Judas Priest: "Painkiller"

25/11/2018

Κατηγορία: Old Time Rock

4146

Τα ΄80s ήταν μοιρασμένα, καλλιτεχνικά για τους Βρετανούς Judas Priest. Η αρχή ήταν ιδανική με το κλασικό "British Steel", ωστόσο αργότερα θα επικέντρωναν την προσοχή τους στο αμερικανικό κοινό και το "Turbo" του 1986 σηματοδότησε την αρχή μιας μκρής "κοιλιάς" στην ποιότητα της μουσικής τους .

 

Πάντοτε, οι  Judas Priest  αφουγκράζονταν το μουσικό γίγνεσθαι και το αφομοίωναν, σμιλεμένο στο δικό τους καλούπι. Ωστόσο,  δεν σήμαινε αυτόματα και επιτυχία για αυτούς, σε κάθε τους προσπάθεια.
Το ακόλουθο ‘"Ram It Down" , δεν άρεσε καθόλου. Κι όλα έδειχναν, πως όφειλαν να γίνουν αλλαγές ριζικές, ώστε οι Judas Priest  να παραμείνουν στην κορυφή.
Η μοίρα, με το κλείσιμο της δεκαετίας ήταν σκληρή μαζί τους. Η μπάντα στην Αμερική βαλλόταν, μεν από κοινωνικές οργανώσεις για το υποτιθέμενο ακατάλληλο υλικό των στίχων τους και από μια δικαστική υπόθεση δε , που αφορούσε την υποκίνηση αυτοκτονικής απόπειρας  δυο νεαρών στη Nevada, το 1985 μέσω κρυφού μηνύματος στη διασκευή "Better By You, Better Than Me" των Spooky Tooth που περιεχόταν στο "Stained Class" του 1978, κατά τους κατήγορους. Ο Rob Halford υποχρεώθηκε να το τραγουδήσει στην δικαστική αίθουσα, ώστε να αποδείξει την αθωότητα του γκρουπ κι όταν στις 24 Αυγούστου του 1990, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο, η μπάντα είχε έτοιμη την μουσική αντεπίθεσή της.
Όσον αφορά τις προαναφερθείσες αλλαγές, η αρχή έγινε με τον παραγωγό. Ο Tom Allom  που υπήρξε παραγωγός όλων των δίσκων των Judas Priest από το "British Steel" ως και το "Ram It Down" του 1988, έδωσε τη θέση του στον Chris Tsangarides, με τον οποίο η μπάντα είχε συνεργαστεί ξανά στο "Sad Wings Of Destiny" ( 1976 ) και συνέχισε με τον drummer ...
Ο Dave Holland, κουρασμένος από τη θητεία του στη μπάντα έδωσε τη θέση του στον Αμερικανό Scott Travis ( πρώην X-Racer ), ο οποίος πάντοτε ήθελε να δουλέψει με τους Judas Priest και παραμένει ως και σήμερα στο γκρου .
Με τη δίκη να μαίνεται, τον Μάρτιο του '90 το δωδέκατο album  των Judas Priest ήταν έτοιμο. Hχογραφημένο στα Miraval Studios στη Γαλλία, στο οποίο η μπάντα έκανε συχνά επιδρομές στο κελλάρι του για καλό κρασί, περιείχε σύγχρονες τεχνικές παιξίματος στις κιθάρες από τους Glenn Tipton και K.K. Downing και τον Scott Travis να κρατάει ανάποδα τα drumsticks του, ώστε να προσδώσει βαρύτερο ήχο στο δίσκο.
Ο δε Halford, άφησε πίσω του τους λασπωτήρες και ξυρισμένος γουλί, ενδεδυμένος το ρόλο του Metal God, αφήνει την ψυχή του στο μικρόφωνο. Στις 3 του Σεπτέμβρη του 1990 , όλα αυτά αποτυπωμένα, αφήνουν το μουσικό κοινό με το στόμα ανοιχτό.
Το "Painkiller", παρουσιάζει μια μπάντα μοντέρνα και φρεσκαρισμένη με χημεία μεταξύ των παλιών μελών της και του νεοφερμένου Travis.  Σε παραδοσιακά heavy, όσο και speed metal  μονοπάτια, οι Judas Priest  τα δίνουν όλα από άποψη απόδοσης και συνθέσεων. Το εισαγωγικό τραγούδι "Painkiller", δίνει το στίγμα.
Ένα χαρακτηριστικό drum intro από τον Travis, δίνει τη θέση του σε μια τρικυμία από riffs και leads. Ο Glenn Tipton τραβάει από το μανίκι τον Κ.Κ. Downing, να ακολουθήσει ενώ ο Rob Halford αφηγείται σε υψηλές οκτάβες την ιστορία του ομώνυμου ήρωα καθώς επιχειρεί να σώσει την Γη από την καταστροφή. Το solo του Tipton  εισάγει την απαραίτητη επική μελωδία που ντύνει την πορεία του ήρωα προς τη νίκη ενώ ο Downing απαντά προς το τέλος του τραγουδιού με ένα πυκνό και σκληρό solo, οδηγώντας τον Travis να κλείσει το τραγούδι με ένα σιδηροδρομικό outro.


Τα επόμενα τρία τραγούδια είναι σαν το σφηνάκι του ποτού: Το "Hell Patrol", υμνεί τους δηλωμένους οπαδούς της μπάντας, την αμερικανική λέσχη μοτοσυκλετιστών Hells Angels, με εμφατικό και γκαζωμένο τρόπο σε ένα κλασικό Priest κομμάτι. Το "All Guns Blazing", ανοίγει βιτριολικά από τον Halford  και μοιάζει με πολεμική ανταπόκριση από το μέτωπο καθώς οι κιθάρες προσφέρουν ένα δυνατό riff που συνοδεύει το chorus  και κλείνει το τραγούδι με ηχητικά εφέ κανονιοβολισμών ενώ τα χαοτικά leads και solos, συνοδευόμενα από εκκωφαντικούς ρυθμούς στα τύμπανα δίνουν μια ανάλογη απεικόνιση. Το "Leather Rebel", κλείνει το μάτι στο "Hell Patrol" και δίνει μια περιγραφή της ζωής στο δρόμο για τους μοτοσυκλετιστές  καθώς χαράσσουν την ταραχώδη ζωή τους εντός πύρινων μονοπατιών όμοια με το ύφος του τραγουδιού
Το "Metal Meltdown" αποτελεί σπουδή στο speed metal χωρίς κάποια μελωδική ανάσα. Οι κιθαρίστες των Priest  ανταλλάσουν riffs και solos που οδηγούν σε μια σκοτεινή αρμονία και ένα αργό ενδιάμεσο τμήμα πριν περιγράψουν την επικείμενη αυξανόμενη αγωνία επερχόμενου μεταλλικού κατακλυσμού και καταστροφής , σε ένα αλληγορικό τραγούδι των έσχατων χρόνων. Το "Night Crawler" είναι αλλιώτικο  πιο αργό και μελωδικό αλλά εξίσου σκοτεινό και δυνατό, γεμάτο ηχητικά εφέ που φωτογραφίζουν την αθέατη ζωή του υποχθόνιου πλάσματος των στίχων καθώς αυτό φαίνεται πως ετοιμάζεται για το κύκνειο άσμα του όπως φανερώνει το διπλό lead των Tipton, Downing προτού επανέλθει απειλητικά ο Halford για να κλείσει το τραγούδι. Το "Between The Hammer And The Anvil", είναι η ανάσα του δίσκου πριν οδηγηθεί στην αποκορύφωση. Στιχουργικά, δεν αξίζει τόσο όσο μουσικά – ο Tipton  βγάζει την κλασική του παιδεία προς τα έξω και οδηγεί το τραγούδι σε μια ελπιδοφόρο ατραπό δια στόματος Halford παρά την πνιχτή του ατμόσφαιρα.
Το "Touch Of Evil", ένα εκ των προτεινόμενων κομματιών του δίσκου, συνεχίζει πιθανώς την παράδοση των κεκαλυμμένων ομοφυλοφιλικών θεμάτων στιχουργικά από τον Halford , ενώ η μουσική του έχει συνυπογραφεί από τον Tsangarides . Πλήκτρα στο τραγούδι δανείζει ο Don Airey , νυν Deep Purple, αν και δεν αναφέρεται στα credits του δίσκου. Το τραγούδι απειλητικό στην αρχή ξεδιπλώνεται σε ένα επικό κρεσέντο και περιέχει μία εκ των πιο ανατριχιαστικών κραυγών προς την έξοδό του στην δισκογραφική ιστορία από τον Rob Halford. Το ακόλουθο τραγούδι "Battle Hymns", λειτουργεί πιο πολύ σαν εισαγωγή για το κλείσιμο του δίσκου, το "One Shot At Glory", το οποίο είναι ιδανικό για το σκοπό αυτό. Προφητικό για την επιρροή του συγκροτήματος στις επερχόμενες γενιές, επαναφέρει το γρήγορο ρυθμό του δίσκου αλλά όχι τόσο και την ατμόσφαιρα. Κινείται σε πιο επικές οδούς και περιέχει μια όμορφη, κλασικά εμπνευσμένη αρμονία των Tipton και Downing προτού ο Halford σημάνει τη λήξη με ηρωικό ύφος και υποδεικνύοντας τους Judas Priest  νικητές στο στοίχημα της υστεροφημίας τους.
Ο δίσκος δεν θα πουλούσε τόσο (όσο οι προηγούμενοι) , θα έμπαινε στο νούμερο 26 των αμερικανικών charts και θα γινόταν μόλις χρυσός, οι κριτικοί ωστόσο θα το αποθέωναν έχοντας να διαπραγματευτούν με έναν ακόμη κλασικό δίσκο των Priest , στους μοντέρνους καιρούς. Ικανό να δημιουργήσει μια νέα γενιά οπαδών ( βλ. διασκευή του ομώνυμου τραγουδιού από τους Death , για παράδειγμα) , με την αδιαμφισβήτητη ποιότητά του ενώ ουκ ολίγα power metal  συγκροτήματα θα το χρησιμοποιούσαν ως πρωτότυπο υλικό για να διαμορφώσουν τους δικούς τους δίσκους . Μολαταύτα, λίγο καιρό μετά ο Halford , θα αποχωρούσε από τη μπάντα και αυτή θα έμπαινε στον πάγο για χρόνια…

Κώστας Δάβαρης