The Golden Age of Leather: Η ιστορία των BLUE ÖYSTER CULT

17/06/2021

Κατηγορία: Golden Years

14580

Το καλοκαίρι του ’87 είναι το δεύτερο πιο ζεστό των τελευταίων τριάντα χρόνων. 44άρι για δέκα μέρες, πάνω από πενήντα θύματα στην Αθήνα. Στις 14 Ιουνίου η Εθνική παίρνει το Ευρωμπάσκετ με τις βολές του τίμιου γίγαντα. Το εθνικό παραλήρημα ευδαιμονίας ανακόπτεται απότομα.

 

Στις 25 αποκαλύπτεται ένα διαμελισμένο γυναικείο σώμα σ΄έναν κάδο σκουπιδιών, σε μια από τις συγκλονιστικώτερες υποθέσεις των εγκληματολογικών χρονικών. Κάποιες εφημερίδες κάνουν δισέλιδο “σαλόνι” το πτώμα. Αποτροπιασμός.
Σα να μην έφταναν όλα αυτά, Πέμπτη, 9 Ιουλίου 1987, δέκα παρά το βράδυ βρίσκομαι στριμωγμένος ανάμεσα σε κάτι χιλιάδες τζινοφορεμένους  μαλλιάδες (οι περισσότεροι wannabe και οι πολύ λιγώτεροι ολοκληρωμένοι) στο γήπεδο της Λεωφόρου, μετά από κοπιώδεις προσπάθειες να πείσω τους δικούς μου ότι οι “φασαρίες” που είχε ακουστεί ότι έγιναν την προηγούμενη έξω από το γήπεδο ήταν “υπερβολές των δημοσιογράφων”.
Είμαι 16, η δεύτερη συναυλία μου μετά τους Saxon, από B. Ö. C. έχω γραμμένο σε κασσέτα το “Extra Terrestrial Live” και το “Club Ninja” σε κασσέτα CBS (αυτή με την πορτοκαλί ράχη και το λευκό περιθώριο πάνω και κάτω από την –πάντοτε χάλια- αναπαραγωγή του εξωφύλλου) και είμαι αποφασισμένος να χαθώ μέσα στη δίνη του πρώτου συγκροτήματος “που το είπαν heavy metal”. Μιάμιση ώρα αργότερα, μέσα σε σάουνα και με τα αυτιά θολωμένα από white noise, φαίνεται να τα έχω καταφέρει.



Ο Eric Bloom μπαίνει στη σκηνή πάνω σε μία μηχανή. Κάτι λέει που δεν μπορώ να πιάσω. Σκύβει και βάζει το μικρόφωνο κοντά στην εξάτμιση. Το μαρσάρισμα ακούγεται εκκωφαντικό και ξεκινάει το “Born To Be Wild”.
Είτε έχουμε είτε όχι στη μνήμη μια αντίστοιχη στιγμή, τα κομμάτια τους τα γνωρίζουμε όλοι. Πάντα ζητάει μια ματιά παραπάνω η ιστορία των BLUE ÖYSTER CULT.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ : ΔΑΙΜΟΝΙΚΟΙ ΜΗΧΑΝΟΒΙΟΙ ΑΠΟ ΑΛΛΟ ΠΛΑΝΗΤΗ (1968-1975)

Μέσα από την έντονη μουσική ζύμωση της αυγής των ‘70s στο Long Island, στο Τμήμα Μηχανικών του Πανεπιστημίου Stony Brook, o Sandy Pearlman, δημοσιογράφος, κριτικός στο δημοφιλές μουσικό έντυπο Crawdaddy, ποιητής και πολυπράγμων κάνει την τρίτη του προσπάθεια να μοντάρει ένα μουσικό σύνολο, μετά τους Soft White Underbelly, τους οποίους είχε μετονομάσει για σύντομο διάστημα σε Oaxaca. Τέσσερις φοιτητές του ίδιου Τμήματος έχουν ανά χείρας τα βασικά όργανα.
Ο Donald Roeser (12/11/1947) κιθάρα, ο Allen Lanier (25/6/1946) πλήκτρα, ο Albert Bouchard τύμπανα (24-5-1947) και ο μέχρι πρότινος τεχνικός ήχου του γκρουπ, Eric Bloom (1/12/1944) είναι στα φωνητικά και περιστασιακά στη δεύτερη κιθάρα.
O Pearlman λειτουργεί ως καθοδηγητής, εμπνευστής, στιχουργός και μάνατζερ του σχήματος καθώς προσπαθεί να κλείσει οντισιόν με κάποιον υπεύθυνο δισκογραφικής για συμβόλαιο. Τα καταφέρνει, καθώς τον Οκτώβριο του ‘71 ο πολύς Clive Davis τους βλέπει, του αρέσουν υπογράφουν στη CBS/Columbia. To γκρουπ μετονομάζεται σε Blue Oyster Cult και συμπληρώνεται από τον Joe Bouchard (αδελφό του Al, 9/11/1948) στο μπάσο.
Το πρώτο, ομώνυμο, άλμπουμ (“Blue Öyster Cult), ηχογραφείται στη Νέα Υόρκη (Warehouse Studios) υπό την εποπτεία του Murray Krugman και του πανταχού παρόντος Sandy Pearlman και κυκλοφορεί στις 16/1/1972, παίρνοντας ιδιαίτερα εγκωμιαστικές κριτικές από το ροκ τύπο της εποχής, παρά τις επουσιώδεις πωλήσεις (US#172, Ιούνιος ’72).
Είναι η εποχή που που εξώφυλλο-στίχοι και μουσική είναι μια αδιαίρετη καλλιτεχνική πρόταση. Το μαυρόασπρο εξώφυλλο μιας μελλοντικής πολιτείας, με την αχανή και κλειστοφοβική της δομή, με το περίεργο “σήμα” καρφωμένο στον έναστρο ορίζοντα (αργότερα θα διευκρινίσουν ότι είναι ένα αρχαίο σύμβολο του Κρόνου και του χάους) προκαλεί δέος ακόμη και σήμερα. Περικλείει μάλιστα αντίστοιχο υποβλητικό περιεχόμενο.
Από το εισαγωγικό δυσοίωνο δίστιχο “With satan's hog no pig at all, and the weather getting dry-We'll head south from Altamont in a cold blooded travelled trance”, είναι φανερό ότι οι B.Ö.C. είναι μια σκληροπυρηνική δύναμη που έρχεται να ξεπαστρέψει – με τη βία αν χρειαστεί - τις ψευδαισθήσεις των ‘60s. Ακριβώς όπως η ορδή των μηχανόβιων στο “Transmaniacon M.C.” που επαίρονται ότι “And surely we did offer up behind that stage at dawn- Beers and barracuda, reds and monocaine -Pure nectar of antipathy behind that stage at dawn- To those who would resign their souls”). Ψυχεδέλεια, υπνωτιστικά ριφ, μεταλλαγμένο μπλουζ και ένας πρωτόγνωρος κυνισμός (“you can drive my motorcar – it’s insured to thirty thou - kill them all if you wish” – “Stairway To The Stars”), γεμίζουν το δίσκο.
Κομμάτια που υποκλίνονται στην παράνοια της πόλης (“Screams in the night, sirens delight - Heat, broken glass, Satan's bred trash” – “Screams”), που μιλούν για αγαστά ήθη όπως η ανταλλαγή με γλωσσόφιλο παραισθησιογόνων χαπιών (“Before The Kiss, a Redcap”), φτιάχνουν ένα αντι-ηρωϊκό κοκτέϊλ αυθεντικά επικίνδυνο για το ’72 (το Βιετνάμ μαίνεται, η Αμερική σε μετα-δολοφονική φρενίτιδα, Morrison - Janis six feet under και Alice Cooper να τρομοκρατεί την καθεστικυία τάξη με το “Killer”).
Το “Then Came The Last Days Of May”, εξαπατά με τον ονειρικό του ρυθμό, μιλά όμως για μια παρέα κολλεγιόπαιδων που πάει να σκοράρει ουσίες, αλλά συναντά τον δήμιό της στο πρόσωπο του ανθρώπου που οδηγεί το αυτοκίνητο που τους μεταφέρει.
Το ελλειπτικά άρρωστο “She’s As Beautiful As A Foot”, έχει συνδεθεί με τον serial killer Jerry Brudos που έδρασε στα τέλη των 60s.
Το δε –κλασικό σήμερα- “Cities On Flame” δεν έρχεται να εξαγνίσει (“…on flames) τα ένστικτα, αλλά να δέσει τον φαζαρισμένο ροκ ν΄ρολ ήχο με μια ανίερη αίσθηση (“my heart is black and my lips are cold (…) my ears will melt and then my eyes)”.
Το συγκρότημα ρίχνεται στο δρόμο, παίζοντας support σε Byrds, Mahavishnu Orchestra και Alice Cooper, από τον οποίο θα ομολογήσουν αργότερα ότι πήραν καίρια μαθήματα σκηνικής παρουσίας.



