Treat: "The Endgame"

16/05/2022

Κατηγορία: Κριτικές

1575

Είμαι ιδιαίτερα περήφανος συνάμα και χαρούμενος αφού οι TREAT είναι από τις πρώτες μπάντες που παρουσίασα το 1985 και το ντεμπούτο τους, "Scratch and Bite", σε ένα ξεχασμένο μελωδικό-A.O.R zine με τίτλο "Melodic Carousel" που τυπωμένο στον πολύγραφο κυκλοφορούσε για τους λιγοστούς συνομήλικους μου.

 

Οι οποίοι τότε έδειχναν ενδιαφέρον γι’ αυτό το "φλώρικο"είδος και όχι για το "βαρύ και ασήκωτο" metal που και εγώ γούσταρα και γουστάρω. Ενασχόληση ελάχιστων με το μελωδικότατο και πανέμορφο μουσικό χρυσωρυχείο του Scandie AOR-Melodic, και οι Treat επιστρέφουν και πάλι με νέα εξαιρετική δουλειά, η αγαπημένη μπάντα από τη Σουηδία.
Θα κάνω απλά μία σύντομη ιστορική αναφορά στα 1988 και την κάθοδο του "ξεβλαχεμένου" επαρχιώτη φοιτητή που επισκέφθηκε την πρώτη βδομάδα αθηναϊκής εγκατάστασης  το θρυλικό Happening στην ιστορική οδό Χαριλάου Τρικούπη στο νούμερο 13 για να αγοράσει τα "Scratch and Bite" (1985) και The Pleasure Principle (1986)!!!Και τη λαχτάρα του να βάλει το cd στο φορητό Sony Discman και να ακούσει τα αποκτήματα.
Και τι άκουσε; τον αγαπημένο ήχο του  AOR μελωδικού  rock από μία σπουδαία μπάντα. Η συνταγή ήταν και είναι γνωστή: σπουδαίες μελωδίες, εξαιρετική κιθαριστική αρμονία, καθάρια μελωδικότατα φωνητικά, σφιχτοδεμένη ρυθμική γραμμή, περίτεχνα κιθαριστικά σόλος και μερικές (όλες κατά την ταπεινή μου σκέψη/ακοή) πιασάρικες συνθέσεις-υμνωδίες.
Τα ίδια ακριβώς που ακούω στο "The Endgame" του 2022 με όλα τα συστατικά δηλαδή της επιτυχίας.
Πιο συγκεκριμένα:
Πριν από δώδεκα χρόνια, το σουηδικό μελωδικό συγκρότημα hard rock  Treat επέστρεψε. Δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια μετά την κυκλοφορία του πέμπτου, ομότιτλου δίσκου τους, το κουιντέτο με έδρα τη Στοκχόλμη αναδύθηκε από τις στάχτες του και ξεσήκωσε σχεδόν όλους με το άλμπουμ της επιστροφής τους, "Coup De Grace". Οι υπάρχοντες θαυμαστές ήταν ενθουσιασμένοι που επανενώθηκαν με το συγκρότημα, ενώ νέοι ακροατές σαν τα βαφτιστήρια μου ήταν εξίσου ερωτευμένοι. Το "Coup De Grace" ήταν ένα από αυτά τα άλμπουμ, κάτι σπάνιο όπου τα αστέρια ευθυγραμμίστηκαν τέλεια για να επιτρέψουν να αναδυθεί ένα αριστούργημα.
