If you want live... you’ve got it: 15 συγκλονιστικά «μονά» live album

06/08/2016

Κατηγορία: Live Favorites

9030

Για τα διπλά live άλμπουμ της εποχής του βινυλίου έχουν ειπωθεί πολλά, και όλα σχεδόν σωστά. Τα πιο γνωστά διπλά άλμπουμ έχουν καταγραφεί σε άπειρες –σχετικά πανομοιότυπες- λίστες. Οι Thin Lizzy, οι U.F.O., οι Kiss, o Peter Frampton, το “Made In Japan” και τα συναφή.

 

Πράγματι, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν άρχισε να εμφανίζεται και σταδιακά να επικρατεί ως μέσο ακρόασης της μουσικής το compact disc, τα διπλά live ήταν μαξιμαλιστικές παραγωγές που συχνά είχαν το χαρακτήρα ολοκληρωμένης καλλιτεχνικής πρότασης. Ακριβό gatefold εξώφυλλο, φωτογραφίες και artwork στα εσώφυλλα, εκτεταμένα liner notes. Αν όμως τα διπλά υπήρξαν δικαίως οι μεσσίες της ροκ εποχής, δυσανάλογη σημασία έχει δοθεί στους λιγώτερο προβεβλημένους προφήτες της. Θυμίζουμε 15 από τα «μονά», πολλές φορές κυκλοφορημένα βιαστικά, διστακτικά ή πετσοκομμένα από τις οικονομικές ορέξεις των εταιριών, live album, τα οποία είναι υπεύθυνα εξίσου με τα προβεβλημένα «διπλά» για τον ανεξάντλητο μύθο του ροκ. Take it away…   

ΜC5 – Kick Out The Jams (1969).
Η κολλεκτίβα από το Detroit βρισκόταν σε τέτοια δαιμονισμένη φόρμα, ώστε η ζωντανή ηχογράφηση της παράστασής τους κατέληξε να γίνει το δισκογραφικό τους ντεμπούτο. Σε μια εποχή καθολικής αναταραχής στα πολιτικά και πολιτιστικά πράγματα των Η.Π.Α., οι MC5 ήταν το ηχητικό και οπτικό ισοδύναμο μιας εγκληματικής οργάνωσης, που απειλούσε να πάρει ομήρους όλους τους θεατές με τις κιθάρες της. Ριζοσπαστικά πολιτικοποιημένοι και αποφασισμένοι για όλα, ανέμιξαν τις επιρροές από R&B, free jazz και garage, σ΄ένα εκκωφαντικό κύμα, που καταγράφηκε να ξεσπάει πάνω στο κοινό στις 30 και 31 Οκτωβρίου του 1968 στο Grande Ballroom του Detroit. Τίποτε δεν ακουγόταν τόσο επιθετικό και οργισμένο όσο οι κιθάρες των Wayne Kramer και Fred “Sonic” Smith στο ομώνυμο κομμάτι, μέχρι τον ερχομό του punk, περίπου 10 χρόνια αργότερα. O επιβλητικός αφάνας Rob Tyner διαρκώς στα όρια της παράκρουσης και ο θόρυβος σχεδόν εξαγνιστικός, ιδίως στα “I Want You Right Now” και “Rocket Reducer No 62 (Rama Lama Faf Fa Fa”. Το δε “Motorcity Burning” είναι το σάουντρακ του απόηχου των αιματηρών ταραχών του καλοκαριού του ’67 στο Detroit είναι σκέτο μουσικό ντοκυμανταίρ από μόνο του. Ο ήχος της πιο επικίνδυνης εξέγερσης που δεν ήρθε ποτέ, με διάρκεια 39: 52 και σε κομμάτια 8.