Με υλικό γραμμένο κατά τη διάρκεια των περιοδειών, ηχογραφημένο αυτή τη φορά στα studio της CBS υπό το ίδιο team παραγωγών (Krugman/Pearlman), το δεύτερο άλμπουμ (“Tyranny And Mutation”) έρχεται στις 11/2/1973. Ο ήχος σκληραίνει φανερά και ο στίχος χάνεται σ΄ένα παιχνίδι μυστικισμού που θα χαρακτηρίσει το γκρουπ για χρόνια. Η “Μαύρη Πλευρά” ανοίγει με το πρωτόγνωρα ηλεκτροφόρο γκάζι του “The Red And The Black” με τους αδιαπέραστου νοήματος στίχους (μια αστυνομική μονάδα που “πάντα στο τέλος βρίσκει αυτόν που ψάχνει”, αλλά και σαρδόνιες S&M αναφορές), ακολουθεί τo anti-hippy boogie του “O.D.’d in Life itself” και o αμιγώς μεταλλικός καλπασμός του “Hot Rails To Hell” που παρασύρει με την υπενθύμιση ’’the heat from below will burn your eyes out” (στάνταρ στις συναυλίες τους μέχρι σήμερα). To πυρετώδες “7 Screaming Diz-Busters” με την κραυγή “Lucifer – the light” να δεσπόζει στο μεσαίο του “παρανοϊκό” τμήμα και να γίνεται highlight στις εκατοντάδες συναυλίες του ‘73, εδραιώνει την πεποίθηση ότι κάτι διαβολικό εξυφαίνεται εδώ, κάτι που ενισχύεται από ολόκληρη την δεύτερη, την “Κόκκινη Πλευρά” πλευρά.
Το “Baby Ice Dog” (έχει βάλει το χεράκι της και η Patti Smith, ζευγάρι με τον Lanier για χρόνια) μιλάει για έναν καλά υπολογισμένο φόνο ζηλοτυπίας στα παγερά βουνά της Μογγολίας, το σκοτεινό ’’Wings Wetted Down” φέρνει εικόνες από το τέλος του κόσμου και το “Mistress Of Salmon Salt” βάζει μια μυστήρια γυναικεία ύπαρξη να “θερίζει” (“...A harvest of limbs, of arms and of legs”).
Οι πωλήσεις και πάλι δεν έχουν σημασία (US#122, Απρίλιος ’73).
Όμως η φήμη της μπάντας στο σανίδι και το hype που πολύ μεθοδικά αναπτύσσει ο Pearlman, ο οποίος έχει τις άκρες να μανιπιουλάρει τα έντυπα μέσα διοχετεύοντας διάφορες απίθανες ιστορίες γύρω από το γκρουπ, λειτουργούν αθροιστικά μήνα με το μήνα. Είναι ο δίσκος που καθιερώνει το σκληροπυρηνικό κιθαριστικό ροκ των Cult και μεγενθύνει τις κουβέντες γύρω από το νόημα των στίχων και το τί, τέλος πάντων, επιδιώκουν αυτοί οι θορυβώδεις Νεοϋορκέζοι με το εμμονικό boogie, την τόσο ιδιαίτερη μουσικότητα και τα εξώφυλλα που παραπέμπουν σε αποκρυφιστική σέχτα.

Το τρίτο και καθοριστικό άλμπουμ έρχεται τον Απρίλιο του ’74 (“Secret Treaties”). Το λευκό εξώφυλλο, ένα μνημείο αμφισημίας. Το συγκρότημα να αχνοφαίνεται σαν φαντάσματα πάνω και γύρω από ένα ΜΕ 262 (το πρώτο αεριοθούμενο μαχητικό, που έριξε – ευτυχώς καθυστερημένα – η Λουφτβάφε στον πόλεμο τους πρώτους μήνες του ’45 - πασίγνωστο με την πρώτη ματιά σε όσους έχουν μεγαλώσει με τα επικά πολεμικά τσέπης “ΚΡΑΝΟΣ”, “ΤΑΝΚΣ” και “ΠΟΛΕΜΟΣ”), με κάτι απροσδιόριστες εξωγήϊνες φιγούρες στο βάθος και την τρομακτική παρουσία ενός πιλότου -νεκροκεφαλή στο κοκπιτ. Γράφονται και διαδίδονται θεωρίες επί θεωριών για το άλμπουμ. Ότι είναι ένα αφανές concept, ότι αναφέρεται στην ύπαρξη μυστικών συμφωνιών μεταξύ Άξονα και Συμμάχων στον Δεύτερο Παγκόσμιο, ότι προωθεί την εθελούσια αυτοπαράδοση στις σκοτεινές δυνάμεις (“Career Of Evil”), το σαδομαζοχισμό (“Dominance And Submission”), την αυτοκτονία (“ME 262”), τη χρήση ηρωίνης (“Flaming Telepaths”), την τρέλα που φτάνει στη βίαια έκρηξη (“Cagey Cretins”). Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για ένα άλμπουμ που οι στίχοι του παίζουν επικίνδυνα με το μυαλό.
Η βόλτα που πηγαίνουν τα δύο αδέλφια [Suzie and Charles “the grinning boy”] τον 20χρονο αφηγητή στο “Dominance…” στην Times Square, με ραδιοφωνική υπόκρουση τα γκρουπ της “βρετανικής εισβολής” των ‘60s (“radios appear – too much revolution”), υπαινίσσεται ανομολόγητες σεξουαλικές πράξεις. Ο μονόλογος του γερμανού πιλότου (“Should these Englishmen live that I might die”) στην αποστολή αυτοκτονίας του 1945 σε αναστατώνει – ιδίως σε αντίστιξη με το “εύθυμο” hard boogie ρυθμό του “ME 262”.
Η λυρικότητα του “Flaming Telepath” ακούγεται απόκοσμη με τον Bloom να λέει “I’ ve opened my veins too many times, and the poison's in my heart and in my mind… i’ m after rebellion, i’ ll settle for lies. To μεταφυσικό παραλήρημα του “Astronomy” αποθεώνει το άλμπουμ αφήνοντας τον ακροατή (ιδίως των προ internet δεκαετιών) να ψάχνει να βρει τα κομμάτια για να συνδέσει το μυστικό νόημα που του φέρνει η επαφή του με τις “Μυστικές Συνθήκες”. Πρόκειται για οκτώ κομμάτια που ξεπερνούν τις φόρμες και κερδίζουν δικαιωματικά για τον εαυτό τους τον όρο “heavy metal” με το αμάλγαμα ύφους που βγάζει ο ήχος, η μελωδία, οι ερμηνείες και ο στίχος. Το άλμπουμ κάνει επιτέλους και πωλήσεις (US#53, Ιούνιος ’74) και οι Blue Oyster Cult είναι το υπ΄αριθ. 1 ανερχόμενο όνομα, σε μια εποχή που ο Alice τελειώνει την πρώτη, χρυσή περίοδό του, οι Aerosmith ακόμη παλεύουν με τη σκιά των Stones και οι Kiss ετοιμάζονται να παίξουν τα ρέστα τους με την περιοδεία που θα γεννήσει το πρώτο “Alive”. 

