Ozzy Osbourne: "Ordinary Man"

08/03/2020

Κατηγορία: Κριτικές

2868

Σε μερικά χρόνια θα έχουμε να λέμε ότι ζήσαμε κι εμείς στο μισό αιώνα που σημάδεψε πολλαπλά αυτός ο απροσάρμοστος, αυτός ο φακντ ατ μπέρθ, ο τραγικός κλόουν του ροκ-εν-ρολ που ακούει στο όνομα Ozz yOsbourne.

 

Από τότε που άνοιξε το στόμα του για να βγάλει μια άναρθρη, στριγγιά θρηνητική κραυγή, για όλα όσα είχε προλάβει να υποφερει μέχρι τα 18 του χρόνια  - κακοποίηση, αναμορφωτήρια, φτώχια, περιθώριο, απαξιωτικές δουλειές του ποδαριού. Επί μισόν αιώνα, αυτή η κραυγή διέτρησε τα ηχητικά αισθητήρια, τις μνήμες και τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ο Ozzy είναι θεσμός, είτε μας αρέσει, είτε όχι. Ένας θεσμός που αναδύθηκε από τα αζήτητα, ένας θεσμός πλήρης συμβολισμών για το ροκ γίγνεσθαι. Για να κεφαλαιοποιήσει την απήχηση των 10 πρώτων χρόνων της δισκογραφικής του ύπαρξης διασώθηκε από τη βιομηχανία, παντρεύτηκε την αδίστακτα ασχημη και άσχημα αδίστακτη Sharon Arden, κόρη του πρώην μάνατζερ των Black Sabbath και άφησε εν λευκώ την τύχη του σ’ αυτήν. Έκτοτε, κινούμενος μεταξύ αναισθησίας και παραισθησίας, έγινε ελεεινό αντικείμενο εκμετάλλευσης, κατούρησε στο Αλαμο, σνίφαρε ζωντανά μυρμήγκια, δάγκωσε περιστέρια και νυχτερίδες, μολύνθηκε από λύσσα, κατέστρεψε και κατέκλεψε τους μουσικούς που τον προσέγγισαν (θρήνησε, δε, έναν αλλά μέγιστο).
Αναλώθηκε σε εξοντωτικές περιοδείες, έγινε το ισοδύναμο του Ντέμη Ρούσου παίρνοντας 30 κιλά απ’ τα ξύδια, πήγε να πνίξει τη Sharon, έκανε καμιά δεκαριά αποτοξινώσεις αξίας εκατομμυρίων δολλαρίων -όλες βραχύβιες- επανήλθε, δοξάστηκε, πήρε Grammy, δήλωσε ότι αποσύρεται και το πήρε πίσω, εξευτελίστηκε άνευ προηγουμένου μαζί με τα ζάμπλουτα δυστυχή παιδιά του σε reality show, διέλυσε και εξάρτησε το όνομα των Sabbath από το πόσα λεφτά γούσταρε κάθε φορά η Sharon, προσέλαβε άλλους να γράφουν και άλλους να παίζουν τα κομμάτια πάνω στα οποία τραγουδούσε. Έθαψε ό,τι είχε από φωνή κάτω από τόνους equalizer, κι έκανε κατά καιρούς ευτυχείς απροσμέτρητους fans (και πιο ευτυχείς κάτι εκατοντάδες χιλιάδες εκδότες περιοδικών και site) ανά τον κόσμο, δίνοντας συνεντεύξεις: τραυλίζοντας, με διαλείψεις, στα όρια της παράνοιας, γερασμένος, αποδιοργανωμένος, καμμένος.
Κι όμως, επειδή έχει προλάβει να εντυπωθεί χωρίς αύριο στο μυαλό μας το ζευγάρι γουρλωμένα μάτια, τα δυό του χέρια υψωμένα και τα δάχτυλά του να σκίζουν τον ουρανό κάνοντας το σήμα της νίκης σ’ έναν ενστικτώδη, ύστατο, άρρητο πανηγυρισμό για το ότι κορόϊδεψε τα προγνωστικά και υπερκέρασε τη συγκυρία, όλα τα παραπάνω ίχνη μια ζωής πέρα από κάθε όριο, μέσα στα χρόνια παρέμεναν επουσιώδη. Γιατί πάντα στο άκουσμα του ονόματός του, μέσα από κάθε του νέα εμφάνιση στο προσκήνιο, περιμένουμε να γίνουμε συμμέτοχοι της Ozziness.