Από τότε, οι Treat κυκλοφόρησαν άλλα δύο άλμπουμ τα "Ghost Of Graceland" και "Tunguska". Για τον έναν ή τον άλλο λόγο, δεν έχασα την ευκαιρία να τα παρουσιάσω, διαπιστώνοντας πως  συνέχισαν δημιουργικά και πανέμορφα την αναγέννηση μετά την παύση. Και τώρα, το 2022, η σύνθεση που μας έφερε το "Coup De Grace" ξαναβρίσκεται για να παραδώσει το άλμπουμ νούμερο ένατο, το "The Endgame".
Και μετά από πολλή ακρόαση και συζήτηση, μπορώ μόνο να συμπεράνω ότι ακόμη ένα θαύμα δεν είναι ακριβώς αυτό που έχουμε τα χέρια μας εδώ. Αυτό δεν σημαίνει ότι το "The Endgame" δεν είναι ένας εξαιρετικος δίσκος, γιατί είναι. Ωστόσο, όντας όσο πιο ειλικρινής και απαθής μπορώ να είμαι-καθόλα μεροληπτικός-, υπολείπεται ελαφρώς του "Coup De Grace".
Και υπάρχει ένας σημαντικός λόγος για αυτό, και είναι το γεγονός ότι το δεύτερο μισό του άλμπουμ δεν είναι τόσο δυνατό όσο το πρώτο μισό. Αν η ποιότητα συνεχιζόταν από την αρχή μέχρι το τέλος, θα μιλούσαμε για τον δίσκο της χρονιάς .
Όπως και να έχει, το "The Endgame" θα πρέπει να αρκεστεί στο να είναι απλά λαμπρό και με πολλές  εξαιρετικές συνθέσεις.
Οι Σουηδοί βγαίνουν από τα μπλοκ με φωτιά, παραδίδοντας ένα από τα καλύτερα κομμάτια τους, το "Freudian Slip".
Ο πληκτράς Patrick Appelgren ξεκινάει με μια σύντομη, δραματική εισαγωγή προτού οι κιθάρες του Anders "Gary" Wikström "ζωγραφίσουν". Σε συνδυασμό με τους δυνατούς ρυθμούς της  μετρονομικής ρυθμικής γραμμής  των Jamie Borger και Nalle Pahlsson, είναι μια επιβλητική αρχή. Διακοσμήσεις μολύβδου στην κιθάρα, πλούσια παροχή  πλήκτρων και, στην συνέχεια, η χαρακτηριστική φωνή του Robert Ernlund προσθέτουν όλα στο δυνατό κοκτέιλ της σύνθεσης προτού η χορωδία με την έντονη απόχρωση AOR πάρει τα πράγματα σε άλλη βαθμίδα. Τα επίπεδα των φωνητικών είναι υπέροχα, αλλά ο εθισμός  είναι ακαταμάχητος, διασφαλίζοντας ότι το τραγούδι έχει τη μεγαλύτερη δυνατή επίδραση, δίνοντας τον τόνο για το υπόλοιπο άλμπουμ.


Το "Rabbit Hole" είναι σύνθεση  "υψηλών οκτανίων", με ένα έντονο μουσικό πιστοποιητικό. Και μετά προσφέρει ένα απίστευτα πιασάρικο ρεφρέν που απογειώνει το τραγούδι. Αλλά το καλύτερο κομμάτι του τραγουδιού είναι η πανέμορφη μίξη, και μέσω των πλήκτρων, των αραχνούφαντων κιθαρισμών  και των φωνητικών του Robert Ernlund, όπου το τραγούδι παίρνει μια πιο σκοτεινή, πιο δραματική τροπή. Είναι απροσδόκητο, αλλά μια αριστοκρατική κίνηση που προσθέτει άλλη διάσταση σε μια ήδη δεξιοτεχνική σύνθεση.
Το επόμενο σπουδαίο δημιούργημα  που διανθίζει  το άλμπουμ είναι το "Sinbiosis"(ελληνικότατη λέξη). Τα παλλόμενα μπάσα και τα ογκώδη riff που κυριαρχούν στον στίχο είναι υπέροχα, αλλά το φωτεινό, δροσερό ρεφρέν είναι μια απόλυτη απόλαυση, σχεδόν ποπ και τόσο διασκεδαστική αυτή τη στιγμή, είναι αυτό το γιγάντιο ρεφρέν που βρίσκω τον εαυτό μου να τραγουδά στο αμάξι ή βρίσκεται στο κεφάλι μου όταν ξυπνάω το πρωί. Με την πανταχού παρούσα αλλαγή κλειδιού κοντά στο τέλος, είναι ένα masterclass σε πιασάρικο μελωδικό ροκ δημιούργημα που στρέφεται στην πλούσια περιοχή του AOR.
Σε αυτό το σημείο, αρχίζω να αισθάνομαι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι πραγματικά ξεχωριστό και δεν με αποθαρρύνει ούτε το "Home Of The Brave", που σημαίνει ότι έχουμε τέσσερα από τέσσερα. Το κομμάτι έχει μια ξεκάθαρη αίσθηση σαν μπαλάντα στα σημεία, αλλά καλπάζει σε ένα πολύ ωραίο ρυθμό, ιδιαίτερα μέσα στο υμνικό ρεφρέν, με επικεφαλής το rhythm section. Υπάρχει μια αόριστη κέλτικη, λαϊκή επιρροή που μπορώ να εντοπίσω μέσα από τις μελωδίες και, δεδομένου του τίτλου του κομματιού, έχω την αίσθηση ότι είναι μια σκόπιμη κίνηση και μια κίνηση που λειτουργεί καλά μέσα στα όρια αυτού του τραγουδιού.
Το "Both Ends Burning", ένα μακρύτερο κομμάτι και ένα πιο σκοτεινό, πιο κυκλοθυμικό επίσης, με μια εκπληκτική στιβαρότητα. Ανοίγει αργά, προσεκτικά, με ακουστικές κιθάρες, στρώσεις από brooding synths και έναν υπέροχα πλούσιο ήχο μπάσου. Όταν ανοίγει πλήρως, είναι ακαταμάχητο, με μια πιασάρικη μελωδία συνυφασμένη με βαριά riff που κρατούν αυτόν τον ελαφρώς πιο απειλητικό τόνο στο τραγούδι. Αλλά σοβαρά, μου αρέσει το γεγονός ότι στους Treat αρέσει να "λυγίζουν τους σκληρούς μύες" τους περιστασιακά και με τόσο καλό αποτέλεσμα.
Η ολοκληρωμένη μπαλάντα "My Parade" φέρνει το πρώτο μισό του "The Endgame" στο τέλος της και ανεξάρτητα από το αν σας αρέσουν ή όχι οι μπαλάντες, θα δυσκολευτείτε να αρνηθείτε τη λαμπρότητα αυτής της συγκεκριμένης. Το ρεφρέν είναι "υγρό χρυσό" και είναι αδύνατο να μην το αγαπήσεις, εκτός κι αν έχεις καρδιά από καθαρή πέτρα. Δεν με ενοχλούν  καν τα φωνητικά "Na Na Na Na" των Beatles που κάνουν την εμφάνισή τους.
Στο δεύτερο ημίχρονο, ωστόσο, υπάρχουν μερικές μουσικές ανεπαίσθητες αβαρίες κατά την προσωπική μου άποψη. Πρώτον, μου δίνεται η αίσθηση ότι το συγκρότημα χάνει μόνο λίγη ενέργεια και έτσι το υλικό περιστασιακά δεν έχει την αίσθηση του πρώτου μισού. Ας είναι όμως..
Το "Jesus From Hollywood" μας ευαρεστεί με  τη δροσερή εισαγωγή της σόλο κιθάρας και τα τολμηρά χορωδιακά συνθετικά εφέ. Το ρεφρέν απογειώνεται με τον ίδιο τρόπο όπως και τα υπόλοιπα  και σε αυτό συμβάλλουν και εθιστικά κιθαροπαιχνιδίσματα  και τα sing-along στοιχεία που είναι παρόντα και σωστά.