The Who – Live At Leeds (1970).
Τραχύ rhythm & blues, fusion, pub rock, heavy metal, punk, όλα σχεδόν τα ρεύματα του βρετανικού ροκ που κατηγοριοποιήθηκαν δέκα χρόνια αργότερα, υπάρχουν –τουλάχιστον σπερματικά- μέσα στο άλμπουμ αυτό, το ηχογραφημένο στις 14 Φεβρουαρίου 1970 στο “Refectory” του Πανεπιστημίου του Leeds, πάνω που οι Who περιόδευαν θριαμβευτικά παίζοντας όλο το “Tommy”, συνοδευόμενο από τα singles των ‘60s σε εκδοχές τουρμποκίνητες. Ένα αφτιασίδωτο στιγμιότυπο της εμφάνισής τους, αρκετό για να χαρακτηριστεί ένα από τα καλύτερα live όλων των εποχών. Θρυλικά είναι –όσο μπορεί να ξεχωρίσει κανείς- το μεταλλαγμένο, μεταλλικό blues του “Young Man Blues”, με τις κοφτές παύσεις και τα βίαια μπασίματα, η δεκαπεντάλεπτη εκδοχή του “My Generation” και η απόλυτη εκτέλεση του “Summertime Blues”. Οι απαρχές και το μέλλον του ροκ ν΄ρολ διπλωμένα σε ένα κρεμ χάρτινο εξώφυλλο, σαν bootleg, με διάρκεια 37:42 και με κομμάτια μόλις 6.

The Rolling Stones – Get Your Ya-Ya’s Out! (1970).
Καθώς τα ‘60s κλείνουν μέσα σ΄ένα κόλαφο παραισθησιογόνου σύγχισης, τελευταίες μέρες του Νοεμβρίου του ’69 οι Stones περιοδεύουν στην Αμερική περισσότερο για να τεστάρουν πώς θα αντιδράσει μπροστά στις χιλιάδες των παραληρούντων ο Mick Taylor, ο 20χρονος μαθητής του John Mayall, που επιλέχθηκε να αντικαταστήσει τον πνιγμένο στην πισίνα (;) πριν μόλις 3 μήνες Brian Jones. Τα αποτελέσματα ήταν εύγλωττα, με το ρέον παίξιμο του Taylor να σημαδεύει παντοτινά μεταξύ άλλων τα “Stray Cat Blues” και “Midnight Rambler”. Από τη θρυλική εισαγωγή (“Laydeez angentlemen, the greatest rock nroll band in the world) έως την αποτρελλαμένη φαν που φωνάζει στον Jagger Paint It Black, you Devil!” πριν την εισαγωγή του “Sympathy…”, ένα κομμάτι ιστορίας που αφήνει τον ακροατή εκστατικό. Support σ΄εκείνη την περιοδεία ήταν κάποιοι B.B. King, Chuck Berry και Ike & Tina Turner. Όλοι αγνοούσαν ότι το Altamont (6/12/1969) ήταν μόλις μέρες μακριά. Διάρκεια 47:36, κομμάτια 10.


Lou Reed – Rock N’ Roll Animal (1974).
Σε όλη τη δεκαετία του ’70, ο μεταVelvetικός θόρυβος αποτελεούσε την ηχητική επένδυση όλων των στιχουργικών εμμονών του Lou Reed με τους ταπεινούς θριάμβους του έρωτα μεταξύ αποκλήρων και τις κυνικές περιγραφές του περί σαδομαζοχισμού, παράδοσης στην ηρωίνη και αγοραίου, ανορθόδοξου σεξ. Εμφανιζόταν πάνω στη σκηνή βαμμένος σαν άφυλο «Panda από το Νταχάου» και (προσποιείτο ότι) σουτάριζε, αφήνοντας τους θεατές με το στόμα ανοιχτό. Ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ’73, το άλμπουμ αποτελεί μια hardcore απόδειξη για το στίγμα αυτής της συγκυρίας. Τα τέσσερα κομμάτια των Velvet ποτέ δεν δισκογραφήθηκαν live τόσο συμπαγή και ισοπεδωτικά, όσο από το κιθαριστικό δίδυμο Steve Hunter / Dick Wagner. Ειδικά η 13λεπτη εκτέλεση του “Heroin” από μόνη της πιθανόν ευθύνεται για περισσότερους θανάτους από overdose απ΄ό,τι ο «πόλεμος των 7 ημερών» (διάρκεια 40:32, κομμάτια 5).


