04/09/2023
Χτυπημένος κατά τη διάρκεια της επιδημίας του ’49 από το μικρόβιο της πολυομυελίτιδας στα επτά του χρόνια, ο γιος ενός (πρώην μποξέρ και μετέπειτα) οδηγού λεωφορείου και μιας ιατρικής επισκέπτριας, Ίαν Ντιούρυ θά’ λεγε κανείς ότι ξεκίνησε τη ζωή του σαν ένα υποδειγματικά άτυχο παιδί της γεννιάς του ’40.
Τα κινητικά προβλήματα που του άφησε η αρρώστια τον έφεραν έγκλειστο για χρόνια σ΄ένα σχολείο του Ανατολικού Έσεξ για παιδιά με ειδικές ανάγκες, όπου η παιδαγωγική προσέγγιση ήταν η τυπική της μεταβικτωριανής Αλβιόνας.
Αυστηρή πειθαρχία, αποθάρυνση πρωτοβουλίας, σωματική τιμωρία, πλύση εγκεφάλου για το προδιαγεγραμμένο της κοινωνικής κλάσης μέσα στην οποία ήταν προορισμένοι οι τρόφιμοι να τυποποιηθούν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Αν ποτέ κατάφερναν να θεωρηθούν «φυσιολογικοί».
Ο Ίαν έφυγε από το σχολείο στα 16 με πρωτοβουλία της μητέρας του για να σπουδάσει ζωγραφική σε κολλέγιο του βοπρειοανατολικού Λονδίνου.
Εκεί, παρά τη δυσμορφία της ασθένειας άρχισε να απαελευθερώνεται. Το 1964, έχοντας σημειώσει εντυπωσιακή πρόοδο στα μαθήματα που σχετίζονταν με το σχέδιο, την ποίηση και την τέχνη, ήταν ήδη μέλος του Royal College Of Art, σπουδάζοντας δίπλα σε κορυφαίους δασκάλους και μέχρι τα τέλη των ‘60s δίδασκε σε κολλέγια της νότιας Αγγλίας. Και ενώ από το ’67 παντρεύτηκε τη συνομίληκή του Betty και απέκτησε δύο γιους, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το ενδιαφέρον του για την τέχνη συνάντησε την κοχλάζουσα νεανική μουσική κουλτούρα των κολλεγίων όπου δίδασκε.
Σύντομα έφτιαξε τους Kilburn & The High Roads, στους οποίους ο ίδιος μελωποιούσε ποίηση και στεκόταν μπροστά απ΄το μικρόφωνο απαγγέλοντας με ένα εντελώς ιδιόρρυθμο στυλ. Το υπόλοιπο πλήρωμα συναπάρτιζαν φοιτητές του, που έπαιζαν στεγνό ‘50s ροκ ν΄ρολ (το οποίο λίγο καιρό αργότερα ονομάστηκε “pub rock” κι άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του στην Αγγλία). Η αμίμητη σκηνική του παρουσία, δημιούργησε γρήγορα καλή φήμη στο κύκλωμα των κλαμπ του Λονδίνου, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν support ακόμη και στους Who το 1975. Πέρα όμως από δύο δίσκους που πέρασαν αδιάφορoι, δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι παραπάνω και διαλύθηκαν αρχές του ‘77.
Ακάθεκτος ο Nτιούρυ, έφτιαξε τους Blockheads την ίδια χρονιά κι εξασφάλισε ένα συμβόλαιο με την μικρή αλλά ανεξάρτητη Stiff Records. Με το κύμα του πανκ να σαρώνει τη Βρετανία, οι Blockheads πήγαν το πράγμα ακόμη παραπέρα. Συνδύαζαν την εκρηκτική σκηνική παρουσία του αρχηγού τους με ένα ηχητικό αμάλγαμα απρόβλεπτο, που περιείχε jazz, rockabilly, funk, reggae, με αναφορές έως και σε music hall, μια από τις μεγάλες αγάπες του Ίαν. Κύριος συνθέτης της μουσικής τους ο πιανίστας και κιθαρίστας Chaz Jankel, ο οποίος έπαιρνε τους στίχους του Ντιούρυ και έγραφε πάνω τους ό,τι μουσική ταίριαζε.
Παίζοντας παντού για ελάχιστα χρήματα κι έχοντας τον Ντιούρυ να εξαπολύει δηλητηριώδεις παρλάτες από σκηνής, στις οποίες καυτηρίαζε την υποκρισία, τη ρηχότητα και την βία ενός συστήματος που ο ίδιος είχε βιώσει στο πετσί του, έγιναν από τα συγκροτήματα που σηματοδότησαν την διαφορετικότητα του ραγδαία ανερχόμενου new wave.
Άνοιξη του ’77, είχαν μπει ήδη στη διαδικασία σύνθεσης των κομματιών του ντεμπούτου άλμπουμ τους. Ο Jankel είχε ήδη στοίβες στίχων, σημειώσεων, ακόμη και σλόγκαν του Ντιούρυ, μέσα απ΄τα οποία πάλευε να βγάλει άκρη. Ένας απ΄αυτούς ήταν το “Sex & Drugs & Rock N’ Roll”. Πάντα ο Jankel ένιωθε ότι αυτός ο τίτλος ήταν τόσο ευρύς και δυνατός που δεν μπορούσε να βρει εύκολα κατάλληλη μουσική για να υποστηριχθεί. Ώσπου, μια μέρα, επισκέφτηκε τον Ντιούρυ στο διαμέρισμά του στο Όβαλ, στο Νότιο Λονδίνο και τον άκουσε να σιγοτραγουδά ένα ρυθμό, ακριβέστερα μια μπασογραμμή, με το στόμα, χωρίς σταματημό. Ήταν κάτι που ο Ντιούρυ δεν το συνήθιζε. Το μουσικό αυτί του Jankel το άρπαξε στον αέρα κι έτσι σε μηδέν χρόνο γράφτηκε η φάνκυ ραχοκοκκαλιά που θα γινόταν το πιο γνωστό κομμάτι τους.
Λίγο καιρό αργότερα, ο Jankel, σε μια δεύτερη επίσκεψη στο διαμέρισμα του Ντιούρυ άκουσε έκπληκτος το ίδιο σχήμα από τον δίσκο που ο Ντιούρυ είχε βάλει να παίζει στο σαλόνι, όσο εκείνος έφτιαχνε τσάϊ. Ήταν το “Change Of The Century” του μεγάλου νεωτεριστή τζαζίστα Ornette Coleman. Πρώτη πλευρά, πρώτο κομμάτι, το εξήμισυ λεπτών “Ramblin’”.
Ο Ντιούρυ κατάφερε ο ίδιος και ήρθε σε επαφή με τον μπασίστα εκείνης της ηχογράφησης, τον Charlie Haden, με σκοπό να του αποδώσει, τουλάχιστον σε ηθικό επίπεδο, τα εύσημα για το «δάνειο» που είχε πραγματοποιήσει. Για να μάθει έκπληκτος ότι και εκείνος είχε στην πραγματικότητα δανειστεί το ριφ από έναν παλιό δίσκο Γαλλικής Κρεόλ. Το ταξίδι της μουσικής μέσα στα χρόνια είχε συντελεστεί για μια ακόμη φορά με απροσδόκητο όσο και αξιοθαύμαστο τρόπο.
Οι Λunatics στην πρώτη τους εμφάνιση για αυτήν τη συναυλια...
Oι Αθηναίοι Stellar Veil κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους δίσκο...