Το "Magic" είναι ένα αρκετά ωραίο τραγούδι, με δυνατές μελωδίες, αλλά δεν μπορώ να διώξω την αίσθηση ότι έχει γραμμένο το "boyband hit" πάνω του. Μου αρέσει βέβαια ιδιαίτερα. Ξέρω ότι οι Westlife και οι Boyzone δεν θα είχαν τις κιθάρες σε τόσο περίοπτη θέση, αλλά το τραγούδι είναι απίστευτα mainstream.
Το "Carolina Reaper" που εμπνέεται από τη δεκαετία του '80 επιστρέφει σε πιο ενεργητικά κλίματα και είναι επίσης μια υπέροχη δημιουργία κατάλληλη για να "σκαρφαλώσει" στα charts, ακόμα ένα τραγούδι up-tempo με ένα χαρακτηριστικό ρεφρέν Treat ενώ το "Dark To Light" είναι μια εντελώς "σκοτεινή" σύνθεση, γεμάτη δράμα και εκπληκτικά βαρύ "κλίμα" στους στίχους. Είναι λίγο πιο βαρύ και έχει αρκετά αργό ρυθμό. Τα ντραμς και το μπάσο σε παρασύρουν στο τραγούδι και το riff της κιθάρας είναι επίσης λίγο πιο σκούρα σε τόνο σε σύγκριση με το υπόλοιπο άλμπουμ.
Η τελική σύνθεση είναι το "To The End Of Love", ένα κατάλληλα επικό και ξεσηκωτικό τραγούδι που κουβαλά μαζί του μια γλυκόπικρη ατμόσφαιρα. Από τη μία, αισθάνεσαι γεμάτος θετικότητα και ελπίδα, ειδικά στο μέρος του δίσκου. Ωστόσο, καθώς εξελίσσεται, εντοπίζω πολύ πιο σκοτεινούς τόνους. Και μου αρέσει ο τρόπος που παίζει διακριτικά και έξυπνα με τα συναισθήματά μας. Μια τυπική ροκ μπαλάντα της δεκαετίας του '80 με ένα άλλο πιασάρικο ρεφρέν.
Όταν τελειώνει ο δίσκος, δεν είμαι σίγουρος αν αισθάνομαι ενθουσιασμένος ή ελαφρώς λυπημένος, ειδικά με τη χρήση ενός οδυνηρού δείγματος προφορικού λόγου κατά του θάνατου. Και τα εύσημα γι' αυτό πρέπει να πάνε στην ικανότητα του συγκροτήματος στη σύνθεση, καθώς δεν είναι ένα εύκολη υπόθεση να το πετύχεις. Ανεξάρτητα από τα συναισθήματα που παίζουν, είναι ένας ακόμη μελωδικός ροκ ύμνος και ένας δυνατός τρόπος για να κλείσετε τον δίσκο.
Έτσι, το "The Endgame" έχει αποδειχθεί κάτι παραπάνω από εξαιρετικός δίσκος. Οι θαυμαστές του συγκροτήματος σίγουρα δεν θα απογοητευτούν με αυτό το δίσκο. Με αυτές τις ξεκάθαρες ιδέες, το συγκρότημα κάνει ξεκάθαρο πως δεν έχει σημασία αν βρισκόμαστε στο 2022, στο 2010 ή στα πολυπόθητα '80ς. Αυτές οι ιδέες, με το απαραίτητο "σφυροκόπημα", τα πλήκτρα που διανθίζουν ολούθε τις συνθέσεις και παρέχουν μεγάλη υποστήριξη, τα φωνητικά είναι άκρως χορωδιακά και καλά συνοδευόμενα από ρεφρέν παντού, μπάσο, με βάρος και εξέχουσα θέση, ένα drum kit που είναι ένα "ρολόι" και κιθάρες, που εκτελούνται με τελειότητα από τον Wikström, έναν γεννημένο "εργάτη", και δεν έχει σημασία αν το άλμπουμ ονομάζεται "The Endgame", "Tunguska", "Organized Crime" ή όπως αλλιώς ονομάζεται το επόμενο.
Υποδεχθείτε λοιπόν τους βιρτουόζους Σουηδούς που μας προσφέρουν μια "δεξαμενή" γεμάτη μελωδίες και θετικά vibes, και που πάντα καταφέρνουν να μας κάνουν να περνάμε κάτι παραπάνω από καλά κάθε φορά που ακούμε τους δίσκους τους και παρακολουθούμε τις συναυλίες τους. Και θα ήθελα να γυρίσουμε στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν και συγκεκριμένα το Σάββατο της 20ης Οκτωβρίου 2018 όπου βρέθηκα στο "συναυλιακό" χώρο του Crow Club για το show των Σουηδών Treat που ήρθαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Δυστυχώς μόλις μία εκατοντάδα οπαδών δέχθηκαν τη "σουηδέζικη θεραπεία". Οι Treat εμφανίστηκαν και ισοπέδωσαν τη σκηνή χωρίς να παραλείψουν  ύμνους  του παρελθόντος που μου έφεραν δάκρυα στα μάτια περιμένοντας την στιγμή αυτή στην Ελλάδα μας μετά από 30 περίπου χρόνια μετά  την πρώτη φορά στο  Monsters of Rock στα 1988.
Ένα σίγουρο στοίχημα τούτος ο δίσκος!!!

Νότης "Papertiger" Γκιλλανίδης