Και αυτή είναι η επόμενη ζαριά που έχει σχεδιάσει ο πολυμήχανος Pearlman.
Στα 1975, τα πλήθη της αμερικάνικης νεολαίας συρρέουν στα γήπεδα του μπεϊσμπωλ, το ακροατήριο διευρύνεται και αγοράζει αφειδώς δίσκους και κασσέτες που τα βρίσκει ακόμη και στα εμπορικά κέντρα, αναζητά το καινούριο ναρκωτικό που θα σβήσει οριστικά τη δηλητηριώδη ατμόσφαιρα του Βιετνάμ και θα διασκεδάσει τη διάχυτη μηδενιστική διάθεση απέναντι στην πολιτική που κυριαρχεί μετά το Watergate.
Και τότε, τον Απρίλιο του 1975, έρχεται το On Your Feet, On Your Knees (US#22, Απρίλιος ’75). Διπλό live ηχογραφημένο σε διάφορα venues των Η.Π.Α. και λειτουργεί σαν μια περιεκτική συλλογή της μέχρι τώρα πορείας τους, με εκτελέσεις γεμάτες ζωή και αποκορύφωμα τα encore “I Ain’t Got You” / “Born To Be Wild”.
Η εικόνα του γκρουπ αρχίζει και αναδύεται χαρακτηριστική, ταιριάζοντας με τον όρο “heavy metal” (εύκολα δανεικός από τη διασκευή των Steppenwolf που η μπάντα τιμά διαρκώς στη σκηνή) με τον οποίο ο Pearlman (πάλι αυτός) φροντίζει να στέψει στις συνεντεύξεις και τις κατευθυνόμενες δημοσιεύσεις τον ήχο τους.
Ο Eric Bloom είναι ένας νέου τύπου frontman. Οπτικά, ένα γενειοφόρο ξαδερφάκι του Ντύλαν της εποχής, στο πιο ευθυτενές, ντυμένο στα πέτσινα (“από κατάστημα για gay ρουχισμό του Manhattan”) και με Rayban– καθρέφτες που παγώνουν την έκφραση.
Με ερμηνεία που σε πείθει ότι σοβαρολογεί, καθώς, αγέλαστος, ζυγίζει καλά το ειδικό βάρος των στίχων (ιδίως αυτών του Pearlman) πριν τους εκτοξεύσει. Από την πόζα στις φωτογραφίες, από την ελεγχόμενη και γεμάτη σιγουριά και κυνισμό φωνή του, όλα φωνάζουν “προσέλθετε με δική σας ευθύνη – είμαι επικίνδυνος”. Ο ντυμένος με λευκό κοστούμι (για να κάνει αντίθεση με τα μαύρα του τραγουδιστή) “Buck Dharma” Roeser όσο στατικός μοιάζει, τόσο προκαλεί εκκενώσεις με τα σόλο του, που υπαίζει με μοναδική άνεση.
Ο ξερακιανός Lanier με το τσιγάρο να κρέμεται μόνιμα απ΄τα χείλη προσδίδει την αναμενόμενη εσάνς παρακμής και αλητείας –αλά Richards- αλλά είναι φανερό ότι λειτουργεί σαν δημιουργός και εκτελεστής, παίζοντας πλήκτρα και κιθάρα. Ο βλοσυρός και βαρυκόκκαλος μπασίστας Joe Bouchard το ζει το έργο, ενώ ο αδελφός του ο Al ένας ντράμερ – χταπόδι που “τα δίνει” στο στυλ Keith Moon, είναι ταλέντο και στη σύνθεση. Πέντε τύποι που μπορούν όλοι να τραγουδούν lead με το δικό του στυλ ο καθένας.


Και οι πέντε μακριά από το shock rock του Alice, τα βαμμένα πρόσωπα των κόμικ υπερηρώων Kiss και την ναρκωμένη αυταρέσκεια των Aerosmith.
Μια εικόνα συμμορίας με πέντε διαφορετικές προσωπικότητες, χωρίς αρχηγούς, ιδανική για ταύτιση για τον μέσο αμερικάνο fan που θεωρεί τον χιπισμό ηττημένο, εξακολουθεί όμως να θέλει να μακρύνει μαλλί ασύστολα, φαντασιώνεται να ξεφύγει από την κωμόπολή του και γι΄αυτό λατρεύει να ψάχνει με τις ώρες κρυμμένες λεπτομέρειες στα εξώφυλλα των δίσκων τους, διερωτώμενος τί διάολο είναι οι “7 Screaming diz-busters”.