Frank Zappa & Captain Beefheart – Bongo Fury (1975).
Μοναδική συνύπαρξη Zappa και Beefheart ηχογραφημένη στις 20 και 21 Μαίου 1975 στο Armadillo World Headquarter του Τέξας. Η τελευταία συνεργασία του Frank με τους Mothers, η πρώτη εμφάνιση του Terry Bozzio στα ντραμς, παρανοημένες πρόζες, σοπράνο σαξόφωνο και φευγάτα φωνητικά από τον Captain, τραγουδιστική διάταξη του υλικού χωρίς πολλούς πλατειασμούς, δύο στουντιακά πειράματα (ένα που κλείνει την πρώτη πλευρά και ένα που ανοίγει τη δεύτερη) και όλα να ολοκληρώνονται στην απολαυστική coda του “Muffin Man”,  μ΄ένα από τα σόλο του Zappa που μόνον ένας guitar hero μπορεί να ξεπετάξει. Διάρκεια 41:02, κομμάτια 9.


Iggy Pop & The Stooges – Metallic K.O. (1976).
Michigan Palace, Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου1974. Η τελευταία ζωντανή εμφάνιση των Stooges. Αδέλφια Asheton, Williamson κιθάρα, Scott Thurston πλήκτρα και φυσαρμόνικα. Την προηγούμενη, είχαν παίξει μπροστά σ΄ένα κοινό αποτελούμενο κυρίως από bikers, που δεν ήθελαν και πολύ ν’ αρχίσουν τις αγριάδες, μόλις ο πλατινέ Iggy άρχισε να κυλιέται στο έδαφος και να χοροπηδάει κλοτσώντας τον αέρα και σπάζοντας τη μέση. Φτυσίματα, μπουκάλια, βρισίδια, γροθιές να κουνιούνται απειλητικά. Άλλο που δεν ήθελε εκείνος. "All right" είπε, σπαματώντας στη μέση ένα κομμάτι.ou assholes wanna hear 'Louie, Louie,' we'll give you 'Louie, Louie'’. Και ξεκινάνε οι Stooges μια 45λεπτη εκτέλεση με τρυφερούς στίχους που κατέβαιναν στον Iggy εκείνη την ώρα, όπως "You can suck my ass / You biker faggot sissies" και τα λοιπά. Η κατάληξη ήταν να πηδήξει με τη μούρη στο κοινό και να τον πλακώσουν στο ξύλο. Μια συμμορία από bikers που λέγονταν “Scorpions” απείλησαν ότι τον Iggy θα τον σκότωναν, αν οι Stooges ανέβαιναν να παίξουν και την επόμενη. Τελικά έπαιξαν και κανείς δε σκοτώθηκε. Αλλά τουλάχιστον η πρώτη πλευρά του άλμπουμ που είναι από εκείνη την Πέμπτη, 9/2/1974 (γιατί η δεύτερη είναι από μια βραδιά λίγους μήνες πίσω), είναι ίσως το μόνο άλμπουμ που σχεδόν ακούς τα μπουκάλια μπύρας να σφυρίζουν δίπλα απ΄τα κεφάλια της μπάντας. Το απόλυτο χάος με τον βασιλιά των τρελλών Iggy εκτός εαυτού, διάρκειας 37:28, με κομμάτια 6.


Dr. FeelgoodStupidity (1976).
Το νευρώδες και γεμάτο ενέργεια άλμπουμ που θέριεψε τη φωτιά του pub rock και προλείανε το δρόμο για επιστροφή στις απλές και ακαριαίες μουσικές φόρμες, σε μια εποχή που ακόμη κυριαρχούσαν οι Yes και οι Floyd. Κυκλοφόρησε το Σεπτεμβρη του ’76 και έφθασε από την πρώτη εβδομάδα στο Νο 1 της Βρετανίας, χωρίς ποτέ να βοηθηθεί από single. Mια σύνοψη της ιστορίας του rhythm & blues (Chuck Berry, Solomon Burke, Rufus Thomas, Sonny Boy Williamson), παιγμένη με ένταση στο κόκκινο, δίπλα σε τραγούδια των Dr. Feelgood, βουτηγμένα στο late fifties rock n’ roll. Το άλμπουμ στο οποίο εμφανίζεται το δίδυμο των ιερών underdogs, ο Wilco Johnson στην κιθάρα (με το κούρεμα σαλεμένου ανθυπομπήτλ) και ο 24χρονος Lee Brilleaux, να διαλύει τα κομμάτια στα εξ ων συνετέθησαν, παίζοντας φυσαρμόνικα, ενίοτε και δεύτερη κιθάρα. Όλα αυτά μέσα σε  διάρκεια 47:01 και 15 γεμάτα ιδρώτα κομμάτια.