Ενός φαινομένου που φέρει τα στοιχεία ακαριαίας ανάταξης απέναντι στις κάθε λογής δυσκολίες. Ένα “Awrightnow!”, ένα “Letsgoextraf@ckincrazyyyy” ή ένα υστερικό παλαμάκι χρειάζεται, για να τιναχτούμε πάνω και να γιορτάσουμε, όπου και να βρισκόμαστε, λυπημένοι, αποκαμωμένοι, αποπροσανατολισμένοι, καθήμενοι, ακόμη και κοιμώμενοι.
Να γιορτάσουμε το ότι ο Ozzy, μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο, σηματοδοτεί μια από τις τελευταίες πολύτιμες αλήθειες της γενιάς μας: το heavy metal σώζει.
Σήμερα, λίγο αφ’ ότου έκλεισε τα 71 του, με διαγνωσμένο παρκινσονισμό εδώ κι ένα χρόνο, ξέρει ότι ο βιολογικός του χρόνος λιγοστεύει ταχύρρυθμα, με μεγάλη την πιθανότητα να ζήσει τα τελευταία του χρόνια σε αποσύνθεση και πόνο, χάνοντας το μυαλό του αυτή τη φορά κυριολεκτικά, πριν αυτό χάσει τον έλεγχο των μυών και των νευρώνων του. Από πέρσι το Φεβρουάριο αναγκάστηκε να δείξει πολλά μαζί συμπτώματα θνητότητας: ακύρωσε μια ολόκληρη περιοδεία, νοσηλεύτηκε στην εντατική, έπεσε κιόλας κι έσπασε κάτι κόκκαλα, δήλωσε «σε 15 χρόνια ξέρω ότι δε θά’ μαι πια εδώ».
Με τα δεδομένα αυτά, το 12ο στούντιο άλμπουμ του με τίτλο “Ordinary Man” που έρχεται μετά από 10 ολόκληρα χρόνια δισκογραφικής απραξίας (το 2010 είχε βγει το “Scream”) είναι πολύ πιθανό να αποτελέσει τον επίλογο της ανεπανάληπτης καρριέρας του. Ως τέτοιον, λοιπόν, πρέπει να τον ακούσει όποιος είναι στο κόλπο του Ozzy και δε θέλει ή δε μπορεί να βγει. Είναι ένα άλμπουμ φτιαγμένο από πολλούς guest, που εισφέρουν όργανα, φωνές, στη σύνθεση. O ντράμμερ Chad Smith των Red Hot Chili Peppers και ο μπασίστας Duff McKagan των Guns N’ Roses υπήρξαν οι βασικοί του συνεργάτες, σ’ ένα άλμπουμ του οποίου τα περισσότερα κομμάτια βασίστηκαν σε τζαμαρίσματα ηχογραφημένα εντατικά, καθώς ο Ozzy δεν ένιωθε ότι είχε το φυσικό σθένος να ανταποκριθεί επί μακρόν σε στουντιακές υποχρεώσεις.
Αυτό που ακούμε λοιπόν είναι εκ των προτέρων γνωστό ότι αποτελεί προϊόν εκτεταμένης επεξεργασίας μετά την πρωτογενή του καταγραφή.
Το τελικό αποτέλεσμα πείθει ότι πρόκειται για μια προσπάθεια σύμπραξης διάφορων πλευρών της μουσικής βιομηχανίας να παραγάγει κάτι το οποίο θα σταθεί στο ύψος των προηγούμενων κυκλοφοριών του Ozzy, δίνοντας μια διττή ευκαιρία : αφενός σε αναγνωρισμένα ονόματα (Elton John, Slash, Tom Morello) να συνυπάρξουν δισκογραφικά με έναν θρύλο, αφετέρου σε πολλούς ανερχόμενους εκτός ροκ αστέρες να λάμψουν, συμπληρώνοντας το βιογραφικό τους με μια συμμετοχή, ώστε να μπορέσουν, ασχέτως είδους μουσικής, να διεκδικήσουν μελλούμενα επιτεύγματα.
Ο 24χρονος ράπερ, τραγουδοποιός και παραγωγός Post Malone έχει στο ενεργητικό του έξι Grammy και πουλήσει ήδη 65 εκατομμύρια τεμάχια στις Η.Π.Α., ενώ ο 28χρονος επίσης ράπερ, συνθέτης και παραγωγός Travis Scottμε μια Νο 1 τοπ επιτυχία στο Billboard πριν δυό χρόνια έχουν βάλει το χεράκι τους στη σύνθεση 2 τραγουδιών.
Σε άλλα 8, δε, συνυπογράφει η 30χρονη Alexandra “Ali” Tamposi, ένα από τα πιο hot ονόματα στον ποπ κόσμο αυτή τη στιγμή, έχοντας συνθέσει επιτυχίες που όλα τα 10χρονα ως και 20χρονα τραγουδήσει τα τελευταία χρόνια ακούγοντάς τα από ονόματα όπως οι Camila Cabello, Shawn Mendes, Christina Aguilera και οι 5 Seconds To Summer.  Πριν το ξενέρωμα μας πάρει παραμάζωμα, να σημειωθεί ότι, πρώτον, το ποπ υπόβαθρο των ανθρώπων αυτών δεν είναι ιδιαίτερα αισθητό στις συνθέσεις και δεύτερον ότι όλες συνυπογράφονται από έναν ροκ τύπο.