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: “HARD AS NAILS, SWEET AS CREAM” (1976-1982)
Κανένα από τα άλμπουμ τους δεν είχε πουλήσει πολύ, όμως στα τέλη του ’75, όταν το γκρουπ μπήκε στο περίφημο Record Plant για να ηχογραφήσει την επόμενη συλλογή του, η Columbia έψαχνε κάτι δραστικό.
Όπως ένα hit single, για να πέσει το τείχος του χρυσού δίσκου (500.000 αντίτυπα). Η προσβασιμότητα για πρώτη φορά στα multi-track tape machines δίνει στα 5 μέλη τη δυνατότητα να δουλέψουν όλοι μαζί τις ιδέες που εισέφερε ο καθένας για τα νέα κομμάτια. Το αποτέλεσμα έρχεται στις 21/5/1976 και λέγεται “Agents Of Fortune” (US#29, φθινόπωρο ’76) και πάλι σε παραγωγή Krugman/Pearlman αλλά αυτή τη φορά με την βοήθεια και του ειδικού συνθέτη διαφημιστικών και jingle David Lucas που είχε βοηθήσει και στα πρώτα χρόνια της πορείας τους.
Το αποτέλεσμα είναι ηχητικά ραφιναρισμένο και με μεγαλύτερη ποικιλία από κάθε άλλο άλμπουμ. Το “This Ain’t The Summer Of Love” με το εισαγωγικό ριφ - πριονοκορδέλα και το σαρδόνιο ρεφρέν (“Things ain’t what they used to be”), δεν προϊδεάζει για τη συνέχεια.
Σαξόφωνο και πιανάκι honky tonk στο “True Confessions” και μετά η αποκάλυψη. “Don’t Fear The Reaper”, μια από τις πλέον εθιστικές και υποδώριες μελωδίες που έχουν γραφτεί ποτέ, με μια ένταση ύπουλη που κυριεύει τον ακροατή και δημιουργεί απόκοσμες εικόνες. Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα παράδειγμα προς μίμηση για την αιωνιότητα, με μια υπνωτιστική φωνητική ερμηνεία του Buck Dharma, ο οποίος και το συνέθεσε. Θεωρήθηκε στην εποχή του ως ένα τραγούδι που προωθεί την αυτοκτονία, που εξωραίζει τον έρωτα που καταλήγει σε θάνατο, κάτι που πολύ αργότερα διέψευσε ο Dharma (“είναι για τον έρωτα που ξεπερνά τα όρια της φυσικής υπόστασης των ερωτευμένων”), ομολογώντας όμως ότι το έγραψε σε άσχημη κατάσταση και πιστεύοντας ότι ο ίδιος θα έχει πρόωρο τέλος.
Το “Reaper” έφθασε στο δυσθεώρητο Νο 12 του Billboard, μετατρέποντας τους καβαλλάρηδες απ΄την κόλαση σε πασίγνωστο όνομα, σε ροκ σταρς. Όσο για το δίσκο, περιέχει το επίσης το κλασσικό “E.T.I. (Extra Terrestrial Intelligence)” και o υπόλοιπος ανήκει κατά κύριο λόγο στον Al Bouchard.
Τo τριπλό χτύπημα με τα “Revenge Of Vera Gemini” (με Patti Smith σε αξέχαστο ντουέτο), “Sinful Love” (υπερλάγνα ροκιά) και “Tattoo Vampire” (βρώμικος ήχος για μια περιπέτεια με μια ανίερη αμαζόνα - “Her wrist surreal a heart and flying skull lettered "Life and love pass swiftly"”).
Απελευθερωμένοι από φόρμες, δίνουν progressive (“Tenderloin”) ακόμη και mainstream πινελιές (“Morning Final”, “Debbie Denise”), σε έναν δίσκο τόσο μουσικό που κλείνει στόματα, γίνεται σε δύο χρόνια πλατινένιος και έχει πλέον εισαγάγει τους B.Ö.C. στα πρώτης γραμμής συγκροτήματα.
Στην περιοδεία του ’’Agents”, οι συναυλίες είναι μεγαλύτερες σε κοινό και αδιάκοπες.
Η επίδραση, λέει το management, πρέπει να είναι ανάλογη. Γίνονται από τους πρώτους που παρουσιάζουν ένα πρωτόλειο αλλά αδιανόητο για την εποχή laser show, που προκαλεί τεράστια εντύπωση και αρκετές δεκάδες διαμαρτυρίες για φαινόμενα προσωρινής τύφλωσης από μέλη του κοινού. Μέσα στο ’77 η κυβέρνηση Carter αποδεδειγμένα στέλνει πράκτορες να πραγματοποιήσουν μετρήσεις και να καταγράψουν επιδράσεις των laser στο κοινό. Και η φρενίτιδα συνεχίζεται, καθώς το γκρουπ με ανίκητη αυτοπεποίθηση παίζει μεγάλα show, έχοντας στη μουσική του φαρέτρα τόσο τα παλιά σκληροπυρηνικά όσο και τα νέα, μελωδικά κομμάτια (με κορυφαίο το “Reaper”) που πιάνουν ευρύτερο κοινό.
Παρ΄ότι γι΄αυτόν το συνδυασμό ο ροκ τύπος της εποχής τους χαρακτηρίζει “hard as nails but sweet as cream”, κάτι για έγκλημα καθοσιώσεως έχει αρχίσει να ψιθυρίζεται στις τάξεις των φανατικών.

Το πέμπτο στουντιακό άλμπουμ τους, το Spectresκυκλοφορεί τον Δεκέμβριο του ’77 (US#43). Το εξώφυλλο, με τις μυστηριώδεις αντανακλάσεις και το γκρουπ βλοσυρό γύρω από μια στρογγυλή τράπεζα προσπαθεί να κινηθεί στην κοίτη του “Agents”, αλλά, παρ΄ότι περιέχει μερικά λατρεμένα μέσα στα χρόνια κομμάτια, καταφεύγει σε μελωδικές φόρμες, κάπως υπερβολικά για τον χαρακτήρα που προέβαλε μέχρι τότε το γκρουπ. Ο ογκόλιθος που λέγεται “Godzilla” είναι αρχετυπικό heavy metal και δεν φεύγει ποτέ έκτοτε από το live set. Το “Golden Age Of Leather” είναι μια νοσταλγική πρόποση για σκληροπυρηνικούς Harleyάδες (“some had died [they were buried with their bikes])” που εξελίσσεται σε πυρετώδη εξιστόρηση μιας ομαδικής αυτοκτονίας (με συμβολική προέκταση).
Όμως εκεί κάπου το μέταλλο δίνει τη θέση του σε ήπιες μελωδίες, που κάποιες στιγμές απέχουν λίγο από το μεγαλείο (“Death Valley Nights”), άλλοτε όμως βαλτώνουν στα πλήκτρα (“Searchin’ For Seline”, “I Love The Night”, “Going Through The motions”) ή απαρνώνται τον κιθαριστικό εαυτό τους (“Nosferatu”).
Είναι φανερή η προσπάθεια για επανάληψη του θριάμβου του “Reaper”, αλλά το δεύτερο συνεχόμενο “ελαφρύ” άλμπουμ κάνει τις πωλήσεις να σημειώνουν κάποια μικρή κάμψη.

Μια σοβαρή και ’’σίγουρη” προσπάθεια να αποκατασταθεί η βαρύτητα του ονόματος και του ήχου τους είναι το δεύτερο μέσα σε τρία χρόνια live, το Some Enchanted Evening(Οκτώβριος ’78, US#44), ηχογραφημένο προ παραληρούντων θεατών σε διάφορες αμερικανικές πόλεις και το Newcastle. Με μόνο επτά κομμάτια (άρτιες εκτελέσεις σε “Reaper”, “Astronomy”) και ένα αυθεντικά τρομακτικό εξώφυλλο (ο Χάρος καλπάζει στο μαύρο άλογο και ρίχνει μια κενή ματιά πίσω απ΄τον ώμο του καθώς χάνεται σ΄ένα κοκκινωπό βραχώδες τοπίο), υπενθυμίζει τη δύναμη των Cult και την βαθιά ριζωμένη ροκ παράδοση που εκπροσωπούν.
Μια διασκευή στο “Kick Out The Jams” των MC5 που ισοπεδώνει και μια στο “We Gotta Get Out Of This Place”, κλείνουν το μάτι στους τότε ροκάδες άνω των τριάντα, “κι εμείς από εκεί ερχόμαστε και η ζωή συνεχίζεται”. Το new wave, το CBGB, οι Talking Heads και οι Blondie καιροφυλακτούν, καθώς η ταραχώδης δεκαετία του ’70 οδεύει προς το τέλος.

Οι ενδείξεις ηχητικού αποπροσανατολισμού συνεχίζονται με το “Mirrors” (US#44, Αύγουστος ‘79). Για πρώτη φορά ο Sandy Pearlman δεν συμμετέχει στην παραγωγή και την συνολική κατεύθυνση. Είναι απορροφημένος από τις παραγωγές στα άλμπουμ των Dictators και των Clash, αφού ήδη θεωρείται ένα είδος γκουρού για κάθε σχήμα που θέλει να αποκτήσει ταυτότητα στη συνείδηση κοινού και δισκογραφικών (θα αποτύχει, μέχρι να βυθίσει τα ιντελέκτσιουαλ νύχια του στους Sabbath ένα χρόνο αργότερα).
Οι Richard Meltzer και Michael Moorcock (διανοούμενα φρικιά της fantasy λογοτεχνίας) συνεισφέρουν μικρές sci-fi εμμονές στο στίχο και παραγωγός αναλαμβάνει ο Tom Werman (Ted Nugent, Cheap Trick στο παλμαρέ του το ’79), σε μια ξεκάθαρη προσπάθεια για πιο ευρύ ήχο. Αποτέλεσμα ένα light άλμπουμ με καλά υπολογισμένες μελωδίες. H προκλητικά μελάτη ημι-μπαλάντα “In Thee” (του Lanier) φτάνει στο Νο 74 τον Σεπτέμβριο του ’79, ακριβώς την ίδια εποχή που οι Kiss έχουν προμετωπίδα το γνωστό ντίσκο κομμάτι, Alice και Aerosmith είναι σε κώμα από τα ναρκωτικά και το Studio 58 είναι το κέντρο του κόσμου. Από κει και πέρα :
Τα “The Vigil” (μια έκκληση στους εξωγήινους στον απόηχο των “Encounters Of The Third Type” και της γενικώτερης μόδας με το διάστημα που έχει κυριεύσει τότε την 7η τέχνη) και “The Great Sun Jester” (από ποίημα του Moorcock) είναι όντως μεγαλεπήβολα. Το “I Am The Storm” είναι όσο hard χρειάζεται, το “Dr. Music” φλερτάρει με τις S&M εμμονές του παρελθόντος και τα υπόλοιπα, συμπαθητικά κομματάκια που θα μπορούσαν να τα έχουν πει και οι Cheap Trick.

Παρά την αμηχανία για την αποτυχία να γεννηθεί ο διάδοχος του “Reaper” και τις ραγδαία μεταβαλλόμενες μουσικές τάσεις, στην αυγή των 80s, οι heavy metal δάφνες είναι τόσο κεκτημένες για τους Cult, ακόμη και στη χώρα μας, όσο μας αφήνει να καταλάβουμε η συμπερίληψή τους σε εξέχουσα θέση στο αφιέρωμα στο heavy metal που έγραψε ο Γιάννης Πετρίδης στο –ούτε δύο ετών ζωής τότε- “ΠΟΠ & ΡΟΚ”, τον Απρίλιο του 1980 (φανταστείτε το όλο σε πολυτονικό, mot a mot):
“Συγκρότημα που δημιουργήθηκε την χρυσή εποχή της χαρντ ροκ. Ήταν το πρώτο συγκρότημα που χρησιμοποίησε τον τίτλο heavy metal στη μουσική τους. Και πράγματι παίζουν πολύ βαριά ροκ αλλά δεν ακολουθούν τους αυστηρούς κανόνες ούτε πολλές επαναλήψεις. Πλουτίζουν τον πυρήνα της χαρντ ροκ και δημιουργούν νέες καταστάσεις (...).
Η φήμη τους στην Αμερική είχε εξαπλωθεί (με κάποια σκηνοθετική επιμέλεια μάλιστα είχε δημιουργηθεί ένας μύθος γύρω από το όνομά τους που τους απέδινε μυστηριακές, μαγικές ικανότητες). Τόσο σαν θέαμα όσο και η μουσική τους όμως δεν έχουν ανάγκη από ψεύτικα κόλπα για να αναγνωριστούν. Οι παραστάσεις τους τον τελευταίο καιρό δεν έχουν πια σκηνές τρόμου ή διαστήματος (πράγματα που έκαναν συχνά παλιώτερα με τη βοήθεια της τεχνολογίας λέϊζερ). Το κοινό πηγαίνει στις παραστάσεις για να δει και να ακούσει μουσική αλλα ταυτόχρονα γυρεύοντας και κάτι καινούριο. Εμείς δημιουργούμε έναν τέτοιο οπτικοακουστικό κλονισμό που το κοινό νομίζει πως βρίσκεται σ΄ένα σεισμό. Έτσι λένε”.  
      
Η σχέση του συγκροτήματος με το απόκρυφο υπήρξε ένα πολύ καλά κρυμμένο μυστικό, ιδίως μέχρι τα τέλη των 70s. “Ήμασταν όντως χωμένοι βαθιά στο διάβασμα για το απόκρυφο, αλλά δεν εφαρμόσαμε απολύτως τίποτε” θα εξηγήσει ο Bloom πριν εννιά χρόνια. “Όταν ένας δημοσιογράφος ήρθε για μια συνέντευξη στα παρασκήνια – νομίζω ήταν 1980- νόμιζε ότι του κάναμε πλάκα. Μας βρήκε όλους να διαβάζουμε βιβλία (!)”. Για να συμπληρώσει : “Ξεχωρίζαμε στην καρριέρα μας γιατί οι στίχοι μας ήταν αρκετά περίεργοι. Είχαμε ανθρώπους σαν τον Michael Moorcock, την Patti Smith, τον John Shirley και τον Richard Meltzer να γράφουν για μας”. “Τα κομμάτια ήταν σε πρώτο πρόσωπο, αλλά δεν ήταν για μας. Ήμασταν ηθοποιοί και παίζαμε ρόλους” θα εξηγήσει ο Albert Bouchard σε πρόσφατη συνέντευξη. “Κατά βάση το στιχουργικό περιεχόμενο στα seventies ήταν έργο του Sandy Pearlman. Είχε ένα όραμα για μας, κάτι σαν αστείο με μαύρο χιούμορ, πεσσιμιστικό και σκοτεινό αλλά και με πολλούς υπαινιγμούς και αναφορές σε διάφορα γνωστικά και αξιακά συστήματα όπως τα μαθηματικά ή οι θετικές επιστήμες.
Ο
Sandy είναι ένας πραγματικός διανοούμενος και ακόμη εκπλήσσομαι με μερικές από τις ιδέες που επινόησε για μας”, εξηγεί το 2006 ο Al Bouchard.
Τους πρώτους μήνες του 1980, επιχειρείται μια ανασύνταξη. Η μπάντα επιθυμώντας να επιστρέψει στις heavy φόρμες και τα θέματα που την έβαλαν στο χάρτη, παραδίδει τα κλειδιά του στούντιο στον τιτάνα Martin Birch (δεν χρειάζεται λέξη επιπλέον) και κλείνεται στα Kingdom Studios στην Νέα Υόρκη. Το αποτέλεσμα είναι το ηχητικά άρτιο, σφιχτοδεμένο, αιχμηρό αλλά και με γενναιόδωρα progressive στοιχεία Cultösaurus Erectus(US#34 και UK#14).