AC/DC – If You Want Blood… YouVe Got It (1978).
Εκείνη τη νύχτα της 30ης Απριλίου του 1978 στο Glasgow Apollo, με τη μίξη από το κοινό (ευτυχώς) ψηλά, καταγράφηκε για πάντα το σε τί κατάσταση μπορούσαν να φέρουν το κοινό οι AC/DC με μόνο όπλο το σφιχτοδεμένο, ανυποχώρητο boogie. H εισαγωγή με το δαιμονισμένο “Riff Raff”, οι ρυθμικές ιαχές του πλήθους (“Angus! – Angus!”) πριν τον παροξυσμό του “Whole Lotta Rosie”, το λάγνο μέχρι σημείου combustion “The Jack” με τους αυτοσχεδιαστικούς στίχους του αρχιμάστορα της αλητείας Bon Scott, το απειλητικό, κατευθείαν για αναμορφωτήριο, “Problem Child” και η οκτώμισυ λεπτών πανωλεθρία του “Let There Be Rock” έθεσαν ένα δύσκολα αντιμετωπίσιμο στάνταρ για το πώς το απέριττο ροκ ν΄ρολ πρέπει να λειτουργεί ζωντανά. Ήταν η περιοδεία για το “Powerage”. Αυτόπτες λένε ότι εκείνη τη μοναδική βραδιά, στο τέλος οι πέντε AC/DC, ντυμένοι με στολές της Εθνικής Σκωτίας (σε δύο μήνες άρχιζε το Μουντιάλ της Αργεντινής) κλώτσησαν καμιά δεκαριά μπάλες ποδοσφαίρου προς το κοινό, μέσα σε αποθέωση. Και αυτό το εξώφυλλο, πόσο πραγματικά προκλητικό και επικίνδυνο ! Φαίνεται σαν πράγματι ο Angus να έχει κάνει χαρακίρι με τη Gibson SG. Διάρκεια 52:42, κομμάτια 10.


Cheap Trick – At Budokan (1979).
Το σχέδιο ήταν να κυκλοφορήσει μόνο στην Ιαπωνία, αφού εκεί το γκρουπ (με μόλις δύο άλμπουμ τότε στο ενεργητικό του) γνώριζε απρόσμενη επιτυχία. Ηχογραφημένο σε τεχνολογία αιχμής στα τέλη Απριλίου του 1978 στο περίφημο Budokan, αποτυπώνει την «ευγενική» ιαπωνική υστερία του κοινού σε υψηλή μίξη, πάνω στο ενθουσιώδες, φαζαριστό, beatl-oφανές pop rock που έκανε τους Cheap Trick διάσημους (απτά παραδείγματα το “I Want You To Want Me” και το “Surrender”). Αποτέλεσμα, το άλμπουμ να αρχίσει να εισάγεται σαν τρελλό στις Η.Π.Α. και να αναγκαστεί η Epic να το κυκλοφορήσει επίσημα παγκοσμίως, για να γίνει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του 1979. Η ενέργεια που έβγαζε το συγκρότημα με τους «δύο όμορφους και τους δύο άσχημους» έδειξε το δρόμο σ΄ό,τι power pop κυκλοφόρησε για τα επόμενα 20 χρόνια. Θεωρείται από τα καλύτερα live που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ. Σε διάρκεια 42:27, με 10 κομμάτια.



Neil Young - Rust Never Sleeps (1979).
Ηχογραφημένο στα τέλη του ’78, το μισό ακουστικό και το μισό ηλεκτρικό μέχρι βαβούρας, υπήρξε ο προάγγελος όλων των unplugged και του μισού και παραπάνω grunge, περισσότερο από μια δεκαετία πριν αμφότερες οι τάσεις εμφανιστούν. Ο Neil είχε ήδη κερδίσει τη δική του θέση στην ροκ τραγουδοποιία από τα τέλη των ‘60s. Απλώς σ΄αυτό το live, με τους Crazy Horse, την καλύτερη μπάντα που είχε ποτέ δίπλα του, την ανανεώνει, καθώς ακούγεται σαν 22 χρονών (“…and wondering what to do). Το άλμπουμ ξεκινά με το ακουστικό “My My, Hey Hey” (για πολλά χρόνια το πρώτο κομμάτι που μάθαινε κανείς όταν έπιανε ακουστική) και καταλήγει με το κακόφωνο “Hey Hey, My My”, την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος (Rock NRoll will never die, cos theres more to the picture than it meets the eye”). Ενδιάμεσα, υπάρχουν από country (“Sail Away”), φολκ (“Ride My Llama”), διαφορετικά φωτοσκιασμένα Ντυλανικά διηγήματα (“Thrasher”, “Powderfinger”) έως και πανκ ενέργεια (“Sedan Delivery”). Στα συν, ότι ήταν πιο φθηνό και βολικό για το αγοραστικό κοινό από το διπλό “Live Rust” που κυκλοφόρησε λίγους μήνες αργότερα (Νοέμβριο ’79), καθώς περιείχε λίγο απ΄όλα για όλα τα ροκ γούστα και μπορούσε να γραφτεί σχεδόν όλο στη μία πλευρά εξηντάρας, καθώς είχε διάρκεια μόλις 38:16 και 9 κομμάτια.


Rory Gallagher – Stagestruck (1980).
Για πάντα συνδυασμένο με την επίσκεψή του στη Νέα Φιλαδέλφεια το Σεπτέμβριο του ’81, το τρίτο του live έχει αφήσει πίσω του την blues χροιά των δύο προηγούμενων. Είναι μια πυρετώδης, φωνακλάδικη hard rock επίθεση από ένα τρίο που βγάζει φωτιές (Gerry McAvoy και Ted McKenna σε μια από τις πιο συμπαγείς ρυθμικές βάσεις που ανέβηκαν σε πάλκο ever), μπαίνοντας με φόρα στα κομμάτια των τελευταίων άλμπουμ του μεγάλου Ιρλανδού και τα εκτελώντας τα με φρενήρη ρυθμό. Η εισαγωγές του “Shin Kicker” και του “Moonchild” είναι προορισμένες να προκαλούν εκκενώσεις συγκίνησης, ενώ το “Shadow Play” (ειδικά σ΄αυτή την εκτέλεση) παρασύρει στο διάβα του τα πάντα, καθώς ο Rory ακούγεται να συστήνει τους δύο συνενόχους στο κοινό και  συνεχίζει να παίζει μέχρι το αναπόφευκτο fade out (καθώς οι εκτελέσεις της εποχής στο συγκεκριμένο κομμάτι ήταν 10λεπτες). Διάρκεια 51:46, 8 κομμάτια. Ο Gallagher βέβαια ποτέ δεν ήταν, ούτε θα είναι, αρκετός.


Motörhead – No Sleep ‘Til Hammersmith (1981).
 Ηχογραφημένο στο Newcastle κα το Leeds τις τρεις τελευταίες μέρες του Μαρτίου του ’81, πρόκειται για το άλμπουμ-σιδηρογροθιά στα μούτρα του ποπ κόσμου της εποχής. Οι μέχρι τότε «βρωμεροί και άμουσοι σπηντάκηδες» θεωρούνταν από τον «σοβαρό» μουσικό τύπο κάτι σαν χονδροειδές αστείο. Όμως οι ορδές των αφιονισμένων που είχαν γευθεί την ωμή ενέργεια των Motorhead στις πακτωμένες αίθουσες των δύο τελεταίων περιοδειών τους ανά τη Βρετανία (’79-’81), το έφθασαν στο Νο 1 των άλμπουμ της Βρετανίας, βοηθώντας το σύμπαν των charts να χάσει την παρθενία του. Τίποτε πιο τραχύ και εκκωφαντικό πριν ή μετά απ΄αυτό. Ο Vic Maile θα δικαιούτο ένα αριστίνδην lifetime achievement Grammy ηχοληψίας, καθώς κατάφερε να φυλακίσει στο βινύλιο έναν τυφώνα 11 κομματιών να λυσσομανάει επί 40:31. Ειδικά τα “Overkill”, “Bomber” και “Motorhead” αποτελούν το μέτρο με το οποίο θα κρίνεται για τον επόμενο αιώνα τουλάχιστον το πόσα κιλά βαρίδια διαθέτει κάθε σκληρόηχο συγκρότημα επί σκηνής. 



U2 – Under A Blood Red Sky (1983).
Την ώρα που, με την κυριαρχία του new wave, το live album σαν είδος είχε αρχίσει να φθίνει, ήρθε μια δισκογραφική υπενθύμιση για το ότι τα πραγματικά σημαντικά ροκ γκρουπ, ανεξαρτήτως εποχής και γενιάς, πρέπει να μπορούν να αποδώσουν τη μουσική τους ζωντανά με τρόπο που να εμπλέκει θεατή και ακροατή σε μια ξεχωριστή εμπειρία. Αυτό ακριβώς συμβαίνει μ΄αυτό το ηχογραφημένο σε διάφορες εμφανίσεις τους άλμπουμ από την περιοδεία για το “War”. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα, αποσπά την προσοχή με συχνές κορυφώσεις, τις οποίες η ερμηνεία του Bono υπόσχεται πειστικά ότι πρόκειται να πολλαπλασιάσει. Προοριζόμενο αρχικά για E.P., κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του ’83 και πυροδότησε πολύ μεγάλες πωλήσεις, κυρίως στην Αμερική. Ήταν το επόμενο μεγάλο ροκ γκρουπ και ήταν έτοιμοι να ξεχυθούν στο παγκόσμιο προσκήνιο. Θα το κατάφερναν για τα καλά με την εικοσάλεπτη εμφάνισή τους στο “Live Aid”, ενάμισυ χρόνο αργότερα. Όμως ήδη από το άλμπουμ αυτό, ξεχειλίζει η φλόγα κι η αυτοπεποίθηση που σύντομα θα τους έκανε τεράστιους, στα “Gloria”, “11 O’ Clock Tick Tock”, “Party Girl”, “Electric co”, “40”. Περισσότερο από παντού, στο «κάλεσμα στα όπλα» του “Sunday Bloody Sunday”, το οποίο σπανίως ακούστηκε πιο συναρπαστικό. Διάρκεια 35:29, κομμάτια 8.

The Cure – Concert : The Cure Live (1984).
Ηχογραφημένο τον Μάϊο του ’84 στο Λονδίνο και την Οξφόρδη, ξεχώρισε τους Cure από τον υπόλοιπο ανθυποBowieικό συρφετό. Γιατί το παίξιμό τους είχε νεύρο, θόρυβο και ατμόσφαιρα και βασιζόταν στα τραγούδια παίρνοντας αποστάσεις από την μέση κλαψοφοβική εμμονή των περισσότερων «γότθων». Άφοβα σκληρές κιθάρες, κοφτά συνθ και υπνωτιστικό μπάσο, μ΄έναν Robert Smith να ελίσσεται ανάμεσα στις σκοτεινές του στιχουργίες σαν αερικό. Highlight (τουλάχιστον τα) “Charlotte Sometimes”, “A Forest” και οπωσδήποτε το “Killing An Arab”. Διάρκεια 42:27, κομμάτια 10.


The Talking Heads – Stop Making Sense (1984).
Ένα από τα πλέον εγκεφαλικά σχήματα, σ’ ένα άλμπουμ που ακόμη και σήμερα δεν μπορούμε να διακρίνουμε αν ήταν το σάουντρακ του ομώνυμου full length βίντεο που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβρη του ‘84, ή ένα live που οπτικοποιήθηκε από ένα βίντεο - ντοκυμανταίρ. Σε κάθε περίπτωση, το υλικό ήταν εξόχως μεθυστικό, με τα κρουστά να δίνουν έξτρα ώθηση στις εκτελέσεις και τον David Byrne να αποτυπώνει την ακατάτακτη δυναμική των Heads για πάντα, με τις απόλυτες εκτελέσεις των “Once In A Lifetime”, “Slippery People”, “Burning Down The House” και “Take Me To The River” που σπάνε τα στυλιστικά όρια κι ανοίγουν δρόμους προς τον μουσικό χώρο που αργότερα βαπτίστηκε “ethnic”. Never “same as it ever was”, από τα χαρακτηριστικά άλμπουμ του art rock των ‘80s, με διάρκεια 39:37 και με 9 κομμάτια.

Ηχογραφημένα με αρχαϊκή –σε σχέση με τη σημερινή – τεχνολογία και με διάρκεια που, λόγω των περιορισμών της χωρητικότητας του βινυλίου, σπάνια ξεπερνούσε τα 45 λεπτά, τα «μονά» live άλμπουμ μπορεί να έμοιαζαν στον καιρό τους ότι αγκομαχούν να συμπεριλάβουν μια πυκνή, αντιπροσωπευτική περίληψη της ζωντανής παράστασης ενός ροκ ονόματος, όμως είχαν πίσω τους πολλά περισσότερα. Για την επιλογή των τραγουδιών δούλευε γι΄αυτά μεγάλος αριθμός ατόμων, κόβοντας και ράβοντας κυριολεκτικά με το χέρι τις ταινίες, ταιριάζοντας τα σόλο, δυναμώνοντας ή καθαρίζοντας τον ήχο στα κρίσιμα σημεία, οργανώνοντας τα overdub, ακριβώς στο σημείο που χρειαζόταν, με το αυτί, διαλέγοντας τις «καλύτερες» εκτελέσεις ώστε να χωρέσουν στο μονό βινύλιο. Υπήρχε επίσης μεγάλη συζήτηση για το αν οι «ζωντανές» αντιδράσεις του κόσμου «έπρεπε» ή όχι να παρεμβάλλονται στην μουσική και για το αν η τιμή πώλησής τους «συνέφερε ή όχι» την εταιρία. Σήμερα, που δισκογραφική βιομηχανία στην ουσία δεν υπάρχει, που είναι αυτονόητη η καταγραφή μιας ολόκληρης συναυλίας (ή και ολόκληρης περιοδείας) σε ψηφιακή μορφή και που η αναμετάδοσή της σε live streaming είναι ένα  απλώς προβλεπόμενο happening ρουτίνας, τα άλμπουμ αυτά εκμπέμπουν μια απαράμιλλη γοητεία. Την γοητεία της ανεξίτηλης, αριστοτεχνικά τραβηγμένης ηχητικής φωτογραφίας εποχών όπου συνέβαιναν πράγματα και θαύματα επί σκηνής. Τη γοητεία του να αφήνουν ή να προκαλούν τον ακροατή να γεμίσει το μύθο με το μυαλό και τη φαντασία του («σκέψου να είχαν ηχογραφήσει και κείνο και το άλλο κομμάτι», «σκέψου το άλμπουμ να είχε ακόμη τρία κομμάτια»). Τέτοια πράγματα. Σχεδόν όλα τα άλμπουμ αυτά έχουν κυκλοφορήσει πλέον σε remastered ή και expanded editions.
Οι περισσότερες απ΄αυτές τις ενισχυμένες εκδοχές είναι αναπόφευκτο να αποκτηθούν και να αγαπηθούν, καθώς προεκτείνουν την αίσθηση που αποπνέουν τα
original και αναβιώνουν τις συνθήκες γέννησής τους, με γενναιόδωρα πρόσθετα, φωτογραφίες και «καινούριες», εξορυγμένες απ΄τα αρχεία εκ των υστέρων, ηχογραφήσεις ακόμη κι από την ίδια μέρα των παραστάσεων που περιέχονται στα αρχικά. Ασφαλώς και αξίζει, υπό τις συνθήκες αυτές, να υποκύψει κανείς στα τερτίπια της βιομηχανίας. Χωρίς να ξεχνά όμως ότι όλα ξεκίνησαν χάρις στη γοητεία αυτών των πρώτων, ατελών, «μονών» live άλμπουμ.


Παναγιώτης Παπαϊωάννου