το δεύτερο album των Warrant, προέκυψαν 2 ακόμα επιτυχημένα single, τα “I Saw Red” και “Uncle Tom's Cabin”.
Το 1992 η μπάντα συμμετέχει στο soundtrack της ταινίας “Gladiator” με δυο κομμάτια: το “The Power” και μια εξαιρετική διασκευή του κλασσικού “We Will Rock You”. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και το “Dog Eat Dog”, το οποίο γράφτηκε εξ’ ολοκλήρου από τον Lane. Δυστυχώς, η τρίτη δουλειά των Warrant δεν είχε την τύχη των δυο προηγούμενων και κατάφερε απλά να γίνει χρυσή, πουλώντας μόλις 500.000 κόπιες. Το ενδιαφέρον τόσο του κοινού όσο και των εταιρειών εκείνη την εποχή μονοπωλούσε, φυσικά, το νεοσύστατο grunge, κάνοντας τα πράγματα ιδιαίτερα δύσκολα για τους -άλλοτε επιτυχημένους- Warrant. Jani Lane Ειδικότερα ο Lane, φαίνεται ότι διένυε τη δυσκολότερη περίοδο της ζωής του, αφού πρώτα χάνει τον manager του και στενό του φίλο, Tom Hullet, από καρκίνο το 1993, έπειτα χωρίζει από τη γυναίκα του (1994) και το 1995 χάνει και τον πατέρα του.
Απογοητευμένος, ο τραγουδιστής εγκαταλείπει το σχήμα τον Μάρτιο του 1993 και κάνει την πρώτη του επιχειρηματική κίνηση ανοίγοντας το δικό του club στη Florida (“Jani Lane’s Sunset Strip”). Ποτέ βέβαια δεν σταμάτησε να γράφει τραγούδια, αφού όπως έχει δηλώσει, αυτό αποτελούσε ανέκαθεν την ψυχοθεραπεία του και τον καλύτερό του φίλο. Το φθινόπωρο του 1994, αποφασίζει να επιστρέψει στους Warrant και μαζί κυκλοφορούν δύο νέα album, το “Ultraphobic” (1995) και το “Belly to Belly” (1996), μέσω της ανεξάρτητης CMC International.
Περιττό να αναφέρουμε, βέβαια, ότι και οι δυο δουλειές δεν πήγαν καθόλου καλά, δεδομένης της γενικότερης κατάστασης στα μουσικά δρώμενα στα 90’s... Παρά την αποτυχία, και οι δυο αυτές δουλειές δεν παύουν να αποτελούν ένα ακόμη πειστήριο της συνθετικής δεινότητας του Lane... Το 1996, ο τραγουδιστής κάνει τον δεύτερο γάμο του, αυτή τη φορά με την Rowanne Brewer, πρώην μοντέλο και “Miss Maryland USA”, και αποκτά τη δεύτερη κόρη του, Madison Michelle Lane, το 1997 (ο γάμος τους έληξε το 2004). Την ίδια χρονιά (1997) οι Warrant κυκλοφορούν το “Warrant Live 86-97”, ενώ το 1999 το “Greatest & Latest”. Το 2001, κυκλοφορεί το “Under the Influence”, ένα album με διασκευές που αποτελεί και την τελευταία ηχογράφηση του Lane με τους Warrant. Ο τραγουδιστής αποχωρεί για δεύτερη φορά το 2002, λόγω προσωπικών και επαγγελματικών διαφορών με τους υπόλοιπους.
Την ίδια περίοδο, δουλεύει πάνω σε ένα solo project με τον τίτλο “Jabberwocky”, το οποίο όμως δεν κυκλοφόρησε ποτέ επισήμως. Η πρώτη του προσωπική δουλειά κυκλοφορεί τελικά το 2003 με τον τίτλο “Back Down To One”, μέσω της αγγλικής Z Records. Το 2004 αποτέλεσε μια δύσκολη χρονιά για τον τραγουδιστή, αφού χάνει την πολυαγαπημένη του μητέρα. Σε δήλωσή του αργότερα αποκάλυψε:
“Δεν έχω ξεπεράσει, ούτε και πρόκειται να ξεπεράσω ποτέ, τον θάνατο της μητέρας μου”. Το 2005, ο Lane συμμετέχει στο reality show του VH1 με τον τίτλο “Celebrity Fit Club 2”, όπου, μαζί με άλλους διάσημους, συναγωνίζονταν στην απώλεια βάρους.
Εν τω μεταξύ, οι Warrant κυκλοφορούν το 7ο studio album τους, με τον τίτλο “Born Again”, το 2006, με τον Jaime St. James (ex-Black N' Blue) στα φωνητικά. Το 2008, η μπάντα ενώνει για μια ακόμη φορά τις δυνάμεις της με τον Lane, και με την αρχική αυθεντική σύνθεση, πραγματοποιούν μια σειρά από συναυλίες το καλοκαίρι του 2008.
Τελικά, τον Σεπτέμβριο του ‘08, λίγους μόλις μήνες μετά την επανένωση, ο Lane αποχωρεί για τρίτη και οριστική φορά από το σχήμα. Τη θέση του παίρνει ο Robert Mason, με τον οποίο οι Warrant κυκλοφόρησαν το 8ο σε σειρά album τους, με τον τίτλο “Rockaholic”, τον Μάιο του 2011. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, ο Lane δάνεισε τα φωνητικά του σε δουλειές άλλων καλλιτεχνών, συμμετείχε στο super-group Saints of the Underground (με τους οποίους κυκλοφόρησε το album “Love the Sin, Hate the Sinner”, το 2008), ενώ έχει συμμετάσχει και σε ταινίες (το ενδιαφέρον του για την υποκριτική είχε ξεκινήσει από το σχολείο, αλλά και πολύ αργότερα, όταν στις αρχές του ’90 εμφανίστηκε στις ταινίες “Caged Fear” και “High Strung”). Τα τελευταία χρόνια, είχε γίνει γνωστό ότι ο τραγουδιστής αντιμετώπισε αρκετά σοβαρά προβλήματα με τον αλκοολισμό, την κατάθλιψη και τη παχυσαρκία. Το 2009, μάλιστα, είχε συλληφθεί να οδηγεί υπό την επήρεια αλκοόλ, ενώ το 2010 εξέτισε ποινή 4μηνης φυλάκισης για τον ίδιο λόγο. Σε μια ειλικρινή δήλωση ψυχής, είχε πει τότε: “Οι άνθρωποι έχουν την εκπληκτική ικανότητα να συγχωρούν. Εγώ πρέπει να αρχίσω με το να συγχωρήσω τον εαυτό μου”. Στις 13 Μαρτίου του 2010, σε μια τελευταία προσπάθεια να φτιάξει τη ζωή του, ο Lane παντρεύεται για 3η φορά, με τον “έρωτα της ζωής του” (όπως ο ίδιος την έχει αποκαλέσει), Kimberly Nash. Την ίδια χρονιά, περιόδευσε με τους Great White, αντικαθιστώντας τον Jack Russell, που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Στις 11 Αυγούστου του 2011, ο κόσμος του rock ‘n roll χάνει έναν από τους πιο ταλαντούχους μουσικούς του.
Ο Jani Lane βρίσκεται νεκρός στο ξενοδοχείο Comfort Inn, στην California. Ήταν μόνο 47 ετών. Πηγές αναφέρουν ότι στο δωμάτιο βρέθηκαν χάπια και ένα μπουκάλι vodka. Οι ειδικοί αποκλείουν το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας και πιθανολογούν -κατά λάθος- υπερκατανάλωση ουσιών. Τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων αναμένονται να δώσουν σαφή απάντηση στα ερωτήματα. Ο Jani Lane ήταν ένας χαρισματικός καλλιτέχνης, ο οποίος, με τις εμπνευσμένες δημιουργίες του, κατάφερε να αγγίξει τις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων. Σαν άνθρωπος, υπερευαίσθητος και εύθραυστος –όπως όλοι οι καλλιτέχνες-, ζούσε καθημερινά παλεύοντας με τους δαίμονές του και τελικά νικήθηκε από τα ίδια του τα πάθη. Είναι πραγματικά θλιβερό αν σκεφτεί κανείς ότι ο άνθρωπος αυτός, που αγαπήθηκε από τόσο πολύ κόσμο, πέρασε το τελευταίο του βράδυ με χάπια και αλκοόλ, μόνος του σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Για έναν τόσο χαρισματικό άνθρωπο, αυτό το τέλος ήταν πρόωρο, τραγικό και χωρίς νόημα. Ο τρόπος που πέθανε δεν έχει αίγλη, αλλά ούτε αποτελεί και έκπληξη. Ο Jani Lane αποτελεί κομμάτι της ροκ ιστορίας. Ανήκει στους χαρακτήρες εκείνους που ζουν έντονα και πεθαίνουν νέοι (“live hard, die young”, αγγλιστί). Στο τέλος της αυτοβιογραφίας του στο διαδίκτυο, ο Jani είχε γράψει: “...και να ξέρετε ότι κάθε μέρα που είμαστε ζωντανοί είναι και ένα δώρο και είμαι πραγματικά ευγνώμων για όλους εσάς!” (“...and know that everyday above ground is a gift and I’m truly grateful for each and every one of you!”) ...Και εμείς ευχαριστούμε, Mr. Lane, για την υπέροχη μουσική που έντυσε στιγμές της ζωής μας και το www.rocktime.gr πάντοτε θα σας μνημονεύει.
“...this is life, and sometimes life fails… thought I'd let you know, just before you go…” (Warrant, “Letter To A Friend”).
Rest in peace!!...