Σε μια χρονιά – ορόσημο για το σκληρό ήχο, το γκρουπ στέκεται επάξια δίπλα στα γνωστά άλμπουμ - μεγαθήρια που όλοι ξέρουμε και υπογραμμίζει ότι η δεκαετία που έρχεται θα είναι αυτή της μουσικής εκδίκησης από τον παρία που αποκαλούσαν ειρωνικά heavy metal.
Το “Black Blade” είναι ένα εφιαλτικό Moorcock-ικό κομμάτι μολύβι, που μένει για χρόνια στο set-list. Το “Monsters”, μια ιστορία απόδρασης σε διαστημόπλοιο που καταλήγει αιματηρά, έχει αλλαγές διάθεσης και εκπληκτικά τζαζ περάσματα (που κάτι νεόκοπα “προοδευτικά” σχήματα ούτε στον ύπνο τους) και κάνει αντίθεση με το βαρύ μπλουζαριστό “Divine Wind” (που γράφτηκε σε ελαφρά εθνικιστική έξαρση την εποχή της κρίσης των ομήρων στο Ιράν [βλ. “if he really thinks we’re the devil, let’s send him to hell”]). Το υπεργκαζαρισμένο “Hungry Boys” είναι μια απενοχοποιημένη ωδή στις χαρές της “lady from the white-snow country” (κι όποιος κατάλαβε), ενώ τα “Lips In The Hills” (για το περιστατικό στο Roswell) και “Unknown Tongue” (μια ιστοριούλα που μοιάζει με του εξορκιστή, μόνο που ο διάολος είναι εδώ η σεξουαλική αφύπνιση) είναι κλασσικά Cult, με το μαύρο χιούμορ και την σκληρόηχη εμμονή που τους χαρακτηρίζει. Το άλμπουμ γίνεται χρυσό και ο τερατόμορφος δεινόσαυρος του εξωφύλλου μοιάζει με πετυχημένο χαιρέκακο αστείο (δεινόσαυροι, ε; να!).

Ο Sandy Pearlman μόλις έχει πιάσει την καλή, αφού στα μέσα του 1980 έχει καταφέρει να έχει υπό την μανατζερική αιγίδα του το δίδυμο των πρωταθλητών του heavy metal : τη νέα έκδοση των Black Sabbath με τον Dio στα φωνητικά και το πνευματικό του παιδί, τους Β.Ο.C., ώριμους πια για το μεγάλο παιχνίδι. Η περιοδεία που οργώνει την Αμερική (με εναλλάξ τη θέση του headliner) λέγεται “Black n’ Blue” και γράφει ιστορία (το πανσπάνιο 50λεπτο ομώνυμο βίντεο το αποδεικνύει).  
Ζεστοί από την πετυχημένη περιοδεία, οι Cult περιπλέκονται και πάλι στον μεγαλοϊδεατισμό του Pearlman. Ετοιμάζουν ένα ολόκληρο soundtrack για μια πρωτοποριακή ταινία fantasy comics που ονομάζεται ... “Heavy Metal” (καλτ ταινία που αξίζει μια καλή ματιά).
Οι συμβολές από Patti Smith, Richard Meltzer είναι μικρές, καθώς ο Albert Bouchard και ο Buck Dharma βγάζουν τον καλύτερο εαυτό τους. Με τον Martin Birch να δημιουργεί και πάλι έναν ήχο σύγχρονο και ακριβή, με κομμάτια ευσύνοπτα, απαλλαγμένα από τους πλατιασμούς των 70s (οι αντιστοιχίες, δεν θα πώ ομοιότητες, με τα κατοπινά μεγαλεία των Maiden είναι ευκρινείς).
ΤοFire of Unknown Origin”, (US#24, Αύγουστος ’81) είναι ένα μοντέρνο άλμπουμ, που, ως εκ θαύματος, βγάζει και ένα νέο hit single, το “Burning For You” (US#40 Οκτώβριος ’81) γραμμένο και τραγουδισμένο από τον Buck Dharma (προοριζόταν για το προσωπικό του άλμπουμ). Τελικά, μόνο το καταπληκτικό “Veteran Of The Psychic Wars” καταλήγει στο soundtrack (που περιέχει από Sabbath, Nazareth, Sammy Hagar μέχρι και Don Felder) και το όλο άλμπουμ έχει αίσθηση concept.
Το δε ανατριχιαστικό “Joan Crawford”, σύνθεση των Al Bouchard και Allen Lanier, σπάνια βγαίνει έκτοτε από το set-list. Τον Αύγουστο του ’81 είναι special guests των AC/DC στο δεύτερο “Monsters of Rock” του Donington, αλλά η παρουσία τους στιγματίζεται από τον κάκιστο ήχο. Ο Bloom, στον οποίο παραδίδεται τιμητική πλακέτα μετά το show, την κάνει χίλια κομμάτια μπροστά στους εκπροσώπους του τύπου. Οι ψίθυροι για σαμποτάζ από τους headliners έντονοι. Και κάπου εκεί αρχίζει η κακοδαιμονία.

Ο ντράμερ Al Bouchard εγκαταλείπει το γκρουπ στα μέσα της βρεττανικής περιοδείας (έχουμε όλοι ακούσει για το σύνδρομο Yoko Ono) και το γκρουπ στερείται από τότε έναν βασικό συνθέτη και μια πηγή ενέργειας κρίσιμη για τις ζωντανές του εμφανίσεις.
Παρά ταύτα, το ροκ ν΄ρολ τραίνο συνεχίζει την πορεία του. Οι Cult εξακολουθούν να βρίσκονται στην κορυφή των ροκ ατραξιόν. Στις 15 Δεκεμβρίου του ’81, στη σκηνή του Country Club της Resada (CA.), ανεβαίνει ο Robbie Krieger και τζαμάρει σε δεκάλεπτη εκτέλεση του Roadhouse Blues.
Τον Απρίλιο του ’82 το διπλό live Extra Terrestrial Live (US# 29, Ιούνιος ’82, με gatefold εξώφυλλο και υποβλητικό σκίτσο που ευθέως εμφανίζει το γκρουπ ως πρεσβευτές μιας εξωγήϊνης παρουσίας) περιέχει το πληρέστερο σετ από τα προηγούμενα δύο live (συν την ιστορική εμφάνιση του Krieger) και σφραγίζει δέκα ολόκληρα χρόνια θριάμβων. Και όχι μόνο καλλιτεχνικών. Τον Αύγουστο του ’82 το γκρουπ ανοίγει για τους Journey στο Rose Bowl της Pasadena, σε μια συναυλία που καθαρίζει 1.373.010 δολλάρια μόνον από εισιτήρια.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΜΕΡΕΣ ΡΑΔΙΟ-ΦΟΝΟΥ (1983-1989)
Στα μέσα του ’83, μοιάζει να έχουν περάσει αιώνες από αυτούς τους θριάμβους. To ροκ ήρθε, μας είπαν ότι πέθανε, το πανκ ήρθε, μας είπαν ότι πέθανε. Ήρθε η ντίσκο, ήρθε το μέταλ. Αυτό που κάναμε έμοιαζε πλέον λίγο απαρχαιωμένο” θα ομολογήσει ο Bloom, καμιά 20αριά χρόνια αργότερα. Ο Al Bouchard δεν θέλει να έχει καμία σχέση με το γκρουπ, το new wave επιβάλει πλήκτρα και ηλεκτρονικούς ήχους και ένα καινούριο εργαλείο, το MTV, έχει καταστεί πλέον το αδυσώπητο face control της μουσικής βιομηχανίας.
Με το Revolution By Night(US#93, Δεκέμβριος ’83), κάνουν μια συνειδητή απόπειρα να παραδοθούν στον ήχο της νέας δεκαετίας.
Η CBS τους αναθέτει στον Καναδό Bruce Fairbairn που μέχρι τότε είχε αναδείξει τους Loverboy. Ατυχώς, τα δύο single του, “Take Me Away” (πάλι «ελάτε πάρτε με εξωγήϊνοι», με συμβολή και του ανερχόμενου τότε Aldo Nova και συμπαθητικό κλιπ) και “Shooting Shark” (US#83, με new wave αίσθηση και στίχους από Patti Smith) δεν αρκούν.
Tα κομμάτια ακούγονται ελαφρά, ακίνδυνα και προβλέψιμα μπροστά στα “Mental Health”, “Eliminator” και “1984” που σαρώνουν εκείνη την εποχή και βάζουν το hard rock στο πιο ψηλό σκαλί των charts.
Σαν άκουσμα το “Revolution…” στέκει, αλλά είναι μάλλον το πιο αδύναμο άλμπουμ τους.
Μετά την περιοδεία για το άλμπουμ, ο Rick Downey, ο μέχρι το ’81 τεχνικός drums που είχε αντικαταστήσει τον Bouchard πίσω απ΄τα τύμπανα, αποχωρεί.
Οι Bloom και Buck Dharma συμμετέχουν στο project “HEAR N’ AID” του Dio, μαζί με όλο σχεδόν τον γνωστό κόσμο της metal κοινότητας. Επιχειρείται μια επανένωση με τον Al Bouchard, δεν οδηγεί πουθενά και λίγο μετά, μέσα στο ’85, τα παρατάει και ο Allen Lanier. Στο τιμόνι της παραγωγής και πάλι επιστρέφει ο Sandy Pearlman (έχει τελειώσει απ΄τους Sabbath μετά το ’83), βέβαιος ότι κατέχει τα μυστικά για να χτυπήσουν και πάλι χρυσό δίσκο (τον οποίο αγνοούν από το ’81).
Προσλαμβάνονται στα τύμπανα ο Jimmy Wilcox και στα πλήκτρα και την κιθάρα ο Tommy Zvonchek (πρώην πλήκτρα του Aldo Nova). Με μεγάλη συμμετοχή από εξωτερικούς συνθέτες (Rob Halligan Jr., Larry Gottlieb, Leggat Bros) και ηχογραφημένο στα Bearsville Studios (ΝΥ), το δέκατο άλμπουμ τους Club Ninja κυκλοφορεί τον Ιανουάριο του ’86 (US#63, Μάρτιος ’86).
Περιέχει έναν ανανεωμένο A.O.R. ήχο, ευθυγραμμισμένο στις επιταγές της εποχής (βλ. μ.α. “Turbo”, “Afterburner”), ένα single που ακολουθεί τα χνάρια του “Burnin’…”, έχει ενδιαφέρον κλιπ και προορίζεται για ραδιοφωνική κυριαρχία (“Dancin’ In The Ruins” – πάλι με φωνητικά Buck Dharma), το εγκεφαλικό και γεμάτο μελωδία “Perfect Water”, το “Spy In The House Of The Night” (με στίχους Meltzer) και το ανοιχτό, φτιαγμένο για ακρόαση με ακουστικά “Madness To The Method”.
Το αδικούν όμως τα κομμάτια – φασόν, επίσης φτιαγμένα για ραδιόφωνο (βλ. “Beat ‘Em Up”, “Make Rock Not War”, “White Flags”), τα οποία είναι απογυμνωμένα από προσωπικότητα. Αυτό δεν εμποδίζει τα πληρωμένα δημοσιεύματα (που φθάνουν σ΄εμάς μεταφρασμένα και δημοσιευμένα στο περιοδικό “Hard Rock & Heavy Metal”) να αναφέρουν, όπως συνηθιζόταν τότε, ότι “είναι το καλύτερο της καρριέρας τους”. Λόγω κακών αποφάσεων management και υψηλού κόστους παραγωγής, τα μόλις 175.000 αντίτυπα του “Club Ninja” που φεύγουν διεθνώς, θεωρούνται και είναι παταγώδης αποτυχία. “Προσπάθησα να κάνω έναν δίσκο για το ραδιόφωνο”, θα απολογηθεί ο Pearlman τέλη του ’88 και “όλοι συμφώνησαν ότι το αποτέλεσμα ήταν γελοίο”.

Εν μέσω της περιοδείας στη Γερμανία, ο Joe Bouchard παρατάει το μπάσο. To γκρουπ, πληγωμένο και ασθμαίνον έχει παίξει τα ρέστα του και έχει χάσει το τραίνο των εξελίξεων. Και είναι μόλις μέσα του 1986. Ώσπου, την Άνοιξη του ’87, δέχονται μια προσφορά με πολλά μηδενικά (που δεν μπορούν να αρνηθούν), για να εμφανιστούν για δύο συναυλίες στην Αθήνα.
Ο Lanier επανέρχεται (ο ίδιος λέει ότι είχε βαρεθεί εκτός γκρουπ, αλλά είναι ηλίου φαεινώτερον ότι οι λόγοι είναι άλλοι, πολλοί και κολλαριστοί) και πράγματι με αυτόν στην κιθάρα και τα πλήκτρα (και σύνθεση Bloom, Roeser [με άσπρο Miami Vice κοστούμι, χαίτη και κομμένη φαβορίτα] Jon Rodgers στο μπάσο και Ron Riddle τύμπανα) εμφανίζονται μέσα στο λιοπύρι της Λεωφόρου. Δύο live στα οποία, παρ΄ότι σε λίγες μέρες έχουν ανακοινωθεί οι Black Sabbath (με μόνο μέλος τον Iommi) γίνεται χαμός. Στο πρώτο γίνεται σκοτωμός με τους τζαμπατζήδες (8/7) και τη δεύτερη ενώ παίζεται το “Veteran…” δύο διμοιρίες των ΜΑΤ βρίσκονται μπροστά από τη σκηνή. Τί εξώφυλλα και εξωγήϊνοι, μιλάμε για την απόλυτη σουρεάλ εμπειρία.

Το γκρουπ σηκώνει και πάλι κεφάλι στα μέσα του ’88. Ο Albert Bouchard που από την αποχώρησή του το ’81 δουλεύει μουσική και ενορχηστρώσεις πάνω σε ένα κύκλο ποιημάτων του Pearlman, έχει πλέον έτοιμο το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, αλλά καμιά εταιρία δεν αναλαμβάνει να το χρηματοδοτήσει και να το διανείμει. Με μια προβλέψιμη καραμπόλα, η Columbia δέχεται, αρκεί να κυκλοφορήσει κάτω από το όνομα των Blue Oyster Cult.
Ο Pearlman αναλαμβάνει παραγωγή και προσφέρει τους στίχους του, ενώ τα κομμάτια πειράζονται αρκετά με οverdubs, στα οποία διάφοροι έχουν συμμετάσχει (από Joe Satriani, Aldo Nova Μέχρι και Robbie Krieger). Το τελικό άλμπουμ αναδιατάχθηκε ώστε να πάρει το πράσινο φως να κυκλοφορήσει με πιο “βατή” ροή και να ταιριάζει με ένα “κανονικό” μέταλ αλμπουμ.

Τελικά, το Imaginos (US#122, Σεπτέμβριος ’88) είναι ίσως το πιο αδικημένο άλμπουμ που κυκλοφόρησε το γκρουπ, αφού περιέχει άριστο ήχο, κομμάτια με progressive στοιχεία αλλά και δυνατές μελωδίες.
Η υπόθεση των στίχων (η ιστορία του Imaginos, ενός εξωγήϊνου που έρχεται να δοκιμάσει τις τύχες των ανθρώπων, βάζοντας τους σε δοκιμασίες και πειρασμούς) είναι αρκετά χαοτική, αλλά λατρεύεται από όσους ορέγονται concept album και αποδραστική αφηρημενολογία.
Το “I Am The One You Warned Me Of” κοντράρει κάθε πρώτο κομμάτι οποιουδήποτε heavy metal άλμπουμ εκείνης της πλούσιας σε παραγωγή χρονιάς, το “In The Presence Of Another World” είναι κλασσικό Cult που έχει ν΄ακουστεί από τα ’70s και το “Astronomy” είναι ο ορισμός της πετυχημένης επανεκτέλεσης, 14 χρόνια μετά.
Τα κομμάτια σφύζουν από ιδέες και ζητούν επανειλημμένα ακούσματα. Παρ΄όλα αυτά και παρ΄ότι ο Pearlman ισχυρίζεται ότι “είναι το καλύτερο άλμπουμ της δεκαετίας μαζί με το Master Of Puppets, η προώθησή του από την Columbia είναι μηδαμινή. Μετά την μικρής κλίμακας περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ, το γκρουπ βυθίζεται στην αφάνεια, καθώς το συμβόλαιο με την Columbia δεν ανανεώνεται.
Οι συλλέκτες πάντως, στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, αναζητούν, ακριβοπληρώνουν και αποθεώνουν το “Imaginos” και δικαίως.  



ΕΠΙΛΟΓΟΣ :
Από το 1990 και μετά, το γκρουπ (με πυρήνα τους Roeser/Bloom) παρ΄ότι «κομμένο» από τις δισκογραφικές (οι οποίες και έπαυσαν να υπάρχουν με την παραδοσιακή έννοια) περιοδεύει ακούραστα μέχρι σήμερα, έχοντας καταφέρει να βγάλει μόνον δύο απλώς συμπαθητικά στούντιο άλμπουμ (Heaven Forbid από την CMC, την Άνοιξη του ’98 και “Curse of the Hidden Mirror” το καλοκαίρι του 2001) και κάποια live. Nιώθουν σαν στο σπίτι του στη σκηνή, τόσο παίζοντας παλιό, όσο και νεώτερο υλικό. Τα noughties βρίσκουν τους Cult να περιοδεύουν παντού.
Στις 5/6/2008, με Castellano στη θέση του Lanier (ο οποίος αποχωρεί από τα live το 2007), μας ξαναεπισκέπτονται (Θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη), σε μια νύχτα - αποθέωση των απανταχού ροκ παπουδοειδών (με ανάλογα αποτελέσματα στις 12/12/2009 και στις 6/2/2014 στο Gagarin). Πλέον σήμερα, το δίδυμο Bloom/Roeser, με τον πολυοργανίστα Ritchie Castellano σε πλήκτρα και κιθάρα, τον Jules Radino στα ντραμς και τον (πρώην μέλος των Blackhearts της Joan Jett) Kasim Sulton στο μπάσο, εξακολουθούν να περιοδεύουν.
Οι Blue Öyster Cult είναι ένα κρίσιμο συγκρότημα για την ουσία του ροκ, από το ‘70 και μετά. Όχι από την άποψη της εξέλιξης του ήχου. Οπωσδήποτε όμως για την διαμόρφωση της συνείδησης του μουσικόφιλου κοινού για το hard rock και το heavy metal ως μορφής έκφρασης με αυταξία και διαχρονικότητα. Υπήρξαν χαρακτηριστικοί για τη σύζευξη του σκληρού ροκ με στίχους που όχι μόνο διηγούνταν ιστορίες, αλλά άξιζαν διάβασμα και ψάξιμο, ανοίγοντας έτσι παράθυρα προς άλλες μορφές τέχνης. Πάνω απ΄όλα όμως, υπήρξαν και είναι από τους κορυφαίους για τα μουσικά στέρεα, αγέραστα κομμάτια τους που έμοιαζαν εξαρχής γραμμένα να υπερβούν την εποχή τους.
Μετά το θάνατο του Allen Lanier το 2013, το ντουέτο Bloom/Roeser που απέμεινε, τα τιμά δεόντως. Και σε κάθε live συναισθάνεσαι ότι το κάνουν από καθαρή ευχαρίστηση. Αυτό και μόνο είναι είναι σπουδαίο καλλιτεχνικό επίτευγμα που γίνεται και δικό μας κτήμα κάθε φορά που βάζουμε ένα άλμπουμ τους στο στέρεο ή που περιμένουμε, σε κάποιο κλειστό ή ανοικτό χώρο να τους δούμε να εμφανίζονται επί σκηνής.

ΠΗΓΕΣ : “Ποπ & Ροκ” (Απρίλιος ’80, Απρίλιος ‘84), Hard Rock & HEAVY METAL (Μάϊος ’86, Αύγουστος ‘87), Metal Hammer & Ηeavy Metal (Δεκέμβριος ’88), Classic Rock (Summer ’06, iss. 96, 168), A.O.R., iss. 2, Encyclopedia Of Rock Stars, Rees/Crampton (Dorling Kindersley eds, 1996).
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου