Joe Bonamassa: "Different Shades Of Blue"

14/10/2014

Κατηγορία: Κριτικές

3987

Κανένας 37χρονος λευκός δεν παίζει έτσι τα μπλουζ. Αλλά πάλι, αυτό είναι κάτι που το λένε γι΄αυτόν από τα 15 του. Με το άλμπουμ αυτό, το 11ο στουντιακό και μόλις το δεύτερο που περιέχει αποκλειστικά δικό του υλικό.

 

O Bonamassa βγάζει απ΄τη φαρέτρα του συστοιχίες από πνευστά, γυναικεία backing vocals και φανκίζοντα υπόβαθρα και κρατώντας το παίξιμό του μεστό και ηλεκτρισμένο, εισέρχεται δικαιωματικά στην κατηγορία των τραγουδοποιών bluesmen.
Με σπάνια για τις μέρες μας παραγωγικότητα (σχεδόν ένα άλμπουμ και ένα live κάθε χρόνο), δεν δείχνει καθόλου να φοβάται την τριβή με το είδος. Βουτηγμένος στο βρετανικό ήχο των blues από τα παιδικά του και με τον χρόνο στο πλευρό του, φαίνεται ότι έχει καταφέρει να είναι ο μοναδικός (και όχι μόνον μεταξύ «λευκών») κιθαρίστας που καταφέρνει να περάσει την blues αίσθηση στο σύγχρονο ροκ ακροατή.
Προκαλούν δέος οι δυνατότητές του. Πού θα φθάσει σε 20 χρόνια, αν από τώρα τείνει να γίνει κλασσικός;
Την ώρα μάλιστα που συμμετοχή του στους Black Country Communion (2009-2012) και οι δύο δίσκοι του με την Beth Hart (2011-2013) επιβεβαίωσαν ότι νιώθει το ίδιο άνετα όταν έχει τον πρώτο λόγο, αλλά και όταν μοιράζεται την ευθύνη της τραγουδοποιίας με άλλα ονόματα σημαντικού βεληνεκούς.
 
Ο Kevin Shirley, παραγωγός αλλά και εμπορικός συνεταίρος του από το 2006, για μια ακόμη φορά ψηλαφεί μαεστρικά τα κουμπάκια, παράγοντας έναν συμπαγή, γεμάτο αυτοπεποίθηση ήχο, χωρίς φλυαρίες, με σόλο σχολιαστικά, στην υπηρεσία των συνθέσεων. Συνυπεύθυνος κατά πολύ στο ότι ο Bonamassa έχει πάρει την καρριέρα του στα χέρια του, ελέγχοντας ο ίδιος ο Shirley το πρόγραμμα των περιοδειών και τα έσοδα από τις κυκλοφορίες του και διευθύνοντας αυτός την εταιρία παραγωγής που διαχειρίζεται το όνομα Bonamassa συνολικά, αξίζει να του πιστωθεί το τελικό αποτέλεσμα του άλμπουμ σχεδόν εξίσου. 
 
O Bonamassa δεν ήταν το μόνο παιδί θαύμα των blues τα τελευταία 20 χρόνια. Ο ακριβώς συνομίληκός του Kenny Wayne Shepherd έκανε πλατινιένιους δίσκους και επιτυχία πριν τα 25, αλλά μετά "κάθησε". Αν υπάρχει μυστικό συστατικό στο φαινόμενο Bonamassa βρίσκεται στο φιλτράρισμα των επιρροών του, οι οποίες είναι τόσο καλά βιωμένες και μελετημένες, ώστε ενώ το άκουσμα κιθάρας και φωνής είναι οικείο, είναι συνάμα χαρακτηριστικό. Και τί άκουσμα. Σε ένα μπλουζ άλμπουμ, η οικονομία της κιθάρας και η ταυτότητα των συνθέσεων είναι το στοιχείο που μπορεί να το κάνει ενδιαφέρον και να το ξεχωρίσει από τα τίμια αλλά τετριμμένα ομόηχά του. Εδώ έχουμε μια τέτοια ακριβώς περίπτωση.
 
Η ποικιλία των διαθέσεων ξεκινά με μια σύντομη instrumental εισαγωγή ["Hey Baby (New Rising Sun"], που μεριάζει στο - περισσότερο Τrower-ικό, παρά χεντριξογενές- "Oh Beautiful", βαρύ και πλατιάζον. Μελετημένο να αφυπνίσει, ακολουθεί το ρηξικέλευθο φανκ "Love Ain't A Love Song", με το εθιστικό ρεφρέν, τις τρομπέτες και τα τρομπόνια του, φέρνει στο μυαλό τα δύο πρώτα άλμπουμ του Tommy Bolin. Αν απ΄το προηγούμενο άλμπουμ έγινε "κράχτης" η διασκευή "Too Much Ain't Enough", εδώ το πρώτο μεγάλο κομμάτι είναι αυτό.
 
Το "Living On the Moon" θυμίζει κάτι απ΄το "Fresh Evidence" (τί θα πει ποιού;), με βαρύτονη ερμηνεία αλά Gary Moore και με εξίσου νευρώδη κιθάρα. Το "Heartache Follows Wherever I Go" είναι ο B.B. King-ειος φόρος τιμής, μ' ένα σκληρό ριφάκι να σέρνεται καταμεσίς του, σα να δραπέτευσε από την τελευταία φάση των Yardbirds.
Το "Never Give All Your Heart" με τα πλατιά του αρπίσματα θά'λεγες ότι είναι ένα απολαυστικό οut-take των Bad Company (πολύ πιθανό απ΄το υποτιμημένο "Burning Sky"), με τη φωνή του Joe να πατάει στο ύφος του Paul Rogers και να εμφυσά τη δική του πνοή στο λιτό αλλά εκφραστικό παίξιμο αλά Ralphs.
Mε τo "I Gave Up Everything For You, 'Cept The Blues", το Σικάγο επανέρχεται στο προσκήνιο. Πνευστά μέχρι τον ουρανό, ένα jazzy πιανάκι και στίχοι παραδοσιακά "tongue in cheek". To ομώνυμο είναι το δεύτερο μεγάλο κομμάτι του άλμπουμ, ένα απ΄αυτά που θα στέκουν στη δισκογραφία του για χρόνια. Blues standard με ακουστική βάση, μια ιδέα από εξημερωμένο Fogerty στη φωνή, φευγαλέα γεύση από CCR στα υφέρποντα πλήκτρα και ένα σόλο - προέκταση των στίχων, εκφραστικό νότα προς νότα ("When you got nothing left to lose - Might sound good, but I'm not sure that's true - You carry the pain around and that's what sees you through - The different shades of blue").
 
Οι γεμάτες συναίσθημα συνθέσεις συνεχίζονται μέχρι το τέλος του άλμπουμ. Πόσοι σόλο καλλιτέχνες θα ήθελαν να μπορούν να έχουν στο δίσκο τους ένα moody "Get Back My Tomorrow", ή τα μαεστρικά πνευστά και το φανκ rhythm section του "Trouble Town". O χαμηλότονος επίλογος του "So What I Would I Do" παραπέμπει σε Otis, υπενθυμίζοντας ότι αυτό το πάλαι ποτέ παιδί - θαύμα έχει, πέρα από δικό του ήχο κιθάρας και δική του φωνή.
 
Είμαστε τυχεροί που τον ζούμε στην εποχή του και θα το εκτιμήσουμε αργότερα.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου