20/10/2016
Οι Aerosmith μετρούσαν ήδη 16 χρόνια καρριέρας, αλλά την Άνοιξη του ’86 βρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση. Το άλμπουμ τους “Done With Mirrors” υποτίθεται θα ήταν μια «επανεκκίνηση», καθώς οι δύο κιθαρίστες, ο θρυλικός Joe Perry και ο σιαμαίος του Brad Whitford επέστρεφαν στην μπάντα μετά από 4 επώδυνα χρόνια.
Δεν τα είχαν καταφέρει. Το υλικό έμοιαζε σαν ηχητικό απολειφάδι της προηγούμενης δεκαετίας, χωρίς κάτι μοντέρνο ή θελκτικό για τους καταναλωτές του MTV, οι οποίοι του επιφύλαξαν παγερή αδιαφορία. Την ίδια ώρα, η εξάρτηση του Steven Tyler και του Joe Perry από σκόνες και βελόνες δεν επέτρεπε σε κανέναν από το γκρουπ να σκεφθεί καθαρά, πέρα από το πόσο καθαρό πράμα θα έβρισκε για να τέρψει την καθημερινή του ανάγκη. Θα είχε συνέχεια η προσπάθειά τους να ξαναμπούν στη δισκογραφία; Αμφίβολο.
Στον αντίποδα, το rap τρίο από το Queens, οι Run DMC, ήταν μια ανερχόμενη δύναμη στο χώρο του hip hop. Με δύο άλμπουμ ήδη στο παλμαρέ τους (το “Run DMC” του ’84 και το “King Of The Rock” του ’85), δεν είχαν μόνο συνδέσει στα αυτιά του mainstream την τεχνική του sampling και του scratch με το ρυθμικό ραπάρισμα των στίχων, αλλά είχαν ασυναίσθητα προκαλέσει και κάτι ακόμη. Είχαν ρίξει και λίγο ροκ στη μίξη, αφού κρίσιμα δευτερόλεπτα φράσεων και ριφ κιθάρας φορτωμένα fuzz είχαν παρεισφρύσει ήδη στα κομμάτια τους “King Of the Rock¨ και “Rock Box”, δυναμώνοντας το backbeat.
Η Άνοιξη του ’86, βρήκε τους RUN DMC στα Magic Ventures Studios της Νέας Υόρκης, να ξεκινούν γράψιμο για τον τρίτο τους δίσκο στην εταιρία Def Jam. Το όνομα της εταιρίας ήταν τόσο street ready (“Def” λεγόταν στη slang της Νέας Υόρκης κάθε μουσική του δρόμου με εθιστικό beat) όσο και ο εμπνευστής του. Ο 23χρονος μακρυμάλλης μουσάτος, ονόματι Rick Rubin ήταν βαθιά χωμένος στη hip hop σκηνή της Νέας Υόρκης, καθώς διάλεγε και υπέγραφε όποια μπάντα του γυάλιζε από το Harlem, το Bronx και το Brooklyn. Ταυτόχρονα όμως ήταν ρόκερ μέχρι κόκκαλο, θαυμαστής όλων των κλασσικών hard rock σχημάτων των ‘70s και δαιμονισμένα δημιουργικός. Δεν χρειάζονται άλλες εξηγήσεις : εκείνη ακριβώς την εποχή είχε προλάβει ήδη να αναμίξει σαν καλός αλχημιστής του ήχου τις δυό του αγάπες, σ΄ ένα τρίο λευκών που λίγους μήνες αργότερα θα ξεκινούσε να γράφει τη δική του ιστορία, τους Beastie Boys, ενώ ταυτόχρονα, είχε αλιεύσει για λογαριασμό της Def Jam το πιο ακραίο συγκρότημα thrash metal απ’ την άλλη άκρη της Αμερικής, τους Slayer, με τους οποίους ηχογραφούσε ακριβώς την ίδια περίοδο την ύστατη μουσική διακήρυξη μίσους με τίτλο “Reign In Blood”.
Κατά τη διάρκεια των δοκιμαστικών, ένα πρωί στα Ventures Studios o Rubin είδε τους RUN DMC να σαμπλάρουν ένα κομμάτι απ’ αυτά που είχε άρρηκτα συνδέσει με την εφηβεία του. «Yo, guys, ξέρετε ποιό είναι αυτό το κομμάτι που πάνω του rapάρετε;». O Josheph “Run” Simmons και ο Darryl McDaniels (DMC), ετών 22 αμφότεροι, άρχισαν να ξύνουν το κοντοξυρισμένο κρανίο τους. “Yo, m’ f’ka, Jam Jay”, γύρισαν και είπαν στον τρίτο (Jason Mizell). «Αυτό δεν είναι το “Toys In The Attic?”». Δεν είχαν ποτέ κοιτάξει το δίσκο, ούτε ήξεραν το όνομα της μπάντας. Έπιαναν το βινύλιο με τα χέρια, το ξάπλωναν στο πικάπ κι έπαιζαν απλώς τα πρώτα μέτρα από το τέταρτο κομμάτι της πρώτης πλευράς, πριν αρχίσουν να το πιλατεύουν με το scratch. Ο Rubin διατήρησε με κόπο το παροιμιώδες του cool. «Είστε σοβαροί; Rapάρετε πάνω στo μεγαλύτερo hit του μεγαλύτερου ροκ ν’ ρολ συγκροτήματος που έβγαλε αυτή η χώρα».
Ο αόρατος γλόμπος πάνω απ’ το κεφάλι του άστραψε, αλλά το πήγε ψύχραιμα. «Σας συστήνω να το διασκευάσετε ολόκληρο, κανονικά. Πηγαίνετε στο υπόγειό σας που κάνετε τις πρόβες, ακούστε όλο το κομμάτι και πείτε τα λόγια κανονικά, αλλά με το δικό σας στυλ». Οι rappers το λιγώτερο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι δεν ενθουσιάστηκαν. O “RUN” διάβασε τον πρώτο στίχο με απέχθεια:
«”Backstroke lover always hidin' 'neath the cover- 'Till I talked to my daddy he say…” . What the f@#k’s that mothefucka? This is hillbilly gibberish! You’ re gonna ruin our careers !”».
Τσαντισμένοι και απρόθυμοι την επόμενη μέρα έβαλαν το ηλεκτρονικό beat να παίζει και ηχογράφησαν μια πρόχειρη «δική τους» βερσιόν, ίσα για να αποδείξουν στον Rubin ότι η ιδέα του ήταν για πέταμα, κι έφυγαν απ’ το στούντιο.
Μερικές ώρες αργότερα, τα τηλέφωνά τους ξαναχτύπησαν. Ασυνήθιστο. Είχαν ξοδέψει τον στουντιακό χρόνο που η Def Jam τους είχε εξασφαλίσει για κείνη την ημέρα. Ο Rubin τους ξανακαλούσε πίσω στο στούντιο. Με το που μπήκαν ανύποπτοι στα Magic Ventures, είδαν τον Rubin με δύο «ασπρουλιάρηδες» που απέπνεαν έναν περίεργα υποβλητικό αέρα. Ο Jam Master Jay δαγκώθηκε (“Oh shit, man ! It’s the Rolling Stones!”). Ήταν ο Tyler Κι ο Perry.
Ο Rubin είχε περάσει αρκετή ώρα στα τηλέφωνα με διάφορους αποδέκτες. Ο Tyler τον είχε ακούσει προσεκτικά. Rappers? Δεν είχαν και τίποτα να χάσουν. Η μπάντα ήταν σε βαρομετρικό χαμηλό από πλευράς δημοφιλίας. Ο Perry, κανείς δεν ξέρει σε τί κατάσταση τον βρήκε το τηλεφώνημα, κατάλαβε ότι κάποιοι νεαροί μαύροι θα τους έδειχναν μια καινούρια ενορχήστρωση για το κομμάτι τους, που ήταν όμως ήδη 11 χρόνων παλιό.
Ο πρώτος που συμφώνησε χωρίς να ξέρει τι είναι καν το rap (όπως ομολόγησε αργότερα) ήταν ο μάνατζερ των Aerosmith, Tim Collins. Τα 8.000 $ για μιας μέρας παρουσία κι επίβλεψη στο στούντιο, που του πρόσφερε ο Rubin, έφταναν για να μπει στο νόημα γρήγορα.
Ο Daryll “DMC” McDaniels περιγράφει στιγμές αμηχανίας στη θέα των δύο λευκών ροκ σταρ: «Ήμασταν τελείως άβγαλτοι. Δεν ξέραμε πώς να φερθούμε. I mean, ήμασταν μπροστά σε δύο διάσημους που είχαν εκατομμύρια δίσκους και μεις ήμασταν τρία παιδιά απ’ το Queens που δεν ήξεραν καν τι λέει η μουσική τους. Από τα πρώτα λεπτά ο Steven ήταν φιλικός, πήγε στον Jam Master Jay και τον ρωτούσε “Come on, Jay, δείξε μου, man, πώς το κάνεις αυτό το πράγμα με το scratch?”. Ο Joe Perry ήταν εντελώς ψαρωτικός. Στεκόταν βλοσυρός, με την κιθάρα κρεμασμένη μπροστά του και παρατηρούσε με σφιγμένα τα χείλη και τα μάγουλα ρουφηγμένα. Σχεδόν δεν είπε κουβέντα. Όταν ήρθε η ώρα παίξει, άρχισε να τα χώνει δυνατά. Έβλεπα το τσιγάρο να κρέμεται στην άκρη του στόματός του χωρίς να κινδυνεύει ποτέ η στάχτη να πέσει, κι έλεγα “πώς στο διάολο το κάνει”; Ο Steven του φερόταν με προσοχή και υπομονή : “Είσαι εντάξει Joe?. Θέλεις κάτι άλλο; Είσαι έτοιμος να παίξεις; Τελείωσες Joe, σίγουρα;”. Πρώτα έκαναν αυτοί τα δικά τους και μετά ήρθε η σειρά μας. Ο Rick μας καθοδήγησε στο πώς θα το πούμε: “Μην ακολουθήσετε την ερμηνεία του Steven. Αυτός επιπλέει πάνω στο κομμάτι. Εσείς να λέτε τους στίχους κοφτά, ανάμεσα απ΄ τις αναπνοές του».
Ο Tyler από την πλευρά του θυμάται με το γνωστό του, ανοικονόμητο, one mile smile : «O RUN, ο Jay κι ο DMC σε κάποια φάση πήγαν και χώθηκαν σε μια γωνιά του στούντιο και μας γύρισαν τις πλάτες. Πέρασαν λίγα λεπτά, δεν μπορούσαμε να δούμε τί κάνανε. Γυρίζω στον Joe και του λέω ”Hey, Joe, τί λες να κάνουνε ’κει πέρα;”. Μου λέει καχύποπτα “Προφανώς ρουφάνε κανά κρακ”. Πλησιάζω κοντά και τί να δώ; Είχαν στα χέρια κάτι χάμπουργκερ και πατάτες απ’ τα McDonalds και τρώγανε στα όρθια. Μάλλον δεν ένιωθαν άνετα να τους δούμε».
Με το που ετοιμάστηκε το νέο άλμπουμ των RUN DMC, το πείραμα μπήκε σ’ εφαρμογή. Στους mainstream σταθμούς μοιράστηκε ως πρώτο single το “Μy Adidas” και στους rock σταθμούς το “Walk This Way”. Τα τηλεφωνήματα και τα requests έπεφταν βροχή. Όχι τόσο για το πρώτο, αλλά για το δεύτερο.
Νέο άλμπουμ κυκλοφορεί στις 24 Μαίου ο Lenny Kravitz με τίτλο &...
Nέο τραγούδι για τους Σουηδούς Nestor ύστερα από το υπερεπ...
Το απόλυτο μουσικό φεστιβάλ της πόλης θα παρουσιάσει π...
Στις 31 Μαΐου κυκλοφορεί σε cd και βινύλιο το box set με τίτλ...
Μία ιδιαίτερη συναισθηματική στιγμή μοιράστηκε με του...