Τον Andrew Watt (“Wotman”), έναν 29χρονο ταλαντούχο πολυμουσικό, ενορχηστρωτή και παραγωγό, ένα από αυτά τα τατουαζοφόρα μειράκια που μοιάζουν σαν χίλια άλλα που ζουν και αναπνέουν σε διάφορα γεωγραφικά μήκη και πλάτη της παγκοσμιοποιημένης γης (που κάποτε τα λέγαν χώρες). Αυτός λοιπόν ο νεαρός, που αν θυμάστε πριν λίγα χρόνια είχε φτιάξει και τους California Breed με τον Glenn Hughes και τον Jason Bonham, κάνει την παραγωγή, παίζει κιθάρα και συνέχει όλο το καινούριο υλικό.
Σε απόδειξη του ότι στην σύγχρονη αποδιαρθρωμένη οικουμενική μουσική πραγματικότητα δεν υπάρχουν πια είδη μουσικής και καλλιτεχνικά προφίλ που ανοίγουν δρόμους και θέτουν διαχωριστικές γραμμές, όπως παλιώτερα, αλλά μια ομάδα ανθρώπων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλα τα «μουσικά είδη». Ο Andrew Watt, ας πούμε, έχει πάρει κι ένα βραβειάκι που το λένε Grammy πέρσυ για το άλμπουμ της -πιο ποπ πεθαίνεις- Cardie B.. Κάπου εδώ, είναι εύκολο να πάψει κανείς ν’ ασχολείται και ν’ αρχίσει τα δηλητηριώδη γιούχα για το κατάντημα του Ozzy. Όμως κάτι τέτοιο παραείναι εύκολο.
Aυτή η βιομηχανική πανστρατιά της οποίας τα φωνητικά του προεξάρχουν ενθέτει στο δίσκο ποικίλα αποτελέσματα.  Έξυπνα ενορχηστρωμένα Ozzόφιλα μορφώματα, απ’ αυτά που έχουμε απολαύσει από το 1991 και μετά, (“UnderTheGraveyard” [με το πολύ εύστοχο αυτοβιογραφικό βίντεο], “Straight Το Hell” [με συνεχή χωσίματα από Slash], “All My Life”), aρραγώς σαμπαθοειδή (“Goodbye”, “Eat Me”), παρανοϊκά (“It’s A Raid”), υποβλητικά (“Holy For Tonight”), μεταλλικά μοντερνιζέ (“Scary Little Green Men”, “Today Is The End”) ως και άνευρα και αχρείαστα σε metalδίσκο, πολλώ μάλλον του Ozzy (“Take What You Want”).
Ένα βέβαια είναι το μεγάλο, το αυτοστιγμεί κλασσικό κομμάτι, το “Ordinary Man”. Μια μελωδία που συγκινεί ακαριαία, με τον Elton John να αναβαθμίζει με το πιάνο και τη φωνή τη συναισθηματική ένταση στο κουπλέ και τον Slashσ’ ένα σόλο αλα “November Rain”. Mια διαπεραστική ψύχρα, αγκαλιασμένη με ανασκοπική διάθεση, αυτήν του ανθρώπου που έχει διανύσει τη διαδρομή και βλέπει το τέλος της πολύ πιο κοντά, τη μέση της μακρινή και την αρχή της θολή, εμφανίζεται συχνά στους στίχους του άλμπουμ, όμως στο κομμάτι αυτό ο Ozzy τραγουδά τον επιτάφιό του. Αμετανόητος, τσακισμένος, μοιραίος εκ γενετής σαν ήρωας τραγωδίας.
“(…) Don't forget me as the colors fade
When the lights go down, it's just an empty stage

Yes, I've been a bad guy
Been higher than the blue sky
And the truth is I don't wanna die an ordinary man”.


Δεν έχει σημασία να αποπειραθεί να κατατάξει κανείς τη θέση του άλμπουμ στην -πέραν των κλασσικών του- δισκογραφία του Ozzy, αυτήν που μας παρέδωσε μετά το 1991, τέσσερα στούντιο άλμπουμ, ένα live και μια συλλογή διασκευών. Σημασία έχει ότι αυτό που λέει στο ρεφραίν του “Ordinary Man” πρέπει να μείνει ήσυχος ότι το έχει πετύχει προ πολλού.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites