VAN HALEN: "Tokyo Dome Live In Concert"

30/04/2015

Κατηγορία: Κριτικές

3954

Φέρτε στο νου την πιο όμορφη του σχολείου απ΄το ’85. Αυτήν που περνούσε και έπεφταν σαγώνια. Αν 30 χρόνια αργότερα τη βλέπατε ντυμένη με το ξεβαμμένο μπλουζάκι “Stay Alive In ‘85” –αυτό με τη γελαστή λαιμόκοψη- το λάϊμ κολάν που φορούσε στις ώρες της γυμναστικής, τις γκέτες και τα ημιμποτάκια Converse / All Stars, πώς θα έδειχνε;

 

Η απάντηση δύσκολη, γεμάτη όρους και προϋποθέσεις, αλλά ευνόητη. Αν έχει ξεπεράσει –πρωτίστως- τα άθλια ανδρικά της πρότυπα περί ομορφιάς, επιβιώσει από γέννες και διαζύγια, καταφέρει να ξοδέψει προϋπολογισμούς μεσαίου μεγέθους Ο.Τ.Α. σε γυμναστήρια και κυρίως αν έχει «καλό κύτταρο», τότε ναι, και σήμερα ακόμη, θα δείχνει, αν μη τί άλλο, θελκτική.
 
Αναπόφευκτα, η εισαγωγή αφορά non politically correct άρρενες κάποιας ηλικίας. Οι υπόλοιποι προειδοποιούνται, ας προσπεράσουν.
 
Το κουαρτέτο από την Pasadena, άπιαστο πρότυπο για ολόκληρη την αμερικάνικη ροκ σκηνή μεταξύ 1974 και 1985, ένα πράγμα δεν άφησε πίσω της: ένα live album. Η παροξυσμική περίοδος David Lee Roth τελείωσε πάνω στη φάση που το χαρντ ροκ διεμβόλιζε το mainstream κι άφησε στη θέση της ένα ακίνδυνο A.O.R. ομοίωμα της αρχικής μπάντας. Με τον Eddie να αποκλίνει συνειδητά από το ρόλο του guitar hero, τον Sammy Hagar να γίνεται στα 39 του ο ροκ σταρ που πάντα ονειρευόταν και τους “Van Hagar” να γίνονται πολυπλατινένιοι, καθώς οι ορδές των πιστών, επέλεξαν να ακολουθήσουν τον «θεσμό» κι όχι τον εγωπαθή Roth.
Γι΄αυτό και το “Live: Right Here, Right Now του 1993, όσο δυνατό κι αν ακουγόταν στην εποχή του ηττοπαθή απ’ το Seattle, δεν μπόρεσε να κουβαλήσει το βάρος της κληρονομιάς τους. Οι οπαδοί αναζητούσαν και νοσταλγούσαν τα «παλιά» κομμάτια, με τον Roth.
 
Το 2012, μετά από δεκάδες βιτριολικές δηλώσεις εκατέρωθεν και τρεις τουλάχιστον τραγελαφικά αποτυχημένες απόπειρες, ο Roth επανασυνδέθηκε με τα δύο αδέλφια. Όμως κάτι θεμελιώδες έλειπε. Ο υπ’ αριθ. 1 βρωμόχερος μπασίστας της νεώτερης αμερικάνικης ροκ ιστορίας, ο Michael Anthony, είχε άρει το πεντάχορδό του και τα δεύτερα φωνητικά του και από το 2009 είχε ακολουθήσει τον Hagar στους Chickenfoot.
Το studio άλμπουμ “A Different Kind Of Truth” του ’12 είχε στο μπάσο τον ... γιο του Eddie, τον βγαλμένο από αντιδιαφήμιση για τα ΜακΝτόναλντς, Wolfgang Van Halen, 21 ετών τότε. Και έγινε φανερό από την αρχή, ότι πέρα από κάτι δεκάδες μύρια δολλάρια, το διακύβευμα ήταν αυτή η έστω κατά τα ¾ αυθεντική σύνθεση, να δώσει μια εδώ και 30 χρόνια χρωστούμενη υπόσχεση. Ένα live με τα «παλιά» κομμάτια, με τον Roth frontman, να κάνει τα δάκρυα των –αντάρηδων να τρέχουν απ΄τον ενθουσιασμό και τη συγκίνηση. Κάτι σαν την παλαβή αυτοπεποίθηση της ωραίας του σχολείου που λέγαμε στην αρχή, ότι μπορεί να κάνει κεφάλια να γυρνούν προς το μέρος της ακόμη και σήμερα.
 
Στην περιοδεία του 2013, ένα show ηχογραφήθηκε ολόκληρο προ των - παραδοσιακά ευγενικών και καλόβολων απέναντι σε δυτικούς ροκ κατακτητές-  Ιαπώνων, στο Tokyo Dome. Αυτό και προορίστηκε να γίνει η ζωντανή παρακαταθήκη για το μέλλον. Μια συναυλία χωρίς overdubs, χωρίς διορθώσεις, χωρίς φτιασίδωμα. Αυτή και είναι τελικά η αξία της κυκλοφορίας, το «απείραχτο» και άμεσο του αποτελέσματος, καθώς τα επιμέρους οδηγούν σε δεύτερες και τρίτες σκέψεις.
 
Ο Roth περιφέρεται σαν κονφερασιέ του Las Vegas, όλο χαμόγελα, σιδερωμένη χωρίστρα γερουσιαστή, λαμέ γιλεκάκια κι ανομολόγητη προσοχή μη σκίσει κανά προσαγωγό κατά λάθος. Φωνή ιδιαίτερη δεν είχε ποτέ, ούτε ήταν σπουδαίος live, αλλά με τις αυτάρεσκες παρλάτες, το σεξ απήλ και την ταεκ-βον-ντο προσέγγιση στη σκηνική παρουσία, το αναπλήρωνε (όπως γνωρίζουμε εκ των υστέρων από διάφορα βίντεο του τύπου “US Festival ’83”).
Με την φωνή που του απέμεινε τα καταφέρνει -πολλές φορές με δυσκολία- ν΄αποδώσει το διονυσιακό των κομματιών. Συγχωρητό. Είναι όμως η αδυναμία του ν’ ανταγωνιστεί σε κίνηση τον προ 30 ετών εαυτό του που κάνει το “Tokyo Dome Live In Concertνα ακροβατεί μεταξύ δικαιολογημένου ναρκισσισμού και παρωδίας. Πάντως, όπως φαίνεται στο βίντεο, όλα αυτά δείχνουν να μην τον νοιάζουν καθόλου. Ακριβώς όπως παλιά, που περιέφερε τη επική λεοντή και κλωτσούσε αέρα με κάθε ευκαιρία.
 
Ο Michael Anthony λείπει καταφανώς από τα δεύτερα φωνητικά και απ΄αυτή την έκτη αίσθηση που είχε (και διαθέτει ακόμη στους Chickenfoot) ως μπασίστας.
Ο Wolfgang κάνει τα πάντα για ν’ αποδείξει ότι το μουσικό dna της οικογένειας είναι αξιοθαύμαστο (καλό είναι εξάλλου που τα λεφτά μένουν στην οικογένεια, θά’ λεγαν οι κυνικοί) αλλά δύσκολα νοούνται Van Halen χωρίς τον Anthony.
 
Παρ΄όλα αυτά, είναι τα δύο αδέλφια που πείθουν σε κάθε δευτερόλεπτο ότι η μπάντα δικαίως υπήρξε στο απόγειό της μια δύναμη της φύσης και ότι και σήμερα ακόμη είναι η μόνη που μπορεί να παίξει αυτά τα θρυλικά κομμάτια, αναπαράγοντας το σάουντρακ μιας εποχής που η ίδια σφράγισε.
Ο Eddie, αφού ξεπέρασε διαζύγια, εθισμούς, καρκίνο και έλλειψη έμπνευσης τα τελευταία 20 χρόνια, ακούγεται νευρώδης, αβίαστος και αμίμητος, όπως στους πρώτους 6 δίσκους. Δείχνει μάλιστα (στο «αδελφό» της ηχογράφησης βίντεο της συναυλίας) να το ευχαριστιέται.
Ο δε Alex, παρά τα 62 του, δικαιολογεί την κατοχή ενός από τα πιο εντυπωσιακά σετ από τύμπανα στην πιάτσα του ροκ, καθώς επιδεικνύει τη δύναμη και το drive που είχε πάντα. Και όπως όλοι καταλαβαίνουμε, τα ηχογραφημένα κομμάτια της σύνθεσης ’77-’84 δεν μπορούν να παιχτούν από άνθρωπο που έχει χάσει την «αιχμή» και το timing, ακόμη και στο ελάχιστο.  
 
Το θυελλώδες Unchained”, τα “Im The One”, “Somebody Get Me A Doctor” και “You Really Got Me απ΄το πρώτο cd εγκαθιστούν χαμόγελα, όμως είναι στο δεύτερο cd που το σχήμα ρολλάρει και δίνει πράγματι μια γερή επιβεβαίωση αυτού που υπήρξαν. “Dance The Night Away,” “I’ll Wait,” “Cradle Will Rock”, “Hot For Teacher”, “Women In Love”, “Romeo Delight” δεν μπορούν να παιχτούν έτσι από την Hagar-ική ενσάρκωση της μπάντας, πιθανότατα από καμία μπάντα γενικώς. To highlight της κυκλοφορίας έρχεται όχι με το (με προηχογραφημένα πλήκτρα) “Jump”, αλλά με το (προτελευταίο) “Ain’t Talkin’ ’Bout Love” σε μια εκτέλεση αντάξια του κλασσικού του στάτους.
 
Τα πάντα σχεδόν είναι θέμα οπτικής γωνίας, ιδίως σήμερα, που η κοινωνία της πληροφορίας επιτρέπει σε καθέναν να «διαμορφώνει» επικαιροποιημένη άποψη για το μουσικό παρελθόν που δεν έχει ζήσει. Η γενιά που πρόλαβε την εποχή Roth, αν θα είχε να διαλέξει μεταξύ του αν χρειάζεται να υπάρχει μια τέτοια κυκλοφορία, ή όχι, στοιχηματίζω ότι θα διάλεγε «ναι». Το ίδιο ισχύει εξάλλου και όταν βλέπει την πάλαι ποτέ ωραία του σχολείου.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites