Talking Heads: “Stop Making Sense”

06/06/2017

Κατηγορία: Live Favorites

6036

Οι Talking Heads, το περίφημο συγκρότημα της underground νεοϋρκέζικης μουσικής σκηνής, πάντα μου άρεσε just because, κατά κάποιον τρόπο βρισκόμασταν στο ίδιο μήκος κύματος και με την πρώτη κατάλληλη ευκαιρία αναρριχούνταν μεθοδικά στη λίστα των προτιμήσεών μου.

 

 Ίσως να έχει να κάνει με τον πιο πειραγμένο, εγκεφαλικό new wave ήχο ever, ίσως με τις θεματικές των κομματιών που τις διαπνέει μια δόση πληγωμένης ειρωνείας, ίσως με τις ιδιοφυώς απλές, σε γρήγορο ρυθμό μελωδίες, ασυνήθιστα μονότονες και ταυτόχρονα εθιστικές, με αλλόκοτα ρεφρέν, ίσως πάλι με το θεατρικό, extravagant, «παράλογο» στυλ του David Byrne.

Αφήνοντας στην άκρη συνηθισμένα στερεότυπα και κρατώντας πάντα μία καινοτόμα στάση απέναντι στα πράματα πειραματίστηκαν με διάφορα μουσικά είδη, ρίσκαραν και τελικά πέτυχαν να περάσουν τις ιδέες τους και στο κοινό, ανάγοντας το γκρουπ σε υπολογίσιμη μουσική δύναμη και σε ένα από τα πιο επιδραστικά σχήματα όλων των εποχών. Στα πρώτα τους βήματα, υπό την καταλυτική καθοδήγηση του ambient γκουρού Brian Eno και ξεκινώντας από μια δική τους αντίληψη για τη διασκέδαση την οποία ήθελαν να μετουσιώσουν σε κοινή εμπειρία, πήραν ως βάση την ανερχόμενη στα τέλη των ΄70’s new wave, την ανάμιξαν με funk και latin ρυθμούς και μαζί με κάτι από το πνεύμα της «μαύρης» μουσικής, στοιχεία αφρικανικής ροκ και λίγη κλασική ροκ, έφτιαξαν ένα χαρακτηριστικά δικό τους, περιπετειώδες, χορευτικό μουσικό είδος αρτ ροκ, παράξενα ενδιαφέρον και πάντως διαχρονικότατο,. Αυτό ήταν το στυλ που τους εκπροσωπούσε στα ΄80’s. Αργότερα, όταν η new wave δεν ήταν τόσο δημοφιλής πια, οι Talking Heads ενσωμάτωσαν με τον πιο αξιοθαύμαστο τρόπο περισσότερες ποπ αναφορές και ηλεκτρονικούς ήχους στις συνθέσεις τους χωρίς να αλλοιώσουν την ταυτότητά τους.

Η ευρεία κριτική αποδοχή του συγκροτήματος από το ντεμπούτο τους το 1977 με το “Talking Heads: 77”,   συνέπεσε με την αναγνώρισή του και από το ευρύτερο κοινό τo 1983, όταν το “Burning Down The House” από το πέμπτο στούντιο άλμπουμ “Speaking in Tongues”, προωθούμενο μέσα από τη συχνή προβολή του promotional video στο MTV, κατάφερε να φτάσει στη # Νο 15 του αμερικανικού τοπ 10. Η εμπορική αυτή επιτυχία έδωσε το έναυσμα στους Talking Heads να βγoυν σε περιοδεία, που αναδείχθηκε στη πιο σημαντική και φιλόδοξη live προσπάθεια που έχει να επιδείξει. Με το καθιερωμένο βασικό κουαρτέτο (τον τραγουδιστή – κιθαρίστα David Byrne, τον ντράμερ Chris Ftantz, τον κημπορντίστα Jerry Harrison και τη μπασίστρια Tina Weymouth) και με ενισχυμένο line up σε κρουστά, κήμπορντς, κιθάρα και φωνητικά τα ήδη γνωστά κομμάτια του υπαγορεύτηκαν από μία νέα, πιο ώριμη λογική.
Οι τρεις συνεχόμενες εμφανίσεις τους στο Pantage Theatre του Hollywood τον Δεκέμβριο του 1983, μαγνητοσκοπήθηκαν από την κάμερα του σκηνοθέτη και μελλοντικoύ κατόχου Όσκαρ Jonathan Demme («Η σιωπή των αμνών», “Philadelphia) και αποτέλεσαν το υλικό ενός αρχέτυπου concert movie με τον τίτλο “Stop Making Sense”, από στίχο του “Girlfriend is better” που αποτύπωσε τα σχετικώς δρώμενα κατά τρόπο που θυμίζει ντοκιμαντέρ με τις σκηνές να αποδίδονται real time, αρετουσάριστες και αμοντάριστες. Επρόκειτο για το πρώτο rock movie στην ιστορία του σινεμά στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά ψηφιακές ακουστικές τεχνικές. Το φιλμ όπου κι αν προβλήθηκε είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Οι θεατές, ακόμη και οι πιο δύσπιστοι, γρήγορα σηκώνονταν από τις θέσεις του και τα έδιναν όλα σαν να βρίσκονταν στη συναυλία. 


Οι Talking Heads εδώ βαδίζουν σε γνώριμα μονοπάτια, καθώς οι συναυλίες είναι το φόρτε τους, μια μόνιμα αγαπημένη τους συνήθεια. Λειτουργώντας κατά πολύ ενστικτωδώς, έχοντας έναν εξωπραγματικό frontman και μια ομάδα να παρέχει τις απαραίτητες groove συνθήκες έφτιαχναν live βγαλμένα από καλολαδωμένη μηχανή, απίστευτης ενέργειας και αισθητικής.
Η σκηνική παρουσία ειδικά του David Byrne τίποτα λιγότερο από μυθική. Φαινομενικά σοβαροφανής, καταφεύγοντας σε ένα υπερμέγεθες κουστούμι ως «στολή εργασίας», αναμαλλιασμένος και αλαφιασμένος, ερμηνεύει λιγάκι υπεράνω, λιγάκι και σαν μας κοροϊδεύει κατά βάθος όλους και βγάζοντας τελικά την εκκεντρική περσόνα ενός διαφορετικού, αντισυμβατικού ροκά που δεν φαίνεται να παίρνει τίποτα στα σοβαρά και προπάντων τον εαυτό του. Ως καλλιτέχνης γνήσιας κοπής, παραδίδει μαθήματα θεατρικής ερμηνείας με εκείνον τον απίθανο χορό κοτόπουλου ή την κίνηση σαν τον έχει χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα ή το τρέξιμο ηθοποιού του βωβού κινηματογράφου, που σε μια στιγμή βάζει κάτω χιλιοπροβαρισμένες στον καθρέφτη κινήσεις συναδέλφων του. Δεν θα μπορούσε εξάλλου να ισχύσει κάτι διαφορετικό για έναν ερμηνευτή του οποίου η πρώτη μεγάλη επιτυχία είχε τον τίτλο “Psycho Killer”.

Η ταινία συνοδεύτηκε και από το ομότιτλο άλμπουμ, ένα τύπου soundrack που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1984. Συμπεριλαμβανομένων μόνο 9 από τα τραγούδια που ακούστηκαν στη live εμφάνιση κι αυτά έχοντας υποστεί σοβαρή επεξεργασία σε σχέση με την αρχική απόδοσή τους, το άλμπουμ έμελε να ακολουθήσει τη δική του χωριστή πορεία σε σχέση με την ταινία.Τα κομμάτια του άλμπουμ το ένα μετά από το άλλο συνθέτουν μια “Greatest Hits” συλλογή διάρκειας, αντιπροσωπευτική του έργου του συγκροτήματος μέχρι εκείνη τη στιγμή και της art funk μουσικής προσωπικότητάς του, λίγο πριν ανέβει σε mainstream επίπεδο με κομμάτια όπως το “Road to Nowhere” (από το “Little Creatures”) και αργότερα στραφεί και σε πιο εσωτερικές καταστάσεις.


Από το opening track “Psycho Killer”, ίσως το καλύτερο δείγμα ακουστικής ντίσκο, έως το gospel funk “Take Me To The River” με το οποίο κλείνει ο δίσκος, ξεδιπλώνονται οι καλύτερες στιγμές των Talking Heads τη δεδομένη περίοδο.
Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται το εξαίσιο “Swamp”, το ωμό, δυσλειτουργικά groove “Slippery People”, το ευχάριστα ξεσηκωτικό, θορυβώδες “Burning Down The House”, το “latin” “What A Day That Was”, το παράξενα συναρπαστικό ΄80’s υφής “Girlfriend Is Better” και τον new wave ύμνο των ΄80’s “Life During Wartime”, μια έξυπνη μίξη punk και αφρικανικών ρυθμών.

Όσο για το πλέον χαρακτηριστικό όλου του έργου των Talking Heads, “Once In A Lifetime” μέσα από τη 5μισυ λεπτών διάρκειά του καταθέτει ένα προφητικό, κοινωνικό, αρτ ποπ μανιφέστο, αρκούντως καυστικό και με μπόλικο σαρκασμό για τον υπερκαταναλωτισμό και τη μιζέρια που κυριαρχεί στη μέση ηλικία. Οι πολλές μικρές, ασυνήθιστες παύσεις μαζί με τη δυνατή μπασογραμμή, το βουητό από τα συνθ και με τον Byrne άλλοτε να τραγουδά και άλλοτε να απαγγέλει για τη ζωή του σε ένα όμορφο σπίτι με μία όμορφη σύζυγο, φτιάχνουν ένα πολύχρωμο, μυστηριώδες παζλ ή ακόμη καλύτερα μία ηχητική βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Κι «όσο περνούν οι μέρες» (letting the days go by”) συνειδητοποιούμε ότι δεν έχουμε ακούσει οτιδήποτε παρόμοιο στην ιστορία της ποπ. 


Ο δίσκος “Stop Making Sense” δίνει μέσα σε 46μισυ λεπτά μια σαφή μουσική εικόνα των Talking Heads από τα ΄80’s, ό,τι καλύτερο είχαν να καταθέσουν μέσα στη δεκαετία αυτή. Αν και δεν αποτυπώνει καθαρά τον live ήχο της συναυλίας, κατάφερε να πιάσει κάτι από τη σπίθα, τον ενθουσιασμό που βγήκε αβίαστα μέσα από την ψυχή του συγκροτήματος και το ανήγαγε σε ένα άλλο ερμηνευτικό επίπεδο, πέρα από τα τετριμμένα μουσικά όρια και ολοκληρωμένο . Κι ας μην ξεχνάμε και την τεράστια εμπορική επιτυχία που το ακολούθησε παραμένοντας για πάνω από δύο χρόνια (για την ακρίβεια 118 εβδομάδες) στο Billboard 200 chart. And that makes a lot of sense.

Μαρία Γεωργιάδου

Tracklist:

A – Side
Psycho Killer

Swamp
Slippery People
Burning Down the House
Girlfriend Is Better
 
B – Side
 
Once in a Lifetime
What a Day That Was
 
Life During Wartime
Take Me to the River
 

Film/Special New Edition Soundtrack:

Bonus live tracks "Heaven", "This Must Be the Place”